9/4/14

Συνέλευση στις 6


 
Το παρακάτω πολιτικό-λογοτεχνικό πόνημα έφτασε μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές στα γραφεία της Κεντρικής Επιτροπής της Ασύμμετρης Απειλής και αναδημοσιεύεται μετά από έγκριση της Γενικής Γραμματείας, μετά από μια διεξοδικότατη ανάλυση βασισμένη στις αλάνθαστες αρχές του ιστορικού και διαλέχτικού υλισμού. Δημοσιεύεται μέσα στα πλαίσια του (αμεσο)δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που συμπυκνώνονται στην παρακάτω αταλάντευτη θέση: Ζωή τέλος, Πειθαρχία μαγική!!!

Συνέλευση στις 6

Η αίθουσα των συνελεύσεων είχε καιρό να γεμίσει τόσο πολύ.


Είχε μαζευτεί κόσμος από όλες τις πόλεις, μετά από το πανελλαδικό κάλεσμα που απηύθυνε η Πρωτοβουλία Αντιμπατσικών Συνθημάτων Θεσσαλονίκης (Π.Α.Σ.Θ.), προκειμένου να αποφασιστούν κάποιες συντονισμένες δράσεις ως απάντηση στα απανωτά χτυπήματα εναντίoν των αναρχικών/ αντιεξουσιαστικών συνθημάτων που είχαν σημειωθεί τον τελευταίο καιρό. Ως συνήθως, μέσα στην αίθουσα είχαν δημιουργηθεί οι γνωστές παρέες συνθημάτων. Στις πρώτες-πρώτες σειρές καθισμάτων, με περίσσια άνεση στο χώρο, την είχαν πέσει τα αντιμπατσικά και τα αντικρατικά. Πίσω-πίσω, και κοιτώντας γύρω τους με κάποια καχυποψία είχαν μαζευτεί κάποια αντικαπιταλιστικά. Στη μέση, καθισμένα σε κύκλο καθόντουσαν καμιά δεκαριά ταξικά και σιγομουρμούριζαν αναμετάξυ τους. Τα υπόλοιπα καθίσματα είχαν καταληφθεί διάσπαρτα από αντιφά, ενώ έξω από την πόρτα είχαν ψιλοστήσει καβγά τα οπαδικά, που αρνούνταν πεισματικά να περάσουν μέσα. Ανάμεσα στα καθίσματα, χαρούμενα τρικάκια έτρεχαν εδώ κι εκει μυρίζοντας το ένα το άλλο και μασουλώντας πότε-πότε κανένα σκουπιδάκι που έβρισκαν τυχαία στο βρώμικο πάτωμα. 


Η ώρα περνούσε και η μουρμούρα δεν φαινόταν να σταματάει. Πολλά συνθήματα είχαν καιρό να εμφανιστούν στους τοίχους και είχαν βρει την ευκαιρία τώρα να ενημερωθούν για τις εξελίξεις. Το Μπα-Γου-Δο, γνωστό και μουράτο σύνθημα του χώρου και με εμπειρία χρόνων, είδε πως κάποιος έπρεπε να κάνει την αρχή. Σηκώθηκε και ακούμπησε με δύναμη το κράνος του στο θρανίο. Ξερόβηξε τρεις φορές. Αμέσως, απλώθηκε σιωπή και τα μάτια στράφηκαν πάνω του.

«Λοιπόν σύντροφοι…


-  Και συντρόφισσες! Πετάχτηκε ένα αντισεξιστικό σύνθημα από τη γωνιά του.


… και συντρόφισσες, καλά κάνει και με διορθώνει. Λοιπόν, καλέσαμε αυτή τη φάση, γιατί τα πράγματα έχουν χοντρύνει και ο χρόνος μας τελειώνει. Πρέπει να προλάβουμε τις εξελίξεις, καθώς όπως ξέρουμε, όποιος δε δρα άμεσα, μετά το μετανιώνει. Εμείς εδώ ως ΠΑΣΘ, έχουμε σκεφτεί κάποια πράγματα, αλλά είναι δύσκολη η κατάσταση και δε θέλαμε να είμαστε μόνοι. Οι ιδέες που υπάρχουν είναι πολλές, μπορούν  να γίνουν πορείες, να στηθεί καμιά συναυλία, μια μικροφώνι-


«..Συγγνώμη, σύντροφε, αλλά νομίζω ότι πολλοί και πολλές εδώ μέσα, και ειδικά όσοι και όσες συμμετέχουμε σε αντιφά συνελεύσεις θα συμφωνήσουν μαζί μου ότι αυτά τα πράγματα καλό είναι να γίνονται μεν, αλλά σε τέτοιους καιρούς πρέπει να αναζητήσουμε και άλλους τρόπους δράσης», είπε το Τσακίστε-Τους-Φασίστες-Σε-Κάθε-Γειτονιά, διακόπτοντας το Μπα-Γου-Δο. «Καταρχάς, πρέπει ο καθένας και η καθεμία εδώ μέσα, πιστεύω, να τοποθετηθεί ως προς το πού εντοπίζει το πρόβλημα. Γιατί τα ζητήματα είναι πολλά. Για μένα, ας πούμε, βασικό πρόβλημα είναι ότι πλέον στις πορείες κανείς δε φωνάζει συνθήματα. Ακόμα κι όταν φωναζόμαστε κάποια, βλέπω ότι είμαστε συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Ας αναλογιστούμε λοιπόν και την ατομική μας ευθύνη. Επίσης, επειδή έχω πάει σε πορείες και πορείες, σε πολλές γειτονιές, πολλών πόλεων, βλέπω ότι υπάρχουν νέα συνθήματα, με πολλή δυναμική, που σκάνε μύτη σε τοίχους και σε μικρές πορείες, αλλά ξενερώνουν με τη φάση μας και με την αδράνεια που παίζει γενικότερα. Τελοσπάντων, αυτά από μένα για την ώρα. Θα ξαναμιλήσω και αργότερα. Γενικά, αν γίνεται, να μιλήσουμε όλοι και όλες, με μία σύντομη και ολοκληρωμένη τοποθέτηση, για να μη χαωθούμε».


« Εντάξει, ρε φίλε.» Απάντησε το Εικοσιτετράωρο-της-υποταγής . «Εσύ συμμετέχεις σ’ ένα σωρό συνελεύσεις κι έχεις άλλη εμπειρία από αυτές τις καταστάσεις. Ρισπέκτ, δε λέω, αλλά κάποιοι και κάποιες από εμάς, τώρα μαθαίνουμε τη διαδικασία και χρειαζόμαστε κάποιο χρόνο για να.. εξοικειωθούμε.» Κατέληξε μ’ ένα χασμουρητό. 


«Εε…» Τα μάτια στράφηκαν πάλι στις πρώτες σειρές, καθώς το λόγο πήρε το ΕΛΑΣ-ελλήνων-αστυνομικών. «Συγγνώμη που μιλάει πάλι σύνθημα από την ίδια ομάδα, απλά ήθελα να βάλω δυο τρία πραγματάκια σε σχέση μ’ αυτά που είπε ο σύντροφος απ’ τους αντιφά. Γιατί κι εγώ, ας πούμε, βλέπω ότι κάποια προβλήματα είναι πιο σημαντικά, ας πούμε. Όχι ότι διαφωνώ, ας πούμε, μ’ αυτά που είπε ο σύντροφος,  αλλά εντάξει για μένα, και δυο και τρία συνθήματα να είμαστε, αν κατεβούμε δυναμικά, και φωναχτούμε και γραφτούμε στους τοίχους και πούμε ότι θα είμαστε εκεί, για μένα ας πούμε αυτό έχει σημασία. Αλλά, παιδιά, μη γελιόμαστε, το θέμα είναι να καταφέρουμε να φτάσουμε ως εκεί. Γιατί, έτσι όπως έχει πάει η φάση με τα τσουτσέκια τους μπάτσους, που όλο πι μας κάνουνε, άντε να καταφέρει κανείς να γράψει σύνθημα, έτσι;  Οπότε για μένα σ’ αυτό πρέπει να εστιάσουμε, στο πώς ας πούμε θα σπάσουμε τη φάση με τους μπάτσους, για να φτάνουμε στα αυτιά του κόσμου και στους τοίχους».


Μετά από αυτά τα λόγια, απλώθηκε στην αίθουσα η γνωστή αμήχανη σιωπή. Κάποια ταξικά συνθήματα συνέχιζαν να μουρμουρίζουν μεταξύ τους, ενώ πού και πού ακουγόταν κανένα πνιγμένο ρέψιμο απ’ τα οπαδικά που είχαν αράξει στα περβάζια των παραθύρων. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ένα αντιιμπεριαλιστικό σύνθημα, κάθιδρο και φορτωμένο με έναν κουβά αφισοκόλλησης. Πολλά μάτια γύρισαν απηυδισμένα.


«Όχι ρε πούστη μου, είδε την αφίσα», ψιθύρισε το Ακουστετό-καλά-ανθρωποφυλακές, αλλά αρκετά δυνατά, ώστε να προκληθούν κάποια γελάκια στις πίσω σειρές.


«Σύντροφοι!» Φώναξε το αντιιμπεριαλιστικό σύνθημα και πήρε μια μεγάλη ανάσα. «Κυβέρνηση και Ε.Ε. καταπατούν κατάφωρα τα κεκτημένα συνθηματικά μας δικαιώματα. Πρέπει και ήρθε η ώρα να δράσουμε. Εμείς τα συνθήματα ανήκουμε σε όλο το λαό, δεν μπορούν να μας φιμώσουν! Προτείνουμε κάλεσμα για συγκεντρώσεις σε όλες τις μεγάλες πλατείες της χώρας για να τους δείξουμε τη δύναμή μας! Επίσης προτείνουμε μαζικό μποϊκοτάζ στα ξενόφερτα προϊόντα. Δεν αγοράζουμε σπρέι που παρασκευάζονται στην Αμερική!».


«Σιγά μη τ’ αγοράσουμε ρε ψηλέ. Γιου νόου ψείρισμα;» Πετάχτηκε το Καιρός-να-δούμε-τις-τράπεζες-καμμένες.  Τρανταχτά γέλια γέμισαν την αίθουσα. Το αντιιμπεριαλιστικό πήγε κάτι να πει, ανοιγόκλεισε το στόμα καμιά δυο φορές, αλλά είδε πως ήταν μάταιο. Σήκωσε τον κατακόκκινο κουβά του και αποχώρησε άδοξα από την πίσω πόρτα.


«Εχμ.. Μετά από αυτή την ενδιαφέρουσα παρέμβαση, θα ήθελα κι εγώ να πω δυο λόγια..» Όλα τα συνθήματα γύρισαν έκπληκτα. Μόλις είχε μιλήσει ένα σύνθημα απ’ τα πιο παλιά στο χώρο, που ανήκαν στην Σιτουασιονιστική Κίνηση Μάης του ’68. Συνήθως, σε τέτοια σκηνικά, τα μέλη της Κίνησης παρακολουθούσαν την κουβέντα σιωπηλά, καπνίζοντας με στωικότητα. Το σύνθημα έστρωσε το γκριζαρισμένο μούσι του και καθάρισε το λαιμό του:


«Ω. Καημένα συνθήματα των τοίχων. Ποιος θα σας το ‘λεγε πως το ‘χε η μοίρα σας να καταλήξετε κόβερ πίκτσουρ;

Καημένα συνθήματα που κάποτε  ομορφαίνατε μια πόλη,

πώς θα καταφέρετε να ομορφύνετε μια οθόνη;

Συνθήματα που δείχνατε

πόση αλήθεια μπορεί να χωρέσει μια ομοιοκαταληξία

Και τώρα τα λάικ, τα κόμμεντ και τα σερ σας δίνουν μόνο αξία!» 


«Μπράβο, συντρόφισσα» αναφώνησε ενθουσιασμένο το Μπα-γου-δο, «όπως πάντα, η ποιητικότητά σου με σκλαβώνει!»


«Πειθαρχία τέλος, ζωή μαγική.», απάντησε, κλείνοντας το μάτι, το σιτουασιονιστικό σύνθημα. 


Κι έτσι, σιγά-σιγά, η συζήτηση απέκτησε ροή και κύλησε για ώρες. Τα συνθήματα ήταν αποφασισμένα να μη φύγουν από την αίθουσα, αν δε βρουν πρώτα μια λύση. Έκατσαν και συζήτησαν με τις ώρες, θυμήθηκαν τις παλιές τους δόξες και ονειρεύτηκαν καινούριες. Το ξημέρωμα τα βρήκε μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης στα χείλη, ανάμεσα σε άπειρα κουτάκια μπύρες που είχαν πιει για να βγει η βραδιά – λένε πως το Μπα-γου-δο κατέβασε μονάχο του ένα κασόνι! Το σχέδιο είχε στηθεί…


Μια βδομάδα αργότερα, ένα από αυτά τα πρώτα δροσερά καλοκαιριάτικα πρωινά, μια μεγάλη έκπληξη περίμενε τους ανθρώπους των πόλεων. Όλα τα συνθήματα που είχαν ποτέ γραφτεί, ενώθηκαν σ’ ένα απέραντο, τσουρουφλιστό μείγμα. Ξεχύθηκαν στο δρόμο σαν μαυροκόκκινη λάβα που κατάπινε κτίρια, λεωφόρους, αυτοκίνητα. Έκαιγε πατόκορφα εκκλησίες, τράπεζες, δικαστήρια. Τα σχολεία και οι φυλακές κατέρρεαν και έλιωναν σαν τα κεράκια, πλάι σε κλούβες, τμήματα, δημαρχεία, ενεχυροδανειστήρια, σούπερ μάρκετ, πολυκαταστήματα, ασφαλιστικά γραφεία. Κι όλα τα συνθήματα που είχαν ποτέ φωναχτεί, ενώθηκαν σ’ ένα απέραντο, εκκωφαντικό βουητό. Ξεχύθηκαν στο δρόμο σαν ένα αέναο ουρλιαχτό που κάλυψε τους θορύβους των πόλεων. Σκέπασε τις κόρνες και τις σειρήνες, έπνιξε τις φωνές των δημοσιογράφων που πήγαιναν να φωνάξουν βοήθεια, λίγο πριν η λάβα αφανίσει τα κτίρια των καναλιών τους, γέμισε σαν τραγούδι τον ουρανό και τα σπίτια, για να μην ακουστεί ούτε μια διαφήμιση, ούτε ένα ηλίθιο αστείο απ’ τις οθόνες και τα ραδιόφωνα εκείνη τη μέρα. Ένα-ένα όλο και περισσότερα συνθήματα βουτούσαν ενθουσιασμένα σ’ αυτό το μεθυστικό αυτοκαταστροφικό χορό. Το Μπα-γου-δο κοίταξε συγκινημένο γύρω του, τις φωτιές, τις αναθυμιάσεις, τους ανθρώπους μισο-αλαφιασμένους, μισο-ανακουφισμένους. «Αχ αυτό το κίνημα… όσο με πληγώνει, τόσο με πορώνει…», μουρμούρισε αινιγματικά κι έπεσε με φόρα στη λάβα. 


Ύστερα, οι φωτιές καταλάγιασαν σιγά σιγά και το βουητό σίγησε. Οι μνήμες των πόλεων έπρεπε να ξαναγραφτούν. Όμως τους ανθρώπους δεν έδειχνε να τους απασχολεί αυτό. Περπατούσαν στο δρόμο, κρατώντας η μία το χέρι του άλλου και κατηφορίζοντας χαρωπά, λουσμένοι μέσα στο φως του ήλιου, προς την πλησιέστερη παραλία… Όπως έλεγε άλλωστε το ένα και μοναδικό σύνθημα, που είχε απομείνει να καλύπτει με θράσος την πινακίδα που σηματοδοτούσε την έξοδο της πόλης :


«Η λύση είναι μία

 Πάμε παραλία.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου