30/3/16

Για την Οργισμένη Ταξιαρχία




Το παρακάτω απόσπασμα αποτελεί τον επίλογο για υπό έκδοση βιβλίο για την ANGRY BRIGADE (Οργισμένη Ταξιαρχία), από τον Δαίμονα του Τυπογραφείου.

…κλείνοντας
του Stuart Christie

Δίχως να μπαίνουμε πολύ βαθιά σε μια φιλοσοφική συζήτηση περί στόχων και μέσων, αποτελεί κοινή λογική το να είναι οι πράξεις κάποιου σε αντιστοιχία με τους στόχους του. Αυτή ήταν η περίπτωση της Οργισμένης Ταξιαρχίας.

Κατά την άποψή μου, οι επιθέσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας σε στόχους υψηλής συμβολικότητας ήταν χειρονομίες που στόχευαν  στο να ανεβάσουν το “στοίχημα”, να τονίσουν την κοινωνική και πολιτική αναταραχή που χαρακτήριζε τη Βρετανία και τις βιομηχανικές δημοκρατίες της εποχής. Όπως τραγουδούσε ο Bob Dylan, “revolution is in the air”. Η Οργισμένη Ταξιαρχία είχε επίσης να τονίσει ότι κάποιοι είναι υπόλογοι για τις δημόσιες και ατομικές πράξεις τους, είχε να κάνει τους κόσμους των πολιτικών και των επιχειρηματιών να αντιληφθούν πως υπήρχε ένα κόστος για τις αποφάσεις τους, ότι κάθε πράξη είχε συνέπειες πολύ πέρα από ό,τι μπορούσαν να προβλέψουν.

Κανείς απ’ όλους εμάς, περιλαμβανομένων των πολιτικών και των κρατικών αξιωματούχων, δεν μπορεί να διαφύγει από την ευθύνη για τους θανάτους, τραυματισμούς, δυστυχία και τρόμο στα οποία (άμεσα ή έμμεσα) συνεισφέρει, ισχυριζόμενος ότι έδρασε κατόπιν εντολών, ή για λόγους “δημοσίου συμφέροντος”, ή για ένα “μεγάλο” ή “υψηλό καλό”. Μπορεί να πρόκειται για αναρχικούς, εθνικιστές, μαρξιστές, ισλαμιστές φονταμενταλιστές, ψυχοπαθείς, πιλότους που ρίχνουν βόμβες διασποράς σε κατοικημένες περιοχές, ειδικούς οπλικών συστημάτων που εκτοξεύουν πυραύλους Cruise, τους ανώτερους αξιωματικούς τους, μέλη του υπουργικού συμβουλίου που δίνουν τις εντολές και, τέλος, τους πολιτικούς και όσους από όλους εμάς συναινούν σε ενέργειες που οδηγούν σε “παράπλευρες απώλειες” μεταξύ αθώων θυμάτων ενός πολέμου. Ο καθένας μας είναι υπόλογος για τις πράξεις του και για όσα γίνονται στο όνομά του. Ευτυχώς, κανένας θάνατος ή σοβαρός τραυματισμός δεν επήλθε από κάποια βομβιστική επίθεση της Οργισμένης Ταξιαρχίας.

Στις 7 Γενάρη 1971 δύο βόμβες εξερράγησαν έξω από το σπίτι του Robert Carr, υπουργού εργασίας στην κυβέρνηση του Edward Heath. Αποτελούσαν την δεκατόγδοη (επί συνόλου εικοσιπέντε) χαμηλής έντασης αλλά υψηλής σημασίας, βομβιστική επίθεση αυτού που αποκαλούταν (μεταξύ και άλλων ονομάτων, όπως “Butch Cassidy and the Sundance Kid”) Οργισμένη Ταξιαρχία. Η Scotland Yard, πιεζόμενη και από την κυβέρνηση, εξαπέλυσε μια ευρεία αστυνομική έρευνα, με έντονα τα στοιχεία του εκφοβισμού και της βιαιότητας, σε βάρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και των χίπηδων λωτοφάγων, καταλήγοντας στην πολυετή καταδίκη τριών αντρών και δύο γυναικών, ενώ πέντε άλλοι, μεταξύ τους και εγώ, απαλλάχτηκαν των κατηγοριών.

Τριάντα χρόνια λοιπόν μετά, τι έχει να πει σήμερα η Οργισμένη Ταξιαρχία; Οι δράσεις της σε εκείνους τους ταραχώδεις καιρούς απεργιών και διαμαρτυριών στο δρόμο έχουν μια σημαντική απήχηση. Η δίκη των “Οκτώ του Stoke Newington”, όπως συλλογικά είχαμε γίνει γνωστοί, και κυρίως τα επιχειρήματα των τριών κατηγορούμενων που επέλεξαν να υπερασπιστούν μόνοι τους τους εαυτούς τους (οι Mendelson, Barker και Creek) έθεσαν σημαντικά ζητήματα σε σχέση με τη φύση των ταξικών πολιτικών και δικαιοσύνης στη βρετανική κοινωνία: για το ζήτημα των αστέγων, της ανεργίας, της ταξικότητας των νόμων, των συνταξιούχων που πέθαιναν από το κρύο σε ακατάλληλα σπίτια, των φυλακίσεων στη βόρεια Ιρλανδία, των ανθρώπων που καθημερινά τραυματίζονταν ή σκοτώνονταν σε εργατικά ατυχήματα.

Η σύνθεση του ορκωτού δικαστηρίου εξέφρασε συμπάθεια για τους κατηγορουμένους, με δύο εκ των ενόρκων να ψηφίζουν υπέρ της αθώωσης και των οκτώ κατηγορουμένων, ενώ ομόφωνα εξέφρασαν μια πρωτόγνωρη έκκληση προς τον δικαστή για επιείκεια προς τους τέσσερις που τελικά καταδικάστηκαν. Ένας πιθανός λόγος για αυτό ήταν ότι η Οργισμένη Ταξιαρχία θεωρούταν από αρκετούς ως ένα κίνημα αντίστασης, προσωποποιώντας στο σήμερα μια αντιπαράθεση Δαυίδ με Γολιάθ, ενάντια σε ένα κράτος επιθετικό έναντι της οργανωμένης εργατικής τάξης και αφοσιωμένο σε μια στρατηγική θεσμικής κατάκτησης της κοινωνίας. Η Οργισμένη Ταξιαρχία θα μπορούσε να έχει δράσει μόνο εκτός κάθε νόμιμου και κοινοβουλευτικού πλαισίου που ήταν αποδεκτό από την αστυνομία, τους ιδιοκτήτες των media και το Καθεστώς. Η ευγενής πειθώ επιτρέπεται στη Βρετανία, με όρους που την καθιστούν αναποτελεσματική για τις πλατιές μάζες, πέραν του να ψηφίζεις κάθε τέσσερα χρόνια. Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν τρόπους να εξεγείρονται στα κρυφά. Εκατομμύρια ανώνυμων, σιωπηλών και ακοινοποίητων πράξεων ανυπακοής ή σαμποτάζ συμβαίνουν, δίχως αμφιβολία, κάθε μέρα σε όλο τον κόσμο. Υπάρχουν ωστόσο στιγμές και τόποι όπου φαίνεται ορθό, ακόμα και αναγκαίο, το να κάνεις πιο προβεβλημένες κινήσεις υπερασπιζόμενος αυτό που θεωρείς σωστό.

Τι ήταν λοιπόν η Οργισμένη Ταξιαρχία;

Θα παρομοίαζα τον ρόλο της με αυτόν του Χορού στο αρχαιοελληνικό δράμα. Ο Χορός έπαιζε τον ρόλο ενός ιδεατού Κοινού, αφοσιωμένου στα συμφέροντα του “πολιτικού σώματος”. Ο Χορός ήταν ουσιώδες μέρος του δράματος: παρακολουθούσε τα γεγονότα να ξετυλίγονται, παρέμβαινε σε κρίσιμα σημεία της δράσης, κάποιες φορές για να προειδοποιήσει, κάποιες να παροτρύνει και, περιστασιακά, να παρέμβει με την αρμόζουσα δραματική χειρονομία ή πράξη.

Ή ίσως η Οργισμένη Ταξιαρχία να ήταν σαν τους υπηρέτες που είχαν κάποιοι ρωμαίοι αυτοκράτορες για να ψιθυρίζουν στο αυτί τους κατά το απόγειο της ισχύος τους: «Να θυμάσαι ότι είσαι θνητός και θα πεθάνεις». Μόνο που οι τύποι και οι τύπισσες της Οργισμένης Ταξιαρχίας δεν ήταν υπηρέτες κανενός στο να ελέγχουν τη μέθη της εξουσίας.

Τότε ήταν τα τέλη των 60’s, τώρα είναι 2009, ένας προφανώς διαφορετικός κόσμος. Η ιστορία έχει όμως τη συνήθεια να επαναλαμβάνεται. Η δυναμική της κατάκτησης και διατήρησης της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας πάντα θα οδηγεί στην αδικία, στη δυσαρέσκεια. Και στην εξέγερση. Αυτό που μας αφορά εδώ είναι το πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο που έδωσε ώθηση στην Οργισμένη Ταξιαρχία και άλλα κινήματα της “Νέας Αριστεράς” εκείνη την περίοδο.

Η λεγόμενη Νέα Αριστερά αναδύθηκε στα μέσα των 50’s ως απάντηση στη διεύρυνση του χάσματος που χωρίζει το διακηρυγμένο σύστημα αξιών και την πραγματική πρακτική των δυτικών δημοκρατιών, απαντώντας με αυτό που θεωρούσε ως δική της εναρμονισμένη ηθική και πρακτική. Στη Βρετανία, συγκεκριμένα, αναδύθηκε και ως απάντηση στον ψυχρό πόλεμο και στην απειλή της κούρσας των πυρηνικών εξοπλισμών, την απο-αποικιοποίηση και την κρίση του Suez,  το rock ’n’ roll, τη γενική χρεοκοπία της παλιάς αριστεράς, την ουγγρική εξέγερση του ’56 και τις αναθεωρήσεις του 20ου Συνεδρίου του Κ.Κ. της Σοβιετικής Ένωσης.

Η Νέα Αριστερά αναπτύχτηκε ως ένας συντονισμός μεταρρυθμιστικών, ριζοσπαστικών, αυτόνομων και αλληλοκαλυπτόμενων κινημάτων, ωθούμενων από τις διεθνείς εντάσεις του ψυχρού πολέμου, τον επιθετικό καπιταλισμό, μια υψηλή συνείδηση του υπάρχοντος ρατσισμού και, αργότερα, το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων στη βόρεια Ιρλανδία. Κατά την άποψή μου, το φοιτητικό κίνημα που παρείχε μεγάλο τμήμα της δυναμικής της Νέας Αριστεράς, κορυφώθηκε με τα γεγονότα του Μάη του ’68, για να  αποσυντεθεί μέσα στην εναλλακτική κουλτούρα και το underground. Η φούσκα είχε σκάσει. Από τα τέλη του 60’s και μετά η συνοχή της Νέας Αριστεράς είχε διαρραγεί καθώς πολλοί από τους αγωνιστές της είχαν χάσει κάθε αίσθηση ελπίδας, σκοπού και δέσμευσης, ειδικά μετά την εισβολή των ΗΠΑ στην Καμπότζη και τη δολοφονία τεσσάρων φοιτητών του πανεπιστημίου του Kent από την Εθνοφυλακή του Ohio τον Μάη του 1970, καθώς και τη δολοφονία δεκατριών άοπλων διαδηλωτών από την 1η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών σε διαδήλωση για τα πολιτικά δικαιώματα στη βόρεια Ιρλανδία τον Γενάρη του ’72.

Η Νέα Αριστερά, ακόμα και κατά τη “θετική φάση” της, ποτέ δεν απαλλάχτηκε από τάσεις εξουσιαστικές. Ίσως αυτό να οφειλόταν στο γεγονός ότι γεννήθηκε βασικά μέσα από το Εργατικό και από το Κομμουνιστικό Κόμμα, κι ακόμα ότι ο περισσότερος κόσμος της Νέας Αριστεράς ποτέ δεν επιδίωξε μια αποκεντροποίηση της πολιτικής. Πολλές από τις σημαντικότερες προσωπικότητες ήταν μια νέα γενιά ανταγωνιστικών και εξουσιαστών ηγετών προερχόμενων από την παλιά αριστερά. Υπό το πρόσχημα της “καθοδήγησης” εξετράφησαν ολιγαρχίες σε βάρος της ατομικής πρωτοβουλίας και οτιδήποτε ήταν νέο, δυναμικό και ριζοσπαστικό μέσα στο κίνημα. Δεν πήρε πολύ χρόνο μέχρι πολλοί από αυτούς τους “υπεύθυνους” φοιτητικούς ηγέτες να ενταχθούν στο σύστημα. (…)

Για να αντιμετωπιστεί αυτό που εκλαμβανόταν ως κλιμακούμενη απειλή από τη ριζοσπαστική αριστερά, σύμβουλοι όπως ο Kitson καλέστηκαν στο υπουργικό συμβούλιο για να προτείνουν ψυχολογικές επιχειρήσεις όπως η παραπληροφόρηση, η κατασκευασμένη και “μαύρη” προπαγάνδα, που περιλάμβαναν τον επαναπροσδιορισμό και την ποινικοποίηση, ως “τρομοκρατικών”, των τακτικών της άμεσης δράσης. Αν το να δολοφονείς  αντικαθεστωτικούς (από τον Benno Ohnesorg το 1967 και τους τέσσερις φοιτητές στο Kent State το 1970,  ως και τους δεκατρείς διαδηλωτές για τα πολιτικά δικαιώματα στο Derry της Β. Ιρλανδίας τον Γενάρη του 1972) ήταν αυτό που χρειαζόταν για να αποκαταστήσεις την κρατική εξουσία και να σταματήσεις την ολίσθηση προς την ακυβερνησία, τότε λοιπόν ας είναι έτσι. Ο φόβος ενσταλάχτηκε δείχνοντας στους δυνάμει εχθρούς του καθεστώτος πως το να τα βάζεις με το κράτος δεν ήταν μονάχα επιζήμιο για την καριέρα σου, αλλά επίσης επικίνδυνο και απειλητικό ως προς τη ίδια σου τη ζωή.

Η επακόλουθη πόλωση εν τέλει οδήγησε στο “κάψιμο” και τη “βαλκανοποίηση” των υπολειμμάτων της Νέας Αριστεράς. Πολλοί αγωνιστές ένιωσαν ότι είχαν δώσει ό,τι μπορούσαν να δώσουν, και ότι πλέον απειλούταν ο τρόπος ζωής τους, η ελευθερία τους και η ίδια τους η ζωή.

Η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, με το φαινόμενο της κατάρρευσης της αξιοπιστίας του κράτους, ήταν κοινή σε όλες τις δυτικές κυρίαρχες ελίτ της εποχής. Αντιλαμβανόμενες τον πραγματικό κίνδυνο ως προς την ικανότητά τους να κυβερνούν, οι κυβερνήσεις των βιομηχανοποιημένων εθνών άρχισαν αν εξετάζουν γιατί αποσυνθέτονταν οι παραδοσιακοί φορείς “πολιτικής κοινωνικοποίησης”. (…)

Οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να αλλάξουν τις τακτικές τους. Για να βγουν από το αδιέξοδο αποφάσισαν να αποσυρθούν από τη δέσμευσή τους να σχεδιάζουν και να χρηματοδοτούν τη διασφάλιση πλήρους εργασίας, κοινωνικής πρόνοιας και εκπαίδευσης. Οι νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις  στη μετα-sixties  εποχή διέρρηξαν τις παλιές συναινετικές πολιτικές των παροχών, προκρίνοντας ένα “μικρότερο” κράτος το οποίο έδινε μεγαλύτερο σημασία στο “να βάλει τους προλετάριους στη θέση τους”. Οι “άνθρωποι” (δηλαδή, τα διευθύνοντα και υψηλής ειδίκευσης στρώματα) θα “απελευθερώνονταν” από το κράτος έτσι ώστε να ανταγωνιστούν για τους περιορισμένους πόρους του ύστερου καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, μέσω της μείωσης της σταδιακά κλιμακούμενης φορολόγησης των πλουσιοτέρων, περικοπών των κοινωνικών δαπανών, αντισυνδικαλιστικών νομοθετημάτων, θα δημιουργούταν μια προς τα πάνω ώθηση της διανομής του πλούτου. Το “ιδεώδες” κράτος θα ήταν πλέον αυστηρά περιορισμένο στο να προστατεύει την ιδιοκτησία, τη ζωή, την οικονομική ελευθερία και την επιβολή των συμβάσεων. Επίσης, με την αποβιομηχάνιση, τον πληθωρισμό και την ανεργία, ο εθνικισμός-ρατσισμός-φασισμός επανεμφανίζονταν στη σκηνή για να ανεβάσουν κι άλλο την κοινωνική ένταση.

Καθώς η πίεση του κράτους αυξανόταν ως απάντηση σε ένα κύμα απεργιών, συγκρουσιακών διαδηλώσεων και πολιτικής ανυπακοής, το ηθικό και η αποτελεσματικότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς έπεφταν καθώς οι αγωνιστές “καίγονταν” ή άρχισαν να γίνονται κυνικοί, σκεπτόμενοι τις δυνατότητες για αλλαγή μέσα από το σύστημα. Το ανέβασμα του επιπέδου της σύγκρουσης και η αίσθηση του φόβου γκρέμισε το ηθικό τους· υπήρχε πραγματικά μια αίσθηση ότι το πάρτι είχε τελειώσει. Άλλοι αποδέχτηκαν το κράτος και το σύστημα ως είχαν, επιλέγοντας τον “πραγματισμό” τού να εργαστούν για κάποιες ειλικρινείς, αν και επιμέρους, μεταρρυθμίσεις· κάποιοι άλλοι νοιάστηκαν για τον προώθηση της πάρτης τους. Κάποιους άλλους όμως η σύγκρουση τους ενεργοποιούσε και το πάρτι για αυτούς μόλις ξεκινούσε. Μια μικρή μειοψηφία, όπως εκείνοι που αυτοαποκαλέστηκαν Οργισμένη Ταξιαρχία, επέλεξαν τις τακτικές του αντάρτικου πόλης, ελπίζοντας ότι πραγματώνοντας παραδειγματικές ενέργειες που θα τραβούσαν τα φώτα της δημοσιότητας θα μπορούσαν τουλάχιστον να δηλώσουν κάτι για τα παγκόσμια και εγχώρια θύματα της καταπίεσης, θέτοντας το θέμα στη μεγάλη μάζα ανθρώπων που ζούσαν προστατευμένες και μονωμένες ζωές μακριά από τις εικόνες και τους ήχους του ανθρώπινου πόνου.

Η κυρίαρχη διάθεση του κινήματος καθ’ όλη τη δεκαετία, μέχρι και τα μέσα του 1969, ήταν αυτή μιας ευφορικής αισιοδοξίας· από τις αρχές των 70’s μετατράπηκε όμως ασυναίσθητα σε μια διάθεση φόβου. Αντιμέτωπο μ’ ένα πανίσχυρο κράτος που είχε την πλάτη του στον τοίχο και που πλέον ήταν προετοιμασμένο, αν χρειαζόταν, να δολοφονεί ανοιχτά, το κίνημα κλείστηκε στον εαυτό του και έχασε την ορμή του καθώς άλλοι κοιτούσαν πλέον την πάρτη τους ή επικέντρωναν σε “ελευθεριάζουσες” και ανώδυνες απολίτικες κατευθύνσεις της αντικουλτούρας των ναρκωτικών, της μόδας και του rock’n’roll.

Όμως αυτή η διαδικασία αποσύνθεσης απέναντι στο κράτος, για κάποιους άλλους -τους πλέον αφοσιωμένους- επέσπευσε την απομάκρυνση από την απόπειρα επηρεασμού της δημοκρατικής διαδικασίας μέσω μαζικών, συμβολικών, μη βίαιων δράσεων, και την υιοθέτηση βίαιων συμβολικών κινήσεων από κλειστούς πυρήνες και τακτικές αντάρτικου πόλης. Οι λίγοι που εξεγέρθηκαν ανοιχτά, σχημάτισαν ομάδες όπως το Κίνημα 2 Ιούνη, το Weather Underground, τη RAF, την Οργισμένη Ταξιαρχία.

Κάποιοι απ’ αυτούς είδαν τον αγώνα με όρους τού αυστηρά καθορισμένου στόχου να εκφραστεί δημόσια η διαμαρτυρία, το ανέβασμα της συνείδησης, η πλατιά αίσθηση διάψευσης και οργής. Άλλοι, όπως η RAF και οι (κατά την άποψή μου χειραγωγημένες από τις μυστικές υπηρεσίες του ΝΑΤΟ) Ερυθρές Ταξιαρχίες, είδαν τον εαυτό τους ως “σοβαρούς επαγγελματίες” και τις ένοπλες ενέργειες ως αυτοσκοπό. Θεωρούσαν τον εαυτό τους πρωτοπορία, τμήμα μιας ευρύτερης αντάρτικης στρατηγικής που επιδίωκε συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους ή τη δημιουργία μιας εξεγερτικής εστίας, με την ελπίδα της αναπαραγωγής της επιτυχίας της μικρής ομάδας των κουβανών επαναστατών που ανέτρεψαν τη στηριζόμενη από τις ΗΠΑ κυβέρνηση, με μια εκπληκτικά ταχεία αγροτική αντάρτικη εκστρατεία το 1958-1959. (…)

Τα ριζοσπαστικά κινήματα των 60’s, των οποίων η Οργισμένη Ταξιαρχία ήταν ένα μικρό κομμάτι, είχαν τις μικρές τους νίκες. Πέτυχαν στο να πάνε ένα βήμα μπροστά την ανθρωπότητα στα πεδία της εμπειρίας και της συνειδητότητας. Δημιούργησαν μια αποτελεσματική αντι-δύναμη στον πόλεμο του Βιετνάμ και τελικά βοήθησαν στον τερματισμό του πολέμου. Ανέδειξαν τις αδυναμίες και τα δύο μέτρα και σταθμά των δυτικών δημοκρατιών, καθώς και τα όρια της διαμαρτυρίας. Υπέβαλαν την εξουσία, σε όλες της τις μορφές (περιλαμβανομένων του ρατσισμού και σεξισμού) σε ισχυρή κριτική.

Σε αυτή την εποχή κυνισμού και ειρωνείας, ένας άγιος γεννήθηκε για μας (για τον Ραβασόλ)



Το παρακάτω απόσπασμα είναι η εισαγωγή από υπό έκδοση μπροσούρα για τον Ραβασόλ, από τον Δαίμονα του τυπογραφείου:

«Σε αυτή την εποχή κυνισμού και ειρωνείας, ένας άγιος γεννήθηκε για μας» έγραψε ο συγγραφέας Paul Adam το 1892 για τον Ravachol. Αυτός ο “άγιος” είχε γεννηθεί τριαντατρία χρόνια νωρίτερα, με πραγματικό του όνομα το Francois-Claudius Koeningstein, από φτωχή εργατική οικογένεια. Ξεκίνησε να εργάζεται από τα οκτώ του χρόνια ενώ από νεαρή ηλικία άρχιζε να ζει περιπλανώμενος ανά τη Γαλλία σε αναζήτηση εργασίας. Ενστερνίστηκε τις σοσιαλιστικές αντιλήψεις αλλά σύντομα πέρασε στον αναρχισμό.

Η ανέχεια αλλά και το ανυπόταχτο πνεύμα του τον ώθησαν στην παραβατικότητα, αρχικά ως παραχαράκτης και λαθρέμπορος, αργότερα επιδιδόμενος σε ληστείες που έφτασαν μέχρι και τον φόνο. Προέβη ακόμα και στην τυμβωρυχία του τάφου μιας κυρίας της “καλής κοινωνίας”, ευελπιστώντας να την έχουν θάψει μαζί με τα κοσμήματά της. 

Οριακή ωστόσο ημερομηνία για τον Ravachol υπήρξε η Πρωτομαγιά του 1891 όταν ο στρατός έκανε “σκοπευτική επίδειξη” ενάντια σε ειρηνική εργατική διαδήλωσηστο Fourmies, αφήνοντας πίσω του δεκατέσσερις νεκρούς και σαράντα τραυματίες σε μια παντελώς αναίτια και παράλογη σφαγή. Την ίδια μέρα, εργατικές ταραχές ξέσπασαν στο Clichy κατά τις οποίες συνελήφθησαν και βασανίστηκαν τρεις αναρχικοί. Επιπλέον, οι τρεις αυτοί αναρχικοί καταδικάστηκαν σε πολυετή φυλάκιση. Είχε πια σημάνει η ώρα που ο Francois-Claudius Koeningstein έδωσε τη θέση του στον Ravachol.

Τοποθέτησε ισχυρές βόμβες στις κατοικίες του Leon Bulot (Γενικού Εισαγγελέα και ανώτερου στελέχους του υπουργείου εσωτερικών) και του Edmont Benoit (προέδρου του δικαστηρίου που είχε καταδικάσει τους αναρχικούς του Clichy). Επίσης, τοποθέτησε βόμβα στο στρατόπεδο Lobau στο Παρίσι, ως αντίποινα για τη σφαγή στο Fourmies.

Η σύλληψή του, στις 30 Μαρτίου1892, προκλήθηκε από την κατάδοση του σερβιτόρου ενός καφέ στον οποίο ο Ravachol θέλησε να κάνει αναρχική προπαγάνδα αλλά εκείνος τον συσχέτισε με τις περιγραφές του αναζητούμενου βομβιστή. Καταδικάστηκε σε ισόβια καταναγκαστικά έργα για τις βομβιστικές επιθέσεις. Οδηγήθηκε εκ νέου σε δίκη με την κατηγορία της δολοφονίας ενός γέρου που ζούσε απομονωμένος και οι φήμες έλεγαν πως είχε συγκεντρώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ζητιανεύοντας. Σε αυτή τη δίκη, παρά το ότι αρνούταν τη συγκεκριμένη πράξη, ο Ravachol καταδικάστηκε σε θάνατο. Η περήφανη και αδιάλλακτη στάση του αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους αναρχικούς της εποχής. Μια μέρα πριν την εκτέλεσή του ανατινάχτηκε το καφέ στο οποίο είχε συλληφθεί μετά από την κατάδοση του σερβιτόρου.
Στις 11 Ιούλη 1892 ο Ravachol πορεύτηκε  προς τη λαιμητόμο, ατρόμητα τραγουδώντας του “τραγούδι του μπαρμπα-Duchene”:

Κάτω από τη λεπίδα της καρμανιόλας πρόλαβε να εξακοντίσει την ημιτελή κραυγή του: “Vive la Re…” (Ζήτω η Επ…)

Ο Paul Adam θα συνοψίσει και θα προβλέψει: «Ο Ravachol είδε τριγύρω του τη θλίψη και δόξασε τη θλίψη των άλλων προσφέροντας θυσία τον εαυτό του. Η αδιαφιλονίκητη ευσπλαχνία του και ανιδιοτέλειά του, το σφρίγος των ενεργειών του, το θάρρος μπρος στον αναπόφευκτο θάνατό του τον ανυψώνουν στο μεγαλείο του θρύλου. Σε αυτή την εποχή κυνισμού και ειρωνείας, ένας άγιος γεννήθηκε για μας. Το αίμα του θα είναι παράδειγμα από το οποίο θα ξεπηδήσουν νέο θάρρος και νέοι μάρτυρες. Η μεγάλη ιδέα του παγκόσμιου αλτρουισμού θα ανθίσει στη κόκκινη λίμνη στη βάση της γκιλοτίνας».  
    

Στις 9 Δεκέμβρη 1893, o Auguste Vaillant προέβη σε μια πράξη εκδίκησης για τον Ravachol, ρίχνοντας βόμβα από τα θεωρεία μέσα στην ίδια τη βουλή. Θα βρει και αυτός τον θάνατο στη λαιμητόμο, συνεχίζοντας έναν κύκλο ποινών και αντιποίνων. Θα ακολουθήσουν οι βομβιστικές ενέργειες και η εκτέλεση του Emile Henry. Τη δραματική κορύφωση θα δώσει ο νεαρός ιταλός αναρχικός Sante Caserio που σε μια έσχατη πράξη εκδίκησης θα εκτελέσει το 1894 τον ίδιο τον πρόεδρο της γαλλικής δημοκρατίας, Sadi Carnot.