7/8/15

Μια σύντομη βιογραφία του Λουίτζι Γκαλεάνι




Μια σύντομη βιογραφία του Λουίτζι Γκαλεάνι
του Paul Avrich (μτφ kostav)

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια σύντομη βιογραφική ανασκόπηση της ζωής και της δράσης του Λουίτζι Γκαλεάνι από τον ιστορικό του αναρχισμού Paul Avrich. To παρών άρθρο είχε αρχικά δημοσιευθεί στο δέκατο τεύχος του αμερικάνικου αναρχικού περιοδικού Black Rose τον χειμώνα του 1983 υπό τον τίτλο Review of Luigi Galleani, The End of Anarchism ?”
Ο Λουίτζι Γκαλεάνι ήταν ο πιο σημαντικός ιταλός αναρχικός στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αναρχικούς ρήτορες της εποχής του, του επιπέδου της Emma Goldman και του Johann Μοst, και ήταν εκδότης της ιταλοαμερικανικής αναρχική εφημερίδας, La Cronaca Sovversiva (Το Ανατρεπτικό Ιστορικό), η οποία εκδιδόταν για δεκαπέντε χρόνια πριν την καταστολή της από την αμερικανική κυβέρνηση. Επίσης ενέπνευσε ένα ολόκληρο κίνημα που περιελάμβανε τους  Sacco and Vanzetti μεταξύ των υποστηρικτών του.
Παρόλα τα παραπάνω όμως ο Γκαλεάνι έχει αγνοηθεί εντελώς από τις ιστορικές αφηγήσεις. Είναι σχεδόν άγνωστος στις Ηνωμένες Πολιτείες, πέρα από ένα μικρό κύκλο ερευνητών και  προσωπικών του συνεργατών και μαθητών, των οποίων οι τάξεις γρήγορα φθίνουν. Δεν υπάρχει ούτε μια βιογραφία γι αυτόν στα αγγλικά, ούτε κάποια αναφορά στο πρόσωπο του, στις ιστορικές αφηγήσεις  του αναρχισμού από τον George Woodcock και τον James Joll ή στην εκτενή ιστορία του αμερικάνικου αναρχισμού από τον William Reichert. Το συγγραφικό του έργο, άλλωστε, είχε παραμείνει αμετάφραστο μέχρι την εμφάνιση του υπό εξέταση έργου του (στμ το έργο του “Το τέλος του αναρχισμού;), το οποίο συνοψίζει την ουσία των ριζοσπαστικών πεποιθήσεων του, της ιδεολογίας του περί του επαναστατικού αναρχισμού, και έρχεται να καλύψει ένα εμφανές κενό στη βιβλιογραφία του αναρχισμού στη διάθεση των άγγλων αναγνωστών και αποκαθιστά ιστορικά μια σημαντική φυσιογνωμία του κινήματος.
Ο Γκαλεάνι γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου 1861 στην πόλη του Piedmont του Vercelli, όχι μακριά από την πόλη του Τορίνο. Γιος οικογένειας της μεσαίας τάξης, ενδιαφέρθηκε για τον αναρχισμό στο τέλος της εφηβείας του κατά την διάρκεια των σπουδών του στη νομική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, όπου έγινε ένας ειλικρινής αγωνιστής, του οποίου το μίσος για τον καπιταλισμό και το κράτος θα έκαιγε με αμείωτη ένταση για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Γκαλεάνι, αρνήθηκε να ασκήσει τον νόμο, τον οποίο αντιμετώπιζε με περιφρόνηση, αφιερώνοντας τα ταλέντα και τις ενέργειές του στην ριζοσπαστική προπαγάνδα. Υπό την απειλή της ποινικής δίωξης, κατέφυγε στη Γαλλία, από την οποία εκδιώχθηκε επειδή συμμετείχε σε διαδήλωση της Πρωτομαγιάς. Εν συνεχεία πήγε στην Ελβετία, όπου επισκέφθηκε τον εξόριστο γάλλο αναρχικό και γεωγράφο Ελιζέ Ρεκλύ, τον οποίο βοήθησε στην προετοιμασία του Nouvelle Geographie Universelle, συλλέγοντας τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την Κεντρική Αμερική. Βοήθησε επίσης φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης στην διοργάνωση μιας γιορτής προς τιμήν των Μαρτύρων της Haymarket, οι οποίοι είχαν κρεμαστεί στο Σικάγο το 1887, και γι αυτήν του την πράξη απελάθηκε ως επικίνδυνος ταραχοποιός. Επιστρέφοντας στην Ιταλία, ο Γκαλεάνι συνέχισε την αγκιτάτσια του, λόγω της οποίας αντιμετώπισε προβλήματα με την αστυνομία. Συνελήφθη με την κατηγορία της συνωμοσίας, μένοντας για περισσότερα από πέντε χρόνια στη φυλακή και την εξορία πριν διαφύγει από το νησί Pantelleria, στα ανοικτά των ακτών της Σικελίας, το 1900.
Ο Γκαλεάνι, ήταν πλέον 40 χρονών και ξεκίνησε μια οδύσσεια που τον οδήγησε στη Βόρεια Αμερική. Με τη βοήθεια του Ελιζέ Ρεκλύ και άλλων συντρόφων, έφτασε αρχικά στην Αίγυπτο, όπου πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα σε μια αποικία των ιταλών εξόριστων. Υπό την απειλή της έκδοσης του, κατευθύνθηκε στο Λονδίνο, απ 'όπου σύντομα ξεκίνησε για τις Ηνωμένες Πολιτείες, φθάνοντας τον Οκτώβριο του 1901, μόλις ένα μήνα μετά την εκτέλεση του Προέδρου McKinley. Μένοντας στο Paterson, του Νιου Τζέρσεϋ, ένα προπύργιο του αναρχικού κινήματος των μεταναστών, ο Γκαλεάνι ανέλαβε την επιμέλεια της La Questione Socialelhe (Κοινωνικό Ζήτημα), του τότε κορυφαίου ιταλικού αναρχικού περιοδικού στην Αμερική. Ύστερα από σύντομο χρονικό διάστημα ξέσπασε μια απεργία των εργατών μεταξιού του Paterson, και ο Γκαλεάνι αψηφώντας την αντιριζοσπαστική υστερία που ακολούθησε τον πυροβολισμό του McKinley, τάχθηκε με όλες τους τις δυνάμεις στο πλευρό των απεργών. Με τους εύγλωττους και πύρινους λόγους καλούσε τους εργάτες να ξεκινήσουν μια γενική απεργία και έτσι να απελευθερωθούν από την καπιταλιστική καταπίεση. Ο Paul Ghio, ένας επισκέπτης από τη Γαλλία, ήταν παρών σε μια τέτοια ομιλία. «Ποτέ δεν είχα ακούσει κάποιον να βγάζει ένα λόγο σαν και αυτόν του Λουίτζι Γκαλεάνι», έγραψε αργότερα. «Έχει μια θαυμάσια ευχέρεια με τις λέξεις, που συνοδεύεται από μια τρομερή -σπάνια μεταξύ των δημοφιλών ομιλητών- ακρίβεια και σαφήνεια των ιδεών του. Η φωνή του είναι γεμάτη ζεστασιά, η ματιά του ζωντανή και διεισδυτική, οι χειρονομίες του έχουν μια μοναδική δύναμη και μια άψογη φήμη.»
Η απεργία έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1902, με συγκρούσεις μεταξύ των εργατών και της αστυνομίας, ενώ υπήρξαν και πυροβολισμοί, και ο Γκαλεάνι τραυματίστηκε στο πρόσωπο. Κατηγορούμενος για υποκίνηση ταραχών, κατόρθωσε να διαφύγει στον Καναδά. Ύστερα από σύντομο χρονικό διάστημα, έχοντας αναρρώσει από τα τραύματα του, πέρασε ξανά κρυφά τα σύνορα και κατέφυγε στο Barre του Βερμόντ, όπου χρησιμοποιούσε μια πλαστά ταυτότητα και έμενε μεταξύ των αναρχικών συντρόφων του, οι οποίοι του έδειχναν έντονη αφοσίωση. Ήταν στο Barre, στις 6 Ιουνίου του 1903, όπου ο Γκαλεάνι ξεκίνησε την La Cronaca Sovversiva, το κύριο μέσο προπαγάνδισης των εμπρηστικών του δογμάτων και ένα από τα σημαντικότερα και πιο επιδέξια επιμελημένα έντυπα στην ιστορία του αναρχικού κινήματος, η επιρροή του οποίου, εκτεινόταν πολύ πέρα από τα όρια των Ηνωμένων Πολιτειών, και μπορούσε να γίνει αισθητή, σε όλα τα μέρη που είχαν συγκεντρωθεί ιταλοί ριζοσπάστες, από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική έως τη Νότια Αμερική και την Αυστραλία.
Το 1906, ωστόσο, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης του με τον G.M. Seratti, τον σοσιαλιστή συντάκτη της Il Proletario στη Νέα Υόρκη, ο Seratti αποκάλυψε το μέρος όπου βρισκόταν ο Γκαλεάνι (μια κατηγορία που έχει γίνει και για τον άγγλο συγγραφέα HG Wells), και ο Γκαλεάνι συνελήφθη. Εκδόθηκε στο New Jersey, δικάστηκε στο Paterson τον Απρίλιο του 1907 για το ρόλο του στην απεργία του 1902. Ωστόσο το δικαστήριο δεν κατάφερε να φτάσει σε κάποια ετυμηγορία (επτά υπέρ της καταδίκης και πέντε υπέρ της αθώωσης) και ο Γκαλεάνι αφέθηκε ελεύθερος. Επέστρεψε στο Barre και συνέχισε τις δράσεις προπαγάνδας του. Τώρα, λίγο πριν τα πενήντα, είχε φτάσει στο απόγειο των πνευματικών του δυνάμεων. Κατά τα επόμενα σαράντα χρόνια η φλογερή ρητορική και η λαμπρή πένα του τον κατέταξαν σε μια αδιαμφισβήτητη ηγετική θέση εντός του ιταλοαμερικανικού αναρχικού κινήματος. Όντας ένας πραγματικά εύγλωττος ομιλητής, ο Γκαλεάνι είχε μια ηχηρή, έντονη φωνή και ένα ύφος και τόνο που κρατούσε το κοινό του μαγεμένο. Μιλούσε απλά, δυναμικά, αυθόρμητα, και το παράστημα του ήταν τέτοιο που έκανε τους υποστηρικτές του, ανάμεσά στους οποίους βρίσκονταν οι Sacco και Vanzetti, να τον σέβονται ως ένα είδος πατριάρχη του κινήματος, στο οποίο καταφέρει να στρέψει περισσότερα άτομα από όσα οποιοσδήποτε άλλος. Ο Γκαλεάνι ήταν επίσης ένας παραγωγικός συγγραφέας, συντάσσοντας εκατοντάδες άρθρα, δοκίμια, καθώς και μπροσούρες που είχαν δεκάδες, ίσως εκατοντάδες, χιλιάδες αναγνώστες σε διάφορες ηπείρους. Ωστόσο, ποτέ δεν έγραψε κάποιο μακροσκελές βιβλίο, οι τόμοι που εμφανίζονται με την υπογραφή του, όπως η Faccia a Faccia coi Nemico, η Aneliti e Singulti, και η Figure e Figuri, είναι συλλογές αποτελούμενες από μικρότερα κείμενα που είχαν προηγουμένως δημοσιευθεί στην La Cronaca Sovversiva. Από αυτή την άποψη μοιάζει περισσότερο με τους Johann Most, Ερρίκο Μαλατέστα, και Benjamin Tucker (συγγραφέα του Instead of a Book : By a Man Too Busy to Write OneΑντί ενός βιβλίου: από έναν άνθρωπο πολύ απασχολημένο για να γράψει  ένα βιβλίο”), και όχι, ας πούμε, με τους  William Godwin, Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, ή Πιοτρ Κροπότκιν.
Το τέλος του αναρχισμού;” (σημ: στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλληλεγγύη) αποτελεί το πιο ολοκληρωμένο έργο του Γκαλεάνι, το οποίο ξεκίνησε ως μια σειρά άρθρων. Τον Ιούνη του 1907, λίγο μετά την αθώωση του Γκαλεάνι από τις κατηγορίες του Paterson, η ημερήσια εφημερίδα του Τορίνο La Stampa δημοσίευσε μια συνέντευξη με τον Francesco Saverio Merlino, ο όποιος ήταν πρώην γνωστός αναρχικός, η οποία είχε τίτλο “Το τέλος του Αναρχισμού". Ο Merlino, όπως και ο Γκαλεάνι, είχε σπουδάσει νομική, είχε ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, και είχε ιδρύσει μια σημαντικό ιταλο-αμερικανική εφημερίδα, την Grido degti Oppressi (Η κραυγή των Καταπιεσμένων), η οποία κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη την περίοδο 1892-1894. Σε αντίθεση με τον Γκαλεάνι, ωστόσο, ο Merlino είχε εγκαταλείψει τον αναρχισμό το 1897 και έλαβε μέρος στο σοσιαλιστικό κίνημα. Ο Merlino, στη συνέντευξή του στην La Stampa, ανέφερε πως ο αναρχισμός ήταν ένα απαρχαιωμένο δόγμα, σπαρασσόμενο από εσωτερικές διαμάχες, στερούμενο από πρώτης τάξεως θεωρητικούς και καταδικασμένο σε πρώιμο εξαφάνιση. Ο Γκαλεάνι εξοργίστηκε. “Το τέλος του αναρχισμού;" ρωτούσε στην La Cronaca Sovversiva, προσθέτοντας ένα ερωτηματικό στον τίτλο της συνέντευξης του Merlino. Αλλά αυτό που ισχύει ήταν το ακριβώς αντίθετο. Σε μια περίοδο του αυξανόμενου πολιτικού και οικονομικού συγκεντρωτισμού, ο αναρχισμός ήταν πιο επίκαιρος από ποτέ. Πολύ μακριά από το να είναι ετοιμοθάνατος: “ζει, αναπτύσσεται, και πηγαίνει προς τα εμπρός".
To παραπάνω δίνει μια ιδέα από το ύφος της απάντησης του Γκαλεάνι στον Merlino, η οποία και εκπονήθηκε σε μια σειρά άρθρων στην Cronaca Sovversiva από τις 17 Αυγούστου 1907 έως τις 25 Ιανουαρίου του 1908. Συνδυάζοντας το πνεύμα του στιρνερικού εξεγερτισμoύ με τις αρχές της αλληλοβοήθειας  του Κροπότκιν, ο Γκαλεάνι έθεσε μια σθεναρή υπεράσπιση του αναρχικού κομμουνισμού ενάντια στο σοσιαλισμό και τον ρεφορμισμό, κηρύττοντας τις αρετές του αυθορμητισμού και της πολυμορφίας, της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας, της αυτοδιάθεσης και της άμεσης δράσης, μέσα σε έναν κόσμο αυξανόμενης κανονικοποίησης και κομφορμισμού. Ένας επαναστάτης ζηλωτής, που δεν θα επιδεχόταν τον παραμικρό συμβιβασμό σχετικά με την κατάργηση τόσο του καπιταλισμού όσο και του κράτους. Τίποτα λιγότερο από την ολοκληρωτική εξολόθρευση του αστικού καθεστώτος, μαζί με τις ανισότητες και τις αδικίες του, την υποταγή και την υποβάθμιση των εργατών, δεν θα ικανοποιήσει τη δίψα του για τον χιλιασμό. Ο Γκαλεάνι σύνταξε δέκα άρθρα στην απάντηση του στον Merlino. Σκόπευε να γράψει ακόμα περισσότερα, αλλά οι καθημερινές δράσεις του για το κίνημα –σύνταξη της La Cronaca Sovversiva, οργάνωση συναντήσεων, η έκδοση μπροσούρων, οι ομιλίες που έδινε από την μια ακτή της Αμερικής ως την άλλη- τον εμπόδισαν από να πράξει κάτι τέτοιο. Το 1912 μετέφερε την La Cronaca Sovversiva από το Barre στο Lynn, της Μασαχουσέτη, όπου είχε αφοσιωμένους υποστηρικτές.

Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, ο ίδιος αντιτάχθηκε, σε αντίθεση με τον Κροπότκιν, με όλη τη δύναμη και την ευγλωττία στον πόλεμο, καταγγέλλοντας τον στην La Cronaca Sovversiva με ένα συχνά επαναλαμβανόμενο σύνθημα, "Contro la guerra, contro la pace, per la rivoluzione sociale! "(Ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στην ειρήνη, για την κοινωνική επανάσταση!) Με την είσοδο των ΗΠΑ στις εχθροπραξίες, τον Απρίλιο του 1917, ο Γκαλεάνι έγινε αντικείμενο δίωξης. Η εφημερίδα του καταστάληκε από το κράτος και ο ίδιος συνελήφθη με την κατηγορία της παρεμπόδισης των πολεμικών προετοιμασιών. Στις 24 Ιούνη του 1919, απελάθηκε στην πατρίδα του την Ιταλία, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του.

Στο Τορίνο, ο Γκαλεάνι συνέχισε την έκδοση της La Cronaca Sovversiva. Όπως και στην Αμερική, ωστόσο, κατεστάλη από τις αρχές. Με την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία το 1922, ο Γκαλεάνι συνελήφθη, δικάστηκε, και καταδικάστηκε σε φυλάκιση δεκατεσσάρων μηνών με την κατηγορία του στασιασμού. Μετά την απελευθέρωσή του, επέστρεψε στην παλιά πολεμική του ενάντια στον Merlino, ολοκληρώνοντας την σε μια σειρά άρθρων στη L'Adunata dei Refrattari (Το κάλεσμα των ανταρτών), το περιοδικό των οπαδών του στην Αμερική, το οποίο εξέδωσε την απάντηση του το 1925 ως μπροσούρα. Ο Μαλατέστα, του οποίου η αναρχική αντίληψη απέκλινε αισθητά από εκείνη του Γκαλεάνι, χαρακτήρισε το έργο του ως ένα “ξεκάθαρο, ακίνητο, εύγλωττο" ρεσιτάλ του κομμουνιστικού-αναρχικού ιδεώδους. Η σημερινή αγγλική έκδοση του, θα πρέπει να πάρει μια θέσει μεταξύ των έργων του Μαλατέστα Στο καφενείο: συζητήσεις για τον αναρχισμό, του Alexander Beckman “Το Αλφαβητάρι του Αναρχισμού και του Nicolas Waiter Σχετικά με τον Αναρχισμό”, ως ένα κλασικό έργο πάνω στα εν λόγω ζητήματα.

Η εξέταση ενός τόσο αξιοσημείωτου έργου, ιδίως σε μια περίοδο που υπάρχει μια ελάχιστη ποιοτική συγγραφική παραγωγή, αποτελεί ένα πραγματικά ευχάριστο έργο. Εκτός από το πραγματικά όμορφο εξώφυλλο του Flavio Costantini, γνωστού ιταλού αναρχικού συγγραφέα, το βιβλίο έχει έναν καλαίσθητο σχεδιασμό, και το εξώφυλλο περιέχει ένα σκίτσο του Γκαλεάνι, βασισμένο σε μια γνωστή φωτογραφία, από τον Bartolo Provo. Η μετάφραση από τον Max Sartin, συντάκτη εδώ και αρκετά χρόνια της L'Adunata dei Refrattari και συνεργάτη του Γκαλεάνι, και από τον Robert D'Attilio, μια αυθεντία του ιταλοαμερικάνικου αναρχισμού, είναι τόσο ευανάγνωστη και ακριβής. Υπάρχουν μια σειρά από τυπογραφικά και πραγματολογικά λάθη, ιδιαίτερα στις σημειώσεις, αλλά δεν μειώνουν τη συνολική αξία του βιβλίου.

Η δημοσίευση της έκδοσης της L'Adunata αυτού του έργου το 1925 κατέστησε ιδιαίτερα αγαπητό” τον Γκαλεάνι στην κυβέρνηση του Μουσολίνι. Συνελήφθη τον Νοέμβριο του 1926 και κλείστηκε στο ίδιο κελί στο οποίο είχε περάσει τρεις μήνες το 1892 και διαπίστωσε ότι ήταν "όσο βρώμικο και άσχημο" όσο και πριν. Λίγο αργότερα, εξορίστηκε στο νησί Lipari, στα ανοικτά της Σικελίας, από το οποίο μεταφέρθηκε αργότερα στην Μεσίνα, όπου καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλακή, για το έγκλημα της προσβολής του Μουσολίνι. Τον Φεβρουάριο του 1930, αντιμετωπίζοντας προβλήματα υγείας, του επετράπη να επιστρέψει στην ηπειρωτική χώρα. Αποσύρθηκε στο ορεινό χωριό της Caprigliola, όπου παρέμεινε υπό την συνεχή επιτήρηση της αστυνομίας, η οποία σπάνια έφευγε από την πόρτα του και τον ακολουθούσε ακόμα και στις μοναχικές βόλτες του στην γύρω περιοχή. Επιστρέφοντας από την καθημερινή του βόλτα, στις 4 Νοέμβρη του 1931, ο Γκαλεάνι κατέρρευσε και πέθανε. Η φλόγα του αναρχισμού, έκαιγε αμείωτα μέσα του μέχρι το τέλος. Πάντα αισιόδοξος για το μέλλον, παρά το γεγονός πως έζησε μια ζωή γεμάτη με πικρές εμπειρίες, είχε παραμείνει πιστός στο ιδανικό που είχε εμπνεύσει τη ζωή του, με την πεποίθηση ότι η ελευθερία θα θριαμβεύσει τελικά πάνω από την τυραννία και την καταπίεση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου