12/3/15

Πωλ Ματίκ: Αντι-μπολσεβίκικος Κομμουνισμός στη Γερμανία

Κόκκινες Σελίδες
Ένοπλη διαδήλωση εργατών και στρατιωτών στο Βερολίνο τον Δεκέμβρη του 1918

Αντι-μπολσεβίκικος Κομμουνισμός στη Γερμανία
Πωλ Ματίκ

Μετάφραση kostav
Η διαδικασία της συγκέντρωσης του κεφαλαίου και των πολιτικών δυνάμεων αναγκάζει οποιοδήποτε κοινωνικά σημαντικό κίνημα να προσπαθήσει είτε να καταστρέψει τον καπιταλισμό ή να τον υπηρετήσει με συνέπεια. Το παλιό γερμανικό εργατικό κίνημα δεν θα μπορούσε να κάνει το δεύτερο και δεν ήταν ούτε πρόθυμο ούτε σε θέση να κάνει το πρώτο. Δεν λειτούργησε ούτε σύμφωνα με την αρχική ιδεολογία του, ούτε με βάση τα πραγματικά άμεσα συμφέροντά του και για ένα διάστημα λειτούργησε ως ένα μέσο ελέγχου για την άρχουσας τάξη. Και χάνοντας πρώτα την ανεξαρτησία του, θα έχανε σύντομα και την ίδια του την υπόσταση.

Ουσιαστικά η ιστορία αυτού του κινήματος είναι η ιστορία της καπιταλιστικής αγοράς μέσα από ένα “προλεταριακό” πρίσμα και προσέγγιση. Οι αποκαλούμενοι νόμοι της αγοράς θα χρησιμοποιούνταν προς όφελος του εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης. Οι συλλογικές δράσεις θα έπρεπε να οδηγήσουν σε όσο το δυνατόν πιο υψηλούς μισθούς. Η “οικονομική δύναμη” που αποκτήθηκε με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιζόταν μέσω των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Οι καπιταλιστές, επίσης, αύξησαν το οργανωμένο έλεγχο και τα μέτρα πάνω στην αγορά. Και οι δύο πλευρές ενθάρρυναν την μονοπωλιακή αναδιοργάνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας όμως, να είστε σίγουροι, πίσω τις συνειδητά σχεδιασμένες ενέργειες τους δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από την επεκτατική ανάγκη του ίδιου του κεφαλαίου. Οι πολιτικές και οι προσδοκίες τους, αν και σε μεγάλο βαθμό λάμβαναν υπόψη τα γεγονότα και τις ιδιαίτερες (κοινωνικές) ανάγκες, εξακολουθούσαν να καθορίζονται από το φετιχιστικό χαρακτήρα του συστήματος παραγωγής τους.

Πέρα από το φετιχισμό του εμπορεύματος, οποιαδήποτε ερμηνεία μπορεί να είχαν οι νόμοι της αγοράς όσον αφορά τα ειδικά κέρδη και τις ζημιές, και ανεξάρτητα του πως μπορεί να χειραγωγηθούν από τα συμφέροντα της μία ή της άλλης τάξης, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς όφελος της εργατικής τάξης στο σύνολό της. Δεν είναι η αγορά, η οποία ελέγχει τους ανθρώπους και καθορίζει τις επικρατούσες κοινωνικές σχέσεις, αλλά μάλλον το γεγονός ότι μια ξεχωριστή ομάδα στην κοινωνία, είτε κατέχει είτε ελέγχει τα μέσα παραγωγής και τα μέσα καταστολής.

Για να ξεπεραστεί ο καπιταλισμός, είναι απαραίτητες δράσεις έξω από το πλαίσιο των σχέσεων εργασίας-κεφαλαίου-αγοράς, οι οποίες μας απαλλάσσουν τόσο από την ίδια την αγορά  όσο και από τις ταξικές σχέσεις. Όντας περιορισμένο σε δράσεις μόνο εντός του καπιταλιστικού πλαισίου, το παλιό εργατικό κίνημα ήταν υποχρεωμένο είτε να καταστρέψει τον εαυτό του  είτε να καταστραφεί από κάποια εξωτερική δύναμη. Ήταν καταδικασμένο είτε στην εσωτερική του διάλυση από την εσωτερική επαναστατική αντιπολίτευση, η οποία θα οδηγούσε σε νέες οργανώσεις, είτε να καταστραφεί από την καπιταλιστική μετάβαση από την (ελεύθερη) αγορά σε μια οικονομία μιας ελεγχόμενης αγοράς και των πολιτικών αλλαγών που θα την συνόδευαν.

I.

Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποκάλυψε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ότι το εργατικό κίνημα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της αστικής κοινωνίας. Οι διάφορες οργανώσεις σε κάθε έθνος απέδειξαν ότι δεν είχαν ούτε την πρόθεση, ούτε τα μέσα για να καταπολεμήσουν τον καπιταλισμό, και ότι ενδιαφέρονταν μόνο για την εξασφάλιση της ίδιας της ύπαρξής τους εντός των καπιταλιστικών δομών. Στη Γερμανία αυτό ήταν ιδιαίτερα προφανές, διότι στο πλαίσιο του διεθνούς κινήματος οι γερμανικές οργανώσεις ήταν οι μεγαλύτερες και πιο ενωμένες. Για να διατηρήσει ό,τι είχε πετύχει από την περίοδο των αντι-σοσιαλιστικών νόμων του Μπίσμαρκ και μετά, η αντιπολιτευόμενη μειοψηφία εντός του σοσιαλιστικού κόμματος επέδειξε έναν αυταρχισμό και περιορισμό στην κομματική πλειοψηφία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τα σοσιαλιστικά κόμματα σε άλλες χώρες. Στη συνέχεια, όμως, η εξόριστη ρωσική αντιπολίτευση είχε λιγότερα να χάσει,  εξάλλου είχε διαχωριστεί από τους ρεφορμιστές και τους υπέρμαχους των διαταξικών συμμαχιών  μια δεκαετία πριν από το ξέσπασμα του πολέμου. Και είναι αρκετά δύσκολο να διακρίνουμε στα μετριοπαθή ειρηνευτικά επιχειρήματα του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος οποιαδήποτε πραγματική αντιπολίτευση ενάντια στον κοινωνικό πατριωτισμό που είχε εμποτίσει το βρετανικό εργατικό κίνημα. Αλλά οι περισσότερες προσδοκίες υπήρχαν από τη γερμανική αριστερά  πέρα από κάθε άλλη ομάδα στη Διεθνή και η συμπεριφορά της κατά την έναρξη του πολέμου, επομένως, ήταν ιδιαίτερα απογοητευτική. Πέρα από τις ψυχολογικές συνθήκες των ίδιων των υποκειμένων, η συμπεριφορά αυτή ήταν το προϊόν του οργανωτικού φετιχισμού που επικρατούσε στο κίνημα.

Αυτός ο φετιχισμός απαιτούσε πειθαρχία και αυστηρή τήρηση των δημοκρατικών τύπων, όπου η μειοψηφία πρέπει να υποβάλλεται στη βούληση της πλειοψηφίας. Και παρόλο που είναι σαφές ότι υπό καπιταλιστικές συνθήκες αυτές οι “δημοκρατικές” φόρμουλες και τύποι ελάχιστα αποκρύπτουν την αντίφαση τους μέσω των πράξεων τους, η αντιπολίτευση απέτυχε να αντιληφθεί ότι η δημοκρατία μέσα στο εργατικό κίνημα δεν διέφερε από την αστική δημοκρατία γενικότερα. Μια μειοψηφία κατείχε και έλεγχε τις οργανώσεις όπως η καπιταλιστική μειοψηφία κατέχει και ελέγχει τα μέσα παραγωγής και τον κρατικό μηχανισμό. Και στις δύο περιπτώσεις, οι μειοψηφίες μέσω αυτού του ελέγχου καθορίζουν τη συμπεριφορά των πλειοψηφιών. Αλλά με τη δύναμη των παραδοσιακών διαδικασιών, στο όνομα της πειθαρχίας και της ενότητας, ενάντια στις ίδιες τους τις θέσεις και γνώσεις, η αντιπολεμική μειοψηφία υποστήριξε τον σοσιαλδημοκρατικό σωβινισμό. Υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος στο γερμανικό Ράιχσταγκ τον Αυγούστου 1914 - ο Fritz Kunert - ο οποίος δεν ήταν σε θέση να ψηφίσει υπέρ του πολεμικού προϋπολογισμού, αλλά που επίσης δεν ήταν σε θέση να ψηφίσει εναντίον του και, κατά συνέπεια, για να ικανοποιήσει τη συνείδησή του, απείχε από την ψηφοφορία εντελώς. Την άνοιξη του 1915 οι Λίμπκνεχτ και Ruehle ήταν οι πρώτοι που θα καταψηφίσουν τη χορήγηση των πιστώσεων για τον πόλεμο στην κυβέρνηση. Έμειναν απομονωμένοι για αρκετό καιρό και βρήκαν νέους συντρόφους μόνο όταν πια οι ελπίδες για μια νικηφόρα ειρήνη είχαν εξαφανιστεί μέσα στο στρατιωτικό αδιέξοδο. Μετά το 1916 η ριζοσπαστική αντιπολεμική στάση άρχισε να υποστηρίζεται και σύντομα χρησιμοποιήθηκεαπό ένα αστικό κίνημα στην προσπάθεια ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, ένα κίνημα το οποίο, τελικά, κληρονόμησε την οικονομικά πτωχευμένο γερμανικό ιμπεριαλισμό.

Οι Λίμπκνεχτ και Ruehle εκδιώχθηκαν από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως απείθαρχοι. Μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Φραντς Μέρινγκ και άλλους, οι οποίοι έχουν ξεχαστεί  λιγότερο ή περισσότερο πλέον, οργάνωσαν την ομάδα “Internationale” (Διεθνής Ομάδα) δημοσιεύοντας ένα ομότιτλο περιοδικό, προκειμένου να διατηρηθεί η ιδέα του διεθνισμού μέσα σε αυτόν τον εμπόλεμο κόσμο. Το 1916 οργάνωσαν την “Ομάδα Σπάρτακος” και συνεργάστηκαν με άλλες αριστερές ομάδες, όπως η ομάδα “Internationale Socialisten” (Διεθνείς Σοσιαλιστές) με τον Julian Borchardt ως εκπρόσωπος τους, και την ομάδα γύρω από τον Johann Knief και τη ριζοσπαστική εφημερίδα της Βρέμης  “Arbeiterpolitik”. Εκ των υστέρων φαίνεται ότι η τελευταία ομάδα ήταν η πιο προηγμένη, δηλαδή,  βρισκόμενη πιο μακριά από σοσιαλδημοκρατική παράδοση και κινούμενη προς μια νέα προσέγγιση για την προλεταριακή ταξική πάλη. Το κατά πόσο οι σπαρτακιστές ήταν ακόμα προσκολλημένοι στον φετιχισμό της οργάνωσης και της ενότητα που υπήρχε στο γερμανικό εργατικό κίνημα φάνηκε από την αμφιταλαντευόμενη στάση τους προς τις πρώτες απόπειρες αναπροσανατολισμού του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος στο Zimmerwald και στο Kienthal. Οι σπαρτακιστές δεν ήταν υπέρ μιας ξεκάθαρης ρήξης με το παλιό εργατικό κίνημα στην κατεύθυνση του προηγούμενου παραδείγματος των μπολσεβίκων. Εξακολουθώντας να ελπίζουν πως θα καταφέρουν να επικρατήσουν ιδεολογικά στο κόμμα, απέφυγαν επιμελώς εντελώς ασυμβίβαστες πολιτικές. Τον Απρίλιο του 1917 οι σπαρτακιστές ενώθηκαν με τους ανεξάρτητους  σοσιαλιστές που αποτελούσαν το κέντρο του παλιού εργατικού κινήματος, αλλά δεν ήταν πλέον πρόθυμοι να συγκαλύψουν το σοβινισμό της συντηρητικής πλειοψηφίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Σχετικά ανεξάρτητοι, όμως ακόμα μέσα στο Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα, οι σπαρτακιστές αποφάσισαν να εγκαταλείψουν αυτή την οργάνωση μόνο κατά το τέλος του 1918.

II.

Οι θέσεις του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ δέχτηκαν επίθεση από τους μπολσεβίκους ως ασυνεπείς, και ήταν όντως αντιφατικές αλλά για διαφορετικούς λόγους. Εκ πρώτης όψης, ο κύριος λόγος φαίνεται να βασίζεται στην ψευδαίσθηση πως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα θα μπορούσε να μετασχηματιστεί και να αλλάξει. Με την αλλαγή των συνθηκών, υπήρχε η ελπίδα, ότι οι μάζες θα σταματήσουν να ακολουθούν την συντηρητική ηγεσία τους και θα υποστηρίξουν την αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Και αν και υπήρχαν όντως τέτοιες αυταπάτες, αρχικά σε σχέση με το παλιό κόμμα και αργότερα σε σχέση με τους Ανεξάρτητους Σοσιαλιστές, δεν εξηγούν εντελώς τη διστακτικότητα εκ μέρους των ηγετών του Σπάρτακου ως προς την υιοθέτηση των μεθόδων του μπολσεβικισμού. Στην πραγματικότητα, οι Σπαρτακιστές αντιμετώπιζαν ένα δίλημμα ανεξάρτητα προς το ποια κατεύθυνση θα κινούνταν. Με το να μην προσπαθήσουν -τη σωστή στιγμή– να αποκοπούν εντελώς από τη σοσιαλδημοκρατία, έχασαν την ευκαιρία τους να σχηματίσουν μια ισχυρή οργάνωση που να μπορεί να παίζει καθοριστικό ρόλο στις αναμενόμενες κοινωνικές αναταραχές. Ωστόσο, σε σχέση με την πραγματική κατάσταση στη Γερμανία και την ιστορία του γερμανικού εργατικού κινήματος, ήταν αρκετά δύσκολο να πιστεί κανείς για την γρήγορη και αποτελεσματική δυνατότητα σχηματισμού ενός κόμματος αντίθετου προς τις κυρίαρχες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Φυσικά, θα ήταν δυνατό να σχηματιστεί ένα κόμμα λενινιστικού τύπου, επαγγελματιών επαναστατών, πρόθυμων να σφετεριστούν την εξουσία, αν χρειαστεί ενάντια στη θέληση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Αλλά αυτό ήταν ακριβώς κάτι που οι άνθρωποι γύρω από την Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν ήθελαν. Όλα αυτά τα χρόνια που εναντιωνόντουσαν στο ρεφορμισμό και το ρεβιζιονισμό, δεν είχαν σε καμία περίπτωση μειώσει την απόστασή που τους χώριζε από τη ρώσικη “αριστερά” και τις ιδέες του Λένιν σχετικά με την οργάνωση και την επανάσταση. Στις έντονες μεταξύ τους διαμάχες, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε επισημάνει ότι οι ιδέες του Λένιν ήταν γιακωβίνικης φύσης και ανεφάρμοστες στη Δυτική Ευρώπη, όπου μια προλεταριακή παρά μια αστική επανάσταση διαφαινόταν στον ορίζοντα. Παρά το γεγονός ότι και η Λούξεμπουργκ αναφερόταν στη δικτατορία του προλεταριάτου, σε αντίθεση με τον Λένιν, εννοούσε «ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται η δημοκρατία, και όχι η κατάργησή της – είναι κάτι που αφορά την ίδια την εργατική τάξη και όχι μια μικρή μειοψηφία που θα επίλυε αυτό το ζήτημα στο  όνομα της εργατικής τάξης».

Αν και οι σπαρτακιστές χαιρέτησαν με ενθουσιασμό την ανατροπή του τσαρισμού, δεν έχασαν σε καμία περίπτωση την κριτική τους αντίληψηκαι ούτε ξέχασαν τον χαρακτήρα του μπολσεβίκικου κόμματος, ούτε τα ιστορικά όρια της Ρωσικής Επανάστασης. Αλλά ανεξάρτητα από τις άμεσες πραγματικότητες και το τελικό αποτέλεσμα αυτής της επανάστασης, η επανάσταση αυτή έπρεπε να υποστηριχθεί ως πρώτο ξέσπασμα και ρήξη με την ιμπεριαλιστική φάλαγγα και ως πρόδρομος της αναμενόμενης γερμανικής επανάστασης, πολλά σημεία της οποίας είχαν εμφανιστεί σε απεργίες, εξεγέρσεις, ανταρσίες και όλων των ειδών τις παθητικές αντιστάσεις. Όμως, η αυξανόμενη αντίθεση στον πόλεμο και τη δικτατορία του Λούντεντορφ δεν κατάφερε να βρει κάποια οργανωτική έκφραση σε σημαντικό βαθμό. Αντί να πηγαίνουν προς τα αριστερά, οι μάζες ακολούθησαν τις παλιές οργανώσεις τους, που παρατάσσονταν με τη φιλελεύθερη αστική τάξη. Οι ανακατατάξεις στον γερμανικό ναυτικό και τέλος η εξέγερση του Νοεμβρίου (στμ. αναφέρεται στην εξέγερση στο Κίελο, όπου οι ναύτες παράκουσαν τις εντολές των αξιωματικών να ναυμαχήσουν με τον βρετανικό στόλο, κατέλαβαν αρκετά πλοία και οργανώθηκαν σε συμβούλια, ουσιαστικά σηματοδότησε την έναρξη μιας σειράς εξεγέρσεων σε όλη την Γερμανία, με αποκορύφωμα την “κομμούνα” του Βερολίνου) είχαν το πνεύμα της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή κουβαλούσαν το πνεύμα της ηττημένης γερμανικής αστικής τάξης.

Η γερμανική επανάσταση παρουσιάστηκε ως κάτι πιο σημαντικό από ό, τι πραγματικά ήταν. Ο αυθόρμητος ενθουσιασμός των εργατών είχε να κάνει περισσότερο με τον τερματισμό του πολέμου από ό, τι με την προσδοκία για μια αλλαγή των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων. Τα αιτήματά τους, που εκφράζονταν μέσω των εργατικών και των στρατιωτικών συμβουλίων, δεν υπέρβαιναν τα όρια  της αστικής κοινωνίας. Ακόμη και η επαναστατική μειοψηφία, και εδώ ιδιαίτερα οι σπαρτακιστές, απέτυχαν να αναπτύξουν ένα συνεπές επαναστατικό πρόγραμμα. Οι πολιτικές και οικονομικές απαιτήσεις τους ήταν διπλής φύσης, μιας και σχηματίστηκαν από την μια ώστε να χρησιμοποιηθούν ως αιτήματα προς συμφωνία με την αστική τάξη και τους σοσιαλδημοκράτες συμμάχους της, και από την άλλη ως συνθήματα μιας επανάστασης, η οποία θα έδιωχνε την αστική κοινωνία και τους υποστηρικτές της.

Φυσικά, μέσα στον ωκεανό της πολιτικής μετριότητας που βρισκόταν η γερμανική επανάσταση υπήρχαν και επαναστατικά ρεύματα που ζέσταιναν τις καρδιές των ριζοσπαστών και τους ωθούσαν να αναλάβουν δράσεις αρκετά έξω από το κλίμα της κατάστασης. Μερικές επιτυχίες, που οφείλονταν στην προσωρινή έκπληξη και τον αιφνιδιασμό που δέχθηκε η άρχουσα τάξη και της γενικότερης παθητικότητας των πλατιών μαζών - εξαντλημένων από τα τέσσερα έτη πείνας και πόλεμου - έθρεψαν την ελπίδα ότι η επανάσταση θα μπορούσε να καταλήξει σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Μόνο που κανείς δεν ήξερε πραγματικά το πως θα ήταν μια σοσιαλιστική κοινωνία και ποια μέτρα έπρεπε να ληφθούν για την δημιουργία της. “Όλη η εξουσία στα εργατικά και στα στρατιωτικά συμβούλια”, όσο ελκυστικό και αν ήταν ως σύνθημα, άφηνε  όλες τις σημαντικές ερωτήσεις αναπάντητες. Οι επαναστατικοί αγώνες που ακολούθησαν τον Νοέμβριο του 1918 δεν καθορίζονταν από κάποια συνειδητοποιημένα προπαρασκευασμένα σχέδια της επαναστατικής μειοψηφίας, αλλά υπονομεύονταν από την αργά αναπτυσσόμενη αντεπανάσταση, που υποστηρίχθηκε από την πλειοψηφία του λαού. Η αλήθεια είναι ότι οι πλατιές γερμανικές μάζες εντός και εκτός του εργατικού κινήματος δεν επιδίωκαν και ανέμεναν τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας, αλλά αντίθετα οι επιθυμίες τους ήταν οπισθοδρομικές κινούμενες προς την αποκατάσταση του φιλελεύθερου καπιταλισμού, χωρίς τις κακές πλευρές του, τις πολιτικές ανισότητες του, τον μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό του. Επιθυμούσαν απλώς την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν πριν από τον πόλεμο, που είχαν σχεδιαστεί για να οδηγήσουν σε ένα “καλοπροαίρετο” καπιταλιστικό σύστημα.

Η κάποια ασάφεια που χαρακτήριζε την πολιτική των σπαρτακιστών ήταν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα του συντηρητισμού των μαζών. Οι ηγέτες του Σπάρτακου ήταν έτοιμοι, από την μια, να ακολουθήσουν τη σαφή επαναστατική πορεία, που ήταν επιθυμητή από τη λεγόμενη “υπερ-αριστερά” και από την άλλη πλευρά, θεωρούσαν ότι μια τέτοια πολιτική δεν θα μπορούσε να είναι επιτυχής βάσει της επικρατούσας στάσης των εργατικών μαζών και της διεθνούς κατάστασης. 

Η Ρώσικη Επανάσταση είχε ελάχιστη επίδραση στην Γερμανία, ενώ επίσης δεν υπήρχε κάποιος λόγος που να μπορούσε να κάνει κάποιον να αναμένει ότι μια ριζοσπαστική στροφή στη Γερμανία θα επηρέαζε πραγματικά την κατάσταση στη Γαλλία, την Αγγλία και την Αμερική. Αν ήταν δύσκολο για τους συμμάχους να προβούν σε μια ουσιαστική παρέμβαση στη Ρωσία, θα αντιμετώπιζαν πολύ λιγότερες δυσκολίες στο να συνθλίψουν μια γερμανική κομμουνιστική εξέγερση. Βγαίνοντας από έναν νικηφόρο πόλεμο, ο καπιταλισμός σε αυτά τα έθνη είχε ενισχυθεί σημαντικά και δεν υπήρχε κάποια πραγματική ένδειξη που να δείχνει πως οι πατριωτικές μάζες τους θα αρνούνταν να πολεμήσουν ενάντια σε μια πιο αδύναμη επαναστατική Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση, εκτός από τα παραπάνω δεν υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος για να πιστεύει κανείς πως οι γερμανικές μάζες, που ήταν δεσμευμένες να αφοπλιστούν, θα ξεκινούσαν έναν ακόμα πόλεμο αυτή την φορά ενάντια στον ξένο καπιταλισμό, προκειμένου να απαλλαγούν από τον δικό τους. Η πολιτική που ήταν προφανώς η πιο “ρεαλιστική” για την αντιμετώπιση της διεθνούς κατάστασης και η οποία σύντομα θα προτεινόταν από τους Wolfheim και Lauffenberg κάτω από το όνομα του εθνικομπολσεβικισμού ήταν ακόμη μη ρεαλιστική σε σχέση με τους  πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων μετά τον πόλεμο. 

Το σχέδιο βάσει του οποίο θα ξανάρχιζαν τον πόλεμο με τη βοήθεια της Ρωσίας εναντίον των καπιταλιστικών Συμμάχων παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι μπολσεβίκοι δεν ήταν ούτε έτοιμοι ούτε σε θέση να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Φυσικά, οι μπολσεβίκοι δεν ήταν αντίθετοι προς τη Γερμανία ή οποιοδήποτε άλλο έθνος έκανε την κατάσταση πιο δύσκολη για τους νικηφόρους ιμπεριαλιστές, αλλά δεν υποστήριζε την ιδέα ενός νέου πολέμου για την συνέχιση της “παγκόσμιας επανάσταση”. Επιθυμούσαν την υποστήριξη του δικού τους καθεστώτος, του οποίου η μονιμότητα ήταν ακόμα υπό αμφισβήτηση ακόμα και από τους ίδιους τους μπολσεβίκους, αλλά δεν ενδιαφερόντουσαν να υποστηρίξουν στρατιωτικά επαναστάσεις σε άλλες χώρες. Το να ακολουθηθεί μια εθνικιστική πορεία, πέραν από το ζήτημα των συμμαχιών, και ταυτόχρονα να ενωθεί η Γερμανία για μία ακόμη φορά με σκοπό την έναρξη ενός “απελευθερωτικού” πολέμου από την ξένη καταπίεση ήταν κάτι το αδύνατο, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι τα κοινωνικά στρώματα που οι “εθνικοί επαναστάτες” θα έπρεπε να κερδίσουν για την υπόθεσή τους, ήταν ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι που τερμάτισαν τον πόλεμο πριν από την πλήρη ήττα των γερμανικών στρατευμάτων, προκειμένου να αποφευχθεί η περαιτέρω εξάπλωση του “μπολσεβικισμού”. Μην μπορώντας να γίνουν οι κυρίαρχοι του διεθνούς καπιταλισμού, προτίμησαν να διατηρήσουν τους εαυτούς τους ως καλύτεροι υπάλληλοι του. Ωστόσο δεν υπήρχε τρόπος να αντιμετωπιστούν τα γερμανικά διεθνή ζήτημα, χωρίς μια κάποια συγκεκριμένη εξωτερική πολιτική. Η ριζοσπαστική γερμανική επανάσταση είχε έτσι νικηθεί πριν ακόμη ξεσπάσει, από τον ίδιο της τον εαυτό και από τον παγκόσμιο καπιταλισμό. 

Η ανάγκη μιας σοβαρής εξέτασης και ανάλυσης των διεθνών σχέσεων δεν τέθηκε ποτέ ως ζήτημα από τη γερμανική αριστερά. Ίσως αυτό να αποτελεί και την σαφέστερη ένδειξη της έλλειψης μιας σοβαρότητας από μέρους της. Ενώ επίσης ούτε το ζήτημα της διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας, μετά την κατάληψης της, είχε τεθεί με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Κανείς δεν φάνηκε να πιστεύουν ότι αυτά τα ερωτήματα θα έπρεπε να απαντηθούν. Ο Λίμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ ήταν πεπεισμένοι πως το γερμανικό προλεταριάτο αντιμετώπιζε μια μακρά περίοδο της ταξικής πάλης, στην οποία δεν διαφαινόταν κανένα σημάδι για μια νίκη στο προσεχές μέλλον. Ήθελαν να κάνουν ό,τι το δυνατόν θεωρούσαν καλύτερο, προτείνοντας μια επιστροφή στο κοινοβούλιο και στην δουλειά στα συνδικάτα. Ωστόσο, στις προηγούμενες δράσεις τους είχαν ήδη υπερβεί τα όρια της αστικής πολιτικής, και δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στην φυλακή της παράδοσης. Γύρω τους είχαν συσπειρωθεί τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του γερμανικού προλεταριάτου, που πλέον ήταν αποφασισμένα να εξετάσουν κάθε πιθανό είδος αγώνα που θα κατέληγε στον τελικό αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Οι εργαζόμενοι αυτοί ερμήνευαν τη Ρωσική Επανάσταση, σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες και τη δική τους νοοτροπία, και αδιαφορούσαν για τις δυσκολίες που κρύβονταν στο μέλλον, καταστρέφοντας όσο το δυνατόν περισσότερο οι δυνάμεις του παρελθόντος. Υπήρχαν μόνο δύο δρόμοι ανοιχτοί για τους επαναστάτες, είτε να πέσουν μαχόμενοι μαζί με τις δυνάμεις των οποίων ο σκοπός του αγώνα είχε χαθεί εκ των προτέρων, ή να επιστρέψουν στο μαντρί της αστικής δημοκρατίας και να εκτελούν κοινωνική εργασία για τις άρχουσες τάξεις. Για τους πραγματικούς επαναστάτες υπήρχε, φυσικά, μόνο ένας δρόμος, το να πέσουν μαζί με τους μαχόμενους εργάτες. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Eugene Levine μίλησε για την επαναστάτη ως ένα “νεκρό άτομο σε διαθεσιμότητα”, και γιατί η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ κατευθύνθηκαν προς τον θάνατο τους σχεδόν “υπνοβατώντας”.

III.

Το γεγονός ότι η διεθνής αστική τάξη μπορούσε να ολοκληρώσει αυτόν τον πόλεμο με μόνο αρνητικό την προσωρινή ήττα στο ρώσικο ζήτημα καθόρισε ολόκληρη την μεταπολεμική ιστορία μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκ των υστέρων, ο αγώνας του γερμανικού προλεταριάτου (1912-1923) εμφανίστηκε ως μια σειρά ασήμαντων τριβών που συνόδευσαν την καπιταλιστική διαδικασία αναδιοργάνωσης που ακολούθησε μετά την κρίση του πολέμου. Όμως υπήρξε πάντα μια τάση να εξετάζονται τα αποτελέσματα των βίαιων αλλαγών εντός των καπιταλιστικών δομών ως εκφράσεις της επαναστατικής βούλησης του προλεταριάτου. Οι αισιόδοξοι ριζοσπάστες, ωστόσο, “σφύριζαν απλά μες το σκοτάδι”, και το σκοτάδι ήταν πραγματικό, να είστε σίγουροι, και ο θόρυβος τους ήταν ενθαρρυντικός, όμως τόσο καθυστερημένα δεν υπάρχει λόγος να τον πάρει κανείς σοβαρά. Όσο συναρπαστικό και αν είναι να επαναφέρουμε στην μνήμη μας τις ημέρες των προλεταριακών δράσεων στη Γερμανία -τις μαζικές συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, απεργίες, οδομαχίες, τις έντονες συζητήσεις, τις ελπίδες, τους φόβους και τις απογοητεύσεις, την πίκρα της ήττας και τον πόνο από τη φυλακή και το θάνατο– μόνο αρνητικά μαθήματα μπορούμε να αποκομίσουμε από όλες αυτές τις ενέργειες. Όλη αυτή η ενέργεια και ο ενθουσιασμός δεν ήταν αρκετά για να φέρουν έναν κοινωνικό μετασχηματισμό ή να αλλάξουν το σύγχρονο τρόπο σκέψης. Το μάθημα που πήραμε ήταν το πώς να μην προχωρήσουμε, μιας και δεν καταφέραμε να βρούμε τους τρόπους πραγμάτωσης των επαναστατικών αναγκών του προλεταριάτου εκείνη την περίοδο.

Οι συναισθηματικές ανακατατάξεις παρείχαν ένα ατέρμονο κίνητρο για έρευνα. Η επανάσταση, που για τόσο καιρό ήταν μια απλή θεωρία και μια αμυδρή ελπίδα, είχε εμφανιστεί για μια στιγμή ως μια πρακτική δυνατότητα. Η ευκαιρία είχε χαθεί, χωρίς αμφιβολία, αλλά θα επέστρεφε για να χρησιμοποιηθεί πιο σωστά την επόμενη φορά. Αν όχι οι ίδιοι οι άνθρωποι, τουλάχιστον οι “καιροί” ήταν επαναστατικοί και οι επικρατούσες συνθήκες κρίσης αργά ή γρήγορα θα επαναστατικοποιούσαν τα μυαλά των εργαζομένων. Εάν οι δράσεις (του προλεταριάτου) τερματίστηκαν από τις σφαίρες της σοσιαλδημοκρατικής αστυνομίας , εάν οι πρωτοβουλίες των εργατών για άλλη μια φορά καταστρέφονταν δια μέσου του ευνουχισμού των συμβουλίων τους μέσω της νομοθεσίας, αν οι ηγέτες τους δεν δρούσαν και πάλι μαζί με την τάξη, αλλά “για λογαριασμό της τάξης” στα διάφορα καπιταλιστικά όργανα -παρόλα αυτά ο πόλεμος είχε αποκαλύψει ότι οι θεμελιώδεις καπιταλιστικές αντιφάσεις δεν θα μπορούσαν να λυθούν και ότι οι συνθήκες κρίσης ήταν τώρα οι “κανονικές” συνθήκες του καπιταλισμού. Νέες επαναστατικές ενέργειες ήταν πιθανές και θα έβρισκαν τους επαναστάτες καλύτερα προετοιμασμένους.

Παρά το γεγονός ότι οι επαναστάσεις στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, είχαν αποτύχει, υπήρχε ακόμη η Ρωσική Επανάσταση να υπενθυμίζει στον κόσμο την πραγματικότητα των προλεταριακών αξιώσεων. Όλες οι συζητήσεις στρέφονταν γύρω από αυτή την επανάσταση, και δικαίως, μιας και αυτή η επανάσταση έμελε να καθοριστεί τη μελλοντική πορεία της Γερμανικής Αριστεράς. Τον Δεκέμβρη του 1919 σχηματίστηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας (ΚPD). Μετά τη δολοφονία του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ καθοδηγήθηκε από τον Paul Levi και τον Καρλ Ράντεκ. Αυτή η νέα ηγεσία δέχθηκε αμέσως επίθεση από μια αριστερή αντιπολίτευση, λόγω της τάσης της να υποστηρίζει μια επιστροφή στις κοινοβουλευτικές δραστηριότητες. Κατά την ίδρυση του κόμματος τα ριζοσπαστικά μέλη της είχαν καταφέρει να δώσουν ένα αντικοινοβουλευτικό χαρακτήρα και ένα ευρύ δημοκρατικό έλεγχο σε αντίθεση με του λενινιστικού τύπου οργανώσεις. Μια πολιτική για την καταπολέμηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων είχε επίσης εγκριθεί. Ο Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ παραμέρισαν τις δικές τους αποκλίνουσες απόψεις υποστηρίζοντας αυτές της ριζοσπαστικής πλειοψηφίας, κάτι που δεν συνέχισαν τόσο πολύ οι Levi και Ράντεκ. Ήδη το καλοκαίρι του 1919 κατέστησαν σαφές ότι θα προχωρούσαν σε μια διάσπαση του κόμματος, προκειμένου να συμμετάσχουν στις κοινοβουλευτικές εκλογές. Ταυτόχρονα άρχισαν να προπαγανδίζουν προς την επιστροφή στο συνδικαλιστικό έργο, παρά το γεγονός ότι το κόμμα είχε ήδη ασχοληθεί με την δημιουργία νέων οργανώσεων που δεν βασίζονταν πλέον στις συνδικαλιστικές ενώσεις ή ακόμη και ούτε στις βιομηχανίες, αλλά στα εργοστάσια. Αυτές οι εργοστασιακές οργανώσεις ενώθηκαν σε μία ταξική οργάνωση, τη Γενική Εργατική Ένωση. Στο Συνέδριο της Χαϊδελβέργης τον Οκτώβρη 1919 όλοι οι αντιπρόσωποι που διαφώνησαν με τη νέα κεντρική επιτροπή και διατήρησαν τη θέση που το κόμμα είχε λάβει κατά την ίδρυση του εκδιώχθηκαν. Το επόμενο Φεβρουάριο η Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε να απαλλαγεί από όλες τις περιοχές που ελέγχονταν από την αριστερή αντιπολίτευση. Η αντιπολίτευση είχε με το μέρος της το προεδρείο του Άμστερνταμ της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το οποίο όμως οδηγήθηκε προς διάλυση από τη Διεθνή προκειμένου να υποστηρίξει τους Levi-Ράντεκ. Και, τέλος, τον Απρίλιο του 1920, η αριστερή πτέρυγα ίδρυσε το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα (ΚΑPD). 

Το KAPD δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει ότι ο αγώνας του εναντίον της ομάδας γύρω από τους Levi και Ράντεκ ήταν μια επανάληψη της παλιότερης σύγκρουσης της γερμανικής αριστεράς με τον μπολσεβικισμό, και με μια ευρύτερη έννοια μια μάχη ενάντια στη νέα δομή του παγκόσμιου καπιταλισμού, η οποία σιγά-σιγά έπαιρνε μορφή. Το KAPD αποφάσισε να εισέλθει στην Κομμουνιστική Διεθνή, η οποία ήταν περισσότερο μπολσεβίκικη και από τους ίδιους τους μπολσεβίκους. Όμως, η Κομμουνιστική Διεθνής δεν χρειάστηκε να αποφασίσει να ταχθεί ενάντια στην “υπεραριστερά”, μιας και οι ηγέτες της είχαν πάρει αυτή την απόφασή πριν από είκοσι χρόνια. Παρόλα αυτά, η εκτελεστική επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς προσπάθησε ακόμα να κρατήσει επαφή με το ΚAPD όχι μόνο επειδή εξακολουθούσε να περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του παλαιού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και επειδή και οι ο Levi και ο Ράντεκ, αν και εκτελούσαν πιστά το έργο των μπολσεβίκων στην Γερμανία, ήταν οι πιο στενοί μαθητές όχι του Λένιν αλλά της Ρόζας Λούξεμπουργκ.

Στο δεύτερο παγκόσμιο συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς το 1920 οι ρώσοι μπολσεβίκοι ήταν ήδη σε θέση να καθορίσουν την πολιτική της Διεθνούς. Οι αντιδράσεις του KAPD είχαν συνοψιστεί από τον Herman Gorter στο κείμενο του “Ανοικτή Επιστολή προς τον Λένιν”, στην οποία ο Λένιν απάντησε με το κείμενο “Ο 'Αριστερισμός' - Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού”. Οι δράσεις της Διεθνούς εναντίον της “υπεραριστεράς” ήταν η πρώτη  της προσπάθεια να παρέμβει και να ελέγχει όλα τα διάφορα εθνικά τμήματα της. Η πίεση στο KAPD να επιστρέψει στον κοινοβουλευτισμό και τον συνδικαλισμό αυξανόταν συνεχώς, αλλά τελικά το KAPD αποχώρησε από τη Διεθνή μετά το τρίτο συνέδριο της.

IV. 

Στο δεύτερο παγκόσμιο συνέδριο (της Διεθνούς) οι μπολσεβίκοι ηγέτες, προκειμένου να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της, πρότειναν 21 προϋποθέσεις ένταξης στην Κομμουνιστική Διεθνή. Από τη στιγμή που οι ίδιοι ήλεγχαν το συνέδριο δεν είχαν καμία δυσκολία να καταφέρουν να περάσουν στην Διεθνή αυτές τις προϋποθέσεις ένταξης. Στη συνέχεια αυτής της διαμάχης τέθηκαν ανοικτά τα ζητήματα της οργάνωσης που, είκοσι χρόνια πριν, είχαν προκαλέσει την σύγκρουση μεταξύ Λούξεμπουργκ και ο Λένιν. Πίσω από τα οργανωτικά ζητήματα που τίθονταν υπό διάλογο υπήρχαν φυσικά, οι θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ της μπολσεβίκικης επανάστασης και των δυτικών εργατών.

Αυτές οι 21 προϋποθέσεις έδωσαν στην επιτροπή της Διεθνούς, τους ηγέτες του ρωσικού κόμματος δηλαδή, τον πλήρη έλεγχο και εξουσία πάνω σε όλα τα εθνικά τμήματα. Κατά τη γνώμη του Λένιν, δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί η δικτατορία σε διεθνή κλίμακα "χωρίς την ύπαρξη ενός αυστηρά συγκεντρωτικού, πειθαρχημένου κόμματος, ικανού να καθοδηγεί και να διαχειρίζεται κάθε τμήμα, σφαίρα και ποικιλία του πολιτικού και πολιτιστικού έργου." Η στάση αυτή -η οποία επέμενε στην εφαρμογή της ρωσικής εμπειρίας στη δυτική Ευρώπη, όπου επικρατούσαν εντελώς διαφορετικές συνθήκες- θεωρούταν από την αριστερή αντιπολίτευση ως ένα λάθος, ένα πολιτικό λάθος και μια έλλειψη κατανόησης των ιδιαιτεροτήτων του δυτικού καπιταλισμού και το αποτέλεσμα της φανατικής ενασχόλησης του Λένιν με τα ζητήματα της Ρωσίας. Η πολιτική του Λένιν φαινόταν να καθορίζεται από την καθυστερημένη ανάπτυξη του ρώσικου καπιταλισμού, και αν και έπρεπε να καταπολεμηθεί στη δυτική Ευρώπη, δεδομένου ότι έτεινε να στηρίζει την καπιταλιστική παλινόρθωση, δεν θα μπορούσε να ονομαστεί μια εντελώς αντεπαναστατική δύναμη. Αυτή η καλοπροαίρετη θεώρηση της επανάστασης των μπολσεβίκων θα συντριβόταν σύντομα από τις περαιτέρω ενέργειες των ίδιων των μπολσεβίκων.

Οι πολιτικές και οι ενέργειες των μπολσεβίκων πήγαιναν από τα μικρά “λάθη” σε ολοένα και μεγαλύτερα “λάθη”. Αν και το ΚPD, το οποίο συνδεόταν με την Τρίτη Διεθνή αυξανόταν σταθερά, ιδιαίτερα μετά την ένωσή του με τους Ανεξάρτητους Σοσιαλιστές, η προλεταριακή τάξη, που βρισκόταν ήδη σε αμυντική θέση, έχανε την μια μάχη μετά την άλλη από τις αντιδραστικές δυνάμεις του καπιταλισμού. Ο ανταγωνισμός με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το οποίο αντιπροσώπευε τμήματα της μεσαίας τάξης και τη λεγόμενη συνδικαλιστική εργατική αριστοκρατία, δεν βοηθούσε την περαιτέρω μεγέθυνση του KPD, καθώς αυτά τα στρώματα εξαθλιώνονταν εν μέσω της σταθερής ύφεσης στην οποία βρισκόταν ο γερμανικός καπιταλισμός. Η σταθερή αύξηση της ανεργίας, η δυσαρέσκεια προς το κοινωνικό status quo και τους ένθερμους υποστηρικτές του, συντελούσαν θετικά προς την ενίσχυση των γερμανών σοσιαλδημοκρατών.

Μόνο η ηρωική πλευρά της Ρωσικής Επανάστασης εξυμνούταν και έγινε δημοφιλής, ενώ ο πραγματικός χαρακτήρας του καθεστώτος των μπολσεβίκων αποκρύφτηκε τόσο από τους φίλους όσο και από τους εχθρούς τους. Γιατί, αυτή τη στιγμή, ο κρατικός καπιταλισμός που ξεδιπλωνόταν στη Ρωσία ήταν ακόμη τόσο ξένος προς την αστική τάξη, κυριαρχούμενος από μια laissez-faire ιδεολογία, όσο ήταν και ο πραγματικός σοσιαλισμός. Και ο σοσιαλισμός επινοήθηκε από τους περισσότερους σοσιαλιστές ως ένα είδος κρατικού ελέγχου της βιομηχανίας και των φυσικών πόρων. Η Ρωσική Επανάσταση έγινε ένα ισχυρός και επιδέξιος μύθος, αποδεκτός από τα εξαθλιωμένα τμήματα του γερμανικού προλεταριάτου για να αντισταθμίσει την αύξηση της δυστυχίας τους. Ο μύθος ενισχύθηκε από τους αντιδραστικούς για να αυξήσει το μίσος των οπαδών τους προς τους γερμανούς εργάτες και προς όλες τις επαναστατικές τάσεις γενικότερα.

Ενάντια στο μύθο, και την ισχυρή προπαγάνδα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που έχτισε αυτό μύθο, ο οποίος συνοδευόταν και από μια γενική επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη σε όλο τον κόσμο -ενάντια σε όλα αυτά, η φωνή της λογικής δεν θα μπορούσε να υπερισχύσει. Όλες οι ριζοσπαστικές ομάδες που βρίσκονταν στα αριστερά του KPD βρέθηκαν από τη στασιμότητα στην αποσύνθεση. Και δεν βοήθησε το γεγονός ότι αυτές οι ομάδες είχαν την “σωστή” πολιτική θεώρηση, ενώ το ΚPD τη “λάθος”, μιας και δεν τέθηκε απολύτως κανένα ερώτημα σχετικά με την επαναστατική στρατηγική εδώ. Αυτό που συνέβαινε ήταν ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρισκόταν σε μια διαδικασία σταθεροποίησης, προσπαθώντας να αποβάλει τα ανήσυχα προλεταριακά στοιχεία, τα οποία μέσα στις συνθήκες κρίσης του πολέμου και της στρατιωτικής κατάρρευσης είχαν προσπαθήσει να αναδειχτούν.

Η Ρωσία, η οποία είχε την μεγαλύτερη ανάγκη σταθεροποίησης από τα περισσότερα έθνη, ήταν η πρώτη χώρα που κατέστρεψε το εργατικό κίνημα της μέσω της δικτατορίας του μπολσεβίκικου κόμματος. Υπό τις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, όμως, η εσωτερική σταθεροποίηση είναι δυνατή μόνο μέσω της κυριαρχίας στα ζητήματα των εξωτερικών πολιτικών. Ο χαρακτήρας της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας στο πλαίσιο των μπολσεβίκων καθορίζεται από τις ιδιαιτερότητες της ευρωπαϊκής μεταπολεμικής κατάστασης. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός δεν αρκείται πλέον στην απλή επιβολή των θέσεων του μέσω της στρατιωτικής πίεσης και του πραγματικού πολέμου, η “πέμπτη φάλαγγα” αποτελεί το αναγνωρισμένο όπλο όλων των εθνών. Ωστόσο, η ιμπεριαλιστική αρετή του σήμερα αποτελούσε ακόμα μια τεράστια ανάγκη για τους μπολσεβίκους που προσπαθούσαν να αποκτήσουν την δική τους (ιμπεριαλιστική) θέση εντός ενός κόσμου ευρύτερων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Δεν υπήρξε απολύτως καμία αντίφαση στην πολιτική των μπολσεβίκων στο να παίρνουν την εξουσία από τους ρώσους εργάτες και ταυτόχρονα να επιχειρούν να οικοδομήσουν ισχυρές εργατικές οργανώσεις σε άλλες χώρες. 

Φυσικά, οι μπολσεβίκοι δεν θεωρούσαν τα διάφορα τμήματα της Διεθνούς τους ως απλώς εξωτερικές δυνάμεις στην υπηρεσία της πατρίδας των “εργατών”, πίστευαν πως ό,τι βοηθούσε τη Ρωσία εξυπηρετούσε επίσης την πρόοδο αλλού. Πίστευαν, και δικαίως, ότι η ρωσική επανάσταση είχε ξεκινήσει ένα γενικευμένο και παγκόσμιο κίνημα που στόχευε στην μετάβαση από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό στον κρατικό καπιταλισμό, και έκριναν ότι αυτή η νέα κατάσταση ήταν ένα βήμα προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Με άλλα λόγια, αν όχι ως μέρος της τακτικής τους, στη συνέχεια ως μέρος της θεωρίας τους, ήταν ακόμα σοσιαλδημοκράτες και κατά την άποψή τους οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες ήταν πραγματικοί προδότες του ίδιου τους του σκοπού, όταν βοήθησαν στη διατήρηση του laissez faire καπιταλισμού. Απέναντι στην Σοσιαλδημοκρατία θεωρούσαν τους εαυτούς τους αληθινούς επαναστάτες, ενώ απέναντι στην “υπεραριστερά” θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως απλούς ρεαλιστές, και αληθινούς εκπρόσωπους του “επιστημονικού σοσιαλισμού”. 

Αλλά το τι πίστευαν για τους εαυτούς τους και το τι πραγματικά ήταν οι ίδιοι, αποτελούν δυο διαφορετικά πράγματα. Στο βαθμό που συνέχισαν να παρερμηνεύουν την ιστορική τους αποστολή,  κατατρόπωναν συνεχώς τους ίδιους τους σκοπούς τους, στο βαθμό που αναγκάστηκαν να ανταποκριθούν στις αντικειμενικές ανάγκες της επανάστασής τους, έγιναν η μεγαλύτερη αντεπαναστατική δύναμη του σύγχρονου καπιταλισμού. Πολεμώντας ως πραγματικοί σοσιαλδημοκράτες για την επικράτηση τους εντός του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος, εντοπίζοντας και αναγνωρίζοντας τα στενά εθνικιστικά συμφέροντα της κρατικοκαπιταλιστικής Ρωσίας ως τα συμφέροντα του παγκόσμιου προλεταριάτου, και με την προσπάθεια να διατηρήσουν πάση θυσία τη θέση ισχύος που είχαν κερδίσει το 1917, προετοίμαζαν απλώς την ίδια τους την πτώση, η οποία δραματοποιήθηκε σε πολλούς εσωκομματικούς αγώνες για την κατάληψη της εξουσίας, φτάνοντας στο αποκορύφωμά της στις δίκες της Μόσχας και λήγοντας με τη σταλινική Ρωσία του σήμερα –ενός ιμπεριαλιστικού έθνους μεταξύ όλων των άλλων. 

Με βάση αυτές τις εξελίξεις, αυτό που ήταν πιο σημαντικό από την κριτική των πραγματικών πολιτικών των μπολσεβίκων στη Γερμανία και τον κόσμο γενικότερα, ήταν η αναγνώριση της πραγματικής ιστορικής σημασίας του μπολσεβίκικου κινήματος, δηλαδή, της μαχητικής σοσιαλδημοκρατίας. Το ποια ήταν τα όρια του συντηρητικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος φάνηκε ξεκάθαρα από τα κόμματα στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία. Οι μπολσεβίκοι έδειξαν το τι θα έκαναν αν ήταν ακόμη ένα ανατρεπτικό κίνημα. Θα είχαν προσπαθήσει να οργανώσουν τον ανοργάνωτο καπιταλισμό και να αντικαταστήσουν τους ιδιώτες επιχειρηματίες  με γραφειοκράτες. Δεν είχαν άλλα σχέδια και ακόμη και αυτά ήταν μόνο επεκτάσεις της διαδικασίας  ανάπτυξης των καρτέλ, των μονοπωλίων και του συγκεντρωτισμού, η οποία ήταν σε εξέλιξη σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Στη δυτική Ευρώπη, τα σοσιαλιστικά κόμματα δεν μπορούσαν πλέον να ενεργούν με βάση τις μπολσεβίκικες αρχές μιας και οι αστοί θεσμοθετούσαν ήδη αυτού του είδους την “κοινωνικοποίηση”. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι σοσιαλιστές ήταν να τους δώσουν μια χείρα βοηθείας, δηλαδή, “να αναπτυχθούν αργά” στην “αναδυόμενη σοσιαλιστική κοινωνία”. 

Η φύση του μπολσεβικισμού αποκαλύφθηκε πλήρως μόνο με την εμφάνιση του φασισμού. Και υπό το τωρινό πρίσμα οι “υπεραριστερές” ομάδες στη Γερμανία και την Ολλανδία θα πρέπει να θεωρούνται οι πρώτες αντιφασιστικές οργανώσεις, διαβλέποντας και προσδοκώντας στον αγώνα τους ενάντια στα κομμουνιστικά κόμματα τη μελλοντική ανάγκη της εργατικής τάξης να πολεμήσει τη φασιστική μορφή του καπιταλισμού. Οι πρώτοι θεωρητικοί του αντιφασισμού βρίσκονται ανάμεσα στους εκπροσώπους των ριζοσπαστικών αυτών τάσεων: οι Gorter και Πάνεκουκ στην Ολλανδία, οι Ruehle, Pfempfert, Broh και Fraenkel στη Γερμανία, και μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιοι λόγω του αγώνα τους ενάντια στην ιδέα της εξουσίας και της κυβέρνησης του κόμματος και του κρατικού ελέγχου και από τις προσπάθειες τους να πραγματοποιήσουν τις ιδέες του συμβουλιακού κινήματος προς τον άμεσο προσδιορισμό των σκοπών του, καθώς και μέσω της υποστήριξης τους του αγώνα της γερμανικής αριστεράς έναντι τόσο της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και του λενινιστικού υποκατάστατου της.

V.

Τα ρωσικά σοβιέτ και τα συμβούλια των γερμανών εργατών και στρατιωτών εκπροσώπησαν το προλεταριακό στοιχείο τόσο στη ρωσική όσο και στη γερμανική επανάσταση. Και στα δύο έθνη αυτά τα κινήματα σύντομα καταστάλθηκαν με στρατιωτικά όσο και με θεσμικά και δικαστικά μέσα. Αυτό που απέμεινε από τα ρωσικά σοβιέτ μετά την επιτυχή προσπάθεια περιχαράκωσης της δικτατορίας του μπολσεβίκικου κόμματος ήταν απλώς η ρωσική εκδοχή των μετέπειτα ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Το νομιμοποιημένο γερμανικό συμβουλιακό κίνημα μετατράπηκε σε ένα εξάρτημα του συνδικαλισμού και σύντομα σε μια καπιταλιστική μορφή ελέγχου. Ακόμη και τα αυθόρμητα συμβούλια που σχηματίστηκαν το 1918 δεν ήταν -στην πλειοψηφία τους– επαναστατικά. Το μόνο ριζοσπαστικό στοιχείο τους ήταν ο τρόπος οργάνωσής τους, με βάση τις ανάγκες της τάξης τους και όχι με βάση τα διάφορα ειδικά συμφέροντα που προκύπτουν από τον καπιταλιστικό κατακερματισμό της εργασίας. Αλλά παρά τις αδυναμίες τους, θα πρέπει να πούμε ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο στο οποίο θα μπορούσαν να βασιστούν οι επαναστατικές ελπίδες. Αν και συχνά στράφηκαν εναντίον της αριστεράς, ήταν αναμενόμενο ότι οι αντικειμενικές ανάγκες αυτού του κινήματος θα το έφερναν αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τις παραδοσιακές δυνάμεις. Αυτή η μορφή οργάνωσης έμελε να διατηρήσει τον αρχικό της χαρακτήρα και να δημιουργήσει το πλαίσιο της προετοιμασίας για τους επόμενους αγώνες.

Σκεπτόμενη με όρους μιας συνεχιζόμενης γερμανικής επανάστασης, η “υπεραριστερά” είχε δεσμευτεί σε μια πάλη μέχρις εσχάτων ενάντια στα συνδικάτα και ενάντια στα υφιστάμενα κοινοβουλευτικά κόμματα, εν συντομία ενάντια σε όλες τις μορφές του οπορτουνισμού και του συμβιβασμού. Σκεπτόμενοι την πιθανότητα συνύπαρξης δίπλα στις παλιές καπιταλιστικές δυνάμεις, οι ρώσοι μπολσεβίκοι δεν μπορούσαν να συλλάβουν μια πολιτική χωρίς συμβιβασμούς. Τα επιχειρήματα του Λένιν για την υπεράσπιση της θέσης των μπολσεβίκων σχετικά με τα συνδικάτα, τον κοινοβουλευτισμό και τον οπορτουνισμό, γενικά μετέτρεψαν τις ιδιαίτερες ανάγκες του μπολσεβικισμού σε ψευδείς επαναστατικές αρχές. Ωστόσο, δεν θα καταδείκνυαν τον παράλογο χαρακτήρα των επιχειρημάτων των μπολσεβίκων, γιατί όσο παράλογη φαινόταν και ήταν αυτή η επιχειρηματολογία από μια επαναστατική σκοπιά, άλλο τόσο φαινόταν ως λογική μέσα από το ιδιόμορφο ρόλο των μπολσεβίκων εντός της ρωσικής καπιταλιστικής χειραφέτησης και από τη διεθνή πολιτική του, η οποία υποστήριζε τα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας.

Ένα μέρος του “υπεραριστερού” κινήματος προχώρησε ένα βήμα πέρα από την αντι-μπολσεβικισμό του KAPD και των οπαδών του στη Γενική Εργατική Ένωση. Θεωρώντας ότι η ιστορία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και οι πρακτικές των μπολσεβίκικων κομμάτων είχαν αποδείξει επαρκώς ότι ήταν μάταιο να προσπαθήσει κανείς να αντικαταστήσει τα αντιδραστικά κόμματα για το λόγο ότι η ίδια η οργανωτική μορφή τους  είχε γίνει άχρηστη, ακόμα και επικίνδυνη. Έτσι το κίνημα διαχωρίστηκε, με το ένα τμήμα να απορρίπτει συνολικά την οργανωτική μορφή του κόμματος, και το άλλο να παραμένει ως η «οικονομική οργάνωση» του KAPD. Το πρώτο στράφηκε προς τα συνδικαλιστικά και αναρχικά κινήματα, χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείψει τη μαρξιανή κοσμοθεωρία του. Ενώ το δεύτερο θεώρησε τον εαυτό του διάδοχο σε οτιδήποτε είχε υπάρξει επαναστατικό στο μαρξιανό κίνημα του παρελθόντος, επιχειρώντας να φέρει μια Τέταρτη Διεθνή, αλλά πέτυχε μόνο την πραγματοποίηση μιας στενότερης συνεργασίας με παρόμοιες ομάδες σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ιστορία όμως προσπέρασε και τις δύο ομάδες, αφού ούτε το KAPD, ούτε η αντικομματική τάση της Γενικής Εργατικής Ένωσης ξεπέρασαν την κατάσταση, του να αποτελούν απλά “υπεραριστερές” τάσεις. Τα εσωτερικά τους προβλήματα έγιναν αρκετά τεχνητά, μιας και όσον αφορά το κομμάτι των δράσεων, δεν υπήρχε κάποια πραγματική διαφορά μεταξύ τους.

Οι οργανώσεις αυτές -απομεινάρια της προλεταριακής προσπάθειας να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στις εξεγέρσεις του 1918- προσπάθησαν να εφαρμόσουν τις εμπειρίες τους μέσα σε μια εξέλιξη η οποία κινούταν σταθερά προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη στην οποία οι εμπειρίες αυτές προέρχονταν. Το KPD, βάσει του ρώσικου ελέγχου, θα μπορούσε να εξελιχθεί εντός της τάσης προς τον φασισμό, αλλά εκπροσωπώντας τον ρωσικό, και όχι τον γερμανικό φασισμό, θα έπρεπε και αυτό επίσης να υποκύψει στο αναδυόμενο ναζιστικό κίνημα, το οποίο αναγνωρίζοντας και αποδεχόμενο τις επικρατούσες καπιταλιστικές τάσεις, κληρονόμησε τελικά το παλιό γερμανικό εργατικό κίνημα στο σύνολό του.

Μετά το 1923 το κίνημα της γερμανικής “υπεραριστεράς” έπαψε να αποτελεί ένα σοβαρό πολιτικό παράγοντα στο γερμανικό εργατικό κίνημα. Η τελευταία του προσπάθειά να μετακινήσει την τάση της ανάπτυξης προς την κατεύθυνση του, εξαντλήθηκε στον βραχύβια δράση του Μάρτη του 1921 υπό την ηγεσία του δημοφιλούς Max Hoelz. Τα μαχητικά μέλη του, αναγκάστηκαν να στραφούν προς την παρανομία, και έτσι εισήγαγαν τις μεθόδους της συνωμοσίας και της απαλλοτρίωσης μέσα στο κίνημα, επιταχύνοντας την αποσύνθεση του. Αν και οργανωτικά οι “υπεραριστερές” ομάδες συνέχισαν να υπάρχουν μέχρι τις αρχές της δικτατορίας του Χίτλερ, οι δράσεις τους είχαν περιοριστεί σε ομάδες συζητήσεων που προσπαθούσαν να κατανοήσουν τις δικές τους αποτυχίες και αυτές της γερμανικής επανάστασης.

VI.

Η παρακμή του κινήματος της “υπεραριστεράς”, οι αλλαγές στη Ρωσία και στη σύνθεση των μπολσεβίκικων κομμάτων, καθώς και η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία και τη Γερμανία, επανέφεραν την παλιά σχέση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, που είχε διαταραχθεί κατά τη διάρκεια και μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Σε όλο τον κόσμο ο καπιταλισμός πλέον είχε σταθεροποιηθεί αρκετά ώστε να προσδιοριστεί ως η κύρια πολιτική τάση. Ο φασισμός και ο μπολσεβικισμός, τα προϊόντα των συνθηκών της κρίσης, αποτελούσαν -όπως και η ίδια η κρίση–  ταυτόχρονα και τα μέσα για μια νέα ευημερία και μια νέα επέκταση του κεφαλαίου καθώς και την επανέναρξη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνιστικών αγώνων. Αλλά ακριβώς όπως και κάθε μεγάλη κρίση εμφανίζεται ως η “τελευταία” κρίση σε αυτούς που υποφέρουν περισσότερο, έτσι οι πολιτικές αλλαγές που την συνοδεύσαν παρουσιάστηκαν ως απόρροια της κατάρρευσης του καπιταλισμού. Αλλά το μεγάλο χάσμα μεταξύ της πραγματικότητας και αυτού που παρουσιάζεται ως τέτοια, αργά ή γρήγορα μετατρέπει την υπερβολική αισιοδοξία σε υπερβολική απαισιοδοξία σε σχέση με τις επαναστατικές δυνατότητες. Δύο τρόποι, στη συνέχεια, παραμένουν δυνατοί για τους επαναστάτες: είτε να συνθηκολογήσουν με τις κυρίαρχες πολιτικές διαδικασίες, είτε να αποσυρθούν σε μια ζωή αναστοχασμού, περιμένοντας τα πράγματα να αλλάξουν τροπή.

 Μέχρι την τελική κατάρρευση του γερμανικού εργατικού κινήματος, η υποχώρηση της “υπεραριστεράς” φάνηκε σαν μια επιστροφή στο θεωρητικό έργο. Υπήρχαν οι οργανώσεις, με τη μορφή των εβδομαδιαίων και μηνιαίων περιοδικών, φυλλαδίων και βιβλίων. Ενώ οι μαζικές οργανώσεις  εξυπηρετούσαν διάφορες καπιταλιστικές μειοψηφίες, οι εργατικές μάζες εκπροσωπήθηκαν από κάποια μεμονωμένα άτομα. Η αντίφαση μεταξύ των θεωριών της “υπεραριστεράς” και των επικρατουσών συνθηκών έγινε αφόρητη. Όσο περισσότερο σκέπτονταν και λειτουργούσε κανείς σε συλλογικό επίπεδο, τόσο πιο πολύ απομονωνόταν. Ο καπιταλισμός, στη φασιστική μορφή του, παρουσιάστηκε ως ο μόνος πραγματικός κολεκτιβισμός (και συλλογικοποίηση), ενώ ο αντιφασισμός ως μια επιστροφή στον πρώιμο αστικό ατομικισμό. Η μετριότητα του καπιταλιστικού ανθρώπου, και ως εκ τούτου, του επαναστάτη υπό καπιταλιστικές συνθήκες, έγινε οδυνηρά προφανής εντός των μικρών στάσιμων οργανώσεων. Οι περισσότεροι άνθρωποι, ξεκινώντας από την υπόθεση ότι οι “αντικειμενικές συνθήκες” ήταν ώριμες για την επανάσταση, εξηγούσαν την απουσία της λόγω των “υποκειμενικών παραγόντων”, όπως η έλλειψη ταξικής συνείδησης και η έλλειψη κατανόησης και χαρακτήρα από την πλευρά των εργατών. Αυτές οι ίδιες οι ελλείψεις είχαν και πάλι να επεξηγηθούν από τις “αντικειμενικές συνθήκες”, μιας και οι ελλείψεις του προλεταριάτου αναμφίβολα προέκυψαν από την ιδιαίτερη θέση τους μέσα στις κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού. Η αναγκαιότητα του περιορισμού των δράσεων σε καθαρά εκπαιδευτικό έργο έγινε μια αρετή, και η ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης των εργατών θεωρήθηκε ως το πιο σημαντικό από όλα τα επαναστατικά καθήκοντα. Αλλά η παλιά σοσιαλδημοκρατική πεποίθηση ότι “η γνώση είναι δύναμη” δεν ήταν πλέον πειστική, διότι δεν υπήρχε κάποια άμεση σχέση μεταξύ της γνώσης και της μετουσίωσης της σε δράση.

Ο θρίαμβος του γερμανικού φασισμού, έληξε τη μακρά περίοδο της επαναστατικής αποθάρρυνσης, της απογοήτευσης και της απελπισίας. Όλα έγιναν για άλλη μια φορά εξαιρετικά σαφή, το άμεσο μέλλον σκιαγραφήθηκε με όλη του την κτηνωδία. Το εργατικό κίνημα απέδειξε για τελευταία φορά πως η κριτική που στράφηκε εναντίον του από τους επαναστάτες ήταν κάτι παραπάνω από δικαιολογημένη. Ο αγώνας της “υπεραριστεράς” κατά του επίσημου εργατικού κινήματος αποδείχθηκε ότι ήταν η μόνη συνεπής πάλη που είχε διεξαχθεί ενάντια στον καπιταλισμό.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου