( η σύλληψη του Ραβασολ)
Συναντήσεις στη σκοτεινή γωνία της ανταρσίας ( σημειώσεις με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Στιγμές Πολέμου- Εικόνες Ταξικής Βίας 100 Χρόνια Πριν» από τον Δαίμονα του Τυπογραφειου) :
«Οι άνθρωποι που παραδομένοι πέρα για πέρα στη διάθεση μιας οποιασδήποτε κυρίαρχης ιδεολογίας, παραιτούνται από την πνευματική τους αυτοτέλεια και αντικαθιστούν την κριτική με τη δουλική λατρεία, είναι άνθρωποι στενοκέφαλοι, αδύναμοι και συχνά επιβλαβείς»
Δ.Ι. Πισάρεφ
Πριν 6 χρόνια περίπου το έντυπο ex nihilo (πρόγονος της ασύμμετρης απειλής) δημοσίευσε ένα κείμενο κριτικής σχετικά με τον πυροσβεστικό ρόλο που έπαιξε ο αναρχοσυνδικαλιστής Κώστας Σπέρας στη άγρια απεργία των μεταλλωρύχων στη Σέριφο. Τα ¾ του κειμένου, μάλιστα, ήταν αναμνήσεις του ίδιου του Σπέρα! Ανάμεσα στις πολλές και διάφορες “κριτικές” (πανάθεμά με αν ορισμένοι γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στην κριτική και το κράξιμο..) ακούστηκε και το εξής αμίμητο: « Αν δεν ξεκινήσει κάποιος το ένοπλο, δε δικαιούται να κάνει κριτική στο Σπέρα»!!!
Η προγονολατρεία, η πιο πρωτόγονη μορφή θρησκευτικής συμπεριφοράς, επιστρέφει στον 21ο αιώνα μέσα από έναν άκαμπτο “αναρχικό” δογματισμό. Όπως οι εθνικιστές δε θέλουν να ακούνε κουβέντα για τα εγκλήματα των ηρώων τους, έτσι και οι δογματικοί αναρχίζοντες πιστοί δε θέλουν να αγγίζονται οι δικοί τους ήρωες, οι δικοί τους ημίθεοι. Ο πιστός αγαλματοποιεί τον πρόγονό του, τον ακινητοποιεί στο χρόνο, τον στοιβάζει σε μουσεία και τελικά μετατρέπει την επαναστατική μνήμη σε μια διαδικασία μουμιοποίησης. Πολλές φορές μιμείται και τη μεταφυσική φρασεολογία (“καλό ταξίδι” λέει στον νεκρό, χωρίς να μας εξηγεί που στο διάολο θα ταξιδέψει νεκρός άνθρωπος…). Και φυσικά η όποια “κριτική” δεν αγγίζει καθόλου την ουσία του κειμένου και μένει σε ad hominem (προσωπικές) επιθέσεις. Όπως ακριβώς κάνουν και οι χριστιανοί όταν κριτικάρεις την “Αγία Γραφή”. Τόση πίστη στις “αναρχικές” εξ αποκαλύψεως αλήθειες…
Πέρα όμως από την προγονολατρεία, υπάρχει και η αντίστροφη τάση της απαξίωσης της ριζοσπαστικής παράδοσης, ως ξεπερασμένης και σάπιας, άξιας να πεταχτεί στα σκουπίδια της Ιστορίας. Λες και οι ίδιοι γεννήθηκαν από πολιτική παρθενογένεση. Λες και είναι παιδιά του επαναστατικού σωλήνα.
Η επαναστατική μνήμη, όμως, δεν έχει σα σκοπό να μουμιοποιεί τους επαναστάτες του παρελθόντος και να τους μετατρέπει σε ιερά τέρατα απρόσβλητα από κάθε κριτική. Η αυστηρή κριτική γνώμη είναι πιο αποτελεσματική από τον θαυμασμό και τη δουλοφροσύνη, έλεγε ο νιχιλιστής Πισάρεφ. Η κάθε γενιά επαναστατών πρέπει να προχωρά σε ένα διαλεκτικό ξεπέρασμα των προηγούμενων γενεών. Το ξεπέρασμα, όμως, δεν μπορεί να πατήσει πάνω στο κενό. Πατάει πάνω στα σκαλοπάτια που έχει χτίσει η ριζοσπαστική παράδοση αιώνων (κομμάτι- και όχι “υπερσύνολο-” της οποίας είναι και η αναρχική παράδοση). Κι αυτή η ριζοσπαστική παράδοση δίνει τα εφόδια για το ίδιο το ξεπέρασμά της, μέσα από την κριτική σκέψη και την επαναστατική/ εν κινήσει θεωρία και όχι με ιδεολογικούς δογματισμούς και αγιοποιήσεις. Οι επαναστάτες του παρελθόντος μας δίνουν τη σκυτάλη για να προχωρήσουμε ακόμα πιο μπροστά και όχι για να πετάξουμε τη σκυτάλη και να χτίζουμε αγάλματα. Χωρίς το διαλεκτικό ξεπέρασμα και την κριτική σκέψη, θα αναμασούσαμε ακόμα το μυστικιστικό αναρχισμό των επαναστατικών χριστιανικών/ χιλιαστικών σεχτών του μεσαίωνα.
Ευτυχώς, όμως, που υπάρχουν και βιβλία ή αφιερώματα (και δεν είναι λίγα τα τελευταία χρόνια) που δε βρωμάνε πτωμαΐνη, που δραπέτευσαν από την ευλάβεια του ψοφιμιού. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και οι «στιγμές πολέμου». Δεν πρόκειται για ένα “επαναστατικό” μοιρολόι και γίνεται σαφές από το εισαγωγικό κείμενο της έκδοσης:
« Αυτή η έκδοση δε θα ήθελα να εκληφθεί ως κάποιου είδους “επαναστατικού ρετρό”. Οι λιθογραφίες αυτές μπορεί να φιλοτεχνήθηκαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά νομίζω πως οι δημιουργοί έχουν συλλάβει πρόσωπα, συναισθήματα, εκφράσεις που μου μοιάζουν πολύ οικείες…..
Τα φλεγόμενα οδοφράγματα του Παρισιού του Ιούλη του 1893 έχουν κάτι από Πατησίων και Πανεπιστημίου. Τα γεμάτα οργισμένη χαρά πρόσωπα αυτών που ξυλοφορτώνουν τον αρχίμπατσο στο Σατό Ντ’ Ω , όλο και κάτι μας θυμίζουν. Η ανέλπιδη πάλη του Ραβασόλ με τους μπάτσους, μου θύμισε τον Κώστα Πάσσαρη που αλυσοδεμένος πάλευε με τους Ρουμάνους εκαμίτες στο Βουκουρέστι. Ο Claude Barbin έχει την ίδια σιγουριά και σταθερότητα που μάλλον είχε και ο Τσουτσουβής όταν “φύτευε” τον Θεοφανόπουλο. Οι εργάτες της Λιμόζ ανακαλούν μνήμες από τους χαρντ-κοράδες της άγριας απεργίας της ΕΑΣ το 1991 και των βραδιών που είχαμε ζήσει μαζί, με λάμψεις από φωτιές και κρότους από σπασίματα».
Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου δεν είναι κάποια σπάνια εκθέματα στο μουσείο της επαναστατικής ιστορίας, ούτε κέρινα ομοιώματα με ταμπέλες “μην εγγίζεται”. Ζούνε και αναπνέουν δίπλα μας, όχι με κάποια μεταφυσική έννοια, αλλά μέσα από τη συνέχιση του ίδιου του αγώνα (συνέχιση και όχι ταύτιση…):
«Οι “στιγμές πολέμου” ας θεωρηθούν ως στιγμιότυπα μιας μάχης που ποτέ δε σταμάτησε. Ως χειραψία και χαμογελαστές συστάσεις με τους προγόνους μας»
Δεν πρόκειται ούτε για μούμιες, ούτε για ιερά τέρατα. Έτσι λοιπόν, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, σ’ αυτήν τη “σκοτεινή γωνιά της ανταρσίας”, μπορούμε να συναντήσουμε:
Τον γέρο Μπακούνιν κλεισμένο σε ένα βρώμικο δωμάτιο, με καπνό και καφέ, να ετοιμάζει εκρηκτικές ύλες : “Και ο εγκέφαλός του έπαιρνε φωτιά. Είχε τον πυρετό του δυναμίτη”
Τους εργάτες των ορυχείων Μονσό να δολοφονούν τον επιστάτη τους
Τον αναρχικό Ματέο Μοράλ να εκτοξεύει βόμβα κατά του ισπανού βασιλιά Αλφόνσου
Τον ιταλό αναρχικό Michel Angiolillo να εκτελεί τον ισπανό πρωθυπουργό Ντε Καστίλιο
Τον 19χρονο φοιτητή Πιοτρ Ζαϊκνέβσκι να εξαπολύει το πολεμικό του ανακοινωθέν: “θα φωνάξουμε ΑΡΠΑΞΤΕ ΤΑ ΤΣΕΚΟΥΡΙΑ και μ’ αυτά θα διαλύσουμε τους αυτοκράτορες και τους οπαδούς τους χωρίς να κάνουμε οικονομία στα χτυπήματά μας, όπως εκείνοι σήμερα δεν κάνουν οικονομία στα δικά τους εναντίον μας”
Τον Λουίτζι Λουκένι, που μη βρίσκοντας τον αυτοκράτορα Ούμβέρτο, “αρκέστηκε” στην εκτέλεση της βασίλισσας της Αυστρίας
Τον αναρχικό κηπουρό Λουι Σαβ: “η τελευταία συμβουλή που δίνω στους πραγματικούς αναρχικούς, στους αναρχικούς της δράσης, είναι να οπλιστούν, όπως εγώ, με ένα καλό περίστροφο, με ένα καλό μαχαίρι, ακόμα και με ένα κουτί σπίρτα”
Τον Claude Barbin να πυροβολεί τον πρόεδρο του 5ου εφετείου στο Παρίσι
Τον “international” : “χρειάζεται να κάψουμε εκκλησίες, παλάτια, μοναστήρια, στρατώνες, νομαρχίες, δημαρχίες, συμβολαιογραφεία, γραφεία δικαστικών κλητήρων, φυλακές”
Τους αναρχοκομμουνιστές της Βαρσοβίας που έριξαν βόμβα στο καφέ του ξενοδοχείου ΜΠΡΙΣΤΟΛ απλά και μόνο για να δουν πως σφαδάζουν οι αχρείοι μπουρζουάδες μέσα στην αγωνία του θανάτου
Τον Σεργκέι Νετσάγιεφ να προπαγανδίζει τον ψυχρό, άγριο και λυσσασμένο αγώνα, την πανκαταστροφική επανάσταση ( για την έλευση ενός κομμουνισμού, που –‘όχι άδικα- ο Μαρξ τον αποκάλεσε “κομμουνισμό του στρατώνα”)
Τον ρώσο σοσιαλ-επαναστάτη Καλιάεφ να εκτελεί τον Μέγα Δούκα Σέργιο
Τον Εμίλ Ανρί να φωνάζει στους δικαστές: “τα χέρια μου δε στάζουν περισσότερο αίμα από όσο η πορφυρή σας τήβεννος”
Τον αναρχοατομικιστή Ρεημόν Καγιεμέν (της “συμμορίας Μποννό”) να τραγουδά για την έκρηξη στο αστυνομικό τμήμα της οδού Μπονς Ανφάν:
“Υπήρχε ένα αστυνομικό τμήμα και τώρα δεν υπάρχει πια/ πιστέψανε ότι ήταν ο Φαντομάς, αλλά ήταν η πάλη η ταξική” και να χλευάζει τους νεκρούς μπάτσους: “αντιθέτως με ότι πιστεύαμε υπήρχαν κάποιοι που είχαν μυαλό/ η έκπληξη είναι μεγάλη: μυαλά κολλημένα στο ταβάνι!”
Τον Ωγκύστ Βαγιάν, τον μοναδικό άνθρωπο που μπήκε με καλές προθέσεις στη βουλή: αρκετοί βουλευτές τραυματίστηκαν από τη βόμβα του…
Τον αναρχικό Καζιέρο, που εκδικούμενος την εκτέλεση του Βαγιάν εκτελεί τον πρόεδρο της Γαλλίας Καρνώ
Τον Ραβασόλ να τραγουδάει το τραγούδι του μπάρμπα Ντυσέν, την ώρα που συναντά το δήμιο: “Αν θες την ευτυχία, κρέμασε τ’ αφεντικό σου/ Κόψε στη μέση τους παπάδες. Το Θεό τους! / Γκρέμισε τις εκκλησίες. Το Θεό τους! / κι ο θεούλης στα σκατά. Το Θεό τους! / Ξεχασιάρη μου λαέ, το Θεό σου! / Αν ποτέ ξεσηκωθείς μη σπλαχνιστείς, το Θεό τους! / Αφεντικά, παπάδες και αστοί/ Γαμώ το Θεό σας/ Αξίζουνε κρεμάλα. Το Θεό τους! Αξίζουνε κρεμάλα”
Τους φοιτητές που το 1893 στο Παρίσι στήνουν οδοφράγματα με τα τραμ και λεηλατούν την Αστυνομική Διεύθυνση
Τους απεργούς των ορυχείων του Αβεϋρόν, να εκπαραθυρώνουν και ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου τον βασανιστή Βατρέν
Τους αναρχικούς στο Σατώ Ντ’ Ω να ξυλοκοπούν έναν αξιωματικό της αστυνομίας και βανδαλίζουν την εκκλησία του Σαιντ Ζοζέφ
Τους εργάτες πορσελάνης στη Λιμόζ να τοποθετούν βόμβες στα σπίτια διευθυντών εργοστασίων, λεηλατούν οπλοπωλεία, στήνουν οδοφράγματα και προσπαθούν να απελευθερώσουν απ’ τις φυλακές τους συντρόφους τους
Τον αναρχικό διαρρήκτη Κλεμάν Ντυβάλ : “ο μπάτσος με συνέλαβε εν ονόματι του νόμου, εγώ τον χτύπησα εν ονόματι της ελευθερίας”
Τον ατομικιστή αναρχικό Μπρέσσι, να εκτελεί τον ιταλό βασιλιά Ουμβέρτο: “για να εκδικηθώ για τα θύματα της καταστάσεως πολιορκίας που επεβλήθει με βασιλικό διάταγμα στη Σικελία και το Μιλάνο το 1898”
Και φυσικά την υπέροχη “συμμορία Μποννό”, των νεαρών αναρχοατομικιστών ληστών, που ενέπνευσαν ακόμα και εντελώς διαφορετικές σχολές σκέψης, όπως τους καταστασιακούς και τον κομμουνιστή αντάρτη Ζαν Μαρκ Ρουϊγιαν (παρεπιμπτόντως, καλή λευτεριά σύντροφε)
Και με ένα τραγούδι του Νίτσε, σταματάει η χαμογελαστή χειραψία με τους προγόνους μας.
Μας παραδίδουν τη σκυτάλη και συνεχίζουμε…
Τι πάει να πει πατρίδα;!
Το πηδάλιο θέλει να πάει ίσια
Για τη γη των παιδιών μας
Αυτών που θα ‘ρθουν μετά από εμάς.
Κατά εκεί,
Πιο φουρτουνιασμένη κι απ’ τη θάλασσα,
Ορμά σα θύελλα η μεγάλη μας επιθυμία…
«Οι άνθρωποι που παραδομένοι πέρα για πέρα στη διάθεση μιας οποιασδήποτε κυρίαρχης ιδεολογίας, παραιτούνται από την πνευματική τους αυτοτέλεια και αντικαθιστούν την κριτική με τη δουλική λατρεία, είναι άνθρωποι στενοκέφαλοι, αδύναμοι και συχνά επιβλαβείς»
Δ.Ι. Πισάρεφ
Πριν 6 χρόνια περίπου το έντυπο ex nihilo (πρόγονος της ασύμμετρης απειλής) δημοσίευσε ένα κείμενο κριτικής σχετικά με τον πυροσβεστικό ρόλο που έπαιξε ο αναρχοσυνδικαλιστής Κώστας Σπέρας στη άγρια απεργία των μεταλλωρύχων στη Σέριφο. Τα ¾ του κειμένου, μάλιστα, ήταν αναμνήσεις του ίδιου του Σπέρα! Ανάμεσα στις πολλές και διάφορες “κριτικές” (πανάθεμά με αν ορισμένοι γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στην κριτική και το κράξιμο..) ακούστηκε και το εξής αμίμητο: « Αν δεν ξεκινήσει κάποιος το ένοπλο, δε δικαιούται να κάνει κριτική στο Σπέρα»!!!
Η προγονολατρεία, η πιο πρωτόγονη μορφή θρησκευτικής συμπεριφοράς, επιστρέφει στον 21ο αιώνα μέσα από έναν άκαμπτο “αναρχικό” δογματισμό. Όπως οι εθνικιστές δε θέλουν να ακούνε κουβέντα για τα εγκλήματα των ηρώων τους, έτσι και οι δογματικοί αναρχίζοντες πιστοί δε θέλουν να αγγίζονται οι δικοί τους ήρωες, οι δικοί τους ημίθεοι. Ο πιστός αγαλματοποιεί τον πρόγονό του, τον ακινητοποιεί στο χρόνο, τον στοιβάζει σε μουσεία και τελικά μετατρέπει την επαναστατική μνήμη σε μια διαδικασία μουμιοποίησης. Πολλές φορές μιμείται και τη μεταφυσική φρασεολογία (“καλό ταξίδι” λέει στον νεκρό, χωρίς να μας εξηγεί που στο διάολο θα ταξιδέψει νεκρός άνθρωπος…). Και φυσικά η όποια “κριτική” δεν αγγίζει καθόλου την ουσία του κειμένου και μένει σε ad hominem (προσωπικές) επιθέσεις. Όπως ακριβώς κάνουν και οι χριστιανοί όταν κριτικάρεις την “Αγία Γραφή”. Τόση πίστη στις “αναρχικές” εξ αποκαλύψεως αλήθειες…
Πέρα όμως από την προγονολατρεία, υπάρχει και η αντίστροφη τάση της απαξίωσης της ριζοσπαστικής παράδοσης, ως ξεπερασμένης και σάπιας, άξιας να πεταχτεί στα σκουπίδια της Ιστορίας. Λες και οι ίδιοι γεννήθηκαν από πολιτική παρθενογένεση. Λες και είναι παιδιά του επαναστατικού σωλήνα.
Η επαναστατική μνήμη, όμως, δεν έχει σα σκοπό να μουμιοποιεί τους επαναστάτες του παρελθόντος και να τους μετατρέπει σε ιερά τέρατα απρόσβλητα από κάθε κριτική. Η αυστηρή κριτική γνώμη είναι πιο αποτελεσματική από τον θαυμασμό και τη δουλοφροσύνη, έλεγε ο νιχιλιστής Πισάρεφ. Η κάθε γενιά επαναστατών πρέπει να προχωρά σε ένα διαλεκτικό ξεπέρασμα των προηγούμενων γενεών. Το ξεπέρασμα, όμως, δεν μπορεί να πατήσει πάνω στο κενό. Πατάει πάνω στα σκαλοπάτια που έχει χτίσει η ριζοσπαστική παράδοση αιώνων (κομμάτι- και όχι “υπερσύνολο-” της οποίας είναι και η αναρχική παράδοση). Κι αυτή η ριζοσπαστική παράδοση δίνει τα εφόδια για το ίδιο το ξεπέρασμά της, μέσα από την κριτική σκέψη και την επαναστατική/ εν κινήσει θεωρία και όχι με ιδεολογικούς δογματισμούς και αγιοποιήσεις. Οι επαναστάτες του παρελθόντος μας δίνουν τη σκυτάλη για να προχωρήσουμε ακόμα πιο μπροστά και όχι για να πετάξουμε τη σκυτάλη και να χτίζουμε αγάλματα. Χωρίς το διαλεκτικό ξεπέρασμα και την κριτική σκέψη, θα αναμασούσαμε ακόμα το μυστικιστικό αναρχισμό των επαναστατικών χριστιανικών/ χιλιαστικών σεχτών του μεσαίωνα.
Ευτυχώς, όμως, που υπάρχουν και βιβλία ή αφιερώματα (και δεν είναι λίγα τα τελευταία χρόνια) που δε βρωμάνε πτωμαΐνη, που δραπέτευσαν από την ευλάβεια του ψοφιμιού. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και οι «στιγμές πολέμου». Δεν πρόκειται για ένα “επαναστατικό” μοιρολόι και γίνεται σαφές από το εισαγωγικό κείμενο της έκδοσης:
« Αυτή η έκδοση δε θα ήθελα να εκληφθεί ως κάποιου είδους “επαναστατικού ρετρό”. Οι λιθογραφίες αυτές μπορεί να φιλοτεχνήθηκαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά νομίζω πως οι δημιουργοί έχουν συλλάβει πρόσωπα, συναισθήματα, εκφράσεις που μου μοιάζουν πολύ οικείες…..
Τα φλεγόμενα οδοφράγματα του Παρισιού του Ιούλη του 1893 έχουν κάτι από Πατησίων και Πανεπιστημίου. Τα γεμάτα οργισμένη χαρά πρόσωπα αυτών που ξυλοφορτώνουν τον αρχίμπατσο στο Σατό Ντ’ Ω , όλο και κάτι μας θυμίζουν. Η ανέλπιδη πάλη του Ραβασόλ με τους μπάτσους, μου θύμισε τον Κώστα Πάσσαρη που αλυσοδεμένος πάλευε με τους Ρουμάνους εκαμίτες στο Βουκουρέστι. Ο Claude Barbin έχει την ίδια σιγουριά και σταθερότητα που μάλλον είχε και ο Τσουτσουβής όταν “φύτευε” τον Θεοφανόπουλο. Οι εργάτες της Λιμόζ ανακαλούν μνήμες από τους χαρντ-κοράδες της άγριας απεργίας της ΕΑΣ το 1991 και των βραδιών που είχαμε ζήσει μαζί, με λάμψεις από φωτιές και κρότους από σπασίματα».
Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου δεν είναι κάποια σπάνια εκθέματα στο μουσείο της επαναστατικής ιστορίας, ούτε κέρινα ομοιώματα με ταμπέλες “μην εγγίζεται”. Ζούνε και αναπνέουν δίπλα μας, όχι με κάποια μεταφυσική έννοια, αλλά μέσα από τη συνέχιση του ίδιου του αγώνα (συνέχιση και όχι ταύτιση…):
«Οι “στιγμές πολέμου” ας θεωρηθούν ως στιγμιότυπα μιας μάχης που ποτέ δε σταμάτησε. Ως χειραψία και χαμογελαστές συστάσεις με τους προγόνους μας»
Δεν πρόκειται ούτε για μούμιες, ούτε για ιερά τέρατα. Έτσι λοιπόν, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, σ’ αυτήν τη “σκοτεινή γωνιά της ανταρσίας”, μπορούμε να συναντήσουμε:
Τον γέρο Μπακούνιν κλεισμένο σε ένα βρώμικο δωμάτιο, με καπνό και καφέ, να ετοιμάζει εκρηκτικές ύλες : “Και ο εγκέφαλός του έπαιρνε φωτιά. Είχε τον πυρετό του δυναμίτη”
Τους εργάτες των ορυχείων Μονσό να δολοφονούν τον επιστάτη τους
Τον αναρχικό Ματέο Μοράλ να εκτοξεύει βόμβα κατά του ισπανού βασιλιά Αλφόνσου
Τον ιταλό αναρχικό Michel Angiolillo να εκτελεί τον ισπανό πρωθυπουργό Ντε Καστίλιο
Τον 19χρονο φοιτητή Πιοτρ Ζαϊκνέβσκι να εξαπολύει το πολεμικό του ανακοινωθέν: “θα φωνάξουμε ΑΡΠΑΞΤΕ ΤΑ ΤΣΕΚΟΥΡΙΑ και μ’ αυτά θα διαλύσουμε τους αυτοκράτορες και τους οπαδούς τους χωρίς να κάνουμε οικονομία στα χτυπήματά μας, όπως εκείνοι σήμερα δεν κάνουν οικονομία στα δικά τους εναντίον μας”
Τον Λουίτζι Λουκένι, που μη βρίσκοντας τον αυτοκράτορα Ούμβέρτο, “αρκέστηκε” στην εκτέλεση της βασίλισσας της Αυστρίας
Τον αναρχικό κηπουρό Λουι Σαβ: “η τελευταία συμβουλή που δίνω στους πραγματικούς αναρχικούς, στους αναρχικούς της δράσης, είναι να οπλιστούν, όπως εγώ, με ένα καλό περίστροφο, με ένα καλό μαχαίρι, ακόμα και με ένα κουτί σπίρτα”
Τον Claude Barbin να πυροβολεί τον πρόεδρο του 5ου εφετείου στο Παρίσι
Τον “international” : “χρειάζεται να κάψουμε εκκλησίες, παλάτια, μοναστήρια, στρατώνες, νομαρχίες, δημαρχίες, συμβολαιογραφεία, γραφεία δικαστικών κλητήρων, φυλακές”
Τους αναρχοκομμουνιστές της Βαρσοβίας που έριξαν βόμβα στο καφέ του ξενοδοχείου ΜΠΡΙΣΤΟΛ απλά και μόνο για να δουν πως σφαδάζουν οι αχρείοι μπουρζουάδες μέσα στην αγωνία του θανάτου
Τον Σεργκέι Νετσάγιεφ να προπαγανδίζει τον ψυχρό, άγριο και λυσσασμένο αγώνα, την πανκαταστροφική επανάσταση ( για την έλευση ενός κομμουνισμού, που –‘όχι άδικα- ο Μαρξ τον αποκάλεσε “κομμουνισμό του στρατώνα”)
Τον ρώσο σοσιαλ-επαναστάτη Καλιάεφ να εκτελεί τον Μέγα Δούκα Σέργιο
Τον Εμίλ Ανρί να φωνάζει στους δικαστές: “τα χέρια μου δε στάζουν περισσότερο αίμα από όσο η πορφυρή σας τήβεννος”
Τον αναρχοατομικιστή Ρεημόν Καγιεμέν (της “συμμορίας Μποννό”) να τραγουδά για την έκρηξη στο αστυνομικό τμήμα της οδού Μπονς Ανφάν:
“Υπήρχε ένα αστυνομικό τμήμα και τώρα δεν υπάρχει πια/ πιστέψανε ότι ήταν ο Φαντομάς, αλλά ήταν η πάλη η ταξική” και να χλευάζει τους νεκρούς μπάτσους: “αντιθέτως με ότι πιστεύαμε υπήρχαν κάποιοι που είχαν μυαλό/ η έκπληξη είναι μεγάλη: μυαλά κολλημένα στο ταβάνι!”
Τον Ωγκύστ Βαγιάν, τον μοναδικό άνθρωπο που μπήκε με καλές προθέσεις στη βουλή: αρκετοί βουλευτές τραυματίστηκαν από τη βόμβα του…
Τον αναρχικό Καζιέρο, που εκδικούμενος την εκτέλεση του Βαγιάν εκτελεί τον πρόεδρο της Γαλλίας Καρνώ
Τον Ραβασόλ να τραγουδάει το τραγούδι του μπάρμπα Ντυσέν, την ώρα που συναντά το δήμιο: “Αν θες την ευτυχία, κρέμασε τ’ αφεντικό σου/ Κόψε στη μέση τους παπάδες. Το Θεό τους! / Γκρέμισε τις εκκλησίες. Το Θεό τους! / κι ο θεούλης στα σκατά. Το Θεό τους! / Ξεχασιάρη μου λαέ, το Θεό σου! / Αν ποτέ ξεσηκωθείς μη σπλαχνιστείς, το Θεό τους! / Αφεντικά, παπάδες και αστοί/ Γαμώ το Θεό σας/ Αξίζουνε κρεμάλα. Το Θεό τους! Αξίζουνε κρεμάλα”
Τους φοιτητές που το 1893 στο Παρίσι στήνουν οδοφράγματα με τα τραμ και λεηλατούν την Αστυνομική Διεύθυνση
Τους απεργούς των ορυχείων του Αβεϋρόν, να εκπαραθυρώνουν και ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου τον βασανιστή Βατρέν
Τους αναρχικούς στο Σατώ Ντ’ Ω να ξυλοκοπούν έναν αξιωματικό της αστυνομίας και βανδαλίζουν την εκκλησία του Σαιντ Ζοζέφ
Τους εργάτες πορσελάνης στη Λιμόζ να τοποθετούν βόμβες στα σπίτια διευθυντών εργοστασίων, λεηλατούν οπλοπωλεία, στήνουν οδοφράγματα και προσπαθούν να απελευθερώσουν απ’ τις φυλακές τους συντρόφους τους
Τον αναρχικό διαρρήκτη Κλεμάν Ντυβάλ : “ο μπάτσος με συνέλαβε εν ονόματι του νόμου, εγώ τον χτύπησα εν ονόματι της ελευθερίας”
Τον ατομικιστή αναρχικό Μπρέσσι, να εκτελεί τον ιταλό βασιλιά Ουμβέρτο: “για να εκδικηθώ για τα θύματα της καταστάσεως πολιορκίας που επεβλήθει με βασιλικό διάταγμα στη Σικελία και το Μιλάνο το 1898”
Και φυσικά την υπέροχη “συμμορία Μποννό”, των νεαρών αναρχοατομικιστών ληστών, που ενέπνευσαν ακόμα και εντελώς διαφορετικές σχολές σκέψης, όπως τους καταστασιακούς και τον κομμουνιστή αντάρτη Ζαν Μαρκ Ρουϊγιαν (παρεπιμπτόντως, καλή λευτεριά σύντροφε)
Και με ένα τραγούδι του Νίτσε, σταματάει η χαμογελαστή χειραψία με τους προγόνους μας.
Μας παραδίδουν τη σκυτάλη και συνεχίζουμε…
Τι πάει να πει πατρίδα;!
Το πηδάλιο θέλει να πάει ίσια
Για τη γη των παιδιών μας
Αυτών που θα ‘ρθουν μετά από εμάς.
Κατά εκεί,
Πιο φουρτουνιασμένη κι απ’ τη θάλασσα,
Ορμά σα θύελλα η μεγάλη μας επιθυμία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου