27/1/14

Λαϊκός πολιτισμός, εντατικοποίηση της εργασίας και πειθαρχημένος χρόνος



Λαϊκός πολιτισμός, εντατικοποίηση της εργασίας και πειθαρχημένος χρόνος



1

« Ξέρεις ότι η Δευτέρα είναι αδερφή της Κυριακής όπως και η Τρίτη
Την Τετάρτη πρέπει να πας στην εκκλησία να προσευχηθείς
Η Πέμπτη είναι ημιαργία
Παρασκευή, πολύ αργά να πιάσεις να γνέσεις
Όσο για το Σάββατο, το μισό είναι αργία»

Σ’ αυτό το λαϊκό τραγούδι του 17ου αιώνα (1) αποτυπώνεται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο η νωθρή και ράθυμη πραγματικότητα του καπιταλιστικού/ προβιομηχανικού λαϊκού πολιτισμού, που τόσο εξαγρίωνε τους ηθικολόγους της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης.

«Χαρακτηριστική είναι», γράφει ο Κώστας Παπαιωάννου, «η άκρα βραδύτης του ρυθμού της οικονομικής δραστηριότητας στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Η έλλειψη κάθε αληθινής αγάπης για την παραγωγική εργασία σαν τέτοια καταφαίνεται από τον εξαιρετικά μεγάλο αριθμό των εορτάσιμων ημερών» (2). Έτσι, στη θεοκρατική Αίγυπτο του Ραμσή Γ΄ η μια από τις τρεις μέρες ήταν επίσημη αργία, ενώ στη Ρώμη οι ημέρες της αργίας που αρχικά έφταναν στις 66, σταδιακά ως τον 4ο αιώνα έφτασαν στις 175. το ίδιο συμβαίνει και στο φεουδαρχικό χριστιανισμό, ο οποίος γεμίζει το εορτολόγιό του με επίσημες αργίες. Ακόμα και στην αρχική περίοδο της εκβιομηχάνισης, οι αργίες περνούσαν τις 100 ημέρες. Ο Κλάκτον βεβαίωνε ότι: «τα έθιμα έχουν επιβάλει τόσες γιορτές ώστε οι πιο πολλοί εργαζόμενοι στις βιομηχανίες δε δουλεύουν πραγματικά και τακτικά περισσότερο από τα 2/3 του χρόνου τους».

Αλλά και η ίδια η φύση της εργασίας ήταν διαφορετική. Οι εργαζόμενοι απολάμβαναν ένα βαθμό ανεξαρτησίας, αφού η δουλειά δε γίνονταν με βάση το χρόνο, αλλά με βάση τη “δουλειά που έπρεπε να γίνει”. Η μη τακτικότητα ήταν χαρακτηριστικό της εργασίας, η σπατάλη του χρόνου και η ενότητα της ζωής και της εργασίας. Ο ρυθμός της εργασίας ήταν χαλαρός: «Τη Δευτέρα ή την Τρίτη, σύμφωνα με την παράδοση, ο χειροτεχνικά εργαζόμενος προσαρμόζεται στον αργό ρυθμό της μελωδίας: “Ε-ε-έχουμε καιρό, ε-ε-έχουμε καιρό”. Την Πέμπτη και την Παρασκευή, στο: “Άλ-λη μια μέρα, άλ-λη μια μέρα”. Ο πειρασμός για χουζούρι, για άλλη μια ώρα στο κρεβάτι φόρτωνε τη δουλειά στο βράδυ και τότε χρειάζονταν να γίνει στο φως των κεριών».

Ο Ντυβό λέει ότι οι γάλλοι εργάτες θεωρούσαν την Κυριακή σαν ημέρα της οικογένειας και τη Δευτέρα σα μέρα των φίλων. Και πράγματι, οι εργάτες καθιέρωσαν μια γιορτή για τον εαυτό τους, την Αγία Δευτέρα (ή τσαγκαροδευτέρα).  Στα ορυχεία μάλιστα ήταν έθιμο, όταν τη Δευτέρα είχε καλό καιρό, να ρίχνουν κορώνα –γράμματα για το αν θα πάνε για δουλειά! Η πρακτική αυτή επέζησε ως τον 19ο αιώνα, ενώ κατάλοιπά της συναντιούνται ως τον 20ο αιώνα.


2

Η αστική τάξη, όπως ήταν φυσικό, εξοργίζονταν απ’ αυτή τη ραθυμία της οικονομικής ζωής, που εμπόδιζε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Μεγάλο κομμάτι της αστικής τάξης στράφηκε εναντίον της θρησκείας (3), την οποία έβλεπε ως παρασιτική και αντιπαραγωγική δαπάνη. Στόχος ήταν η εκκοσμίκευση και η αντικατάσταση του δαπανηρού γραφειοκρατικού μηχανισμού της Εκκλησίας με μια ορθολογική αστική ηθική. Ο Ροβεσπιέρος μάλιστα το 1794 (έτος 2 της Γαλλικής Επανάστασης) καθιέρωσε τη , ρουσσωικής έμπνευσης, λατρεία του Ανώτατου Όντος. Ταυτόχρονα ξεκινάει και ο πόλεμος ενάντια στην Εκκλησία: εκεί όπου η αστική τάξη παίρνει την εξουσία δημεύει τις εκκλησιαστικές γαίες που μένουν ανεκμετάλλευτες απ’ την βραδυκίνητη χριστιανική γραφειοκρατία. Ο Ιωσήφ Β΄ έκλεισε 359 αβαεία και μοναστήρια, ενώ οι Ισπανοί Φιλελεύθεροι προσπάθησαν να τα κλείσουν όλα. Όπως αναφέρει και ο Hobsbawm, στην περίοδο 1789-1848 παντού, απ’ την Νεάπολη ως τη Νικαράγουα, τα μοναστήρια διαλύθηκαν και η περιουσία τους πουλήθηκε.

Η απόπειρα, όμως, της εγκαθίδρυσης μιας κοσμικής θρησκείας και της αστικής ηθικής άγγιξε μόνο μια πνευματική ελίτ, καθώς ήταν έτη φωτός μακριά απ’ τη διαδεδομένη θρησκοληψία των λαϊκών μαζών. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το κομμάτι της Γαλλικής Επανάστασης που είχε την εντονότερη θρησκευτική χροιά, ήταν οι Αβράκωτοι (το πλέον ριζοσπαστικό και λαϊκό τμήμα της Επανάστασης, απ’ το οποίο προέρχονταν και οι Λυσσασμένοι και το “πρώιμο” κομμουνιστικό κίνημα της Συνωμοσίας των Ίσων).

Έτσι, πιο επιτυχημένη στάθηκε η απόπειρα μεταρρύθμισης του δύσκαμπτου φεουδαρχικού χριστιανισμού και η δημιουργία μια νέας χριστιανικής ηθικής (διαδικασία που ξεκινά ήδη απ’ τον Μαρτίνο Λούθηρο). Η νέα χριστιανική ηθική ευλογεί τον αστικό ατομικισμό, τον εμποροκρατικό ωφελιμισμό και την επιδίωξη του πλουτισμού, απέναντι στις παραδοσιακές αντιλήψεις της εγκράτειας και της λιτότητας. Κι ενώ η παραδοσιακή χριστιανική αντίληψη θεωρούσε την εργασία ως θεόσταλτη κατάρα, ο νέος χριστιανισμός πλάθει μια νέα ηθική της εργασίας και της εντατικοποίησης. Και είναι αυτά τα νέα χριστιανικά δόγματα (προτεσταντισμός, μεθοδισμός, πουριτανισμός κλπ) που δημιουργούν τη γνωστή σε όλους μας εξίσωση: ο χρόνος είναι χρήμα.


3

Η εσωτερίκευση της πειθαρχίας δε γίνεται μόνο από άμβωνος, αλλά ξεκινά με τη στρατιωτικοποίηση της εκπαίδευσης. Τα παιδιά από τα έξι τους κιόλας θα έπρεπε να έχουν εγκλιματιστεί στη “δουλειά και το μόχθο”, μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας για την “επιβολή της συνήθειας της φιλοπονίας” (Πάουελ, 1772). Ο Τεμπλ μάλιστα, πρότεινε στα 1770 να στέλνονται τα παιδιά των φτωχών από τα τέσσερά τους χρόνια σε άσυλα εργασίας! Arbeit macht frei

Στα σχολεία ξεκινά και η εσωτερίκευση της νέας μορφής πειθαρχίας του χρόνου, που θα συναντήσουμε αργότερα στα εργοστάσια. Ο Κλάκτον: «έπλεκε το εγκώμιο των φιλανθρωπικών σχολείων που δίδασκαν τη φιλοπονία, τη χρηστοήθεια, την τάξη και την αξία που έχει η τακτοποιημένη ζωή. Εκεί οι μαθητές πρέπει να σηκώνονται νωρίς το πρωί και να ακολουθούν ένα αυστηρά καθορισμένο και ακριβές ωράριο».


4

Η νέα αστική ηθική δεν έμεινε μόνο στις εκκλησίες και τα σχολεία, αλλά επεκτάθηκε και σε όλες τις βαθιά ριζωμένες λαϊκές παραδόσεις: «Τα κηρύγματα των ηθικολόγων», αναφέρει ο Τόμπσον, «ήταν και το προοίμιο της κατά μέτωπον επίθεσης που δέχτηκαν τα λαϊκά έθιμα, τα παιχνίδια και οι γιορτάσιμες μέρες, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου».

Η βίαιη επίθεση στις ρίζες του λαϊκού πολιτισμού, μετέτρεψε τις λαϊκές παραδόσεις και τα έθιμα σε ένα απλό φολκλορικό θέαμα, σε μια τελετουργική αναπαράσταση (‘όπως είναι για παράδειγμα το καρναβάλι, που από γιορτή λαϊκής εξέγερσης μετατράπηκε σε πανηγυράκι καταναλωτικής εκτόνωσης). Η εξορία, όμως, δεν έμεινε μόνο στο πνευματικό/ πολιτισμικό επίπεδο, αλλά πήρε σάρκα και οστά με τη βίαιη απόσπαση των καλλιεργητών γης από το τόπο τους, ώστε να στελεχωθεί η ανερχόμενη βιομηχανική παραγωγή. Οι πρώτοι εργοστασιάρχες με δυσκολία έβρισκαν βιομηχανικούς εργάτες κι έτσι η μοναδική λύση ήταν η επιστράτευση των καλλιεργητών…

Ο διπλά εκριζωμένος βιομηχανικός εργάτης δε θεωρούνταν ανθρώπινο ον, αλλά ένας άγριος που έπρεπε να εκπολιτιστεί, ένας σκλάβος που έπρεπε να εξημερωθεί, ένα res που έπρεπε να παρατήσει τις παλιές του συνήθειες και παραδόσεις και να εσωτερικεύσει τη νέα εργοστασιακή πειθαρχία.


5

Αυτήν την πραγμοποίηση του βιομηχανικού εργάτη την εντόπισε πολύ πριν τον Μαρξ ο Χέγκελ, ο οποίος έγραφε το 1805: «λόγω του αφηρημένου χαρακτήρα της εργασίας του, ο άνθρωπος γίνεται περισσότερο μηχανικός, περισσότερο αδιάφορος, λιγότερο πνευματικός». Εξ’ αιτίας της ίδιας της φύσης της εργασίας του ο προλετάριος οδηγείται στην κατάπτωση του στη θέση του πράγματος (res).
Η πειθαρχία επιβάλλεται μέσα από τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας. Επιστρατεύτηκαν μέχρι και οι στρατιωτικές επιστήμες για να επιβληθεί η τάξη. Γράφει ο Μαρξ στο Das Kapital, παραλληλίζοντας τη στρατιωτική και την εργοστασιακή πειθαρχία: «Όπως ένας στρατός χρειάζεται μια ιεραρχία από ανώτερους αξιωματούχους, έτσι και η μάζα των εργατών που εργάζεται κάτω από τις διαταγές του Κεφαλαίου, χρειάζεται κι αυτή ανώτερους βιομηχανικούς αξιωματούχους (managers) και υπαξιωματικούς (αρχιεργάτες) που να τη διευθύνουν στο όνομα του Κεφαλαίου» (4).

Μέσα στο εργοστάσιο επικρατεί ο στρατιωτικός νόμος, ο σκληρός καταναγκασμός και η δρακόντεια πειθαρχία: «Εδώ κάθε ελευθερία εξαφανίζεται, τόσο στη θεωρία, όσο και στην πράξη. Ο εργοδότης είναι μόνος και απόλυτος νομοθέτης, ορίζει τους κανονισμούς του εργοστασίου σύμφωνα με την κυρίαρχή του θέληση. Τροποποιεί τον κώδικα όπως του αρέσει», γράφει ο Ένγκελς στην “Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία”. Παράδειγμα αυτής της κυρίαρχης θέλησης του εργοδότη είναι ο Βρετανικός εργατικός κώδικας (Περί Αφέντη και Υπηρέτη) του 1823, ο οποίος τιμωρούσε με φυλάκιση όσους εργάτες παραβίαζαν τις συμβάσεις, ενώ για το ίδιο αδίκημα οι εργοδότες “τιμωρούνταν” με ισχνά και αμελητέα πρόστιμα.

Εκτός αυτού, ο εργάτης θα έπρεπε να φυτοζωεί, για το καλό του φυσικά: «Είναι προς το συμφέρον του ίδιου του εργάτη να πιέζεται συνεχώς απ’ την ανάγκη, γιατί τότε μόνο δεν θα δώσει στα παιδιά του το κακό παράδειγμα και η φτώχεια του θα αποτελέσει εγγύηση καλής συμπεριφοράς», έλεγαν σ’ ένα κρεσέντο ανθρωπισμού οι εργοδότες το 1830.

Οι εργάτες θα έπρεπε να βρίσκονται στα όρια της λιμοκτονίας, να τρώνε ίσα-ίσα για να μην πεθάνουν. Αυτή η αλλαγή στο διαιτολόγιο οδήγησε στη χειροτέρευση της υγείας του εξαστισμένου βιομηχανικού εργάτη. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως η μέση προσδοκώμενη ζωή στη δεκαετία του 1840 ήταν διπλάσια για τους αγρότες του Rutland και του Wiltshire (“κάθε άλλο παρά χαϊδεμένη τάξη”, όπως γράφει ο Χομπσμπάουμ), σε σχέση με τους προλετάριους στο Μάντσεστερ ή το Λίβερπουλ. Επιπρόσθετα, δημιουργούνται νέες ασθένειες που σχετίζονται με το χώρο ή τη φύση της εργασίας: «Το 1842 το 50% των τροχιστών από 30 ως 40 ετών, το 79% από 40 ως 50 και το 100% των τροχιστών άνω των 50 ετών είχαν προσβεβλημένους πνεύμονες».

Ταυτόχρονα στυγνή ήταν και η εκμετάλλευση των γυναικών και των παιδιών, μιας και οι εργοδότες έβλεπαν σ’ αυτούς τους ευπειθέστερους και πιο χαμηλόμισθους εργαζόμενους. Στην αγγλική κλωστοϋφαντουργία π.χ. στα έτη 1834-1847 μόνο το ¼ των εργαζομένων ήταν ενήλικες άντρες, το 50%  ήταν γυναίκες και κορίτσια και το υπόλοιπο ¼ ήταν αγόρια κάτω των 18 ετών.
Κάπως έτσι λοιπόν (αλλά και με τη βοήθεια των κανονιοφόρων και του δουλεμπορίου) φτιάχνεται η εργατική τάξη: «Με όλα αυτά τα μέσα- με τον καταμερισμό της εργασίας, την επίβλεψη, τα πρόστιμα, τα κουδουνίσματα και τα ρολόγια, τα υλικά κίνητρα, τον άμβωνα και το σχολείο, την κατάργηση των παζαριών και των παιχνιδιών- διαμόρφωσαν τις νέες συνθήκες της εργασίας και επέβαλαν μια καινούρια πειθαρχία του χρόνου» (Τόμσον). Κάπως έτσι λοιπόν ήρθε στον κόσμο το Κεφάλαιο: «Βουτηγμένο απ’ το κεφάλι ως τα νύχια μέσα στο αίμα και στα σκατά» (Μαρξ).


6

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γενικευμένης ανελευθερίας, μέσα σ’ αυτήν την εντατικοποίηση της εργασίας, της πειθαρχίας και του ελέγχου, οι προλετάριοι αντέδρασαν με δυο τρόπους. Από τη μια είχαμε την “τυφλή” και την αυτοκαταστροφική αντίδραση του αλκοολισμού, της αυτοκτονίας, της πορνείας, των ψυχικών διαταραχών, της ανόδου μυστικιστικών και αποκαλυπτικών δογμάτων, μέχρι και της απελπισμένης παιδοκτονίας. Υπήρχε όμως και η άλλη λύση: «Η εναλλακτική λύση στη φυγή ή την ήττα ήταν η εξέγερση. Και η κατάσταση των φτωχών εργατών, ιδίως του βιομηχανικού προλεταριάτου που έγινε ο πυρήνας τους, ήταν τέτοια ώστε η εξέγερση δεν ήταν απλά και μόνο δυνατή, αλλά σχεδόν υποχρεωτική» (Χομπσμπάουμ).

Αυτή η εξέγερση εκφράστηκε με διττό τρόπο. Απ’ τη μια εμφανίστηκε το λουδίτικο κίνημα που εξέφραζε την πιο νοσταλγική συνιστώσα του εργατικού κινήματος. Οι λουδίτες είχαν σαν κύριο εχθρό τις μηχανές, τις οποίες κατέστρεφαν με λύσσα. Ήταν ένα κίνημα καθαρά παραδοσιακό, που ζητούσε την επιστροφή στην πιο απλή και κοινοτική ζωή της προβιομηχανικής κοινωνίας. Όπως γράφει ο Leopold Rock: «Ο λουδισμός ήταν η απάντηση των φτωχών σε αυτή τη νέα τάξη. Στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, ένα κίνημα αφιερωμένο στην καταστροφή των μηχανών αναπτύχθηκε μέσα σε ένα κλίμα εξεγερτικής λύσσας […] Ο λουδισμός ήταν κληρονομιά του χιλιαστικού κινήματος και παρόλο που δεν εκφράζονταν πλέον με μια οικουμενική και ενοποιητική θεωρία, παρέμενε ριζικά ξένος προς κάθε πολιτικό συμφέρον και κάθε οικονομικό ψευτο-ορθολογισμό» (5).

Μαζί με τους λουδίτες συστρατεύθηκαν και άλλα κοινωνικά κομμάτια, όπως μικροί επιχειρηματίες και κτηματίες, που μοιράζονταν την ίδια τεχνοφοβία, το ίδιο μίσος για τις μηχανές και τον ίδιο τρόμο για τον αναδυόμενο βιομηχανικό πολιτισμό (και φυσικά την ίδια νοσταλγία για την παραδοσιακή κοινωνία).

Από την άλλη εμφανίστηκε ένα πιο επαναστατικά συνειδητοποιημένο εργατικό κίνημα, που έπαψε να κοιτάει νοσταλγικά το παρελθόν και ζητούσε είτε καλύτερες συνθήκες και λιγότερες ώρες δουλειάς (το πιο μετριοπαθές κομμάτι), είτε την ολική απελευθέρωση της εργασίας από το Κεφάλαιο και τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Χαρακτηριστικό της νέας ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου είναι το τραγούδι των μεταξουργών της Lyon:

Για να κυβερνάς πρέπει να φοράς
Πανωφόρια και κορδέλες γύρω στο λαιμό
Εμείς τα υφαίνουμε για εσάς αρχόντοι
Κι εμάς τους φουκαράδες τους μεταξουργούς
Μας θάβουν δίχως ούτε ένα σεντόνι
Είμαστε οι μεταξουργοί και γυρίζουμε γυμνοί
Μα σαν έρθει η δική μας βασιλεία
Η δική σας βασιλεία θα έχει τελειώσει
Τότε κι εμείς θα υφάνουμε
Το σάβανο του κόσμου του παλιού
Την ακούς την Επανάσταση που βρυχάται από μακριά;

Ο βανδαλισμός και η οργανωμένη δράση αποτελούν τα μέσα του κινήματος αυτού. Το προλεταριακό σαμποτάζ δεν είχε τα ίδια κίνητρα με το λουδισμό, αλλά αποτελούσε μορφή συλλογικής πίεσης (“συλλογικές διαπραγματεύσεις μέσω του εκβιασμού και των συμπλοκών”). Οι προλετάριοι κατανόησαν ότι απάντηση στην εργοδοτική τρομοκρατία θα μπορούσε να δώσει μόνο η οργανωμένη δράση και η αντίστροφη εργατική τρομοκρατία. Στόχος δεν ήταν μόνο οι μηχανές, αλλά ακόμα και τα σπίτια των πλουσίων (6). Έφτασαν και στο σημείο να καταστρέψουν και τα σπιτάκια των σκύλων των αφεντικών και να κόβουν τα δέντρα τους στην αυλή! Άλλες εποχές, άλλα ήθη (7).

Η αντίσταση των εργατών στην εργασία πήρε κι άλλες μορφές, πιο “πονηρές”. Σε ένα εργοστάσιο π.χ. οι εργαζόμενοι με τη χρήση βαριδίων έκαναν το ρολόι που χτυπούσε για τη λήξη της δουλειάς να πηγαίνει μπροστά και το ρολόι που χτυπούσε για να ξαναπιάσουν δουλειά να πηγαίνει πίσω. Κι έτσι γλίτωναν κάμποσες ώρες δουλειάς…

Κάπως έτσι γεννήθηκε ένα πολύμορφο εργατικό κίνημα και μια καινούρια προλεταριακή κουλτούρα, που ευνουχίστηκε αργότερα τόσο απ’ το θεσμικό συνδικαλισμό και την επίσημη αριστερά, όσο και απ’ την καταναλωτική κουλτούρα που επικράτησε στη Δύση μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Πλέον όλα τα μέσα αγώνα του εργατικού κινήματος του 19ου αιώνα και του πρώτου μισού του 20ου (ταραχές, σαμποτάζ, καταστροφές μηχανών, ξυλοδαρμοί απεργοσπαστών, εργατική τρομοκρατία, άγριες απεργίες, εξεγέρσεις) θεωρούνται ξένα ως προς το καθωσπρέπει εργατικό κίνημα (8).


Σημειώσεις:

1. Έντουαρτ Πάλμερ Τόμσον: “Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός πολιτισμός”, εκδ. Νησίδες. Τα περισσότερα στοιχεία του κειμένου είναι παρμένα απ’ αυτό το βιβλίο, καθώς και από το βιβλίο του E.J. Hobsbawm: “Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848”, εκδ ΜΙΕΤ.

2. Κώστας Παπαϊωάννου: “Η Γένεση του ολοκληρωτισμού, οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση”, από Εναλλακτικές Εκδόσεις


3. Οι ρίζες του σύγχρονου αθεϊσμού είναι καθαρά αστικές, αφού για αιώνες ολόκληρους ο ταξικός πόλεμος και η επαναστατική βία μιλούσαν τη γλώσσα της θρησκείας (από τους εβραίους ζηλωτές του Ιούδα Γωλανίτη ως την Κομμούνα της Θεσσαλονίκης και από τις χιλιαστικές σέχτες, τον πόλεμο των χωρικών και τον Τόμας Μίντσερ ως τον πρώιμο σοσιαλισμό, τον σαινσιμονισμό, τον Βάιτλιγκ κλπ). Ο αθεϊσμός που άνηκε αρχικά μόνο σε μια πνευματική ελίτ, επεκτάθηκε με την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος, κυρίως μέσα από την κριτική των Μαρξ, Μπακούνιν, Προυντόν, Στίρνερ κλπ (αν και οι δυο τελευταίοι πολεμούσαν με το θεό- φεουδάρχη και όχι με το θεό- καπιταλιστή). Πάντως ακόμα και άθρησκα επαναστατικά κινήματα έιχαν μια έντονη θρησκευτική και μυστικιστική μυρωδιά, όπως για παράδειγμα ο ρώσικος μηδενισμός. Γράφει ο Μπερντιάγιεφ, σχολιάζοντας τα ασκητικά ιδεώδη του μηδενισμού: «Η αξιοθαύμαστη ετοιμότητα για τη θυσία ανθρώπων της μηδενιστικής κοσμοθεώρησης μαρτυρεί για το ότι ο μηδενισμός ήταν ένα ιδιόμορφο θρησκευτικό φαινόμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι στο ρώσικο μηδενισμό τεράστιο ρόλο διαδραμάτισαν οι σπουδαστές των θεολογικών σχολών, τα παιδιά των ιερέων, που ήρθαν να σπουδάσουν στις σχολές της ορθοδοξίας» (Νικολάι Μπερνιτάγιεφ: “Ο ρώσικος σοσιαλισμός και ο μηδενισμός”- από την “Κατήχηση του επαναστάτη” του Νετσάγιεφ, εκδ. Αρμός). Άλλωστε ο ίδιος ο Νετσάγιεφ υπήρξε δημοδιδάσκαλος σε ενοριακό σχολείο! (Και ο Στάλιν φοιτητής ιερατικής σχολής…)

4. Σε αντίθεση με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ο Λένιν έβλεπε τη “σχολή του εργοστασίου” σαν μια ευκαιρία για να αφομοιώσει το προλεταριάτο την πειθαρχία και την οργάνωση. Και συμπλήρωνε: «Η κοινωνία του μέλλοντος θα είναι ένα γραφείο και ένα εργοστάσιο»!

5. βλ. Ασύμμετρη Απειλή τ.5: “Η βιομηχανική εξημέρωση- τα εργοστάσια όπως οι φυλακές”

6. «Η άμεση δράση ή η εξέγερση, η καταστροφή των μηχανών, των καταστημάτων ή των σπιτιών των πλουσίων, είχαν μακρά ιστορία […] Σε εποχές ώριμες για την επανάσταση, αυτή η άμεση δράση από άτομα πολιτικώς ανώριμα θα μπορούσε να μετατραπεί σε αποφασιστική δύναμη, ιδίως αν συνέβαινε σε μεγάλες πόλεις ή άλλα πολιτικώς ευαίσθητα σημεία. Τόσο το 1830, όσο και το 1848, οι κινήσεις αυτές έδωσαν τρομακτική βαρύτητα σε ήσσονες κατά τ’ άλλα εκδηλώσεις δυσαρέσκειας, μετατρέποντας τη διαμαρτυρία σε επανάσταση» (Χομπσμπάουμ)

7. βλ Χομπσμπάουμ: “Ξεχωριστοί άνθρωποι”, εκδ. Θεμέλιο


8. «Η επανάσταση δε θα σπάσει ούτε ένα τζάμι», διακήρυττε κατά την εξέγερση του Δεκέμβρη η βουλευτής του “Κ”ΚΕ Λ. Κανέλλη. Δυστυχώς γι αυτήν, η επανάσταση έχει σπάσει πολλά τζάμια (και θα σπάσει ακόμα περισσότερα).


από το έβδομο τεύχος της Ασύμμετρης Απειλής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου