19/1/14

Ο ΣΧΙΖΟΕΙΔΗΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ

(Απόσπασμα από το βιβλίο: "Ο Διάβολος στη σάρκα τους: τα απολωλότα πρόβατα του πληβειακού χριστιανισμού" εκδ. Ασύμμετρη Απειλή)


Ο ΣΧΙΖΟΕΙΔΗΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ

1
«Στο μεταξύ, χάσκει μια αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτόν που κηρύττει στα βουνά, στις λίμνες και στα λιβάδια, και που η εμφάνιση του μοιάζει με ενός Βούδα πάνω σε ένα πολύ λίγο ινδικό έδαφος, και σ’ εκείνον τον φανατικό της επίθεσης, τον θανάσιμο εχθρό των θεολόγων και των ιερέων […] Καθώς η πρώτη Κοινότητα είχε ανάγκη από ένα θεολόγο που να κρίνει, να φιλονικεί, να εξοργίζεται, να είναι κακόβουλα οξύνους, εναντίον των θεολόγων, δημιούργησε τον “Θεό” της ανάλογα με της ανάγκες της.»
Φρ. Νίτσε

Ο γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος Ιμανουέλ Καντ, σε μία επίδειξη πλατωνικού “γενναίου ψεύδους” και πυθαγόρειας υφής ελιτισμού της γνώσης, έλεγε: «εγώ δε πιστεύω, οι ελίτ δε πρέπει να πιστεύουν στο Θεό, αλλά οι φτωχοί πρέπει να πιστεύουν, γιατί αυτό είναι παράγοντας ειρήνης». Στο ίδιο μοτίβο και ο μέγας- νεκροθάφτης της γαλλικής επανάστασης- Ναπολέων θεωρούσε ως απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξης της κοινωνίας την ταξική ανισότητα και τη θρησκεία ως αναγκαίο συστατικό  στοιχείο στη διαδικασία εσωτερίκευσης αυτού του κοινωνικού διαφορισμού στα μυαλά των πιστών: η ύπαρξη πλουσίων και φτωχών είναι θέλημα Θεού! 

Ο επίσημος χριστιανισμός και το ιερατείο του υπήρξαν επί αιώνες πνευματικοί χορηγοί αυτής της διαδικασίας ιδεολογικής εξομάλυνσης, παρουσιάζοντας την επίγεια ιεραρχία ως αντανάκλαση του επουράνιου βασιλείου. Όπως ο Θεός ήταν ο απόλυτος εξουσιαστής ολόκληρης της πλάσης, έτσι και οι επί της γης εντεταλμένοι του θα έπρεπε να κυριαρχούν σε μια ταξικά διαφορισμένη κοινωνία: η θέση του καθένα εντός της κοινωνίας θεωρούνταν προαποφασισμένη από τη Θεία Πρόνοια και τίποτα πέραν αυτού. Ο καθένας επιβάλλονταν να παίξει από την ιδιαίτερη θέση του τον δικό του ειδικό ρόλο στο πολύπλοκο Θεϊκό Σχέδιο. Ιδέα κλεμμένη από τον στωικισμό αλλά και πάντα πετυχημένη… 


Ο χριστιανός απολογητής Ιωάννης του Σόλσμπερυ το 1059 στο έργο του Polykraticus εμφάνιζε την κοινωνία ως ανθρώπινο σώμα, ώστε να παρουσιαστούν  η εξουσία και η ανισότητα ως δοσμένες από τη φύση καταστάσεις, μέσα  από έναν υπεραπλουστευτικό βιολογικό αναγωγισμό: ο κυβερνήτης αντιπροσώπευε το κεφάλι, η σύγκλητος στη καρδιά, οι δικαστές τα μάτια, τα αυτιά και τη γλώσσα κοκ. Και φυσικά οι εργάτες και οι αγρότες αντιπροσώπευαν τα απαραίτητα μεν, αλλά ταπεινά πόδια.

Την προέλευση του εξομαλυντικού αυτού ρόλου της επίσημης εκκλησίας θα το καταλάβουμε καλύτερα εάν διαβάσουμε τη περίφημη προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, του ανθρώπου που συστηματοποίησε σε θρησκεία τον χριστιανισμό και τον εξέτρεψε από το αρχικό επαναστατικό του περιεχόμενο: «κάθε άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες, γιατί δεν υπάρχουν εξουσίες παρά [δοσμένες] από το Θεό· και αυτές οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν τεθεί από το Θεό. Έτσι λοιπόν, όποιος αντιτάσσεται στην εξουσία, αντιστέκεται στην τάξη που επέβαλλε ο Θεός· και όσοι αντιστέκονται είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για τη τιμωρία τους. Οι άρχοντες δεν προκαλούν φόβο σε όποιον κάνει το  καλό, αλλά σε όποιον κάνει το κακό. Θέλεις εσύ να μη φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό και θα σε επαινέσει η εξουσία γιατί είναι στην υπηρεσία του Θεού για το καλό σου. Αν όμως κάνεις το κακό, να φοβάσαι, γιατί η εξουσία δεν κρατάει χωρίς λόγο το σπαθί· το Θεό υπηρετεί και γίνεται όργανο της οργής του για να τιμωρήσει όποιον κάνει το κακό. Πρέπει λοιπόν, να υποτάσσεστε, όχι μόνο για να αποφύγετε την οργή της εξουσίας, αλλά και γιατί αυτό επιβάλλεται από τη συνείδηση σας. Γι’ αυτό να πληρώνετε τους φόρους, αφού οι άρχοντες που φροντίζουν για την είσπραξη τους, είναι υπηρέτες του Θεού. Να αποδίδετε σε όλους ό,τι τους οφείλετε : το φόρο και το δασμό σε οποίον οφείλετε φόρο και δασμό, τον σεβασμό και τη τιμή σε όποιον οφείλετε σεβασμό και τιμή». (προς Ρωμαίους, κεφ. 13, στ. 1-7) 

Και στην Προς Κολοσαείς Επιστολή (κεφ.3 στ.22-25) διαβάζουμε: «οι δούλοι να υπακούτε τους επίγειους κυρίους σας σε όλα, όχι υποκριτικά, μόνο δηλαδή όταν σας βλέπουν, για να τους είστε αρεστοί, αλλά με ειλικρινή καρδιά και από σεβασμό προς το Θεό. Όποια εργασία κάνετε να τη κάνετε με τη καρδιά σας, σαν να δουλεύετε για τον Κύριο και όχι για τους ανθρώπους. Ξέρετε καλά ότι θα πάρετε από τον Κύριο ως ανταμοιβή σας την κληρονομιά της βασιλείας του». Και στην Επιστολή Προς Τιμόθεον Α’ (κεφ. 6, στ. 1-3) ο Παύλος συμβουλεύει τους δούλους που είναι χριστιανοί να σέβονται τους άπιστους κυρίους τους για μη δυσφημούν τον χριστιανισμό, ενώ αν έχουν ομόθρησκους κυρίους πρέπει να δουλεύουν ακόμα πιο σκληρά. 

Στην Επιστολή Προς Τίτον (κεφ. 3, στ. 1-2) ο Παύλος καλεί τον στενό του συνεργάτη να θυμίζει στους πιστούς να είναι υποταγμένοι στους εξουσιαστές, να πειθαρχούν και να είναι ανεξίκακοι. Αλλά και ο Πέτρος καλεί τους πιστούς: «να υπακούτε λοιπόν σε κάθε ανθρώπινη εξουσία, για χάρη του Κυρίου, είτε είναι ο Αυτοκράτορας, επειδή είναι ο ανώτατος άρχοντας, είτε οι τοπικοί διοικητές, επειδή είναι οι σταλμένοι από αυτόν για να τιμωρούν τους κακοποιούς και να επαινούν αυτούς που κάνουν το καλό» (Α’ Πέτρου, κεφ.2. στ. 13-14). Και σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής ο Πέτρος συμβουλεύει τους δούλους να υποτάσσονται με σεβασμό όχι μονάχα στους καλούς αφέντες, αλλά και στους πιο δύστροπους και να υπομένουν στα βασανιστήρια και τις τιμωρίες τους, για να έχουν την ευλογία του Θεού (κεφ. 2, στ 18-20). Βεβαίως, δε λείπουν και οι συμβουλές προς τους κυρίους να φέρονται με ανθρωπιά και καλοσύνη στους δούλους τους, όπως κάνει ο Παύλος στην προς τους Εφεσίους επιστολή του.

Πετυχαίνουν όμως πάντα αυτά τα κηρύγματα εθελοδουλίας; Δεν είναι λίγες οι φορές που οι φτωχότερες κοινωνικές τάξεις αγνόησαν αυτά τα κηρύγματα (που παρεμπιπτόντως  ενδέχεται η τελική μορφή τους να είναι αποτέλεσμα εξουσιαστικής παραποίησης και διαστρέβλωσης)1 και δημιούργησαν έναν Θεό κατ’ εικόνα τους: κουρελή και καταπιεσμένο, εξεγερμένο και ζηλωτή, ένα Θεό που αντιστέκεται στην Τρόικα του ιερατείου, των αρχών και των πλουσίων. Ήδη πριν κάνει την εμφάνιση του στη Παλαιστίνη ο χριστιανισμός, ως διακριτή αίρεση του ιουδαϊσμού, υπήρχαν αρκετά πληβειακά κινήματα που εξέφρασαν την ταξική πάλη μέσα από θρησκευτική προβιά. Είναι αναγκαίο να ρίξουμε μια ματιά στο ιστορικό και πνευματικό περιβάλλον μέσα στο όποιο αναπτύχτηκε ο αρχικός χριστιανισμός. 

Οι δύο βασικότερες κυρίαρχες τάξεις στο εβραϊκό κόσμο κατά την ρωμαιοκρατία ήταν οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι. Οι πρώτοι υπήρξαν ελευθεριάζοντες, αφού δέχθηκαν σημαντικές επιρροές από την ελληνική φιλοσοφία, ήταν ανοιχτά μυαλά και εχθροί της μισαλλοδοξίας, αλλά η ίδια η αριστοκρατική τους ταξική θέση και η συνεργασία τους με την ρωμαϊκή εξουσία τους καθιστούσε μισητούς στον απλό λαό. Οι Φαρισαίοι ήταν ένα φανατικό θρησκευτικό κίνημα που είχε τις ρίζες του στην επιτυχημένη εθνική επανάσταση των Μακκαβαίων, το 168 π.χ.. Σταδιακά όμως, ο επαναστατικός εθνισμός των Φαρισαίων ξεθώριασε και πήρε αντεπαναστατικό χαρακτήρα, αφού πρέσβευαν έναν συντηρητικό μεσσιανισμό, ο οποίος καλούσε τους εβραίους σε παθητική στάση αναμονής μέχρι να έρθει ο σωτήρας που θα ξεσκλαβώσει το Ισραήλ. Για να κάνουμε κι έναν πολιτικό αναχρονισμό ο Φαρισαϊσμός ήταν ο καουτσκισμός της εποχής (και τούμπαλιν)2

Μέσα από τα σπλάχνα του Φαρισαϊκού κινήματος γεννήθηκαν οι Ζηλωτές, ο οποίοι εξέφρασαν έναν πιο ενεργητικό μεσσιανισμό, προχωρώντας σε μια πραγματική υλική αντίσταση εναντίον των ρωμαίων. Κομμάτι του ζηλωτικού κινήματος ήταν οι Σικάριοι, που πήραν το όνομα τους από το μικρό ξιφίδιο που κουβαλούσαν πάνω τους. Οι Σικάριοι λειτουργούσαν ως συνωμοτική μυστική οργάνωση και χρησιμοποιούσαν τη μέθοδο του τερρορισμού, εκτελώντας στη μέση του δρόμου και σε μεγάλες λατρευτικές συγκεντρώσεις ή  τελετές , τόσο ρωμαίους κατακτητές όσο και Εβραίους καταπιεστές και συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων. 

Το ζηλωτικό κίνημα οργάνωνε αντάρτικες ομάδες αποτελούμενες από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, που λήστευαν και σκότωναν πλούσιους, αριστοκράτες και γαιοκτήμονες: «μια λοιπόν που όλοι περίμεναν τον Μεσσία, παρουσιάζονταν μερικοί από τους δυσαρεστημένους ή ξεπεσμένους αγρότες για Μεσσίες και ανεβαίνοντας τα βουνά κήρυχναν την Επανάσταση ληστεύοντας μαζί και τους πλούσιους ή τα καραβάνια των εμπόρων. Τους Μεσσίες αυτούς τους ακολουθούσαν πολλοί προλετάριοι από την Ιερουσαλήμ καθώς και πολλοί ξεπεσμένοι αγρότες και χτηνοτρόφοι […] όσο όμως κι αν προσπάθησαν οι Φαρισαίοι να σταματήσουν την κίνηση αυτή δεν το κατάφεραν. Χρόνο με το χρόνο πλήθαιναν οι ένοπλες συμμορίες και ο μεσσιανισμός έπαιρνε χαρακτήρα λαϊκής επανάστασης» (Κορδάτος).

Οι ζηλωτές με τον ενεργητικό τους μεσσιανισμό εξέφρασαν τόσο τους εθνικοαπελευθερωτικούς πόθους του εβραϊσμού όσο και το ταξικό μίσος των φτωχών εναντίον των καταπιεστών τους. Αναμειγνύοντας ταυτόχρονα το αναστηλωτικό/νοσταλγικό με το ουτοπικό/ανανεωτικό μεσσιανικό ρεύμα, προκαλούσαν λαϊκές εξεγέρσεις3 αντί να προσεύχονται για τον ερχομό του Μεσσία, όπως έκαναν οι ξεπουλημένοι Φαρισαίοι. Ίσως ο σπουδαιότερος ζηλωτής ηγέτης υπήρξε ο Ιούδας ο Γωλανίτης, ο οποίος άγγιξε ένα αντιεξουσιαστικό πρόταγμα: αρνιόταν την πληρωμή φόρων, υμνούσε την ελευθερία, υποτιμούσε την σκλαβωμένη ζωή και θεωρούσε πως όλοι οι θνητοί είναι ίσοι μεταξύ τους, αφού μοναδικός Κύριος είναι ο Γιαχβέ και κανένας άλλος! Απέρριπτε δηλαδή την εγκόσμια ιεραρχία, καθιστώντας ως μοναδικό “εξουσιαστή” ένα πλάσμα της φαντασίας…

Επαναστάτης ζηλωτής ήταν και ο επί δύο χιλιετίες συκοφαντημένος Βαραββάς. Ο Βαραββάς συμμετείχε σε ένοπλη αντιρωμαϊκή εξέγερση και καταδικάστηκε για φόνο που διαπράχθηκε κατά τη διάρκειά της (κατά Μάρκον, κεφ. 15, στ. 7). Σημαντικό, όμως, είναι και το γεγονός πως δύο από τους μαθητές του Ιησού, ο Ιούδας και ο Σίμων, είχαν ενεργή παρουσία στο κίνημα των ζηλωτών.

Εκτός από το βίαιο ζηλωτικό κίνημα, υπήρχε και ένα ειρηνιστικό αναχωρητικό κίνημα που στράφηκε εναντίον των ορθόδοξων Φαρισαίων και των ελληνιζόντων Σαδδουκαίων και οι οπαδοί του ζούσαν σε κοινόβια στη νότια Ιουδαία σε κατάσταση αρχέγονου κομμουνισμού. Η αίρεση αυτή έμεινε στην ιστορία με το όνομα “Εσσαίοι”. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, οι Εσσαίοι εμφανίστηκαν περίπου το 150 π.χ. οργανώνοντας κοινόβια μακριά από την κοινωνική ζωή, εφάρμοζαν την κοινοκτημοσύνη, απαγόρευαν το εμπόριο και τη δουλεία, εργάζονταν από κοινού και στήριζαν τον κοινοτικό τους βίο στις αρχές της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας. Γράφει ο Ιώσηπος: «καταφρονητές του πλούτου είχαν οργανώσει θαυμάσια της κοινότητες τους και είναι αδύνατον να βρεις μέσα σ’ αυτές κανέναν που να είναι πλουσιότερος από τον άλλον. Νόμος απαράβατος για όλους είναι, όσοι μπαίνουν στα κοινόβια τους να απαλλοτριώνουν την περιουσία τους για όφελος της οργάνωσης. Και έτσι όλοι είναι ίσοι και δεν υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι. Η ατομική ιδιοκτησία του καθενός είναι ιδιοκτησία που την εξουσιάζουν όλοι σα σύντροφοί».

Ο αρχέγονος χριστιανισμός, λοιπόν, από αυτά τα δύο κηρύγματα πήρε τις βασικές του αρχές και διαμόρφωσε την ιδιαίτερη του αίρεση: από τη μία πλευρά το βίαιο και Επαναστατικό Ζηλωτισμό και από την άλλη τον ειρηνιστικό Εσσαϊσμό που κήρυχνε την παθητική αντίσταση σα κίνημα “πολιτικής ανυπακοής”. Έτσι εξηγείται κι ως ένα βαθμό η ύπαρξη ενός σχιζοειδούς Χριστού που ακροβατεί ανάμεσα στο ζηλωτικό ριζοσπαστισμό και τον εσσαϊκό πασιφισμό. Αλλά αυτή η εξήγηση δεν αρκεί…


2

«Ο χριστιανισμός, όπως και άλλες σωτηριακές θρησκείες, εμφανίστηκε και εξαπλώθηκε σε μια περίοδο πρωτοφανούς κοινωνικής κρίσης και βαρβαρότητας […] Σκλάβοι, φτωχοί κατεστραμμένοι αγρότες, απόβλητοι, βρήκαν ελπίδα στα κηρύγματα του αρχέγονου χριστιανισμού. Κι επίσης δεν είναι τυχαίο ότι ο χριστιανισμός ενέπνευσε επαναστατικές-κομμουνιστικές ουτοπίες όπως του Καμπανέλα και επαναστατικά κινήματα όπως των γερμανών χωρικών»
Ευτύχης Μπιτσάκης

Η Καινή Διαθήκη είναι ένα εν πολλοίς αντιφατικό κείμενο. Η τελική μορφή της Καινής Διαθήκης αποφασίστηκε στον Δ’ αιώνα μ. Χ. και ήταν αποτέλεσμα σκληρών ανταγωνισμών και συμβιβασμών. Πολλές ήταν και οι λαθροχειρίες και οι πλαστογραφήσεις, ώστε να καταστεί ο χριστιανισμός πιο συμβατός με τη νέα αυτοκρατορική εξουσία, την οποία καλούνταν να υπηρετήσει ως επίσημη ιδεολογία. Το ζήτημα της σταδιακής μετάβασης του χριστιανισμού από πληβειακή μαχητική ιδεολογία σε εξουσιαστική θρησκεία (μια μετάβαση διαρκείας τριών αιώνων!) είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, αλλά δε θα το δούμε εδώ. Θα αρκεστούμε να πούμε πως σε μεγάλο βαθμό ο σχιζοειδής χαρακτήρας του Ιησού και των οπαδών του εξηγούνται από το γεγονός αυτό: όταν ο χριστιανισμός βγήκε από τον πληβειακό “βούρκο” για να στρογγυλοκαθίσει στις αυτοκρατορικές πορφύρες, έπρεπε να εμφανιστεί ένας Χριστός πιο εθελόδουλος και πράος. Έτσι, τόσο ο εσσαϊκός ειρηνισμός του Χριστού όσο και ο συντηρητισμός του Παύλου υπερτονίστηκαν σε βάρος άλλων, πιο μαχητικών χαρακτηριστικών. Αν ξύσουμε όμως καλά την Καινή Διαθήκη, δε θα βρούμε μονάχα Θεούς και Δαίμονες, θαύματα και μεταφυσική. Κάτω από αυτή την επιφάνεια θα εμφανιστεί σαν παλίμψηστο κάτι ακόμα πιο βαθύ, παρά τις λαθροχειρίες και της πλαστογραφίες. Εκεί μέσα αντανακλάται και η σκληρή ταξική πάλη της εποχής. Γι’ αυτό και θα πρέπει να κάνουμε μια υλιστική ερμηνεία του κειμένου, αντί να κοκορομαχούμε άσκοπα με τα μεταφυσικά απολιθώματα της θρησκείας για την ύπαρξη ή όχι του Θεού, των θαυμάτων, της ιστορικότητας του προσώπου του Ιησού (το λεγόμενο χριστολογικό πρόβλημα), της παρθενίας της Μαρίας κλπ. Αυτή ήταν δουλειά του αστικού διαφωτισμού και του επιστημονικού αθεϊσμού και την περαίωσαν με λαμπρή επιτυχία (αν και τα τελικά αποτελέσματα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, αφού ακόμα οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν σε πλάσματα της φαντασίας σαν το Θεό, το Αλλάχ, τη Μαντόνα κλπ.). Δική μας δουλειά δεν είναι η εξ αντιδιαστολής ενασχόλησή μας με τη μεταφυσική, αλλά ο εντοπισμός του επαναστατικού περιεχομένου και της ταξικής πάλης που συναντάμε τόσο στον πρωτογενή “χριστιανισμό” (πριν την εξουσιαστική κατασκευή της χριστιανικής θρησκείας), όσο και στα παράγωγά του (αιρέσεις και σέχτες που συγκρούστηκαν με την επίσημη εκκλησία).

Έτσι, λοιπόν, στη Καινή Διαθήκη δε συναντάμε μονάχα τον γλυκανάλατο ειρηνιστή Ιησού, που όταν τον ραπίζουν στο ένα μάγουλο προσφέρει και το άλλο. Συναντάμε και έναν άλλο Χριστό, ζηλωτή και πυρφόρο: «πυρ ήλθον βάλειν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη!». (Κατά Λουκάν κεφ. 12 στ. 49) και «μη νομίσητε ότι ήλθον βάλειν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βάλειν ειρήνην, αλλά μάχαιρα» (κατά Ματθαίον κεφ. 10, στ 34). Αυτός ο πολεμοχαρής Χριστός μας θυμίζει περισσότερο Ρώσο επαναστάτη του 19ου  αιώνα 4 παρά τον πασιφιστή Χριστό που διδαχθήκαμε στα σχολεία: καλεί τους μαθητές του να πουλήσουν τα υπάρχοντα τους για να αγοράσουν όπλα5 να εγκαταλείψουν το οικογενειακό τους και κοινωνικό τους περιβάλλον και στέλνει μήνυμα όχι ειρήνης αλλά διχόνοιας: «νομίζεται ότι ήρθα να δώσω ειρήνη στη γη, όχι, σας λέω, ήρθα να φέρω διχόνοια» (κατά Λουκάν κεφ. Ιβ’, στ. 51) και : «ήρθα να διχάσω άνθρωπο κατά του πατέρα του και κόρη εναντίον της μητέρας της και τη νύφη κατά της πεθεράς» (κατά Ματθαίον, κεφ. ι, στ. 35). Καλεί τους οπαδούς του να στρατευθούν στην Υπόθεση, πάντα έτοιμοι να δεχθούν τις διώξεις και τις φυλακίσεις και να θεωρούν ως συγγενείς τους συντρόφους στη μάχη και όχι την εξ αίματος οικογένεια: «όποιος έρχεται σε μένα και δε μισεί τον πατέρα του και τη μητέρα του και τη γυναίκα του και τα παιδιά του και τους αδερφούς του και τις αδερφές του, μέχρι και την ίδια του την ψυχή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου» (κατά Λουκάν, κεφ. Ιδ’, στ. 26). Ας σημειωθεί πως τα πύρινα αυτά λόγια ο Ιησούς τα εκτόξευσε στο όχλο που τον ακολουθούσε και όχι στον κλειστό κύκλο των 12 “μαθητών” του! Αυτό το μίσος προς τις οικογενειακές συμβάσεις6 αποτελεί μία διαχρονική σταθερά των επαναστατικών κινημάτων που λειτουργούν σε ακραίες κοινωνικές συνθήκες, αφού η προσήλωση ενός επαναστάτη στους οικογενειακούς και φιλικούς δεσμούς μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για την αφοσίωση του. Όπως σχολιάζει και ο Ίγκλετον: «[…] ο Ιησούς κρατάει απέναντι στην οικογένεια στάση αδυσώπητης εχθρότητας. Έχει φτάσει εν ονόματι της αποστολής του να διαλύσει, φέρνοντας τα μέλη τους στα μαχαίρια μεταξύ τους, αυτούς τους μικρούς συμβιωτικούς θύλακες τρυφηλού συντηρητισμού, τους οποίους αγαπούν τόσο πολύ οι αμερικάνοι διαφημιστές […] Τα κινήματα για τη δικαιοσύνη αψηφούν τους παραδοσιακούς δεσμούς αίματος, όπως και τις φυλετικές, κοινωνικές ή εθνικές διαιρέσεις. Η δικαιοσύνη αίμα δε γίνεται».
Ο ίδιος ο Ιησούς που αλλού μακαρίζει τους πράους και τους ειρηνοποιούς, ξαφνικά εξαγριώνεται και απειλεί πως δε θα αφήσει λίθο πάνω στο λίθο, 7 ενώ καλεί τους μαθητές του να φέρουν μπροστά του τους εχθρούς του και να τους σφάξουν (κατά Λουκάν, κεφ.18 στ 27). Είναι ο ίδιος που εισβάλλει έξαλλος στο Ναό, βιαιοπραγεί εναντίον των εμπόρων και προβαίνει σε βανδαλισμούς. Μέχρι και αυτοσχέδιο μαστίγιο (φραγγέλιον) έφτιαξε για να βιαιοπραγήσει εναντίον των κερδοσκόπων (κατά Ιωάννη κεφ. 2, στ.15). 

Ο ίδιος ο Ιησούς που συμβουλεύει τους πιστούς να αγαπούν τους εχθρούς τους και να μην αντιστέκονται στο κακό, συγκρούεται με το θρησκευτικό κατεστημένο, καθυβρίζει τους θεματοφύλακες της πίστης, τους αποκαλεί γεννήματα εχιδνών, πονηρή γενιά, υποκριτές και τυφλούς οδηγούς τυφλών. Καταγγέλλει με ιδιαίτερη σφοδρότητα την πλεονεξία, την υποκρισία και την αρπακτική διάθεση του ιερατείου και των γραφειοκρατών: « προσέχετε τους γραμματείς, που θέλουν να περπατούν με στολές και αγαπούν τους ασπασμούς στις αγορές και τις πρωτοκαθεδρίες στις συναγωγές και τις πρώτες θέσεις στα δείπνα. Αυτοί κατατρώγουν τα σπίτια των χηρών και προφασιζόμενοι την ευλάβεια κάνουν μακρές προσευχές. Αυτοί θα λάβουν τη μεγαλύτερη καταδίκη» (κατά Λουκάν, κεφ. 20, στ. 46-47).

 Αλλά, το πλέον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της διδασκαλίας του Χριστού και των πρώτων οπαδών του είναι ο έντονος αντιπλουτοκρατικός του χαρακτήρας, γεγονός που δείχνει και τον πληβειακό χαρακτήρα του κινήματος. Ίσως η πιο διάσημη φράση του Ιησού είναι η ακόλουθη: «δύσκολα όσοι έχουν χρήματα να μπουν στην Βασιλεία του Θεού! […] πιο εύκολα είναι η κάμηλος  να περάσει από μια τρύπα που ανοίγει η ραφίδα, παρά να εισέλθει ένας πλούσιος στη βασιλεία του Θεού» (κατά Μάρκον, κεφ.10, στ. 23-25). (Ας σημειωθεί πως η “Βασιλεία του Θεού” για τους πρώτους χριστιανούς είναι επίγεια και η “βασιλεία των ουρανών” είναι μετέπειτα κατασκευάσματα, ανάλογο με τη θρυλική “ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών” του ορθόδοξου μαρξισμού, που στοχεύει στην αναβολή της δράσης για ένα ακαθόριστο μέλλον. Για τους πρώτους χριστιανούς, που δεν απογαλακτίστηκαν από τον ιουδαϊσμό, η λύτρωση δεν είναι μονάχα ένα πνευματικό γεγονός που αφορά την προσωπική ψυχή, αλλά ένα δημόσιο γεγονός που λαμβάνει χώρα στο ιστορικό πεδίο). 

Χαρακτηριστική του αντιπλουτοκρατικού πνεύματος του Ιησού είναι η παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου (κατά Λουκά, κεφ.16, στ.19-31). Ο πλούσιος απολαμβάνει τα πολυτελή ενδύματα και το λαμπρό τραπέζι, ενώ ο φτωχός Λάζαρος, γεμάτος πληγές προσπαθεί να χορτάσει την πείνα του από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του πλούσιου. Όταν πεθαίνει ο Λάζαρος, οι άγγελοι τον οδηγούν στον Αβραάμ, ενώ τον πλούσιο τον τιμωρούν με φρικτά βασανιστήρια με μοναδικό κριτήριο τον πλούτο του και την ταξική του καταγωγή! Βεβαίως, δεν αποκλείονται τελείως οι πλούσιοι από τη βασιλεία του Θεού. Υπάρχει μια μικρή ελπίδα να τη γλυτώσουν, αλλά βασική προϋπόθεση είναι να αρνηθούν την τάξη τους, να πουλήσουν όλα τα υπάρχοντα τους, να τα μοιράσουν στους φτωχούς και να ζήσουν ως πένητες!

Ο Χριστός στέκεται στο πλευρό των απόκληρων, των φτωχών και όλων των περιφρονημένων πλασμάτων, πλησιάζει τις πόρνες, τις γυναίκες και τα παιδιά, συγκρουόμενος με το συντηρητικό πατριαρχικό περιβάλλον της εποχής. Μακαρίζει τους φτωχούς 8 ,γιατί δική τους θα είναι η επίγεια “βασιλεία του Θεού”, τους πεινασμένους γιατί θα χορτάσουν, κι αυτούς που τώρα κλαίνε, γιατί αυτοί θα γελάσουν, ενώ απειλεί ευθέως τους πλούσιους και τους χορτάτους, γιατί θα πεινάσουν και θα πενθήσουν (Επί του Όρους Ομιλία, κατά Λουκάν, κεφ.6, στ 17-49).

Οι ίδιες αντιπλουτοκρατικές ιδέες διαποτίζουν και τους πρώτους οπαδούς του Ιησού. Ο Ιάκωβος προειδοποιεί τους πλούσιους να είναι ταπεινοί γιατί σύντομα θα μαραθούν σαν τα λουλούδια, ενώ οι άσημοι και οι φτωχοί θα ανυψωθούν: «όπως με την ανατολή του ηλίου έρχεται ο λίβας και ξεραίνει το χορτάρι, ρίχνει τον ανθό του και καταστρέφει την ομορφιά του, έτσι και ο πλούσιος θα αφανιστεί μέσα στις επιχειρήσεις του». Οι φτωχοί είναι οι μοναδικοί κληρονόμοι της βασιλείας του Θεού και όχι οι πλούσιοι που εξευτελίζουν τους φτωχούς: «κι όμως οι πλούσιοι είναι αυτοί που σας καταδυναστεύουν, αυτοί που σας σέρνουν στα δικαστήρια». Για όσους δε δείχνουν ευσπλαχνία δε θα υπάρξει κανένα έλεος! Ο Ιάκωβος προειδοποιεί: «ακούστε με τώρα κι εσείς πλούσιοι. Κλάψτε με γοερές κραυγές για τα βάσανα σας, που όπου να ναι έρχονται. Ο πλούτος σας σάπισε και τα ρούχα σας τα έφαγε ο σκόρος. Το χρυσάφι και το ασήμι κατασκούριασαν και η σκουριά τους θα είναι μαρτυρική κατάθεση εναντίον σας και θα καταφάει τις σάρκες σας σαν τη φωτιά. Και ενώ πλησιάζει η κρίση εσείς μαζεύετε θησαυρούς. Ακούτε! Κραυγάζει ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας και εσείς τους τον στερήσατε. Κι οι κραυγές των θεριστών έφτασαν ως τα αυτιά του παντοδύναμου Κυρίου. Ζήσατε πάνω στη γη με απολαύσεις και σπατάλες. Παχύνατε σα τα ζώα, που τα πάνε για σφάξιμο. Καταδικάσατε και φονεύσατε τον αθώο που δεν πρόβαλε αντίσταση καμιά» (βλ. επιστολή Ιάκωβου κεφ.1,στ.9-11, κεφ.2, στ.5-13  κεφ.5, στ.1-6).

Αλλά και η Αποκάλυψη του Ιωάννη, αυτό το “σάλπισμα της εκδίκησης” που έγινε το επαναστατικό μανιφέστο των πληβείων, περιέχει έντονο αντιπλουτοκρατικό περιεχόμενο. Είναι ενδεικτικό πως για αιώνες η επίσημη εκκλησία αμφιταλαντευόταν για τη στάση της απέναντι στην Αποκάλυψη. Η Σύνοδος της Λαοδίκειας απέρριψε την Αποκάλυψη από τα Κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης. Μόνο με τη Σύνοδο της Ιππώνας (393) και της Καρθαγένης (419) εντάχθηκε με μισή καρδιά στον Κανόνα. Το περιεχόμενο της Αποκάλυψης είναι ιδιαίτερα σκληρό και βίαιο και δε ταιριάζει με τη γλυκανάλατη εικόνα που προσπαθεί να προσδώσει στον χριστιανισμό η επίσημη εκκλησία. Ιδού ένα δείγμα: «μετά είδα το αρνίο [τον  Χριστό] ν’ ανοίγει την έκτη σφραγίδα. Τότε έγινε σεισμός μεγάλος, ο ήλιος έγινε μαύρος σα πένθιμο ρούχο, το φεγγάρι έγινε ολοκόκκινο από αίμα και τ’ αστέρια του ουρανού έπεσαν στη γη, όπως πέφτουν τ’ άγουρα σύκα, που τα ρίχνει η συκιά όταν φυσάει ο δυνατός άνεμος. Ο ουρανός εξαφανίστηκε όπως τυλίγεται με μιας ένα κυλινδρικό χειρόγραφο κι όλα τα βουνά και τα νησιά μετακινήθηκαν από τη θέση τους. Τότε οι βασιλιάδες της γης και οι κυβερνήτες, οι στρατηγοί, οι πλούσιοι , οι δυνατοί κι όλοι, δούλοι κι ελεύθεροι, κρύφθηκαν στις σπηλιές και στα βράχια των βουνών και έλεγαν στα βουνά και στα βράχια: πέστε πάνω μας και κρύψτε μας από αυτόν που κάθεται στο θρόνο κι από την οργή του Αρνίου. Έφτασε η μεγάλη μέρα της οργής του. Ποιος μπορεί να την αντέξει;» (Αποκάλυψις Ιωάννου, κεφ.6, στ.12-17). Και σ’ ένα ακόμα πιο σαφές και βίαιο ξέσπασμα: «και είδα να στέκεται στον ήλιο ένας άγγελος, που έκραξε με δυνατή φωνή σ’ όλα τα όρνια τα πετούμενα μεσουρανίς: εμπρός μαζευτείτε στο μεγάλο δείπνο του Θεού για να φάτε σάρκες βασιλιάδων και σάρκες στρατηγών, σάρκες δυναστών και σάρκες αλόγων με τους καβαλάρηδές τους». Στο όραμα αυτό το Θηρίο συμμαχεί με τους βασιλιάδες της γης και τα στρατεύματα τους για να πολεμήσουν εναντίον του στρατού της Δικαιοσύνης, το τέλος όμως για το “θηρίο” και τον “ψευδοπροφήτη” και τους ακολούθους τους είναι βασανιστικό : «και τους δύο τους έριξαν ζωντανούς στη λίμνη της φωτιάς, που έκαιγε με θειάφι. Οι υπόλοιποι θανατώθηκαν με το σπαθί που έβγαινε από το στόμα του καβαλάρη του αλόγου. Κι όλα τα όρνια χόρτασαν από τις σάρκες τους» (κεφ. 19, στ.11-21).
Το ταξικό μίσος που εμπεριεχόταν στα βίαια παραληρήματα της Αποκάλυψης φλόγισε αργότερα και τα επαναστατικά πληβειακά κινήματα του χιλιασμού, όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο.

Πάνω σ’ αυτή τη βάση πάτησαν οι πρώτοι χριστιανοί για να συγκροτήσουν ένα κίνημα που θυμίζει έντονα τον εσσαϊσμό : τακτική “πολιτικής ανυπακοής” προς την εξουσία, δημιουργία κοινοβίων και κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας: «το πλήθος των πιστευσάντων είχε μια καρδιά και ψυχή και τίποτα από τα υπάρχοντα τους δεν ήταν δικό τους, αλλά είχαν τα πάντα κοινά […] και δεν υπήρχε ενδεής ανάμεσά τους. Και όσοι ήταν ιδιοκτήτες χωραφιών ή σπιτιών, τα πουλούσαν και έφερναν τα χρήματα των πωληθέντων και τα παρέδιδαν στους αποστόλους και τα μοίραζαν σε όποιον είχε ανάγκη» (Πράξεις των Αποστόλων, κεφ.4, στ.32-35) και αλλού: «όλοι οι πιστοί ήταν ενωμένοι μεταξύ τους, έχοντας τα πάντα κοινά και πουλούσαν τις περιουσίες τους μοιράζοντας τα εισπραττόμενα στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του και καθημερινά σύχναζαν όλοι μαζί στο ιερό, τρώγοντας σε κοινά γεύματα με καρδιά γεμάτη αγαλλίαση και απλότητα» (κεφ. 2, στ.44-46). Ο πρωτοχριστιανικός αυτός κομμουνισμός ήταν φυσικά πρωτόλειος και ανεπαρκής, θυμίζει όμως διαβολεμένα το γνωστό μαρξικό πρόταγμα: ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του! Οι πρώτοι χριστιανοί περιγράφονται καλύτερα ως ένα οιoνεί κίνημα πολιτικής ανυπακοής και λιγότερο ως επαναστατικό κίνημα. Ως τέτοιο κίνημα, ανέπτυξε ιδιαίτερα την αυτοθυσιαστική κουλτούρα, αλλά και μια συνωμοτική οργανωτική δομή: «ήταν οργανωμένος σα μια μυστική εταιρεία με πυρήνες, που αργότερα έγιναν παρεκκλήσια. Είχε κωδικοποιημένες λέξεις, όπως το σημείο του ψαριού, ιχθύς στα ελληνικά (Ιησούς Χριστός, Θεού Υιός, Σωτήρ)» (Σινκλέρ). 

Παρότι ο πρωτοχριστιανισμός έδινε περισσότερο βάρος στην ειρηνιστική εσσαϊκή του πλευρά, δεν έλειψαν και περιστατικά που θύμιζαν το ζηλωτικό του παρελθόν, όπως ήταν η εκτέλεση του προδότη Ανανία και της συζύγου του Σαπφείρας. Σταδιακά ο πρωτοχριστιανισμός απογαλακτίστηκε από τον εβραϊκό επαναστατικό εθνισμό και μέσα από το παυλιανικό διεθνισμό έχασε τον αρχικό του χαρακτήρα. Ο Παύλος υπήρξε ο ακούραστος αγκιτάτορας του χριστιανισμού, που έσπασε τα στενά σύνορα του εβραϊκού κόσμου καθιστώντας την νέα πίστη οικουμενική: ουκ ένι έλλην και Ιουδαίος! Όπως επισημαίνει και ο μαρξιστής ιστορικός Γ. Κορδάτος, ο Παύλος με το διεθνικό του κήρυγμα ελευθέρωσε τον χριστιανισμό από τον Ιουδαϊκό εθνικισμό και τα δεσμά του μωσαϊκού νόμου και με την ελληνική του παιδεία τον προσάρμοσε στον εξωιδουδαϊκό κόσμο και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να επεκταθεί. Αυτός ο διεθνισμός είναι το προοδευτικό στοιχείο του παυλικού χριστιανισμού. Ωστόσο το κοινωνικό του μήνυμα ήταν συντηρητικό και αντιδραστικό. Από την άλλην, όμως, εξάγοντας έναν συντηρητικό χριστιανισμό στον εξωιουδαϊστικό κόσμο, ο Παύλος, ουσιαστικά και παρά τη θέληση του εξήγαγε και τα επαναστατικά στοιχεία του πρωτοχριστιανισμού. Αυτή είναι άλλωστε η διαλεκτική πανουργία της ιστορίας…

Από τον 2ο αιώνα και μετά, όταν άρχισε σταδιακά να διαμορφώνεται ένας επίσημος εξουσιαστικός χριστιανισμός, οι ελίτ της νέας πίστης θέλοντας να προσεγγίσουν τις ελίτ της αυτοκρατορίας έριξαν μπόλικο νερό στο κρασί του αντιπλουτοκρατισμού και προτάξανε την ταξική συνεργασία. Χαρακτηριστικά ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, στο έργο του “Τις ο σωζόμενος πλούσιος” θεωρούσε τον πλούτο ως χρήσιμο εργαλείο και μη κατακριτέο, αρκεί οι πλούσιοι να ωφελούν την κοινωνία. Αυτή έγινε και η επίσημη θέση του απονευρωμένου πλέον χριστιανισμού, κυρίως μετά την εγκαθίδρυση του ως επίσημης θρησκείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον 4ο αιώνα. Η πορεία όμως, προς την Εξουσία δεν ήταν και η μοναδική. Πλήθος αιρέσεων του πληβειακού χριστιανισμού αντιτάχθηκαν σ’ αυτόν τον συμβιβασμό και πάλεψαν για την επιστροφή στο πνεύμα του επαναστατικού μεσσιανισμού (καρποκρατιστές, Εβιωναίοι κλπ.). Κάποιοι απ’ αυτούς πήγαν μακρύτερα, ανέκτησαν το ζηλωτικό πνεύμα και άρπαξαν τα όπλα, όπως οι Δονατιστές και οι Circumcilliones στη Β. Αφρική, που εξεγέρθηκαν εναντίον του κράτους και των πλουσίων. Όταν ασκήθηκαν διώξεις εναντίον τους, οι αυτοαποκαλούμενοι “Στρατιώτες του Χριστού” κήρυξαν την επανάσταση για ελευθερία και αδελφοσύνη, ξεσήκωσαν τους αγρότες, λήστευαν πλούσιους και ρωμαίους χριστιανούς, βάζοντας φωτιά στα αρχοντικά τους.

Τέτοιου είδους αιρέσεις με επαναστατικό περιεχόμενο εμφανίστηκαν αργότερα τόσο στο δυτικό χριστιανισμό όσο και στο Βυζάντιο όπως θα δούμε παρακάτω.


3

Εν κατακλείδι:

Στην Καινή Διαθήκη δεν εμφανίζεται μονάχα ένας Χριστός, αλλά δύο: ο ένας ο γλυκανάλατος ειρηνιστής (στα όρια της εθελοδουλίας) και ο άλλος πυρφόρος εξτρεμιστής. Κι ο ένας αναιρεί τον άλλον. Αυτό δε πρέπει να μας εκπλήσσει και τόσο, κρίνοντας με την υπάρχουσα ορθολογικότητα της δικής μας εποχής. Όπως αναφέρει και ο αναρχικός Πιοτρ Κροπότκιν: «[από τη Βίβλο]μπορεί κανείς εύκολα να αντλήσει επιχειρήματα υπέρ ή κατά του κομμουνισμού, υπέρ ή κατά της εξουσίας κι αοριστίες όταν τίθενται θέματα που έχουν σχέση με την ελευθερία κάθε ατόμου». Ο Ζακ Ελλύλ απ’ την πλευρά του θεωρεί πως το γενικό ρεύμα της Βίβλου δείχνει προς την αναρχία, ενώ οι ενισχυτικές της εξουσίας θέσεις αποτελούν εξαίρεση9. Αυτή η αντιφατικότητα προφανώς μπορεί να εξηγηθεί, αν λάβουμε υπόψη μας πως η ίδια η Καινή Διαθήκη, μακράν του να είναι θεόπνευστο κείμενο όπως φαντασιώνονται οι χριστιανοί, υπήρξε πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης, και όπως πολλοί ιστορικοί τονίζουν, η τελική της διαμόρφωση ήταν προϊόν ενός άτυπου συμβιβασμού του επίσημου και λαϊκού χριστιανισμού, που αντανακλούσε ένα συσχετισμό δυνάμεων υπέρ του πρώτου (δηλ. των πλουσίων και ισχυρών που ιδιοποιήθηκαν μια πληβειακή θρησκεία για τους δικούς τους σκοπούς).

Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, το περιεχόμενο της Καινής Διαθήκης, δεν αρκεί να κάνουμε βουτιά στη μεταφυσική, αλλά να δώσουμε υλιστική ερμηνεία, εξάγοντας “τον λογικό πυρήνα από τον μυστικιστικό καβούκι”. Όπως ορθά συμβουλεύει ο Ίγκλετον: «η θρησκεία χρειάζεται να αποκρυπτογραφηθεί υπομονετικά, όχι να αποκηρυχτεί αλαζονικά».

Στη δική μας εποχή μάλιστα, χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από την κριτική της θρησκείας που τόσο λαμπρά έκαναν τόσο οι εκπρόσωποι του αστικού διαφωτισμού όσο και επαναστάτες, όπως ο Μαρξ κι ο Μπακούνιν. Χρειαζόμαστε πλέον και μια κριτική της κριτικής της θρησκείας, μια επαναστατική κριτική του επιστημονισμού10 και μια άθεη κριτική του σύγχρονου αθεϊσμού…


Σημειώσεις:

1. Όπως γράφει ο Ένγκελς: «Η νέα παγκόσμια θρησκεία, ο χριστιανισμός, εμφανίστηκε σιωπηρά από το ανακάτεμα της ανατολικής- προπάντων της εβραϊκής της διεθνώς διαδεδομένης -και της ελληνικής- προπάντων στωικής- φιλοσοφίας. Μονάχα με μια επίμονη έρευνα μπορούμε να γνωρίσουμε σήμερα την πρωταρχική μορφή του χριστιανισμού, που για μας μεταδόθηκε με την επίσημη μορφή που του  έδωσε η Σύνοδος της Νίκαιας (325) και με τη σημασία της κρατικής θρησκείας». Για τον Ένγκελς ο πρωτοχριστιανισμός μπορεί  να παραλληλιστεί με το σύγχρονο εργατικό κίνημα: ήταν ένα κίνημα καταπιεσμένων, σκλάβων, φτωχών κι απόκληρών, που οι οπαδοί του καταδιώχθηκαν ως εχθροί του κράτους, της οικογένειας, της θρησκείας και του status quo. Και για τον Μαρξ, ο πρωταρχικός χριστιανισμός ήταν ένα   διεθνιστικό κίνημα, ένα ανατρεπτικό κόμμα που κινούνταν παράνομα, είχε μυστική δράση, υπονόμευε την κρατική θρησκεία και τα θεμέλια του ρωμαϊκού κράτους. Αυτή ήταν η μορφή του χριστιανισμού πριν γίνει κρατική θρησκεία και προπαγανδίσει την εθελοδουλεία, πριν δηλαδή διαστρεβλωθεί το περιεχόμενο του.

2. Για όσους δε γνωρίζουν ο Καρλ Κάουτσκι υπήρξε κορυφαίος μαρξιστής στοχαστής και θεωρητικός της ρεφορμιστικής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Στην ντετερμινιστική του ανάγνωση του μαρξισμού, θεώρησε ως ιστορικά αναπόφευκτη την επικράτηση του κομμουνισμού όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, οπότε μοναδικό έργο των σοσιαλιστών έπρεπε να είναι οι βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ανακουφίσουν το προλεταριάτο μέχρι την ημέρα του “θριάμβου”…

3. Οι ζηλωτές προκάλεσαν πλήθος εξεγέρσεων εμπνευσμένοι από το παράδειγμα του Μακκαβαίου. Η μεγαλύτερη ήταν το 66 μΧ. όταν απελευθέρωσαν την Ιερουσαλήμ και σφάγιασαν ολόκληρη τη ρωμαϊκή φρουρά. Τελικά ηττήθηκαν μετά από 30 μήνες πολιορκίας. Σύμφωνα με τον Φλάβιο Ιώσηπο, οι ζηλωτές αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν ζωντανοί στα νύχια των κατακτητών. Ο ηγέτης τους Ελεάζαρ είπε: «Ας φύγουμε από τον κόσμο μαζί με τα παιδιά μας και τις γυναίκες μας, σε κατάσταση ελευθερίας. Αυτό μας προστάζουν να κάνουμε οι νόμοι μας».

4. Όπως σχολιάζει κι ο Νίτσε, τα λόγια του σίγουρα θα τον έστελναν στη Σιβηρία, ακόμα και σήμερα.

5. «Αλλά νυν ο έχων βαλάντιον αρατώ, ομοίως και πήραν, και ο μη έχων πωλησάτω το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν». (Κατά Λουκάν, κεφ. 22, στ. 36)

6. Ο Χριστός απαξίωσε τους συγγενείς του μπροστά στον όχλο: «τις εστίν η μητήρ μου ή οι αδελφοί μου;». Και δείχνοντας προς τον συγκεντρωμένο λαό είπε: «ίδε η μητήρ μου και οι αδερφοί μου» (Κατά Μάρκον, κεφ.3, στ. 31-35)

7. Ενδεικτικά ας θυμίσουμε πως αυτή είναι μια από τις αγαπημένες φράσεις των Μπακούνιν- Νετσάγιεφ.

8. Η άλλη παραλλαγή του μακαρισμού (στους φτωχούς τω πνεύματι) δεν έχει το νόημα της υπεράσπισης της βλακείας, όπως βλακωδώς υποστηρίζουν μερικοί. Την εποχή εκείνη η μόρφωση θεωρούνταν (και ήταν) ταξικό προνόμιο των αριστοκρατών, γι αυτό και οι πρώτοι χριστιανοί απαξίωσαν την  “σοφία του κόσμου ετούτου”, μέχρι κι αυτοί να μετατραπούν σε ελίτ και να ενσωματώσουν την ελληνική φιλοσοφία (κυρίως τους στωικούς και τους νεοπλατωνικούς και αργότερα τον Αριστοτέλη).

9. Φυσικά ο Ελλύλ ως χριστιανός αναρχικός υπερβάλει. Ο Ζακ Ελλύλ ήταν ειρηνιστής αναρχοχριστιανός, καθώς και προσωπικός φίλος του Γκυ Ντεμπόρ. Όταν θέλησε να γίνει μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς, έφαγε πόρτα εξαιτίας της θρησκευτικής του πίστης.



10. Η κριτική του επιστημονισμού φυσικά δεν πρέπει να έχει σχέση με τις νέες μόδες της τεχνοφοβίας και του πρωτογονισμού! Όπως σχολιάζει ο Ίγκλετον: «όπως η θρησκεία, μεγάλο κομμάτι της επιστήμης έχει προδώσει τις επαναστατικές καταβολές του, παίζοντας τον ρόλο του ευπροσάρμοστου εργαλείου στα χέρια των υπερεθνικών εταιρειών και του στρατιωτικό- βιομηχανικού κατεστημένου. Δεν πρέπει, όμως να μας παρασύρει αυτό και να μας κάνει να λησμονούμε τη χειραφετητική της ιστορία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου