Από την Κοινωνική Ληστεία στην Εξουσιαστική Κατασκευή της Εγκληματικότητας
«Μεντόζα: είμαι ληστής, ζω κλέβοντας τους πλούσιους
Τάνερ: είμαι ευγενής, ζω κλέβοντας τους φτωχούς»
Μπερνάρ Σω
Τάνερ: είμαι ευγενής, ζω κλέβοντας τους φτωχούς»
Μπερνάρ Σω
Η κοινωνική ληστεία ως πρωτόλεια μορφή κοινωνικής εξέγερσης είναι αδιάσπαστο τμήμα της παράδοσης ανταρσίας του λαϊκού πολιτισμού πλάι σε άλλες όμοιες ή ανόμοιες εκφάνσεις της αυθόρμητης κοινωνικής διαμαρτυρίας (λουδισμός, καρναβάλι, καραγκιόζης, επαναστατικές αιρέσεις κλπ). Η εξιδανικευμένη μορφή του κοινωνικού ληστή είναι ο εξεγερμένος χωρικός που συγκρούεται με την κεντρική εξουσία και τους πλούσιους, τους πολιτικούς, τους τοκογλύφους και τους ξένους κατακτητές, βοηθώντας τους φτωχούς και τους αδικημένους: «Πρόκειται για εκτός νόμου χωρικούς που θεωρούνται κακούργοι για τον άρχοντα και το κράτος, όμως παραμένουν μέσα στην αγροτική κοινωνία και ο κόσμος τούς θεωρεί ήρωες, προστάτες, εκδικητές, αγωνιστές της δικαιοσύνης, ίσως ακόμα και απελευθερωτές και οπωσδήποτε ανθρώπους που αξίζουν θαυμασμό, βοήθεια και συμπαράσταση» (Χομπσμπάουμ).
Η κοινωνική ληστεία δεν είναι ένα εξω-κοινωνικό ή αντι-κοινωνικό φαινόμενο («παρακοινωνιακή ληστεία»), δε δημιουργεί μια παράλληλη, παράνομη αντι-κοινωνία στον αντίποδα της «επίσημης», αλλά μοιράζεται τον ίδιο αξιακό κώδικα της παραδοσιακής, πατριαρχικής, αγροτο-ποιμενικής κοινότητας των προκαπιταλιστικών σχηματισμών: «η ληστεία, λοιπόν, ως μορφή δράσης και συμπεριφοράς, δε δείχνει να αντιτίθεται στο αξιακό και ιδεολογικό σύμπαν της τοπικής κοινωνίας. Αντίθετα, συμφωνεί με αυτό και ως προς τις τελικές πρακτικές επιλογές της. [...] Η ληστεία ως πρακτική και η συνακόλουθή της χρήση βίας δε θεωρούνται απ’ την τοπική αγροτική κοινωνία μορφές δράσης που αντίκεινται στα δικαιακά της πρότυπα, αλλά μάλλον νομιμοποιούνται στην ευρύτερη προοπτική σύγκρουσης με την κρατική, απρόσωπη νομιμότητα» (Δερμεντζόπουλος).
Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας χαρακτηρίζεται από μια εντυπωσιακή οικουμενικότητα: στην Ινδία συναντάμε τους Δακοΐτες και στη Βραζιλία τους Καγκασέιρος, στη Ρωσία τον Ραζίν και τον Πουγκατσέφ και στην Ουρουγουάη τον Αρτίγας, στην Ιταλία τους Μπαντίτι και στην Ιβηρική τους Μπαντολέρος, στο Μεξικό το Βίγια και στην Ελλάδα τον Καραϊσκάκη και τους ελασίτες Καραλιβαναίους. Στην Κίνα οι απαγωγές πλουσίων ήταν γεγονότα με ευρύτατη κοινωνική αποδοχή (ή ανοχή) και οι εύποροι πολίτες πάντα αποταμίευαν λεφτά για το ενδεχόμενο της παράδοσης λύτρων. Στις ΗΠΑ, οι ληστείες τραπεζών απέκτησαν τεράστια λαϊκή δημοφιλία, ως αποτέλεσμα της όξυνσης της δυσαρέσκειας εναντίον του διεφθαρμένου τραπεζικού συστήματος. Μετά το κραχ του 1929, ο ληστής τραπεζών Ντίλιγκερ, δολοφονημένος απ’ το FBI, θάφτηκε ως λαϊκός ήρωας, σε μια κηδεία που άτυπα αποτέλεσε διαδήλωση εναντίον του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Στο Βυζάντιο συναντάμε τους Απελάτες, που ληστεύουν τσιφλικάδες, αντιμετωπίζοντας το αστυνομικό σώμα των Ακριτών, και στην Οθωμανοκρατία συναντάμε τους έλληνες κλέφτες, τους αλβανούς κατσάκ, τους βούλγαρους χαϊδούκους και τους τούρκους ζεϊμπέκηδες.
Στην Ελλάδα, μετά την απόκτηση της εθνικής της ανεξαρτησίας, το κλέφτικο αντάρτικο αλλάζει μορφή: μετά τη διάλυση των κλέφτικων στρατιωτικών τμημάτων απ’ το βασιλιά Όθωνα, οι παλαίμαχοι της επανάστασης διαδηλώνουν έξω απ’ τα ανάκτορα. Εκεί συναντάν τη σκληρή καταστολή και απαντούν με το δικό τους «παραδοσιακό» τρόπο. Έτσι, εγκαινιάζεται η περίοδος που έμεινε γνωστή ως «ληστοκρατία», ξεκινώντας ως αντι-οθωνική εξέγερση: «Χιλιάδες έπαιρναν τα βουνά και η ληστεία πήρε το χαρακτήρα της ανοργάνωτης λαϊκής αντίστασης εναντίον των αστο-κοτζαμπάσηδων» (Νίκος Μπελογιάννης). [1]
Η ληστοκρατία υπήρξε τόσο γενικευμένο φαινόμενο για έναν περίπου αιώνα, ώστε: «μελετώντας το φαινόμενο έχει κανείς την αίσθηση ότι το σύνολο του ελληνικού λαού προσχωρεί στην παρανομία» (Δαμιανάκος).
Όλοι αυτοί οι αγώνες της παραδοσιακής κοινότητας εναντίον της συγκεντρωτικής εξουσίας, που ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του κοινωνικού ληστή, όχι μονάχα δε σταματούν με τη μετάβαση απ’ τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αλλά συνεχίζονται επικαιροποιώντας τη μορφή και το περιεχόμενο τους, προσαρμοζόμενες διαρκώς στις νέες συνθήκες: «ενάντια στο νέο καθεστώς της νόμιμης εκμετάλλευσης της εργασίας αναπτύχθηκαν οι εργατικές ανομίες στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα: απ’ τις πιο βίαιες, όπως η καταστροφή των μηχανών, ή τις πιο διαρκείς, όπως η σύσταση συνεταιρισμών, ως τις πιο καθημερινές, όπως οι συχνές απουσίες, η αποχή από την εργασία, η αλητεία, οι κλοπές των πρώτων υλών, οι απάτες σχετικά με την ποσότητα και την ποιότητα της τελειωμένης εργασίας. Μια ολόκληρη σειρά από παράνομες πράξεις εντάσσονταν σε αγώνες όπου ο καθένας ξέρει ότι θα αντιμετωπίσει το νόμο και ταυτόχρονα την κοινωνική τάξη που τον έχει επιβάλλει» (Φουκώ).
Οι νέες απαγορεύσεις της αναδυόμενης κεφαλαιοκρατικής εξουσίας γεννούν και νέες έκνομες συμπεριφορές των κατώτερων κοινωνικών τάξεων: διαρρήξεις περιφράξεων, λουδισμός, εμπρησμοί, ταραχές, σαμποτάζ. Αυτές οι νέες μορφές λαϊκής παραβατικότητας συναρθρώνονται με τους κοινωνικούς αγώνες και εισχωρούν στη «γενική πολιτική σφαίρα», αποκτώντας ένα δυνητικά επαναστατικό περιεχόμενο (όπως ακριβώς συμβαίνει και με την κοινωνική ληστεία). Παρά τον παραδοσιακο-κεντρικό τους χαρακτήρα, οι μορφές αυτές της πληβειακής ανταρσίας εμπεριέχουν σε σπερματική μορφή τη δυνατότητα του επαναστατικού αυτοξεπεράσματος: η ίδια η πραγματικότητα τις ωθεί πέρα απ’ τον απλοϊκό εκρομαντισμό και τη νοσταλγική διάθεση. Δεν μπορούν να αγνοούν τις εξελίξεις σε έναν κόσμο που αλλάζει με δαιμονικούς ρυθμούς.
Και μια απ’ αυτές τις εξελίξεις υπήρξε και η κατασκευή της εγκληματικότητας απ’ το ταξικό κολαστικό/ τιμωρητικό σύμπλεγμα, ώστε να χειραγωγηθεί η λαϊκή παραβατικότητα…
ΙΙ
«Μπορούμε να πούμε πως η εγκληματικότητα, δομημένη πάνω σ’ ένα ποινικό σύστημα με κέντρο τη φυλακή, αντιπροσωπεύει μιαν εκτροπή της ανομίας, πρόσφορη για τα αθέμιτα κυκλώματα του κέρδους και της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης [...] Το αρχιπέλαγος των φυλακών εξασφαλίζει στα βάθη του κοινωνικού σώματος, τη διαμόρφωση της εγκληματικότητας, με αφετηρία μερικές μικροπαρανομίες, την επικάλυψη αυτών των παρανομιών απ’ την εγκληματικότητα και την εγκατάσταση μιας σαφώς καθορισμένης εγκληματικότητας»
Μισέλ Φουκώ: «Επιτήρηση και Τιμωρία»
Πριν η σωφρονιστική μεταρρύθμιση φέρει τη φυλακή στο επίκεντρο της κολαστικής διαδικασίας, η τιμωρία των παραβατών του νόμου δεν ήταν και πολύ ευχάριστη: εξορία, βασανισμός, δημόσια έκθεση και μαστίγωση, διαμελισμός, παλούκωμα, θανάτωση με συνοδεία βασανισμού (τροχός, αγχόνη, πυρά), συμβολικές τιμωρίες (τρύπημα της γλώσσας για τους βλάστημους, κόψιμο του χεριού για τους φονιάδες), κλπ. Ιδού ένα μικρό δείγμα βασανιστηρίων που παραθέτει ο Έκο: «[...] ο βρασμός, η σταύρωση, τα αγκάθια, όπου το θύμα πρώτα κρεμιόταν και μετά αφηνόταν να πέσει με τους γλουτούς πάνω σε μια βάση με μυτερά σιδερένια καρφιά, το πυρ, με ψήσιμο των πελμάτων, η σχάρα, η ταφή, η πυρά, ο τροχός, το γδάρσιμο, το σούβλισμα, το πριόνι, θηριώδης παρωδία της παράστασης ενός ταχυδαχτυλουργού, με τον κατάδικο μέσα σε ένα κιβώτιο και δυο δήμιους με μια τεράστια οδοντωτή λεπίδα, μόνο που σ’ αυτήν την περίπτωση το θύμα πράγματι κοβόταν σε δυο κομμάτια [...]».
Όσο κι αν σήμερα μας φαίνεται περίεργο, η κεντρικοποίηση της φυλακής μέσα απ’ τη σωφρονιστική μεταρρύθμιση αποτελεί μια «προοδευτική» κατάκτηση της ανθρωπότητας. Και όπως όλες οι προοδευτικές καταστήσεις, έτσι κι αυτή, λειτουργεί πιο «ύπουλα» σε σχέση με την άμεση βαρβαρότητα του σωματικού κολασμού και του βάναυσου βασανιστηρίου.
Σύμφωνα με την τρέχουσα αντίληψη του συρμού, το σωφρονιστικό σύστημα είναι μια σκέτη αποτυχία, οι φυλακές απλώς λειτουργούν ως «σχολείο» αναβάθμισης του εγκλήματος και ο ευκαιριακός παραβάτης μετατρέπεται σ’ έναν εξειδικευμένο και συστηματικό εγκληματία. Αυτό, όμως, που δεν κατανοεί αυτή η αντίληψη είναι ότι ακριβώς αυτή η φαινομενική αποτυχία είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία του εξουσιαστικού κολαστικού / τιμωρητικού συμπλέγματος, το οποίο – όπως μας δείχνει και η σπουδαία ανάλυση του Φουκώ – δεν αποσκοπεί στην καταπολέμηση του εγκλήματος, αλλά στη ρύθμιση του: το καναλιζάρει, το χρησιμοποιεί με την ένταξη της παράβασης σε μια γενική τακτική καθυπόταξης και κοινωνικής πειθάρχησης. Η κατασκευή ενός συγκεκριμένου τύπου ενδοταξικής βίας (ενός ιδιότυπου εμφυλίου μεταξύ καταπιεσμένων), αλλά και το λεγόμενο «οργανωμένο έγκλημα» (η αστική τάξη του εγκλήματος, ο παράνομος καπιταλισμός με τη μαύρη συσσώρευση κεφαλαίου και τη σκληρή ιεραρχία)[2], είναι οι μεγαλύτερες επιτυχίες του «σωφρονισμού»: «Τη διαπίστωση πως η φυλακή είναι ανίκανη να περιορίσει τα εγκλήματα, θα έπρεπε ίσως να την αντικαταστήσουμε με την υπόθεση πως η φυλακή κατόρθωσε να κατασκευάσει την εγκληματικότητα, εξειδικευμένο τύπο, μορφή πολιτικά ή οικονομικά λιγότερο επικίνδυνη – στα όρια όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί – από την παρανομία· να κατασκευάσει εγκληματίες, περιβάλλον φαινομενικά περιθωριακό, αλλά ελεγχόμενο από το κέντρο· να κατασκευάσει τον εγκληματία ως υποκείμενο παθολογημένο. Η επιτυχία της φυλακής στους αγώνες γύρω απ’ το νόμο και τις παρανομίες, εξειδίκευση της εγκληματικότητας» (Φουκώ).
Κάπως έτσι, η εξειδικευμένη πειθαρχική εγκληματικότητα αντικαθιστά τη σχετικά ανεξέλεγκτη και δυνητικά (ή πραγματικά) επαναστατική κοινωνική ληστεία και την προλεταριακή παραβατικότητα: «η εγκατάσταση μιας εγκληματικότητας που αποτελεί ένα είδος κλειστού κυκλώματος ανομίας, παρουσιάζει πράγματι πολλά πλεονεκτήματα. Και πρώτα-πρώτα είναι δυνατόν να ελέγχεται [...]: τα άμορφα κινούμενα πλήθη που ασχολούνται ευκαιριακά με ανομίες πάντα επιδεκτικές διάδοσης ή ακόμα και τις απροσδιόριστες εκείνες ομάδες αλητών που επιστρατεύουν στο πέρασμα τους και ανάλογα με τις περιστάσεις άνεργους, επαίτες, αναρχικούς και που πολλές φορές διογκώνονται [...] σχηματίζοντας επίφοβες δυνάμεις λεηλασίας και εξέγερσης, αντικαθιστά τώρα μια ομάδα σχετικά περιορισμένη και κλειστή από άτομα στα οποία ασκείται μια σταθερή επιτήρηση. Επιπλέον, είναι δυνατόν η συσπειρωμένη στα πλαίσια της αυτή εγκληματικότητα να διοχετευθεί προς τις μορφές εκείνης της ανομίας που είναι λιγότερο επικίνδυνες: απωθημένοι από τον καταπιεστικό έλεγχο στα έσχατα όρια της κοινωνίας, αναγκασμένοι να ζουν μέσα σε επισφαλείς συνθήκες δίχως κανένα σύνδεσμο με τον πληθυσμό που θα μπορούσε ενδεχομένως να τους υποστηρίξει (όπως γινόταν άλλωστε με τους λαθρέμπορους και με ορισμένες ομάδες ληστών), οι εγκληματίες περιορίζονται μοιραία σε μιαν εντοπισμένη εγκληματικότητα, με ελάχιστη δύναμη έλξης, πολιτικά ακίνδυνη και χωρίς οικονομικές συνέπειες» (Φουκώ).
Μέσα απ’ την κεντρικοποίηση του ρόλου της φυλακής μετά τη σωφρονιστική μεταρρύθμιση, δημιουργούνται τέσσερις αλληλεπιδρώντες πόλοι: η αστυνομική καταστολή και επιτήρηση, η δικαστική εξουσία, τα σωφρονιστικά ιδρύματα και η εγκληματικότητα. Μέσα σ’ αυτό το αυτο-ενισχυόμενο σπιράλ, η αστυνομία παραδίδει τον ευκαιριακό παραβάτη του νόμου στους δικαστές, οι τελευταίοι τιμωρούν τον παραβάτη παραδίδοντας τον στις φυλακές, όπου τον αποθηκεύουν για ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να τον ξαναπαραδώσουν στην κοινωνία ως στιγματισμένο και εντοπισμένο εγκληματία, για να ξαναρχίσει ο ίδιος φαύλος κύκλος. Σ’ αυτό το σύμπλεγμα, λοιπόν, διώκτης και διωκόμενος, τιμωρός και τιμωρούμενος, επιτηρητής και επιτηρούμενος, παρά την επιφανειακή αντιπαλότητα τους, στην πραγματικότητα συναποτελούν τους δυο αντίθετους πόλους της ίδιας μπαταρίας που τροφοδοτεί με ρεύμα την πολύπλοκη διαδικασία κοινωνικής πειθάρχησης. Η κατασκευασμένη εγκληματικότητα μέσα στην οποία εισχωρεί ο ευκαιριακός παραβάτης (συχνά και μέσω της τοξικοεξάρτησης – μιας ακόμα εξουσιαστικής διαδικασίας πειθάρχησης των κολασμένων) γίνεται όργανο εκτροπής και χειρισμού της ανομίας: «η εγκληματικότητα, αντικείμενο, ανάμεσα σε άλλα, της αστυνομικής επιτήρησης, είναι ένα απ’ τα προνομιούχα όργανα της».
Με τον τρόπο αυτό αναδύεται μια «εξω-νόμιμη» εξουσιαστική λειτουργία που όχι μονάχα οριοθετεί την προλεταριακή και λαϊκή παραβατικότητα μέσα σε ακίνδυνα για την εξουσία πλαίσια, αλλά επιπλέον αντλεί απ’ αυτήν και μια παράνομη αστυνομία, έναν εφεδρικό στρατό εξουσίας εξαθλιωμένων λουμπενικών στοιχείων. Η εξουσία στρατολογεί απ’ αυτήν τη δεξαμενή ρουφιάνους, συνεργαζόμενους, πληροφοριοδότες και καταδότες, αλλά και τραμπούκους [3] ή απεργοσπάστες. Το πιο μεγάλο της, όμως, κατόρθωμα είναι η διοχέτευση της παραβατικότητας των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων σε ακίνδυνα για την εξουσία μονοπάτια, μέσα απ’ τη σεχταροποίηση του εγκλήματος: οι χιλιάδες προλετάριοι που τροφοδοτούν τα σωφρονιστικά σφαγεία στρέφουν κατά κανόνα την παραβατικότητα τους εναντίον της ίδιας τους της τάξης ή εναντίον της κατώτερης μικροαστικής τάξης (μικρομαγαζάτορες κλπ).
ΙΙΙ
Η κατασκευή της σύγχρονης ελεγχόμενης εγκληματικότητας δε σημαίνει απαραίτητα και πλήρη εξαφάνιση της πληβειακής και προλεταριακής παραβατικότητας με καθαρά ή καλυμμένα ταξικά χαρακτηριστικά. Υπάρχει ακόμα και η παραβατικότητα με υβριδικά χαρακτηριστικά: οι δυο μορφές παραβατικότητας (κοινωνική και αντικοινωνική) συνυπάρχουν πολλές φορές στα ίδια υποκείμενα, μέσα στην αντιφατικότητα τους.
Σήμερα, το παραβατικό προλεταριάτο είναι εγκλωβισμένο στην ελεγχόμενη εγκληματικότητα, με τον ίδιο τρόπο που το εργατικό προλεταριάτο είναι εγκλωβισμένο στη μισθωτή εργασία. Όπως ο εργάτης μέσω της εργασιακής δραστηριότητας παράγει πλούτο για τα αφεντικά, έτσι και ο παράνομος μέσω της εγκληματικής δραστηριότητας παράγει τη διαδικασία κοινωνικής πειθάρχησης για την εξουσία. Όπως ο εργάτης πρέπει να στραφεί στην άρνηση εργασίας, έτσι και ο παράνομος πρέπει να στραφεί στην άρνηση του εγκλήματος. Πρέπει αμφότεροι, δηλαδή, να στραφούν στον αντιεξουσιαστικό κομμουνισμό, αν θέλουν να πραγματώσουν την προσωπικότητα τους, καταστρέφοντας το κράτος, την ιδιωτική ιδιοκτησία, τη μισθωτή εργασία και την εγκληματικότητα.
Όπως η αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική εργασία παράγει ένα υποκείμενο αγώνα, έτσι και η εξίσου αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική παρανομία, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές αντιφάσεις του σωφρονιστικού συστήματος (άθλιες συνθήκες κράτησης, βαριές ποινές, ψυχοφθόρος εγκλεισμός κλπ), παράγουν ένα άλλο υποκείμενο αγώνα. Και με τα λόγια του Φουκώ: «Μέσα στην κεντρική και ομοκεντρωμένη αυτήν ανθρωπότητα, αποτέλεσμα και όργανο περίπλοκων σχέσεων εξουσίας, τα καθυποταγμένα από πολλαπλά συστήματα «κάθειρξης» σώματα και δυνάμεις, αντικείμενα λόγων που και αυτοί είναι στοιχεία αυτής της στρατηγικής, αντιλαλεί καθαρά το μπουμπουνητό της μάχης».
Σημειώσεις
[1] Ο Μπελογιάννης εδώ αναφέρεται στην εξέγερση του 1834 εναντίον του Όθωνα, που αποτέλεσε και την αφετηρία της ληστοκρατίας στην Ελλάδα. Ο πόλεμος μεταξύ ληστών και συγκεντρωτικού κράτους γνώριζε πολλές ανακωχές, αφού οι ληστές συνήθως συμμετείχαν στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα: έτσι στη Θεσσαλία άνοιξαν οι φυλακές, ώστε να συμμετέχουν και οι ληστές στην εξέγερση του 1854, και στη Μακεδονία δίπλα στους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, πολέμησαν ισχυρές συμμορίες ληστών.
[2] Ένα από τα μεγαλύτερα ολισθήματα ενός αναρχίζωντος υπερ-ατομικισμού είναι το έντονο φλερτ μ’ αυτό το παράνομο Κεφάλαιο και τους θιασώτες της μαύρης συσσώρευσης, πάνω στη σαθρή βάση ενός επιφανειακού αντιμπατσικού – αντισωφρονιστικού λόγου και μιας περί «ελευθερίας» απεραντολογίας για όλες τις χρήσεις. Είναι σαφές πως η έλλειψη οποιασδήποτε, έστω και στοιχειώδους, ταξικής ανάλυσης οδηγεί σε τέτοιου είδους στρεβλώσεις. Ωστόσο, οι στρεβλώσεις αυτές δεν είναι προνόμιο μονάχα του υπερ-ατομικισμού: ο άκρατος υποκειμενισμός της μαρξιστολενινιστικής οργάνωσης «Αντάρτικο Κόμμα», που οδήγησε την ένοπλη αυτή σέχτα απ’ την αγκαλιά της ιταλικής μαφίας στη θεαματική αυτοανάφλεξη, έχει να μας προσφέρει πολλά ιστορικά διδάγματα…
[3] Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στρατολόγησης τραμπούκων απ’ τον υπόκοσμο, είναι η δολοφονία του αριστερού βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη απ’ το καραμανλικό παρακράτος της Ε.Ρ.Ε.
Πολύκαρπος Γεωργιάδης
Φυλακές Κέρκυρας
Μάης 2012
Φυλακές Κέρκυρας
Μάης 2012
Το παραπάνω κείμενο Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Δρόμου Άπατρις – Τεύχος 19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου