4/4/14

Ζιλ Ντωβέ: κεφάλαιο και κράτος

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος του βιβλίο του Ζιλ Ντωβέ (στο οποίο χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Jean Barrot) με τίτλο Le mouvement communiste (το κομμουνιστικό κίνημα), το οποίο εκδόθηκε από την Champ Libre το 1972. Το παρών κείμενο αναφέρεται κυρίως στον κομμουνισμό, το κεφάλαιο και την σχέση τους με το καπιταλιστικό κράτος.

Κεφάλαιο και Κράτος
του Ζιλ Ντωβέ
μετάφραση: kostav

Καθολη την διάρκεια της εξέλιξης του, ο κομμουνισμός έχει οδηγηθεί να προσδιορίζεται  πρακτικά και θεωρητικά σε σχέση με το καπιταλιστικό κράτος. Το κράτος είναι η κυβέρνηση των ανθρώπων οργανωμένη σε τάξεις και η πολιτική είναι η τέχνη της οργάνωσης των ανθρώπων. Η πολιτική ζωή είναι η αντιπαράθεση και σύγκρουση των κοινωνικών (=ταξικών) συμφερόντων υπό την διεύθυνση του κράτους, δηλαδή ο καθορισμός της οργάνωσης των ανθρώπων (= οι σχέσεις μεταξύ των τάξεων). Στον καπιταλισμό η δημοκρατία είναι ο χώρος πολιτικής συνάντησης των διαφόρων ταξικών συμφερόντων και κοινωνικών ομάδων (ο οικονομικός χώρος συνάντησης είναι η αγορά, όπου ακόμα και αυτά τα στοιχεία τα οποία βρίσκονται εκτός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής υποχρεώνονται να εισέλθουν σε αυτή, μιας και τα πάντα τείνουν να γίνουν ένα προϊόν)[33]. Με την ανάπτυξη του κεφαλαίου δεν υπάρχουν πια θεμελιώδεις κοινωνικές αντιθέσεις και εναντιώσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και ομάδων, οι οποίες να λαμβάνουν χώρα στην πολιτική σφαίρα: α) η αστική τάξη εκκαθαρίζει τα κατάλοιπα των προηγούμενων τάξεων που κατείχαν την ιδιοκτησία μέσω της συγχώνευσης τους, [34] β) η ίδια η αστική τάξη είναι ενωμένη μέσω του συγκεντρωτισμού του κεφαλαίου. Έτσι πλέον υπάρχουν μόνο συγκρούσεις συμφερόντων  μεταξύ των διαφόρων βιομηχανικών και οικονομικών μονοπωλίων, όμως αυτά δεν εναντιώνονται στα ταξικά συμφέροντα (της αστικής τάξης) και το κράτος τα φέρνει σχεδόν αυτόματα σε κάποια μεταξύ τους συνεννόηση και συμφωνία. Η μόνη ταξική εναντίωση βρίσκεται μεταξύ του κεφαλαίου (ενωμένου και παρουσιαζόμενου σχεδόν με ένα ενιαίο πρόσωπο) και του προλεταριάτου [35]. Βέβαια η ένωση της αστικής τάξης δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια τάση, της οποία η ολοκλήρωση είναι αδύνατη λόγω της ύπαρξης του ανταγωνισμού. Αλλά είναι ακριβώς το ίδιο κεφάλαιο, το οποίο φέρνει σε σύγκρουση τα διάφορα μέρη, τα δικά του μέρη, τους εκπροσώπους του, το ένα εναντίον του άλλου. Η πολιτική πλέον δεν αποτελεί ένα πεδίο σύγκρουσης των διαφορετικών τάξεων, αλλά το πεδίο σύγκρουσης των διαφόρων μερών εντός της τάξης των στελεχών του κεφαλαίου.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο καθοριστικός ρόλος της πολιτικής και της δημοκρατίας είναι η παραπλάνηση του προλεταριάτου. Θα  υπάρχουν πάντα πολιτικοί αγώνες οι οποίοι δεν θα μπορούν να περιοριστούν σε αγώνες για κατάληψη της εξουσίας από άτομα και ομάδες, στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφορετικά προγράμματα. Όμως, στην ουσία πρόκειται για διαφορετικές πτυχές του ίδιου βασικού προγράμματος (κάτι το οποίο δεν ίσχυε παλαιότερα, για παράδειγμα στην Γαλλία πριν το 1914, και ειδικά στην αρχή της τρίτης δημοκρατίας, όταν συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις προσπάθησαν να περιορίσουν την οικονομική ανάπτυξη). Και επίσης τα κόμματα απλά τείνουν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους κομμάτια  των προγραμμάτων των υπολοίπων και μετά να παρουσιάζουν ως δικά τους. Αυτή η συνήθεια αναπτύχθηκε κυρίως μετά την κρίση του 1929 και ξανά σε μεγαλύτερο βαθμό μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στην Γαλλία οι αριστερές και δεξιές κυβερνήσεις της δεκατίας του 30' έφεραν και οι δυο τις δικές τους λύσεις για την κρίση: o Laval, μέσω του αποπληθωρισμού (πάγωμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων),και μετά ο Blum μέσω της υποτίμησης και της αύξησης της αγοραστικής δύναμης. Αντίθετα, από το 1945, οι κυβερνήσεις των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών, είτε είναι δεξιές είτε αριστερές, όλες χρησιμοποιούν την ίδια σειρά πολιτικών αντιμετώπισης της κρίσης: η νομισματική πολιτική (έλεγχος του ρευστού της αγοράς), η δημοσιονομική πολιτική (έλεγχος των κρατικών πιστώσεων, πράγμα που  λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψιν και αποτελεί θέμα μεγάλης σημασίας, δεδομένου ότι το κράτος είναι το ίδιο ένας κύριος οικονομικός πιστωτής), και η δημοσιονομική πολιτική χρησιμοποιούνται είτε εναλλάξ ή ταυτόχρονα από όλες τις κυβερνήσεις. Επιπλέον, όπως για την Ευρώπη το κίνημα για την συνταγματική εγκαθίδρυση του έθνους κράτους, τελείωσε το 1870, με τον ίδιο τρόπο, ο α' παγκόσμιος πόλεμος σηματοδότησε στην Ευρώπη για το κεφάλαιο την καταστροφή  των εξωτερικών εμποδίων για την ανάπτυξή του. Από το σημείο αυτό και μετά, το κράτος ήταν πλέον το πρωτεύον μέσο στον έλεγχο και την ενσωμάτωση των παραγωγικών δυνάμεων και στον αγώνα εναντίον των υπολοίπων κρατών, το οποίο βέβαια δεν παρεμπόδιζε τα διάφορα έθνη να ενωθούν εναντίον του προλεταριάτου. Έτσι, αν και η δράση του κράτους θεωρείται και είναι πολιτική, πάνω απ' όλα είναι οικονομική: ο αγώνας κατά της υπερπαραγωγής [36]. Η εθνική ρύθμιση έχει γίνει πολύ περιοριστική: η μόνη δυνατή διάσταση για την κοινωνική ανάπτυξη και βελτίωση είναι πλέον η παγκόσμια.

Το ίδιο το κεφάλαιο εκφράζει αυτή την αντίθεση στην πράξη, μέσω της εναντίωσης του στα εθνικά σύνορα-όρια που περιορίζουν την αξιοποίησή του. Η τάση προς την καταστροφή των εθνικών περιορισμών επιτυγχάνεται μέσω του κομμουνισμού, πάραυτα διαφαίνεται και εντός του καπιταλισμού, όπου και αναπτύσσεται από αυτόν στον βαθμό της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ωστόσο, όπως ακριβώς δεν μπορεί ο ίδιος να καταστείλει την (ανταλλακτική) αξία, έτσι δεν μπορεί και να καταστείλει το έθνος κράτος. Μόνο ο κομμουνισμός παρέχει την δυνατότητα του τερματισμού των εθνικών και φυλετικών αγώνων, και την συμφιλίωση των διαφόρων φυλών και εθνών μεταξύ τους, θέτοντας την ανθρωπότητα (στο σύνολό της) ως το μοναδικό υποκείμενο της ιστορίας [37], χωρίς να αποκλείει τους τυχόν κραδασμούς και δονήσεις κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Έτσι ο κομμουνισμός παρουσιάζεται ως το μέσο για την καταστροφή των εθνικών συνόρων και πολεμάει οποιαδήποτε εθνικιστική εκδήλωση ως αντεπαναστατική [38]. 

Έτσι λοιπόν, η εποχή μας σηματοδοτεί την ολοκλήρωση μιας ολόκληρης εξέλιξης του πολιτικού συστήματος. Στις Ηνωμένες Πολιτείες , στη Γαλλία , στην Αγγλία , οι κλασικές αστικές επαναστάσεις δημιούργησαν ένα (κοινοβουλευτικό) σύστημα αντιπροσώπευσης  από το οποίο αποκλείστηκε ο λαός  (μικροαστική τάξη, απομονωμένη αγρότες, μισθωτοί), αλλά που ένωσε τα συμφέροντα των διαφόρων ομάδων της αστικής τάξης [39].  Η νεοσύστατη καπιταλιστική κοινωνία εξασφάλισε την συνοχή και την επιβολή της [40] μέσω αυτού του μέρους συνάντησης και συμβιβασμού , όπου μια μειοψηφία ίδρυσε την κυριαρχία της πάνω στους υπόλοιπους. Η  αστική τάξη αποτελείται από διαφορετικές ομάδες μερικές εκ των οποίων είναι πολέμιες μεταξύ τους, κάποιες από αυτές τις ομάδες είναι πιο ακραίες (ως προς την ανάπτυξη του κεφαλαίου) και άλλες πιο συντηρητικές (συνδεδεμένες με τις στρώματα της παλιάς εξαφανισμένης φεουδαρχικής τάξης). Δεν είναι αρκετό να καταγγείλουμε τη δημοκρατία , ως την κυβέρνηση της αστικής τάξης, μιας και δεν υπάρχει σε αυτό το πολιτικό σύστημα η δυνατότητα - και η αναγκαιότητα - μιας θεωρητικής και πρακτικής αυτοκριτικής από την αστική τάξη που να μπορεί προοδευτικά να εξαγνίσει τους δεσμούς της με την προηγούμενη κοινωνία. Αυτοί οι δεσμοί ήταν ακόμα πολύ δυνατοί τον 19ο αιώνα στην Γερμανία αλλά και στην Αγγλία και την Γαλλία, εδώ η δημοκρατία διαδραμάτισε έναν προοδευτικό ιστορικό ρόλο [41] : ήταν τα πολιτικά μέσα τα οποία το κεφάλαιο χρησιμοποίησε για την εγκαθίδρυση και την κυριαρχία του στην κοινωνία [42]. Στο τέλος του 19ου αιώνα η τρίτη δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη να υιοθετήσει μια αντικληρική πολιτική για να εξαλειφθούν οριστικά τα κατάλοιπα των μοναρχικών και θρησκευτικών αντιδράσεων. Τα σχολεία αποτέλεσαν ένα από τα βασικότερα όπλα σε αυτόν τον αγώνα, με τους καθηγητές να αντιπροσωπεύουν μια ροπή προς την καπιταλιστική πρόοδο έναντι των ιερέων. Από αυτή την άποψη, το εργατικό κίνημα στήριξε τις προσπάθειες του κεφαλαίου να απαλλαγεί από αυτά τα εμπόδια. Όμως το υποχρεωτικό δημόσιο σχολείο και ο διαχωρισμός του κράτους από την εκκλησία δεν αποτελούν από μόνα τους όργανα της κοινωνικής εξέλιξης, με την ολοκλήρωση αυτών των μεταρρυθμίσεων το καπιταλιστικό σχολείο αποκάλυψε όλα τα σκοτεινά (και τελικώς αντιδραστικά) στοιχεία, όπως για παράδειγμα την διάδοση της εθνικιστικής ιδεολογίας. Πάραυτα αποτελεί γεγονός πως σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο το δημοκρατικό κράτος εκπλήρωσε κάποιες επαναστατικές λειτουργίες [43]. Γι 'αυτό το λόγον ο κομμουνισμός στον 19ο αιώνα, σε ορισμένες φάσεις υποστήριξε τη δημοκρατία, για να διαδραματίσει πλήρως τον καταστροφικό επαναστατικό του ρόλο [44]. Στο σκέλος της επίσημης κυριαρχίας, άσκησε πίεση στο κράτος εναντίον της αστικής τάξης (νόμοι για 10 εργάσιμες ώρες την ημέρα, κ.λπ.). Στο σκέλος της πραγματικής κυριαρχίας, ο εργατικός ρεφορμισμός επιδίωξε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του μια λειτουργία που έχει ήδη εκπληρωθεί από το κράτος, και να ενσωματωθεί ο ίδιος στο κράτος (βιομηχανική νομοθεσία, κ.λπ.), καθιστώντας την δράση του ως αντεπαναστατική.

Έτσι λοιπόν το κεφάλαιο δημιουργεί μια πολιτική σφαίρα διαφορετική από το κράτος των προγενέστερων καθεστώτων, εισάγοντας μια νέα σχέση μεταξύ παραγωγής και κυβέρνησης μεταξύ των οικονομικών παραγόντων και των πολιτικών υποκειμένων. Το σύνολο των συμφερόντων της αστικής τάξης διαφέρει από αυτό της προηγούμενης άρχουσας τάξης, μιας και κυριολεκτικά δεν υπήρχε κανένας αγώνας μεταξύ των γαιοκτημόνων, σε αντίθεση με τους καπιταλιστές που ανταγωνίζονται διαρκώς ο ένας τον άλλο. Έτσι, ήταν απαραίτητη η δημιουργία ενός οργάνου πάνω από την κοινωνία, μιας γραφειοκρατικής και στρατιωτικής μηχανής, η οποία να μπορεί ταυτόχρονα να συμφιλιώσει τα συμφέροντα τους και να διασφαλίσει  τον θρίαμβο της τάξης τους. Η αντεπανάσταση μπόρεσε να παρουσιάσει την δημιουργία ενός κράτους με αυτόνομη δύναμη ως ένα εξοργιστικό και προκλητικό φαινόμενο, αντίθετο στην φύση και στην ισορροπία του προηγούμενου ιεραρχικού συστήματος [45]. Βέβαια αυτή η αρμονική κοινωνική ισορροπία που ταράχτηκε από την επανάσταση ήταν ένα καθαρό ψέμα, μιας και υπήρχαν τάξεις και ταξικοί αγώνες και πριν την αστική επανάσταση, όμως αυτό το ψέμα απέκτησε μια κάποια αξιοπιστία από το γεγονός πως μέχρι τότε η οικονομική και πολιτική διαχείριση δεν ήταν διαχωρισμένες, μιας και οι πλούσιοι είχαν υπάρξει σχεδόν  με έναν φυσικό τρόπο και πολιτικοί άρχοντες. Η εμφάνιση μιας ξεχωριστής πολιτικής σφαίρας ήταν ακριβώς ένα σημάδι αλλαγής, όπως για παράδειγμα ο συνεχώς αυξανόμενος σημαντικός ρόλος των υπουργών στην Αγγλία και την Γαλλία κατά την διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα. Η θέση της πυραμίδας τους βασιλιά με τις ενδιάμεσες παγιωμένες ομάδες, αντικαταστάθηκε από μια  δυαδικότητα (στην εξουσία) αυτή της οικονομικής και της πολιτικής σφαίρας.

Το κράτος λειτουργεί για την σχετικά ειρηνική διευθέτηση των εσωτερικών συγκρούσεων του κεφαλαίου και των αγώνων μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου, όμως όταν χρειάζεται καταφεύγει στις πιο βίαιες μεθόδους [46]. Η φάση κατά την οποία η δημοκρατία υπήρξε επαναστατική χαρακτηρίστηκε από την βία ενάντια στο προλεταριάτο, και τις μη συμμορφωμένες  ομάδες των μικροαστών (1871) και ακόμα και ενάντια στην ίδια την αστική τάξη [47]. Η εναρμόνιση των συμφερόντων του κεφαλαίου, σε σχέση με τον εαυτό του και τους υπόλοιπους, συνδυάζει αυτό που είναι ευρέως γνωστό ως “δημοκρατία” και “δικτατορία” (συμπεριλαμβάνοντας την χρήση συστηματικής και οργανωμένης τρομοκρατίας και σφαγών, όπως για παράδειγμα τον αγώνα εναντίον της κομμούνας). 

Η γενίκευση της μαζικής και μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας από το κεφάλαιο, σήμανε την έναρξη της ολοκληρωτικής κυριαρχίας του πάνω στην κοινωνία. Η πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία λαμβάνει χώρα με την ανάπτυξη της σχετικής υπεραξίας [48]. Από το σημείο αυτό, καθίσταται αναγκαίο να παρατηρηθεί η ανάμειξη των εργατών στις εργασίες τους καθώς στις προσπάθειες τους να ελέγχουν και να διευθύνουν οι ίδιοι την εργασία τους, και ταυτόχρονα τον εξαναγκασμό των εργατών σε ένα συγκεκριμένο είδος και τύπο εργασίας, της οποίας η ένταση και η παραγωγικότητα πρέπει συνεχώς να αυξάνονται (η ανάπτυξη της κατηγορίας των ήμι-ειδικευμένων εργαζομένων και των εργασιών συναρμολόγησης, που διέπονται από την «επιστημονική οργάνωση της εργασίας», που ξεκίνησε μετά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο).

Ταυτόχρονα η οργάνωση της οικονομίας καθίσταται αναγκαία, μιας και είναι γνωστό πως ο καπιταλισμός οργανώνει την παραγωγή ορθολογικά στο επίπεδο της κάθε επιχείρησης [49], όμως ταυτόχρονα οι επιχειρήσεις που αποτελούν την αγορά, δεν αποτελούν ένα αρμονικό σύνολο, και η ισορροπία εγκαθίσταται μόνο μέσω του ανταγωνισμού και της καταστροφής (σε όλες τις πιθανές μορφές: αποθέματα των απούλητων εμπορευμάτων, πτωχεύσεις επιχειρήσεων). Το κεφάλαιο είναι τώρα υποχρεωμένο να οργανώσει την κοινωνία σαν επιχείρηση διότι είναι απαραίτητο να καταπνίξει και να απορροφήσει, τις αντιφάσεις μεταξύ των επιχειρήσεων, καθώς και μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου.

Το κεφάλαιο πλέον δεν υποτάσσει τον εργάτη μόνο εντός της παραγωγής στο εργοστάσιο, αλλά στο σύνολο της ζωής του, έτσι πολεμάει ενάντια στις αυθόρμητες κομμουνιστικές τάσεις των εργατών. Η δράση του (κεφαλαίου) είναι ταυτόχρονα οικονομική, ιδεολογική και πολιτική, αναπτύσσοντας μια εγκεφαλικά αποχαυνωτική μαζική κατανάλωση[50]. Χρησιμοποιεί μια ρητορική προς εξύμνηση του εργάτη και της μισθωτής εργασίας, δημιουργώντας έναν μυθικό κόσμο εργασίας, όπου ο εργάτης είναι ο βασιλιάς, τα “εργατικά” κόμματα διαδραματίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την μυθοποίηση: η μέρα εργασίας ως εθνική εορτή, τα εργατικά φεστιβάλ, η εργατική κουλτούρα, τα οποία ενσωματώνονται εντός των παραδοσιακών μορφών και προσπαθειών της εργατικής έκφρασης, τα οποία και χρονολογούνται από τότε που μερικοί εργάτες είχαν φτάσει σε ένα κάποιο πολιτιστικό επίπεδο (και ίσως, σε κάποιο βαθμό, πολιτιστικής δημιουργίας) , το οποίο  δεν ήταν δυνατό για τους υπόλοιπους εργαζομένους - επειδή πολύ απλά, για παράδειγμα, δεν είχαν την δυνατότητα ανάγνωσης. Έτσι η εργασία και η “αξιοπρέπεια” (των εργατών) εξυμνούνται, ενώ ένα άλλο είδος δράσεων είναι πιθανό και αναγκαίο για την οικονομική και κοινωνική βελτίωση. Οι οργανώσεις του εργατικού κινήματος επίσης ισχυρίζονται πως συνεχίζουν τις προσπάθειες για την την πρόοδο των εργαζομένων όπως και κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, μια προσπάθεια η οποία είναι καθαρά αντιδραστική σήμερα. Η μόνη κοινωνική "πρόοδος", η οποία είναι δυνατόν είναι αυτή όπου όλοι οι εργάτες (και η ανθρωπότητα) δημιουργούν κοινωνικές σχέσεις προσαρμοσμένες στη σύγχρονη κοινωνική ανάπτυξη. Η έκταση αυτής της ιδεολογίας θα μπορούσε να καταδειχτεί εντός του ρεφορμιστικού εργατικού κινήματος, εντός της πιο κτηνώδης αντεπανάστασης (ναζισμός), και εντός της αντεπανάστασης στην Ρωσία και γενικά σε όλες της “σοσιαλιστικές” χώρες, που εξυμνούν το προλεταριάτο και τις προλεταριακές συνθήκες [51]. Αυτό αποτελεί το αντίθετο της κομμουνιστικής θέσης, για την καταστροφή της προλεταριακής συνθήκης, ως μια ξεπερασμένη κοινωνική σχέση. Ο σκοπός του κεφαλαίου είναι να σύρει  και να πνίξει ταυτόχρονα το προλεταριάτο στην ιδεολογία της κατανάλωσης και στην κατανάλωση της ιδεολογίας, ενώ παράλληλα ικανοποιεί και μια οικονομική ανάγκη, αυτή της καταπολέμησης της τάσης για υπερπαραγωγή [52]. Η ανταλλαγή πρέπει να διαδοθεί όσο το δυνατόν περισσότερο, πρόκειται για τον αποικισμό της κοινωνίας από το εμπόρευμα. Όμως στην λειτουργία του το εμπόρευμα είναι μόνο κάτω από την υπηρεσία του κεφαλαίου, οποιαδήποτε καταστροφή και διατάραξη της ηγεμονίας του εμπορεύματος, παρακάμπτεται από την κυριαρχία του κεφαλαίου. Την ίδια στιγμή, το κεφάλαιο χρησιμοποιεί ένοπλα μέσα, όταν αυτό είναι απαραίτητο [53]. Παράλληλα όμως με αυτό, ανασυντάσσει το προλεταριάτο γύρω από το κράτος- έθνος,  αναπτύσσοντας τον εθνικισμό και όλες τις ιδεολογίες ενός εθνικιστικού τύπου (εδώ και πάλι τα “εργατικά” κόμματα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο). Με τον ίδιο τρόπο που κινητοποιεί τους ανθρώπους, ο καπιταλισμός κινητοποιεί της συνειδήσεις τους και επιχειρεί να επιβάλει σε αυτούς μια συγκεκριμένη ιδεολογική βάση.  Εξ ου και η ανάπτυξη μεταξύ των διανοούμενων των μορφών της τραγικής και δυστυχισμένης συνείδησης.

Όμως ένα από τα σημαντικότερα όπλα του κεφαλαίου είναι η δημοκρατική ψευδαίσθηση [54]. Τις περισσότερες φορές, το κεφάλαιο διατηρεί το κοινοβουλευτικό του προσωπείο, βέβαια το κοινοβούλιο υπήρξε πάντα το όργανο των αστών [55]. Η μόνη διαφορά  έγκειται στο ότι στο παρελθόν το κοινοβούλιο πειθαρχούταν από μόνο του, σήμερα τον ρόλο αυτό διαδραματίζει πολύ πιο απλά η κρατική γραφειοκρατεία, μιας και όλες οι ομάδες των αστών [56] (δηλαδή της τάξης που διαχειρίζεται κεφάλαια: είτε κλασική ή κρατική αστική τάξη) κατανοούν το αντικείμενο που πρέπει να πραγματοποιηθεί, δηλαδή την κυριάρχηση και την συμπερίληψη της ανάπτυξης του κεφαλαίου. Αυτό δεν σημαίνει  βέβαια την μη ανάπτυξη του, μιας και το κεφάλαιο είναι δυναμικό εξ ορισμού, αλλά τον έλεγχο της ανάπτυξης του, χρησιμοποιώντας όλα τα οικονομικά και πολιτικά μέσα για την αποφυγή οικονομικών κρίσεων και κομμουνιστικών επαναστάσεων. Το κοινοβούλιο, στερείται οποιασδήποτε πραγματικής ισχύος και χρησιμοποιείται μάλλον αποτελεσματικά, ως μέσο παραπλάνησης. Αποτελεί παράδοξο το γεγονός πως οι περισσότερες από τις χώρες που πραγματοποίησαν τις αστικές τους επαναστάσεις με έναν πρωτότυπο τρόπο (οι “σοσιαλιστικές” χώρες) είτε διατηρούν είτε δημιουργούν όλα τα μέρη της δημοκρατικής μηχανής με τις πιο γελοίες συνθήκες (99% ψήφους υπέρ της κυβέρνησης). Σε ορισμένες χώρες, για ιστορικούς λόγους, η δημοκρατία μπορεί να μην υφίσταται πλέον, ακόμη και ως προσωπείο, δίνοντας χώρο σε "νέα" πολιτικά συστήματα: όπως συνέβη στη Γερμανία και στην Ιταλία στο πλαίσιο του φασισμού. 

Στην πραγματικότητα, η καινοτομία συνίστατο μόνο στην συστηματοποίηση των διαδικασιών που ήδη διεκπεραιώνονταν από το κεφάλαιο κατά τη διάρκεια της "δημοκρατικής" του περιόδου [57]. Ο φασισμός δεν εισήγαγε κάτι καινούργιο στο οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα, ούτε την χρήση της βίας [58] και ακόμα λιγότερο στην ιδεολογία του. Η μόνη καινοτομία του υπήρξε στην οργάνωσης ενός ολόκληρου συνόλου από αντεπαναστατικά μέσα, σε όλα τα επίπεδα (οικονομικά, πολιτικά,...) [59]. Η μόνη πιθανή λύση για το κεφάλαιο είναι η μείωση των αντιφάσεών του, επιτυγχάνοντας την είτε μέσω της βίας (φασισμός), ή μέσω ρεφορμιστικών συμφωνιών των εργαζομένων (λαϊκό μέτωπο). Όμως αυτό είναι κάτι το προσωρινό και στο τέλος το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, και στις δυο περιπτώσεις , η μείωση των αντιφάσεων του συνοδεύεται αναγκαστικά από εθνικισμό και μιλιταρισμό (και τα δυο άνθισαν κάτω από το λαϊκό μέτωπο) και οδηγούν στην προετοιμασία ενός νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου (η διαφορά είναι ότι η Γερμανία θα μπορούσε να προετοιμαστεί για αυτό με ευνοϊκούς όρους). Μετά την πτώση αυτών των φασιστικών χωρών, το 1943 και το 1945, η δημοκρατία παρουσιάστηκε ξανά σε αυτές τις χώρες, ως μια εναλλακτική λύση που επιτρέπει την πρόοδο σε σύγκριση και σχέση με το φασιστικό καθεστώς. Στην πραγματικότητα η ίδια γέννησε αυτά τα συστήματα και ποτέ δεν πολέμησε εναντίον τους [60]. Κατέστησε τον εαυτό της το όργανο της αντιπρολεταριακής βίας και ήταν η πρώτη η οποία ίδρυσε ειδικά σώματα καταστολής εκτός της αστυνομίας και του τακτικού στρατού (Γερμανία 1919). Η δημοκρατία μετά το 1914-1918 χρησιμοποιήθηκε για να :

α) να κάνει το προλεταριάτο να πιστέψει πως το δημοκρατικό-κοινοβουλευτικό πλαίσιο της, θα επέτρεπε μια προοδευτική εξέλιξη προς μια μεγαλύτερη συλλογική ευημερία και προς την εσωτερική και τη διεθνή ειρήνη;

β) να επιτρέψει στις αντεπαναστατικές δυνάμεις να οργανωθούν παράλληλα (φυσικά και ιδεολογικά) με αυτήν, οι οποίες μετά την συνέθλιψαν, μιας και τους ήταν άχρηστη [61].

Έτσι η δημοκρατία ολοκλήρωσε με απόλυτη επιτυχία τον σκοπό της. Αρχικά συνθλίβοντας το προλεταριάτο (φυσικά και ιδεολογικά), και εν συνεχεία όταν πια αυτή θεωρήθηκε ανεπαρκής, η αντεπανάσταση, για την οποία η δημοκρατία ήταν ένα από τα όργανά της, την ξεφορτώθηκε. Μετά την ήττα των φασιστικών χωρών, κυρίως εξαιτίας της σχετική αδυναμία τους σε σύγκριση με τις άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες, η δημοκρατία επανεμφανίστηκε ενώ συμμετείχε ξανά τη συντριβή του προλεταριάτου:

α) κατά την διάρκεια του τελευταίου μέρους του πολέμου οργανώνοντας (με την πλήρη συμμετοχή των εργατικών κομμάτων) εθνικούς αντιγερμανικούς συνασπισμούς στην Γαλλία και στην Ιταλία

β) κατά την διάρκεια της ανοικοδόμησης και της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησαν μετά τον πόλεμο

Σήμερα η υπεράσπιση της δημοκρατίας ενάντια στις “αντιδράσεις” έχει μόνο ένα αντικομμουνιστικό περιεχόμενο [62]. Η μόνη αντίδραση σήμερα είναι το ίδιο το κεφάλαιο, καθώς και αυτό αναπαράγει μετά το 1945 όλα τα δεινά, για τα οποία θα ήθελε να κατηγορήσει μια συγκεκριμένη πολιτική μορφή, ενώ αυτά αποτελούν το περιεχόμενο της δικτατορίας του κεφαλαίου κατά την πραγματική κυριαρχία του (μιλιταρισμός , συνεχείς πόλεμοι, απόβλητα και ρύποι,  σφαγές, δυστυχία, μαζική πείνα , κλπ) [63]. Η δημοκρατία δεν είναι τίποτα περισσότερο από  μέρος της αντεπανάστασης, μια κάλυψη που χρησιμοποιείται παράλληλα με την πιο άγρια δικτατορία [64]. Δεν είναι ένα ιδεολογικό αλλά ένα πρακτικό φαινόμενο, αν υπήρξε τόσο επιτυχημένο μετά το 1945, αυτό συνέβη λόγω του ότι οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ευρώπη ήταν η ειρήνη και η  ευημερία, μιας και όλες οι μεγάλης κλίμακας κοινωνικές και πολιτικές ταραχές συνέβαιναν έξω από την δυτική Ευρώπη. Με τον ίδιο τρόπο, αν ο αντεπαναστατικός χαρακτήρα της αρχίζει πάλι τώρα να εμφανίζεται, αυτό συμβαίνει μιας και οι πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις εμφανίζονται, υποχρεώνοντας την να αποκαλύψει  το κατασταλτικό της πρόσωπο : το κεφάλαιο αναγκάζεται να γίνονται ολοένα και πιο ολοκληρωτικό, διότι πρέπει να περιλαμβάνει και να περικλείει όλα τα μέρη της κοινωνίας της [65].


Σημειώσεις:

[33]. Marx, Fondements de la critique de l'économie politique (Ebauche de 1857-1858), En annexe : travaux des années 1850-1859, Trad. Par R. Dangeville, Anthropos, 1967. κεφ.. II, σελ. 1-65 

[34]. "H αστική τάξη (...) τελικώς απορροφά όλες τις τάξεις που κατέχουν την ιδιοκτησία και πραγματώνει την ύπαρξή της" (Marx & Engels, The German Ideology, MECW κεφ. 5 σελ. 77).

[35]. Le 18 Brumaire, dans Marx Les Luttes de classes en France (1848-1850), Ed. Sociales, 1948, σελ. 255-256.

[36]. Letter of Engels to Schmidt, 27 October 1890, Selected Correspondence. Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1957. σελ 500-507.

[37]. Η επανοικειοποίηση των συνθηκών της ζωής μπορεί να είναι μόνο παγκόσμια, καθολική: (Marx & Engels, The German Ideology, MECW κεφ. 5, σελ. 87 (?)).

[38]. Ιd., σελ. 73 (?). Ενώ πίεζε το κίνημα του σχηματισμού του κράτους έθνους, ο κομμουνισμός προετοίμαζε το επόμενο στάδιο: “αναγνωρίζοντας πως δεν έχει καμία πατρίδα, η διεθνής στοχεύει στην ένωση της ανθρωπότητας (...) είναι ενάντια στο σύνθημα της εθνικότητας, μιας και αυτή έχει την τάση να χωρίζει τους λαούς” (Marx and Engels, eέκθεση για τη συνεδρίαση του γενικού Συμβουλίου του Α.Ι.Τ., 25 July 1871,) Δεν υπάρχει κάποια αντίφαση μεταξύ των θέσεων σχετικά με τη σύσταση των εθνικών κρατών, όταν αυτά αποτελούν ιστορική πρόοδο, και της αρχή σύμφωνα με την οποία το προλεταριάτο δεν έχει πατρίδα (Marx & Engels, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, στον Μαρξ, Οι επαναστάσεις του 1848, Penguin 1973., σελ. 84-5 (?) και το σχόλιο που γίνεται στην κριτική του προγράμματος Gotha).

[39] . Σχετικά με την αστική τάξη και το κράτος μετά την γαλλική επανάσταση, The Holy Family. MECW κεφ. 4 σελ 123-4 (?), και Marx & Engels, The German Ideology, MECW κεφ. 5, σελ. 89 (?).

[40]. Γιαυτήν την ενότητα βλέπε Marx & Engels, The Holy Family. MECW κεφ. 4., σελ 120-21 (?).

[41]. Marx, Engels, La Nouvelle Gazette Rhénane., t.1, 1er juin-5 septembre 1848, Tra., introduction et notes par L. Netter, Ed. Sociales, 1963, passim.

[42]. "Οτιδήποτε συγκεντρώνει την αστική τάξη είναι φυσικά επωφελής για τους εργαζόμενους." (Letter of Marx to Engels, 27 July 1866. Marx & Engels, Selected Correspondence, Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1957 σελ.221).

[43]. Yet since 1845, Marx and Engels affirmed that the "independence of the state" exists only in the backward countries : "The most perfect example of the modern state is North America." (Marx & Engels, The German Ideology, MECW κεφ. 5. σελ 90.)

[44]. Το συμφέρον της αστικής τάξης σε αυτό το θέμα είναι μερικές φορές αντιφατικό: 18th Brumaire στο Marx Les Luttes de classes en France (1848-1850), Ed. Sociales, 1948, σελ 200, 236, 254. Εκτός αυτού, η κομμουνιστικό θέση είναι πάντα η προετοιμασία για το απώτερο στάδιο, και με έναν αγώνα εναντίον του έθνους και του εθνικού κράτους: “Η εργατική τάξη από μόνη της αποτελεί μια πραγματική ενεργό δύναμη της αντίστασης ενάντια στις εθνικές αυταπάτες" (letter of Marx to Engels, 3 August 1870, Marx, Engels, La Commune de 1871, Lettres et déclarations pour la plupart inédites, Trad. et présentation de R. Dangeville, U.G.E., 1970. σελ. 49).

[45]. “Η αστική τάξη καταργεί το φυσικό κράτος για να δημιουργήσει ένα κράτος που θα ανήκει σε αυτήν” (Marx, Engels, L'Idéologie allemande. Présentée et annotée par G. Badia, Ed. Sociales, 1968., σελ. 381.)

[46]. In June 1848, cf. Marx, Engels, Écrits militaires, Violence et constitution des Etats européens modernes, Trad. et présenté par R. Dangeville, L'Herne, 1970., σελ 199-219"Ο λαός δεν υποψιαζόταν πως οι πολεμικές μέθοδοι που δοκιμάστηκαν στην Αλγερία θα εφαρμοζόντουσαν τελικώς και στο Παρίσι" (σελ. 204).

[47]. Le 18 Brumaire, in Marx Les Luttes de classes en France (1848-1850), Ed. Sociales, 1948, pp, 180-181.

[48]. Fondements de la critique de l'économie politique (Ebauche de 1857-1858), En annexe : travaux des années 1850-1859, Trad. Par R. Dangeville, Anthropos, 1968., κεφ.. II, σελ. 86 on "regimentation" in production (also σελ 89-90).

[49]. Cf. the summary of Capital by Engels in Engels, Pour comprendre "Le Capital", Suivi de deux études de F. Mehring et R. Luxembourg sur le "Capital", Ed. Gît-le-coeur, s.d., σελ 57-58.

[50]. Fondements de la critique de l'économie politique (Ebauche de 1857-1858), En annexe : travaux des années 1850-1859, Trad. Par R. Dangeville, Anthropos, 1967. κεφ.. I, σελ 236-237.

[51]. Letter from Marx to Engels, 12 June 1863, Marx & Engels, Selected Correspondence, Lawrence & Wishart, 1934 VII, σελ 151-2.

[52]. Marx, Fondements de la critique de l'économie politique (Ebauche de 1857-1858), En annexe : travaux des années 1850-1859, Trad. Par R. Dangeville, Anthropos, σελ 368-371.

[53]. Σχετικά με τον ρόλο της βίας και τις φάσεις του καπιταλισμού, Marx, Engels, Écrits militaires, Violence et constitution des Etats européens modernes, Trad. et présenté par R. Dangeville, L'Herne, 1970., Introduction, σελ 16 17 και 23 24.

[54]. Le fil du temps, νούμερο 8, σελ. 27.

[55]. Αναφορικά με τον “κοινοβουλευτική ηλιθιότητα”, The 18th Brumaire of Louis Bonaparte, στο Marx Surveys From Exile, Penguin. 1973, σελ 210-211.

[56]. "Το κράτος δεν είναι τίποτα άλλο από την οργανωμένη συλλογική δύναμη των τάξεων της ιδιοκτησίας (...)” (Engels, The Housing Question., Martin Lawrence. n.d., σελ. 71).

[57].Βλέπε την περιγραφή της Société du Dix-Décembre (Bonapartist), The 18th Brumaire of Louis Bonaparte, στο Marx Surveys From Exile, Penguin. 1973, σελ 220-222.

[58]. Σχετικά με τον Ιούνιο του 1848, ο Μαρξ μιλάει για «πόλεμο εξόντωσης» εις βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι ανακηρύχθηκαν ως «εχθρούς της κοινωνίας»(Marx Les Luttes de classes en France (1848-1850), Ed. Sociales, 1948, σελ 142-143).

[59]. Communisme et fascisme, Ed. Programme communiste, 1970 (κείμενα της P.C. italien, 1921-1924).

[60]. Για την Ισπανία βλέπε κείμενα στην Invariance, σελ. 7 και 8, και διάφορα κείμενα (1936-1938) στο Bilan, περιοδικό της κομμουνιστικής αριστεράς.

[61]. "Le σελ.C. d'Italie face à l'offensive fasciste (1921-1924)", Programme communiste, σελ. 45 -50.

[62]. Thèses de la gauche communiste (1945), Invariance, no 9, σελ 24-30.

[63]. Βλέπε για παράδειγμα "Le nouveau statut des entreprises d'Etat en Russie" (1965), Programme communiste, σελ. 35.

[64]. "Οτιδήποτε ήταν αντιδραστικό συμπεριφέρεται σαν δημοκρατικό" (γράμματα του Engels στην Bebel, 11 December 1884), (Marx & Engels, Selected Correspondence. Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1957., σελ. 456).

[65]. “Σε κάθε περίπτωση, μοναδικός αντίπαλος μας για την ημέρα της κρίσης και την επόμενη ημέρα μετά την κρίση θα είναι το σύνολο της αντίδρασης, το οποίο θα συγκεντρωθεί γύρω από την πραγματική δημοκρατία, και αυτό, νομίζω, δεν θα πρέπει να ξεχάσει ....” (Marx & Engels, Selected Correspondence. Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1957. σελ.457.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου