30/11/08

AΠ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΓΟΝΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΣΠΑΝΗΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ :

Κουμμουνισμός της Σπάνης και κομμουνισμός του Πλούτου

«Εντούτοις οι ινδιάνοι δεν είχαν ακόμα υποψιαστεί, πριν τον ερχομό των λευκών, ότι η γη θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιον ξεχωριστά και να μην αποτελεί το κοινό αγαθό όλων εκείνων που ζουν στην επιφάνεια της […]. Η ινδιάνικη φυλή κατοικούσε σε μια εδαφική επικράτεια που εναρμονιζόταν με τις ανάγκες και τον αριθμό του πληθυσμού της, χωρίς να γεννάται γι΄ αυτήν ζήτημα συνόρων ή περιφράξεων»

R. Roger(από την “πολιτική ιστορία του συρματοπλέγματος” του Ολ. Ραζάκ, εκδ. Βάνιας)

Η κάθε εξουσία εμφανίζει τον εαυτό της και την τάξη πραγμάτων που δημιουργεί σαν αιώνια δοσμένη, φυσικά νομιμοποιημένη και αμετάβλητη. Έτσι και ο καπιταλισμός εμφανίζει την ατομική ιδιοκτησία σαν αιώνια και φυσική, σαν ένα χαρακτηριστικό ενσωματωμένο στην ανθρώπινη φύση: Τόσο θερμός ήταν ο ζήλος των οικονομολόγων για την ανακάλυψη κεφαλαϊικής ιδιοκτησίας κατά τους προϊστορικούς χρόνους, ώστε κατέληξαν με τις έρευνες τους να ανακαλύψουν και ιδιοκτησία κι εκτός του ανθρώπινου γένους – μεταξύ των ζώων. Είπαν, για παράδειγμα, ότι το μυρμήγκι στην πρόνοια του να αποταμιεύσει τροφές είναι «κεφαλαιούχος»! Κρίμα που δεν προχώρησαν ακόμα ένα βήμα και να μας βεβαιώσουν ότι το μυρμήγκι αποταμιεύοντας τροφές σκοπεύει στην πώληση τους και την πραγματοποίηση του κέρδους δια της κυκλοφορίας του κεφαλαίου του»(Πωλ Λαφάρκ )

Φυσικά, η ανεπεξέργαστη και απλοϊκή παραπομπή στη φύση μπορεί να ανακαλύψει τα πάντα στο ζωικό βασίλειο: καπιταλισμό, φασισμό, κομμουνισμό, αναρχία κ.τ.λ. Αλλά η ανθρώπινη κοινωνία βασίζεται πάνω στη συνειδητή(να υπογραμμιστεί) ζωική λειτουργία, πράγμα που καθιστά κάθε σύγκριση του ζωικού βασιλείου με την ανθρώπινη κοινωνία σαθρό ιδεολόγημα.

Η ατομική ιδιοκτησία λοιπόν, όπως και το κράτος και η εξουσιαστική/ ιεραρχική και ταξική δόμηση της κοινωνίας, δεν είναι ούτε αυτοφυή κι αιώνια φαινόμενα, όπως πιστεύουν οι καπιταλιστές, ούτε εξωκοινωνικά /εξωκοσμικά φαινόμενα, όπως πιστεύει ένας αφελής και ιδεαλιστικός αναρχισμός. Τα κατασκευάσματα αυτά είναι καθαρά κοινωνικά γεννήματα και εμφανίστηκαν σαν αποτέλεσμα μιας διαρκούς συνεξελικτικής διαδικασίας πολλών παραγόντων (κοινωνικών, οικονομικών, φυσικών, ψυχολογικών, “θρησκευτικών” κ.λ.π.). Δεν είναι ούτε αιώνια και αμετάβλητα, αλλά ούτε και προϊόντα μιας σκοτεινής και εξουσιαστικής συνωμοσίας

Η μετάβαση από τον πρωτόγονο κομμουνισμό στην ατομική ιδιοκτησία και τον σύγχρονο καπιταλισμό, όπως και η μετάβαση από την Μητριαρχία στην Πατριαρχία, δεν έγινε από την μία μέρα στην άλλη, αλλά αργά και σταδιακά. Ο Λαφάργκ διακρίνει τέσσερα βασικά στάδια σε αυτήν την πορεία: τον αρχέγονο κομμουνισμό την κοινή αιματοσυγγενική ιδιοκτησία (αιματοσυγγενικός κολλεκτιβισμός ), την φεουδαλική ιδιοκτησία και τη σύγχρονη αστική ιδιοκτησία. Κάθε στάδιο δεν έχει απόλυτα σύνορα, αλλά κάθε νέα κατάσταση εμπεριέχει, στοιχεία της παλαιότερης κατάστασης , ενώ κάθε παλιά κατάσταση εμπεριέχει σε σπερματική μορφή την καινοτομία που θα την ανατρέψει.

Η ύπαρξη λοιπόν μιας μακρόχρονης κομμουνιστικής κατάστασης στην ανθρωπότητα, καταρρίπτει το φιλελεύθερο ιδεολόγημα. Από την άλλη ο πρωτόγονος κομμουνισμός δεν ήταν ένας επίγειος παράδεισος όπως πιστεύουν τόσο οι διάφορες θρησκείες που μιλούν για την Πτώση του ανθρώπου, όσο και ο αφελής αναρχοπρωτογονισμός : «Στην αρχέγονη εποχή η ιδιοκτησία ήταν κοινή μόνο μεταξύ των μελών της ίδιας φυλής, που συνδεόταν με δεσμούς αίματος. Κάθε ανθρώπινο πλάσμα που δεν ανήκε στο στενό αυτό κύκλο θεωρούταν ξένος και εχθρός» (Πωλ Λαφάργκ).

Μια ματιά στα χαρακτηριστικά του πρωτόγονου κομμουνισμού αρκεί για να καταρρεύσει ο μύθος περί “ευγενών αγρίων” του Διαφωτισμού, που πέρασε στις μέρες μας με το ιδεολογικό κατασκεύασμα της “Αγριότητας” του αναρχοπρωτογονισμού. Ο αναρχοπρωτογονισμός εκφράζει με αναρχικό ένδυμα ένα κράμα ρομαντισμού και θρησκευτικού τύπου νοσταλγία για το “χαμένο παράδεισο” (την προ-πτωχική και προ-πολιτιστική κοινωνία), με την διαφορά ότι ταυτίζει την Πτώση όχι στην Αμαρτία ή την Γνώση του Καλού και του Κακού, όπως κάνει ο χριστιανισμός, αλλά στην εμφάνιση του πολιτισμού.

Εδώ τίθεται το ερώτημα: ο Πολιτισμός είναι ευλογία ή κατάρα για την Ανθρωπότητα; Μέσα στην ιδεολογία της “καθαρής ελευθερίας”, ο Πολιτισμός είναι ο νεκροθάφτης των ανθρώπινων ενστίκτων. Μήπως όμως ο Πολιτισμός εμφανίστηκε ακριβώς επειδή η “καθαρή ελευθερία” δεν μπορούσε δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανθρώπινες ανάγκες; Σύμφωνα με τον Φρόιντ η “η αρχή της ηδονής”: «έρχεται σε σύγκρουση με το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον. Το άτομο συνειδητοποιεί τραυματικά ότι η ακέραια και η άπονη ικανοποίηση των αναγκών είναι αδύνατη». Κι έτσι η “καθαρή ελευθερία” της άμεσης ικανοποίησης, της ηδονής και των ενστίκτων αντικαθίσταται με τον Πολιτισμό της απώθησης και της καθυπόταξης των ενστίκτων (την “αρχή της πραγματικότητας “). O κομμουνισμός της Σπάνης καταστρέφεται από τον Πολιτισμό, ο οποίος πολλαπλασιάζει τον κοινωνικό πλούτο και την ασφάλεια, μέσα από την επεξεργασία της φύσης, την ανάπτυξη της γεωργίας και την παραγωγικότητα. Αρχικά λοιπόν, ο Πολιτισμός εμφανίζεται σαν “αναγκαίο κακό”, μια ιστορική αναγκαιότητα που έδρασε προοδευτικά.

Ταυτόχρονα όμως αποσυνθέτει την αρχική κοινωνική ενότητα, που εξασφαλίστηκε μέσα από την ισότητα του αρχέγονου κομμουνισμού, κατακερματίζει την κοινωνία δημιουργεί ιεραρχικές δομές και στην κίνηση του φτάνει στο σημείο να αντικαταστήσει την επεξεργασία της φύσης με την (κερδώα για κάποιους) καταστροφής της.

«Η εντεινόμενη πρόοδος φαίνεται να είναι δεμένη με την εντεινόμενη ανελευθερία. Σε όλο τον κόσμο του βιομηχανικού πολιτισμού η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο αυξάνεται σε έκταση και οργάνωση. Κι αυτή η τάση δεν εμφανίζεται σα μια πάρεργη, μεταβατική αναδρομή κατά την πορεία προς την πρόοδο… Και η πιο αποτελεσματική καθυπόταξη και καταστροφή του ανθρώπου από άνθρωπο συμβαίνει στο υψηλότερο σημείο του πολιτισμού, όταν οι υλικές και διανοητικές επιτεύξεις της ανθρωπότητας φαίνονται να επιτρέπουν τη δημιουργία ενός αληθινά ελευθέρου κόσμου».(Μαρκούζε)

Ακόμα και η πολλά υποσχόμενη Επιστήμη, που τόσες ελπίδες γέννησε στο αναρχικό και σοσιαλιστικό κίνημα του 19ου αιώνα, άλλα και στο ρωσικό μηδενισμό και το γαλλικό αναρχοατομικισμό, κάτω από το σφικτό εναγκαλισμό της με την Εξουσία, μετατράπηκε σε δημιουργό της κοινωνίας του Έλεγχου, της μηχανοποίησης, της τυποποίησης, της αλλοτρίωσης και της καταστροφής του φυσικού πλούτου.

Αλλά, ο ίδιος ο Πολιτισμός μας δίνει το σχοινί για να τον κρεμάσουμε. Ο κοινωνικός πλούτος σήμερα είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχει η δυνατότητα για να δημιουργηθεί ένας σύγχρονος κομμουνισμός πλούτου: «Αφού ο Πολιτισμός κατέστρεψε τον ακατέργαστο και απλό κομμουνισμό των πρώτων βημάτων της ανθρωπότητας, απεργάζεται τώρα το υλικό ενός πολυσύνθετου και επιστημονικού κομμουνισμού»(στη φράση αυτή του Λαφάρκ είναι εμφανής ο επιστημονισμός που χαρακτηρίζει το επαναστατικό κίνημα του 19ου αιώνα).

Αυτός ο κομμουνισμός όμως υπάρχει σε λανθάνουσα μορφή μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία, είναι μια δυνατότητα, μια πιθανότητα και όχι μια βεβαιότητα. Ο Μπακούνιν στο “θεός και κράτος”, με περίσσια σιγουριά τοποθετούσε την “ανθρώπινη ευτυχία” στο “Τέλος της Ιστορίας”(πολύ πριν τον Φουκουγιάμα…)ενώ για τους μαρξιστές τα υποκείμενα είναι τυφλά ενεργούμενα των “αντικειμενικών συνθηκών” οι οποίες αρκούνε για να μας πάνε καβάλα στον κομμουνιστικό παράδεισο. Αντίθετα ο Μάρξ στην “Γερμανική Ιδεολογία’’ έλεγε ότι η ιστορία δεν έχει τους ειδικούς σκοπούς, τη δική της αυτοσυνείδηση (το ότι οι μαρξιστές αγνοούν τη διαλεκτική σχέση των υποκειμένων με τις αντικειμενικές συνθήκες, είναι ένα από τα πολλά γεγονότα που δικαιώνουν την φράση του Μάρξ : ‘’ Έσπειρα δράκους και θέρισα ψείρες’’).

Η ιστορία λοιπόν δεν έχει προορισμό, δεν είναι ούτε ατμομηχανή με τελικό προορισμό τον κομμουνισμό ή την ανθρώπινη ευτυχία(μαρξιστικός και αναρχικός ντερτενισμός),ούτε βίντεο να πατήσουμε το Rewind και να βρεθούμε στον παράδεισο του πρωτόγονου κομμουνισμού (αναρχοπρωτογονιστική, θρησκευτικού τύπου, νοσταλγία του’’ χαμένου παραδείσου’’).Τον δρόμο τον φτιάχνουμε περπατώντας.

Κι ο γεροτυφλοπόντικας ακόμα σκάβει…

ΠΩΛ ΛΑΦΑΡΚ : « ΑΡΧΕΓΟΝΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ»


1

Αν οι οικονομολόγοι θεωρούν την ύπαρξη του Κεφαλαίου σύγχρονη με την παιδική ηλικία της Ανθρωπότητας , αυτό συμβαίνει διότι αρέσκονται στο να αγνοούν τις συνήθειες των αρχέγονων λαών.

Υπάρχουν και σήμερα άγριοι που δεν έχουν ιδέα για την έγγειο ιδιοκτησία ,ατομική ή κοινή(collective) και μόλις έχουν σχηματίσει την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας, πάνω στα αντικείμενα που χρησιμοποιούν. Μερικοί κάτοικοι της Αυστραλίας κατέχουν ως ολόκληρη ιδιοκτησία μόνο τα αντικείμενα που είναι αναπόσπαστα από το πρόσωπο τους ,δηλαδή: όπλα, κοσμήματα που φέρουν στα αυτιά τους, τα χείλη τους ή τις μύτες τους , δέρματα άγριων θηρίων που χρησιμοποιούν ως ενδύματα, λίπος για ιαματική χρήση κ.λ.π.

Τα αντικείμενα αυτά, των οποίων κάνουν αποκλειστικά προσωπική χρήση, θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος του ατόμου τους και δεν τα αποχωρίζονται ούτε μετά τον θάνατο, αλλά καίγονται και θάβονται μαζί τους. Το Όνομα είναι η πρώτη ιδιοκτησία που συναντάμε. Ο άγριος ουδέποτε αποκαλύπτει το όνομα του στον ξένο. Το θεωρεί κάτι πολύτιμο, που μόνο σε φίλο μπορεί να δωρίσει. Τόσο είναι ταυτισμένο το όνομα με το πρόσωπο του, ώστε η φυλή του παύει να το προφέρει μετά τον θάνατο του. Για να γίνει ένα αντικείμενο ατομική ιδιοκτησία, πρέπει να είναι πραγματικά ή φαινομενικά συσσωματωμένο με το πρόσωπο του κατόχου του. Όταν ο άγριος θέλει να δείξει ότι ένα αντικείμενο του ανήκει , δηλώνει ότι τι χρησιμοποιεί γλύφοντας το με την γλώσσα του. Οι Εσκιμώοι μόλις αγοράσουν κάτι το φέρουν-εκτός κι αν είναι βελόνι- στο στόμα τους ή θα επισημοποιήσουν την αγορά με μια συμβολική πράξη, που σημαίνει την επιθυμία να το κρατήσουν για ατομική χρήση. Επίσης αντικείμενα χειροτεχνίας είναι ιδιοκτησία μόνο αν έχουν αποκτηθεί με τον πιο πάνω τρόπο. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο Εσκιμώος δεν μπορεί να κατέχει περισσότερα από δύο μονόξυλα. Το τρίτο είναι στη διάθεση της φυλής και θεωρείται απρόσωπη ιδιοκτησία. Ο άγριος ποτέ δε θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για την απώλεια πράγματος που ανήκει στη φυλή του, ούτε σκέφτεται να το αντικαταστήσει. Αυτό είναι έργο της φυλής.

Η ανικανότητα του αγρίου να συλλάβει την ιδέα της ιδιοκτησίας επί των αντικειμένων τα οποία δεν είναι ταυτισμένα με το πρόσωπο του, προέρχεται από το γεγονός ότι δεν έχει συνείδηση της ατομικότητας του ως ξεχωριστής. Τη θεωρεί σαν ένα μόριο του αιματοσυγγενικού ομίλου ή της φυλής μέσα στην οποία ζει.

Ο άγριος βρίσκεται στη μέση τόσων κινδύνων, το πνεύμα του εξάπτεται από τόσους φανταστικούς φόβους, ώστε δεν μπορεί να ζήσει απομονωμένος, ούτε καν να συλλάβει τη δυνατότητα αυτής της περίπτωσης. Η εξορία ενός αγρίου από τη φυλή ή την ορδή του, ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη. Τόσο μεταξύ των προϊστορικών ελλήνων, όσο και μεταξύ των βαρβάρων, ακόμα και ο εξ αμελείας φόνος ενός μέλους τιμωρούταν με εξορία. Ο Ορέστης μετά την δολοφονία της μητέρας του υποχρεώθηκε να εκπατριστεί για να καθησυχαστεί η κοινή οργή. Και σε μεταγενέστερους πολιτισμούς, όπως της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης, η εξορία θεωρούταν σαν η σκληρότερη ποινή. Όπως λέει ο ποιητής Θέογνις, ο εξόριστος ‘’ δεν έχει ούτε φίλους, ούτε πιστούς συντρόφους και αυτό είναι το πλέον πένθιμο στην εξορία’’. Το να ζει κανείς απομονωμένος, μακριά από τους συντρόφους του, θεωρούταν το φοβερότερο δυστύχημα στον αρχέγονο άνθρωπο, ο οποίος ήταν συνηθισμένος στην κοινοβιακή ζωή.
Ο άγριος είναι το τελειότερο ον(από την άποψη της αυτάρκειας) σε σχέση με τον πολιτισμένο, είναι τόσο ενσωματωμένος με την ορδή ή τη φυλή του, ώστε δεν αισθάνεται τον εαυτό του ως ξεχωριστή προσωπικότητα, ούτε στην ιδιοκτησία, ούτε στην οικογένεια.*1

Το γεγονός ήταν το παν. Αυτό ήταν η οικογένεια αυτό νυμφευόταν αυτό ήταν ο κάτοχος της ιδιοκτησίας. Στο γένος τα πάντα είναι κοινά. Ο δασόβιος της Αφρικής όταν λαμβάνει κάτι ως δώρο το διαμοιράζει στα άλλα μέλη του γένους του. Ομοίως όταν πιάνει ένα ζώο ή όταν βρίσκει ένα αντικείμενο. Σε καιρό λιμού οι νεαροί Φονεγιάνοι ερευνούν τις ακτές κι αν τύχει να βρουν κάποιο θήραμα ή ψάρι τρέχουν να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους. Τρέχουν τότε όλοι σ΄ εκείνο το μέρος και με την ευθηνή του γηραιότερου το διανέμουν σε ίσες μερίδες.
Κυνήγι και ψάρεμα , αυτοί οι δύο πρωτόγονοι τρόποι παραγωγής, γίνονται από κοινούκαι το προϊόν τους διανέμεται από κοινού. Ο Μάρτιους αναφέρει ότι οι Μποτοκούντος, αυτές οι ατρόμητες φυλές της Βραζιλίας, οργανώνουν κοινά κυνήγια και ποτέ δεν εγκαταλείπουν το μέρος που φόνευσαν το ζώο αν πρώτα δεν το διαμοιράσουν. Το ίδιο αναφέρει και για τους Ντακότας αλλά και για τους Αυστραλούς ιθαγενείς. Μεταξύ ακόμα και των φυλών στις οποίες το κυνήγι γίνεται ελεύθερα και ατομικά, ισχύει ο αρχέγονος τρόπος διανομής της λείας. Ο τυχερός κυνηγός προσκαλεί σε συμπόσιο όλα τα μέλη του γένους του, του χωριού ή ολόκληρης της φυλής. Οι περιστάσεις αυτές είναι, μπορούμε να πούμε ένα είδος ‘’εθνικού συμποσίου’’. Σε κάποιες χώρες του Καυκάσου ο φόνος μιας αγελάδας ή βοδιού ή αιγόπροβάτου από μια οικογένεια είναι πάντα μια αφορμή για να συντρώγει ολόκληρο το χωριό. Έτσι οι χωρικοί τρώνε από κοινού και πίνουν σε ανάμνηση συνηθειών που εξέπνευσαν με το πέρασμα του χρόνου. Τα νεκρικά συμπόσια δεν είναι παρά ανάμνηση αυτών των κοινών εορτών.
Ο Μόργκαν που τόσο επιμελώς σπούδασε τα αρχέγονα κομμουνιστικά έθιμα, στο τελευταίο του σπουδαίο βιβλίο περιγράφει τις μεθόδους του κυνηγιού και της αλιείας που χρησιμοποιούν οι ερυθρόδερμοι της Β. Αμερικής : ‘’οι πεδινές φυλές ζούνε σχεδόν αποκλειστικά με ζωικές τροφές και δείχνουν σ’ αυτές τις κυνηγητικές συνήθειες τους την τάση προς τον κομμουνισμό. Οι Blackfeet κατά το κυνήγι βουβαλιών καταδιώκουν την αγέλη έφιπποι σε πολυάριθμες ομάδες , άνδρες, γυναίκες και παιδιά μαζί. Όταν αρχίζει το κυνήγι το πρώτο σκοτωμένο ζώο διανέμεται απ’ αυτούς που καταφθάνουν, όπως και το δεύτερο, το τρίτο κ. ο .κ. , μέχρις ότου όλοι να προμηθευθούν. Κατόπιν το κόβουν σε τεμάχια και το ξηραίνουν στον αέρα ή το καπνίζουν στην φωτιά. Άλλοι μετατρέπουν μέρος της λείας τους στο Pemmican, που είναι ξηρό και κονιοποιημένο κρέας αναμεμιγμένο με διαλυμένο λίπος βουβάλου, το οποίο βράζεται εντός του δέρματος του ζώου. Κατά την εποχή της αλιείας στο ποταμό Κολούμπια, όπου τα ψάρια βρίσκονται σε μεγαλύτερη αφθονία από κάθε άλλο ποτάμι της γης, όλα τα μέλη κάθε φυλής κατασκηνώνουν και ψαρεύουν από κοινού και κάθε βράδυ μοιράζουν την λεία, σε μερίδια ανάλογα με τον αριθμό τους. Τα ψάρια σχίζονται και χαράζονται, ξηραίνονται σε ξύλινα παραπήγματα και μεταφέρονται σε καλάθια στο χωριό τους .’’

Όταν παύει η νομαδική ζωή των αγρίων και εγκατασταίνονται σε μόνιμο μέρος, η κατοικία τους δεν είναι ατομική αλλά κοινή ιδιοκτησία. Αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει και κάτω απ’ τον μητριαρχικό τύπο της οικογένειας. Οι κοινές κατοικίες αυτές μοιάζουν με τις κατοικίες που ανακάλυψε ο Perouse στην Πολυνησία. Έχουν ύψος 10 πόδια, μήκος 110 και πλάτος 10, σε σχήμα αντεστραμμένου μονόξυλου, με δύο εισόδους στα άκρα και παρέχουν χώρο για στέγαση 100 περίπου ατόμων. Τα μακρόσπιτα των Ιοροκέζων, τα οποία σύμφωνα με τον Μόργκαν εξαφανίστηκαν πριν τις αρχές του εικοστού αιώνα, είχαν 100 πόδια μήκος, 30 πλάτος και 20 ύψος. Διασχίζονταν κατά μήκος από διάδρομο που κατέληγε και στα δύο άκρα του στις πόρτες. Στο διάδρομο άνοιγαν σα σε κυψέλη σειρά μικρών διαμερισμάτων για τις παντρεμένες γυναίκες του γένους. Σε κάθε κατοικία υπήρχε το Τοτέμ του γένους, δηλαδή το ζώο απ’ το οποίο υποτίθεται ότι καταγόταν το γένος. Παρόμοιες είναι οι κατοικίες των Dyac στο Βόρνεο, με την διαφορά ότι εκεί κατασκευάζονταν με βάση ύψους 15-20 ποδιών, αποτελούμενες από σκληρές ξύλινες δοκούς. Αυτός ο τρόπος οικοδόμησης μας θυμίζει τα λιμνόσπιτα που ανακαλύφθηκαν στις Ελβετικές λίμνες, τα οποία στηρίζονταν σε ξύλινους στύλους. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Παίονες κατοικούν μέσα στη λίμνη της Πρασιάς, σε σπίτια στηριζόμενα σε πασσάλους. Τα casas grandes των ερυθρόδερμων στο Μεξικό, φαίνονταν σαν τεράστιες κλίμακες, με υπερκείμενα μεταξύ τους πατώματα, υποδιαιρούμενα σε δωμάτια για τα συζυγικά ζεύγη. Δεν είναι απίθανο και οι προϊστορικοί έλληνες να ζούσαν σε παρόμοιες κοινοβιακές κατοικίες, όπως συμπεραίνουμε απ’ το ανάκτορο της Αργολίδας, που έφεραν στο φώς οι ανασκαφές του δρ. Σλήμαν. Σ’ αυτές τις κοινοβιακές κατοικίες τα τρόφιμα και τα δείπνα είναι κοινά. Πρέπει να καταφύγουμε στον Μόργκαν για την περιγραφή της ζωής των ενοίκων των κοινοβίων. Είναι αλήθεια πως οι έρευνες περιορίστηκαν μόνο μεταξύ των ερυθρόδερμων της Αμερικής και κυρίως των Ιροκέζων, μαζί με τους οποίους έζησε για μεγάλο διάστημα. Αλλά όπως λέει και ο ίδιος, όταν μια συνήθεια βρίσκεται υπό καθορισμένο και αποκρυσταλλωμένο τύπο μεταξύ των Ιροκέζων, είναι πιθανή η ύπαρξή της και σε άλλες φυλές, που διαβιούν κάτω απ’ τις ίδιες συνθήκες, γιατί και αυτές οι φυλές έχουν τις ίδιες ανάγκες. « Οι Ιροκέζοι που ζουν σε μόνιμες κατοικίες, καλλιεργούν τη γη και τη συλλεγόμενη σοδειά την αποθηκεύουν ως κοινή ιδιοκτησία, στην οποία έχουν μερίδιο όλες οι οικογένειες, ανάλογα με τον αριθμό των μελών τους. Έτσι, ο αραβόσιτος π.χ. κρεμόταν με ανεστραμμένο το φλοιό σε δέσμες πλεκόμενες από τον ίδιο φλοιό στα οικογενειακά διαμερίσματα της κοινοβιακής κατοικίας. Αλλά όταν μία οικογένεια ξόδευε ολόκληρη προμήθεια, λάμβανε ελεύθερα από άλλη οικογένεια κι αυτό γινόταν μέχρις ότου εξαντλούταν οι προμήθειες όλων των οικογενειών. Κάθε κυνηγετική ή αλιευτική συντροφιά αποθήκευε από κοινού τη λεία, της οποίας το πλεόνασμα μοιραζόταν μεταξύ των άλλων οικογενειών ». Στα ινδιάνικα αυτά χωριά παρατηρούμε το περίεργο φαινόμενο της συνύπαρξης του δικαιώματος της ατομικής κατοχής συνδυασμένου με το δικαίωμα της κοινής χρήσης. « Τίποτα δεν υπάρχει στην ινδιάνικη οικογένεια »παρατηρεί ο Heckewelder, πραγματευόμενος περί Δελαβάρων και Μουνσών, «που να μην έχει τον ιδιοκτήτη του. Ο καθένας γνωρίζει τι κατέχει από το άλογο ή την αγελάδα του μέχρι τον σκύλο ή την γάτα με τα μικρά της ή τις κότες του. Συνήθως, μια γενιά μικρών ορνίθων ή γατιών έχει τόσους κατόχους όσος είναι ο αριθμός των ορνίθων ή των γατιών. Και συχνά για να αγοράσει κανείς μια κότα με τους νεοσσούς της πρέπει να διαπραγματευτεί συγχρόνως με πολλούς κατόχους. Έτσι ενώ στην Πολιτεία επικρατεί η αρχή της κοινοκτημοσύνης, εν τούτοις αναγνωρίζεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας στα μέλη των οικογενειών».*2 « οι Ινδιάνοι της Λαγκούνα του Νέου Μεξικό είχαν κοινές αποθήκες, τον έλεγχο της σιταποθήκης έχουν συνήθως οι γυναίκες », έγραφε ο Sam Corman κατά το έτος 1869 προς τον Μόργκαν « και είναι περισσότερο προνοητικοί από τους Ισπανούς γείτονες τους, φροντίζοντας να έχουν πάντα προμήθειές ενός έτους. Μόνο αν τύχει σιτοδεία επί δύο συνεχή έτη, υποφέρουν από πείνα αυτές οι κοινότητες ».

Μεταξύ των Μάγια η τροφή παρασκευάζεται σε κοινό μαγειρείο από το οποίο έκαστη οικογένεια λαμβάνει τη μερίδα της, καθώς παρατήρησε ο Στέφεν κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού που επιχείρησε στη Γιουκατάν. Μεταξύ όμως των Ιροκέζων κάθε οικογένεια παρασκευάζει η ίδια τη τροφή των μελών της. Η γυναίκα αρχηγός της οικογένειας έκανε την διανομή των μερίδων ανάλογα με την ανάγκη κάθε μέλους, σερβίριζε την τροφή ζεστή σε πήλινες ή ξύλινες χύτρες. Τραπέζια και καθίσματα δε χρησιμοποιούταν, αλλά ο καθένας έτρωγε καθισμένος όπου ήταν βολικότερα, πρώτα οι άνδρες και κατόπιν οι γυναίκες και τα παιδιά. Ότι απέμενε φυλασσόταν για να χρησιμοποιηθεί από όποιον πεινούσε πριν την παρασκευή του επόμενου γεύματος. Το απόγευμα κατασκεύαζαν ένα είδος τροφής από κοπανιστό καλαμπόκι. Αυτό το φαγητό προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί ως πρόγευμα ή για τους επισκέπτες. Δεν είχαν, όπως εμείς, γεύμα και δείπνο, αλλά καθένας έτρωγε όταν πεινούσε οτιδήποτε βρισκόταν σπίτι. Αυτή ήταν, προσθέτει ο Μόργκαν, η εικόνα της ζωής των ινδιάνικων φυλών της Αμερικής κατά την ανακάλυψη της.

Παρόμοια ήθη επικρατούσαν μεταξύ των προϊστορικών ελλήνων και τα ‘’συσσίτια’’ τους κατά τους ιστορικούς χρόνους ήταν η ανάμνηση των αρχέγονων κοινών συμποσίων.
Ο εκ του Πόντου Ηρακλείδης, μαθητής του Πλάτωνα, μας άφησε μια περιγραφή των κοινών συμποσίων της Κρήτης, όπου τα αρχέγονα ήθη διατηρήθηκαν για μεγάλο διάστημα. Στα ‘’ανδρεία’’ (γεύματα ανδρών) κάθε έφηβος λάμβανε ίση μερίδα, εκτός του ‘’άρχοντα’’, μέλος του συμβουλίου των γερόντων(Γερουσίας),ο οποίος λάμβανε τετραπλή μερίδα : μια ως “πολίτης”, μια ως πρόεδρος του συμποσίου και δυο ως επιμελητής οικογένειας.
Όλα τα τραπέζια των συμποσιαζόμενων ήταν υπό την επίβλεψη μιας Μητρίαρχου, η οποία καλύτερη μερίδα πάντα την πρόσφερε στον διακριθέντα κατά τα συμβούλια ή στο πεδίο της μάχης. Οι ξένοι σερβίρονται πρώτοι, ακόμα και πριν τον Άρχοντα. Δοχείο οίνου ή νερού δίδονταν από χέρι σε χέρι προς χρήση των συμποσιαζόμενων, το οποίο γεμιζόταν εκ νέου στο τέλος του γεύματος. Ο Ηρακλείδης μνημονεύει μόνο τα συμπόσια ανδρών, αλλά ο Hoek παραδέχεται ότι στις Δωρικές πόλεις και φυλές γινόταν κοινά συμπόσια γυναικών και παιδιών. Οι γνώσεις που έχουμε για το χωρισμό των φυλών μεταξύ των αγρίων και των βαρβάρων καθιστά την εκδοχή αυτού του σοφού ερευνητή της κρητικής Ιστορίας.
Κατά τον Αριστοτέλη, τις προμήθειες για τα συμπόσια αυτά παρείχε η γεωργία, τα ποίμνια των προβάτων κι άλλων ζώων, καθώς και ο φόρος σε είδος από τους ανήκοντες στην κοινότητα δούλους. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι άνδρες, γυναίκες και παιδιά τρεφόταν στην Κρήτη με δαπάνες της Πολιτείας. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης βεβαιώνει ότι η αρχή των συμποσίων αυτών ανάγεται σε πολύ απομακρυσμένο παρελθόν και ότι το πρώτο ίδρυσαν ο Μίνωας στην Κρήτη κι ο Ιταλός στην Οινότρια, τους κατοίκους της οποίας ο Ιταλός δίδαξε την γεωργία. Επειδή ο Αριστοτέλης έβλεπε να επικρατεί το έθιμο αυτό των κοινών συμποσίων στην Ιταλία, συμπέρανε ότι από εκεί διαδόθηκε στην Κρήτη, αγνοώντας ότι αυτό συμβαίνει σε όλους τους αρχέγονους λαούς.

Ο Πλούταρχος μας πληροφορεί ότι κατά τα συμπόσια αυτά όλοι θεωρούνταν ίσοι, γι΄ αυτό τα ονομάζει “αριστοκρατικά συνέδρια”. Τα πρόσωπα που συνέτρωγαν ήταν πιθανώς μέλη της ίδιας οικογένειας. Στη Σπάρτη τα μέλη του “συσσιτίου” αποτελούν μία στρατιωτική μονάδα και πολεμούν μαζί. Οι άγριοι και οι βάρβαροι, συνηθισμένοι να ενεργούν από κοινού σε κάθε περίπτωση, τασσόταν και στη μάχη κατά οικογένειες γένη και φυλές.

Τόσο αναγκαίο θεωρούνταν να λάβει το κάθε μέλος του γένους τη μερίδα της τροφής του, ώστε στην ελληνική γλώσσα η λέξη “μοίρα”, η οποία αρχικώς σήμαινε μερίδα τροφής, προσέλαβε αργότερα την σημασία του ” πεπρωμένου - μοίρας” , της υπέρτατης θεότητας, στην οποία υποτάσσονταν θεοί και άνθρωποι και μοιράζει στον καθένα το χρόνο της ζωής του, όπως ακριβώς η Μητριάρχης των κρητικών “συσσιτίων” μοιράζει τη μερίδα της τροφής. Ας παρατηρήσουμε ότι στην ελληνική μυθολογία το “πεπρωμένο” προσωποποιείτε σε γυναίκες-θεές (Μοίρα, Κήρες κ.τ.λ.) κι ότι αρχικά αυτά τα ονόματα σημαίνουν τη μερίδα τροφής ή λαφύρων.

Όταν η κοινή κατοικία, η οποία στέγαζε ολόκληρο γένος, εξαφανίστηκε υποδιαιρούμενη σε μονοοικογενιακές κατοικίες, τα συμπόσια έπαψαν να είναι κοινά.

Μόνο κατά τις θρησκευτικές ή εθνικές γιορτές συνέρχονταν σε κοινά συμπόσια, όπως τα ελληνικά “συσσίτια” στα οποία συναθροίζονταν σε ανάμνηση του παρελθόντος. Οι διάφορες προμήθειες αν και βρίσκονται στην κατοχή ιδιωτικών οικογενειών εξακολουθούν στην πραγματικότητα να είναι στη διάθεση κάθε μέλους της φυλής. Ο Catlin αναφέρει ότι “στις ινδιάνικες κοινότητες, κάθε άτομο ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας έχει το δικαίωμα αν εισέρχεται σε οποιοδήποτε κατάλυμα, ακόμα και στου φύλαρχου, και να τρώει όταν πεινά. Αυτού του δικαιώματος δε στερείτε ούτε ο αναξιότερος τεμπέλης, ο οποίος δεν κοπιάζει να προμηθεύει μόνος του την τροφή μέσω του κυνηγιού, αλλά μπορεί να τη λάβει εισερχόμενος σε οποιαδήποτε κατοικία. Αλλά όσοι ζούσαν μ΄ αυτόν τον τρόπο στιγματίζονταν ως άνανδροι και επαίτες”.

Στους νήσους Καρολίνες αυτός που ταξιδεύει δε φέρει ποτέ μαζί του τροφή. Αλλά οποτεδήποτε πεινάσει εισέρχεται χωρίς διατυπώσεις στην πρώτη κατοικία που θα βρει μπροστά του και βουτάει στον κάδο που βρίσκεται το “ποπόι” (ψωμί από καρπούς αρτόδενδρου), χωρίς να λάβει τον κόπο ούτε καν να ευχαριστήσει τους ενοίκους. Σε τέτοιο βαθμό αυτό θεωρείτε δικαίωμα του.

Οι κουμμουνιστικές αυτές συνήθειες επικρατούσαν κάποτε γενικά, διατηρήθηκαν επί μακρόν και στη Σπάρτη και μετά την έξοδο των σπαρτιατών από την περίοδο της βαρβαρότητας. Η ατομική ιδιοκτησία επί των αντικειμένων προσωπικής χρήσης ήταν κατ’ εξοχή αόριστη και προσωρινή. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Λυκούργος, ο μυθολογικός νομοθέτης της Σπάρτης, απαγόρευε το κλείσιμο των θυρών των σπιτιών, ώστε να μπορεί ο οποιοσδήποτε να προμηθεύεται τροφή και εργαλεία, ακόμα κι όταν ο ιδιοκτήτης απουσίαζε. Ο σπαρτιάτης πολίτης είχε το δικαίωμα να ιππεύει ελεύθερα οποιοδήποτε άλογο, να χρησιμοποιεί τα κυνηγητικά σκυλιά οποιουδήποτε, ακόμα και να χρησιμοποιήσει για εργασία τον ξένο δούλο, χωρίς άδεια.

Η ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία είναι τόσο εμβολιασμένη ώστε να φαίνεται φυσική στο σημερινό αστό, γεννήθηκε πολύ αργά στο ανθρώπινο πνεύμα κι αφού προηγουμένως πέρασε από διάφορες φάσεις. Αντίθετα η πρώτη σκέψη του ανθρώπου ήταν να θεωρεί ότι πάντα στη γη είναι κοινό κτήμα. Ο Ηeckewelder γράφει : “οι Ινδιάνοι πιστεύουν ότι το Μέγα Πνεύμα έκανε τη γη κι ότι αυτή περιέχει για το κοινό καλό όλης της ανθρωπότητας. Όταν έδινε στη γη το άφθονο κυνήγι δεν το έκανε για την ευτυχία λίγων μόνο ανθρώπων. Κάθε τι δόθηκε για κοινή χρήση των παιδιών των ανθρώπων. Ότι έζησε πάνω στη γη ή αναπτύχθηκε μέσα της ή βρίσκεται στις θάλασσες και τα ποτάμια είναι δώρο του Μεγάλου Πνεύματος σε όλους τους ανθρώπους και ο καθένας δικαιούται τη μερίδα του. Η φιλοξενία γι’ αυτούς δεν είναι αρετή, αλλά αυστηρότατο καθήκον… Θα προτιμούσαν να μείνουν νηστικοί παρά να παραλείψουν την εκτέλεση του καθήκοντος της φιλοξενίας απέναντι ενός ξένου ή ασθενή φτωχού. Όλοι αυτοί θεωρούνταν ως έχοντες ίσο δικαίωμα στην απόλαυση των αγαθών της Κοινής Περιουσίας. Διότι εάν το κρέας που δίδεται προέρχεται απ΄ το δάσος , ήταν εκεί κοινό πριν το λάβει ο κυνηγός. Επίσης ο αραβόσιτος και τα λαχανικά αναπτύχθηκαν σε κοινό έδαφος και μέσω της δύναμης του Μεγάλου Πνεύματος και όχι της ανθρώπινης”.

Ο Καίσαρας παρατηρώντας ανάλογο κομμουνισμό στους Γερμανούς που επέδρασαν εναντίον του Βελγίου και της Γαλατίας, γράφει ότι ο κυριότερος σκοπός αυτών των εθίμων ήταν “να υποδαυλίζουν το αίσθημα της ισότητας, εφόσον ο καθένας έβλεπε τις απολαύσεις ίσες με τις απολαύσεις του ισχυρότερου”. Όντως τέτοιος κομμουνισμός παραγωγής και κατανάλωσης προϋποθέτει τέλεια ισότητα μεταξύ όλων των ατόμων του γένους ή της φυλής, που θεωρούνταν ότι προέρχονταν από κοινό πρόγονο. Ο στοιχειώδης αυτός κομμουνισμός δε συγκράτησε μόνο την ισότητα αλλά ανέπτυξε και αισθήματα ελευθερίας, αδελφότητας και κοινωνικής αλληλεγγύης, μπροστά στα οποία θα πρέπει να ντρέπεται η πολυύμνητη φιλαδελφία και φιλανθρωπία του χριστιανού. Απέσπασε δε το θαυμασμό όλων των μελετητών των εθίμων των αγρίων φυλών πριν αυτές εκφυλιστούν από την Βίβλο, το αλκοόλ τον ασυνείδητο εμπορισμό και τις μεταδοτικές ασθένειες του πολιτισμού! Σε καμία από τις μεταγενέστερες περιόδους της ανθρώπινης εξέλιξης δεν ασκήθηκε η φιλοξενία με τόσο απλό και αφελή αδελφικό τρόπο. Ο Μόργκαν γράφει: “εάν έμπαινε κάποιος σε κατοικία Ιροκέζου, συγχωριανός, της ίδιας φυλής ή ξένος και σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, καθήκον των γυναικών ήταν να του προσφέρει τροφή. Παράβλεψη αυτού θεωρούταν έλλειψη αβρότητας, σχεδόν προσβολή. Αν ο ξένος πεινούσε, έτρωγε. Αν δεν πεινούσε, οι καλοί του τρόποι του επέβαλλαν να ευχαριστήσει δοκιμάζοντας την μόνο τροφή”.

“ Εγκληματίας θεωρείται αυτός που μένει ασυγκίνητος στην ανάγκη μέλους της οικογένειας ή ξένου και το έγκλημά του αντανακλά σε όλη την φυλή”, γράφει άλλος ερευνητής των Ινδιάνων Αμερικάνων, ο James Adair.Ο ξένος κι αν ακόμα ήταν εχθρός, εθεωρείτο ιερό πρόσωπο. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι παρόμοιες συνήθειες επικρατούσαν μεταξύ των βαρβάρων γερμανικών φυλών που επέδραμαν κατά τις Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. “Κανένας λαός” γράφει “δεν είναι ευκολότερος σε αγαθοεργίες, ή ελευθεριότερος σε παροχή φιλοξενίας. Το να αρνηθεί κανείς την φιλοξενία στη στέγη του, οποιουδήποτε ατόμου, εθεωρείτο σιχαμερό. Ο καθένας προσπαθεί να ευχαριστήσει τον ξένο, ανάλογα με τις δυνάμεις του. Όταν εξαντλούνται οι προμήθειες του, οδηγεί τον ξένο σε άλλη οικογένεια, όπου αμφότεροι γίνονται δεκτοί με θερμή εγκαρδιότητα. Κανένας δεν κάνει διάκριση, όσον αφορά το δικαίωμα της φιλοξενίας μεταξύ ξένου και γνώριμου”.

Ο Τάκιτος υποδείκνυε τους γερμανούς ως παράδειγμα στους πολιτισμένους συμπατριώτες του. Ο Catlin που έζησε μαζί με τις αγριότερες ινδιάνικες φυλές της Β. Αμερικής από το 1832 ως το 1839 γράφει : “Οι ινδιάνοι δεν έχουν ανάγκη από τους πολιτισμένους να διδαχθούν Ηθική και Αρετή”.

Περιηγητές- και όχι αγροίκοι και άρπαγες, εμπορικοί ταξιδιώτες όπως ο κύριος Στάλεϊ - δε δίστασαν , συμφωνώντας με τον Καίσαρα, να ομολογήσουν τις αρετές των αγρίων και να τις αποδώσουν στον κομμουνισμό με τον οποίο ζούσαν. “Τα φιλάδελφα αισθήματα ερυθροδέρμων” γράφει ο ιησουίτης μοναχός Charleroix, “πρέπει να αποδοθούν αναμφίβολα στο γεγονός ότι οι λέξεις δικό μου και δικό σου, οι ψυχρές αυτές λέξεις, όπως τις αποκαλεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος , είναι ακόμα άγνωστες μεταξύ των Αγρίων. Η προστασία των ορφανών, των χηρών και των ανίκανων να εργαστούν, η τόσο λαμπρά εξασκούμενη φιλοξενία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της βαθύτατης πεποίθησης τους ότι τα αγαθά πρέπει να είναι κοινά σε όλους. Μόνο μεταξύ των εκχριστιανισμένων αγρίων, που ζούνε στα πρόθυρα των πόλεων μας, είναι εν χρήσει το χρήμα. Οι άλλοι δεν εννοούν να το θίξουν, ούτε καν να το αντικρίσουν και το ονομάζουν “φίδι των λευκών”. Θεωρούν παράδοξο ότι ένας μπορεί να κατέχει περισσότερα από κάποιον άλλον και ότι ο κατέχων τα περισσότερα απολαμβάνει μεγαλύτερης εκτίμησης. Ούτε μάχονται ούτε φιλονικούν μεταξύ τους. Αλλά ούτε κλέβονται ούτε κακολογούνται μεταξύ τους


2

Εφ’ όσων οι άγριες ορδές αποτελούνται από 30 ή 40 μέλη, είναι νομάδες. Περιπλανώνται στην επιφάνεια της γης και κατασκηνώνουν όπου βρουν αρκετή τροφή. Είναι πιθανό να κατοικούσαν οι άγριοι στις ηπείρους, διατρέχοντας τις ακτές και ακολουθώντας το ρουν των ποταμών, από τους οποίους προμηθεύονταν την τροφή τους. Αυτή είναι η γνώμη του Μόργκαν. Οι Μπόσσοι και οι Βεδάχοι της Κεϋλάνης, ζώντες ακόμα σε κατάσταση αγριότητας, δεν διανοούνται να διεκδικήσουν καν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και επί αυτών των κυνηγετικών περιοχών( της πρώτης αυτής μορφής εγγείου ιδιοκτησίας).

Ο πρωτογενής άνθρωπος, που δεν καλλιεργεί την γη, αλλά ζει από το κυνήγι, την αλιεία, τους άγριους καρπούς και το γάλα, πρέπει να έχει στην διάθεση του, απέραντες εκτάσεις γης, για την συντήρηση του ίδιου και των ποιμνίων του. Υπολογίστηκε- αγνοώ κατά πόσο ακριβώς- ότι κάθε άγριος χρειάζεται για την συντήρηση του τέσσερα τετραγωνικά μίλια γης. Συνεπώς, όπου ο πληθυσμός αυξανόταν πολύ, γεννιόταν η ανάγκη να διανεμηθεί η γη μεταξύ των διάφορων φυλών.

Η πρώτη διανομή γης έγινε σε βοσκήσιμες γαίες και κυνηγητικές περιοχές κοινές για ολόκληρη την φυλή, καθώς η ιδέα της ατομικής κατοχής γεννήθηκε πολύ αργότερα. ‘’Η γη όπως η φωτιά και το νερό δεν μπορούν να πωληθούν’’, λένε οι Ομάχοι. Επίσης οι Μάοροι τόσο απέχουν από το να συλλάβουν την ιδέα της πώλησης της γης από ένα άτομο, ώστε και σε περίπτωση και που ολόκληρη η φυλή αποφάσιζε την ολοκληρωτική πώληση, αυτοί ζητούσαν πρόσθετο τίμημα για κάθε νεογέννητο, επειδή διά της πωλήσεως ξεχώριζαν τα δικά τους μόνο δικαιώματα και όχι των νεογέννητων. Η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας βρέθηκε στην ανάγκη να αντιμετωπίσει παρόμοια δυσχέρεια, αγοράζοντας γη στην οποία λάμβανε κλήρο κάθε βρέφος. Μεταξύ των Ιουδαίων και των Σημιτικών φυλών δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία στις γαίες. “Μην πωλήσετε την γη, διότι είναι δική μου, εσείς δεν είστε ξένοι προς αυτήν και διαβάτες”, λέει η Βίβλος. Οι χριστιανοί περιφρόνησαν την εντολή του Θεού τους. Όση ευλάβεια κι αν τρέφουν προς τον Ιεχωβά και στους νόμους του, λατρεύουν περισσότερο το παντοδύναμο κεφάλαιο!

Μακριά και επίμονη σταδιοδρομία διήλθε η ανθρωπότητα πριν φτάσει στην ατομική ιδιοκτησία της γης.

Οι Φουεγιανοί χωρίζουν τις κυνηγετικές περιοχές των διαφόρων φυλών μ΄ ένα αχρησιμοποίητο τμήμα γης. Ο Καίσαρας διηγείται ότι οι Σουάβοι και οι Γερμανοί θεωρούσαν τιμητικό να έχουν ακατοίκητες εκτάσεις στα σύνορα τους( De bello Gallico IV). Οι άγριοι και οι βάρβαροι περιορίζουν τις γαίες τους μέσα σε ουδέτερη ζώνη κι αν βρισκόταν κάποιος ξένος στη γη τους τον μεταχειρίζονταν σαν άγριο θηρίο, ακρωτηριάζοντας τον ή θανατώνοντας τον. Ο Heckewelder αναφέρει ότι οι ερυθρόδερμοι κόβουν την μύτη και τα αυτιά εκείνων που συλλαμβάνονται στις γαίες τους και τον στέλνουν στον Αρχηγό για να τον πληροφορήσουν ότι αν επαναλάβει την επιδρομή θα τον ‘’γδάρουν”. Κατά την πρωτογενή αυτήν εποχή, επικρατεί το φεουδαρχικό ρητό “όποιος έχει χωράφι έχει πόλεμο”. Η παράβαση των γαιών κυνηγετικής ιδιοκτησίας είναι μία από τις κυριότερες αφορμές των πολέμων μεταξύ γειτονικών φυλών. Η συνήθεια του χωρισμού σε διάφορες φυλές που κατείχαν εδάφη με αχρησιμοποίητες εκτάσεις, αναπτύχθηκε πολύ αργότερα. Αυτές οι ουδέτερες εκτάσεις χρησίμευαν ως αγορά για ανταλλαγή διαφόρων ειδών. Ο Harold αφού νίκησε το 1063 τους Καμπρίους, εισβάλοντας συχνά σε εδάφη των Σαξόνων, συμφώνησε με αυτούς ότι κάθε ομοεθνής τους που βρισκόταν ένοπλος ανατολικά της οχυρωμένης θέσης Offa, θα έχανε δια αποκοπής το δεξί του χέρι. Αφ΄ ετέρου οι Σάξονες έσκαψαν παράλληλα οχυρώματα και ο μεταξύ αυτών χώρος κηρύχθηκε ‘’ουδέτερο έδαφος”, προορισμένο για τους εμπόρους των δύο εθνών.

Πολλοί ανθρωπολόγοι παρατήρησαν έκπληκτοι ότι τα δύο φύλα ζούσαν χωριστά μεταξύ των αγρίων. Έχουμε πολλούς λόγους να πιστεύουμε ότι αυτός ο χωρισμός εισήχθη με σκοπό να εξαλειφτεί η αιμομιξία και οι μεταξύ αδερφών σεξουαλικές σχέσεις, οι οποίες είχαν γίνει γενικός κανόνας. Ο χωρισμός αυτός, γινόμενος εντός των ορίων της φυλής, αναγκαίος για το συμφέρον της ηθικής, συγκρατήθηκε με διάφορες μεθόδους, ως και της ιδιοκτησίας. Οι άνδρες αναλάμβαναν την άμυνα της χώρας και την προμήθεια της τροφής, ενώ οι γυναίκες επιδίδονταν στην οικιακή παρασκευή του φαγητού, την κατασκευή ενδυμάτων και οικιακών συσκευών και γενικά τη διεύθυνση του νοικοκυριού *3. Όπως παρατηρεί ο Μάρξ αυτή είναι η αρχή του ‘’καταμερισμού της εργασίας”, η οποία στηρίζεται σον διαχωρισμό των δύο φύλων. Η ιδιοκτησία στην αρχή της εμφάνισης ήταν δικαίωμα μόνο ενός φύλου.

Ο άντρας είναι κυνηγός και πολεμιστής, κατέχει τα άλογα και τα όπλα. Στη γυναίκα ανήκουν τα οικογενειακά σκεύη και τα άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιεί, τα οποία είναι υποχρεωμένοι να μεταφέρει στα νώτα της, καθώς και το παιδί, το οποίο της ανήκει αποκλειστικά, αφού κατά κανόνα είναι άγνωστου πατρός.

Η εισαγωγή της γεωργίας ενέτεινε το διαχωρισμό των δύο φυλών. Αυτός ο χωρισμός υπήρξε η κυριότερη αιτία της διανομής των γαιών, που μέχρι τότε ήταν κοινή ιδιοκτησία της φυλής. Ο άνδρας εξακολουθεί και κατά την περίοδο αυτή να είναι κυνηγός και πολεμιστής, αφήνοντας την γυναίκα να ασχοληθεί με την καλλιέργεια των αγρών, βοηθώντας την κατά τον θερισμό. Μεταξύ τον ασχολουμένων με την κτηνοτροφία λαών, τη φροντίδα της επιτήρησης των ποιμνίων την έχει ο άνδρας. Αυτή θεωρείτε σαν ευγενέστερη ενασχόληση σε σχέση με την γεωργία, αφού ούτως ή άλλως είναι και λιγότερο επίπονη. Οι Κάφροι θεωρούν την περιποίηση των ποιμνίων και των αγελών ως αριστοκρατική και ονομάζουν την αγελάδα “μαύρο διαμάντι”. Οι πρώτοι νόμοι των Αρίων φυλών, απαγόρευαν την γεωργία, θεωρώντας την εξευτελιστική, στις δύο ανώτερες τάξεις, τους Βραχμάνους και τους Ζατρίας ή πολεμιστές. “Οι ενάρετοι θα κατηγορήσουν τον Βραχμάνα, ο οποίος θα ασχοληθεί με την γεωργία, διότι το γόητρο του πέφτει και βλάπτεται, όπως βλάπτεται και παραμορφώνεται η γη από τη σιδερένια αιχμή του αρότρου” ( Νόμοι του Μανού).

Εφ όσων ο μοναδικός όρος της αναγνώρισης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας επί ενός αντικειμένου ήταν η χρήση του αντικειμένου, ομοίως το δικαίωμα της εγγειού ιδιοκτησίας, στην αρχή της εμφάνισης του, αναγνωρίστηκε στην γυναίκα η οποία καλλιεργούσε την γη. Αυτό παρατηρήθηκε σε όλες τις κοινωνίες που ζούσαν με μητριαρχική μορφή της οικογενείας, ως τους Αιγύπτιους, Ναϊρες, Τουαρέγκους της αφρικανικής ερήμου και τους Βάσκους των Πυρρηναίων. Στα χρόνια του Αριστοτέλη, τα 2/3 των γαίων της Σπάρτης άνηκαν στις γυναίκες.

Η έγγειος ιδιοκτησία, η οποία αργότερα έγινε μέσο χειραφέτησης και κοινωνικής υπεροχής, αρχικά ήταν αιτία υποδούλωσης. Οι γυναίκες καταδικάστηκαν στα τραχιά έργα των αγρών και απαλλάχτηκαν μόνο μετά την εισαγωγή της δουλείας.

Η γεωργία, αφού οδήγησε στην ατομική ιδιοκτησία, εισήγαγε την εργασία των δούλων, η οποία μέσα στους αιώνες έλαβε διαφορετικές μορφές και ονόματα, δουλεία, δουλοπαροικία, μισθωτή εργασία.



3

Εφόσον διαρκεί ο πρωτόγονος κομμουνισμός , οι γαίες ολόκληρης της φυλής καλλιεργούνταν από κοινού. Ο Νέαρχος στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου και αυτόπτης μάρτυρας συμβάντων του 4ου αιώνα π.Χ. λέει: “Σε πολλά μέρη των Ινδιών οι γαίες καλλιεργούνται από κοινού από τα μέλη της φυλής ή τους συγγενικούς ομίλους, οι οποίοι κατά την συγκομιδή, μοίραζαν τους καρπούς και τα σιτηρά”.

Ο Στέφεν αναφέρει εγκατάσταση ομίλου των Μάγια αποτελούμενου από 100 καλλιεργητές “στην οποία οι γαίες κατέχονται και καλλιεργούνται από κοινού και τα προϊόντα μοιράζονται μεταξύ όλων των μελών” (“Επεισόδια ενός ταξιδιού στην Γιουκατάν”).

Από το ινδιάνικο χωριό του Τάο του Ν. Μέξικο, ο Μίλερ έγραφε το Δεκέμβριο του 1877 προς τον Μόργκαν : “Σε κάθε συνοικισμό υπάρχει χωριστή έκταση που καλλιεργείτε από κοινού. Όταν τα σιτηρά σπανίζουν, δύναται ο κάθε φτωχός να λαμβάνει από τα προϊόντα της κοινής αυτής καλλιέργειας. Τη φύλαξη και διανομή αυτών των προϊόντων έχει ο Casique (αρχηγός)”.
Στο Περού πριν την Ισπανική κατάκτηση, η αγροτική καλλιέργεια λάμβανε την μορφή γιορτής. Κατά την χαραυγή, από εξέχουσα θέση ή πύργο, καλούνταν ολόκληρος ο πληθυσμός, άντρες, γυναίκες , παιδία. Συναθροιζόταν εκεί με τα γιορτινά τους ρούχα και τα πολυτιμότερα κοσμήματα τους και άρχιζαν όλοι μαζί την εργασία, τραγουδώντας για την γενναιότητα των Ίνκας, μέσα σε κλίμα γενικής ευθυμίας και ενθουσιασμού. Ο Καίσαρας διηγείται ότι οι Σουέβοι, οι πολεμοχαρέστεροι των γερμανικών φυλών, έστελναν κάθε χρόνο στην μάχη 100 άνδρες από 100 διαφορετικές περιφέρειες. Οι εναπομείναντες ήταν υποχρεωμένοι να διαθρέψουν τους μαχόμενους άνδρες, οι οποίοι το επόμενο έτος επέστρεφαν, εναλλασσόμενοι με άλλους μη πολεμήσαντες κατά το προηγούμενο έτος. Τοιουτοτρόπως και οι αγροί δεν έμεναν ακαλλιέργητοι και όλοι οι άνδρες εξασκούταν στον πόλεμο.

Οι επιδραμόντες στην Ευρώπη Σκανδιναβοί, είχαν όμοιες κομμουνιστικές συνήθειες, συνδυασμένες με στρατιωτικές αποστολές στις οποίες οι πολεμιστές αντικαθιστούνταν, για να επιστρέψουν και να βοηθήσουν τις γυναίκες στο θερισμό των αγρών.

Η μορφή αυτή της κοινής καλλιέργειας διατηρήθηκε για αρκετό καιρό και μετά την αποσύνθεση του πρωτογενούς κομμουνισμού.

Στα χωριά της (τσάρικης) Ρωσίας όπου υπάρχει το σύστημα της αιματοσυγγενικής ιδιοκτησίας, συχνά ένα μέρος των αγρών (Μir-skia-zapaschky). Kαλλιεργείται από κοινού με την κοινότητα (Μir). Σε άλλα μέρη μόνο το όργωμα γίνεται από κοινού και οι γαίες διανέμονται ακριβώς μετά.

Σε μερικές κοινότητες του Ντον της Ρωσίας, τα λιβάδια ακόμα κι αν βρίσκονται σε διαφορετικές περιοχές δε διανέμονται, αλλά αφού γίνει η κοπή του χόρτου διανέμεται στο κατόπι το σανό. Ομοίως από κοινού γίνεται η εκχέρσωση των δασών. Πρέπει να υποθέσουμε ότι το συνεργατικό όργωμα δεν είναι παρά λείψανο της εποχής της κομμουνιστικής καλλιέργειας. Στα νησιά Φίτζι η καλλιέργεια είναι κοινή, εκτελούμενοι από άνδρες διαιρεμένους σε ομίλους τριών ή τεσσάρων ατόμων. Αυτοί εφοδιασμένοι με φτυάρια σχηματίζουν κύκλο δύο περίπου ποδιών. Αφού με επανειλημμένα χτυπήματα μπήξουν τα φτυάρια σε βάθος 18 δαχτύλων, τα χρησιμοποιούν κατόπι σα μοχλούς σκάβοντας το έδαφος μ΄ αυτόν τον τρόπο. Ο Gomme λέει ότι το ίδιο κάνουν και οι ορεινοί Σκωτσέζοι.

Ο Καίσαρας γράφει ότι οι Γερμανοί διοργανώνουν ετήσιες ληστρικές επιδρομές. Η λεία πιθανώς διανέμεται μεταξύ όλων των πολεμιστών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έμειναν πίσω για να καλλιεργήσουν τους αγρούς της κοινότητας. Επίσης οι έλληνες των προϊστορικών χρόνων, οι οποίοι ήταν τρομεροί πειρατές, γύριζαν τη μεσόγειο και επέστρεφαν με την λεία στις ακροπόλεις που βρισκόταν στις κορυφές των ακρωτηρίων (δυσπρόσιτων όπως και οι εν μέσω των υδάτων σκανδιναβικοί πύργοι). Ένα πολύτιμο κομμάτι ελληνικού άσματος μας δίνει την εικόνα της ιστορικής ζωής των προϊστορικών ελλήνων : “έχω σαν πλούτο μου το μεγάλο δόρυ, το ξίφος και την ασπίδα μου ως προστάτες. Με αυτά καλλιεργώ, θερίζω και τρυγώ το γλυκό χυμό του σταφυλιού. Χάρη σ’ αυτά είμαι ο κύριος της Μνοίας (σ.σ. των δούλων). Όσοι τολμούν να φέρουν δόρυ και ασπίδα ας γονυπετήσουν ενώπιον μου και ας με αναγνωρίσουν σαν Άρχοντα τους”. Η πειρατεία είναι η προσφιλέστερη ενασχόληση στους προϊστορικούς χρόνους. Ο Νέστωρ στην Οδύσσεια ρωτάει τον Τηλέμαχο, που τον φιλοξενεί, αν είναι πειρατής. Ο Σόλων διατηρούσε στην Αθήνα ναυτική σχολή κι ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι κατά τους αρχαίους χρόνους η πειρατεία θεωρούταν σαν τιμητική ενασχόληση. Όπου επέδραμαν οι ήρωες συλλάμβαναν άνδρες και γυναίκες και λεηλατούσαν τα σιτηρά και κινητά οικιακά αντικείμενα. Τους άνδρες τους μετέβαλλαν σε δούλους που, σαν κοινή ιδιοκτησία, καλλιεργούσαν τους αγρούς του γένους, υπό την επίβλεψη των γυναικών των ηρώων. Όλες οι πόλεις της Κρήτης, του πρώτου νησιού που υπήρξε αποικία των τολμηρών αυτών πειρατών, κατείχαν ακόμα και μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη στρατιές ολόκληρες δούλων (Μνώται), οι οποίοι καλλιεργούσαν τους κοινούς αγρούς. Επίσης οι ελληνικές πόλεις κατείχαν εκτός από κοινές γαίες και κοινούς δούλους και συνερχόταν σε κοινά συμπόσια παρόμοια μ’ αυτά που περιέγραφε ο Ηρακλειδής.

Ο Hodgson περιέγραψε το 1330 χωριό 330 χλμ βορειοδυτικά του Madras, στο οποίο οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τη γη βοηθούμενοι από δούλους. Κι εκεί οι δούλοι ήταν κοινή ιδιοκτησία όλων, μεταβιβαζόμενοι μαζί με τα άλλα δικαιώματα των ιδιοκτητών του χωριού σε περίπτωση πώλησης ή υποθήκευσης. Οι πόλεις και τα χωριά της μεσαιωνικής εποχής είχαν ομοίως τους κοινούς δούλους τους.

Βλέπουμε λοιπόν ότι παντού η ιδιοκτησία της γης και των προϊόντων της, των κατοικίδιων ζώων, των δούλων και των δουλοπάροικων, ήταν αρχικά κοινή ιδιοκτησία του γένους. Ο κομμουνισμός υπήρξε το λίκνο της ανθρωπότητας. Η καταστροφή του πρωτογενούς αυτού κομμουνισμού είναι έργο του πολιτισμού. Σώζονται ίχνη αυτού του κομμουνισμού παρ’ όλη την αρπαγή των ευγενών και των αστών. Τα ίχνη αυτά διαφαίνονται καθαρά στις κοινοτικές γαίες και λιβάδια. Αλλά το έργο του πολιτισμού είναι διπλό. Αφ’ ενός διαλυτικό, αφ’ ετέρου δημιουργικό. Ενώ αποσυνθέτει την αρχέγονη ζύμη του κομμουνισμού της πρωτόγονης ανθρωπότητας, δημιουργεί εκ νέου στοιχεία για έναν ανώτερο και πολυσύνθετο κομμουνισμό.


Σημειώσεις:

1. Μεταξύ των αγρίων δεν υφίσταται οικογένεια με την σημερινή μορφή της λέξης, ούτε με την μητριαρχική της μορφή. Τα παιδιά ανήκουν σε ολόκληρο το γένος και ονομάζουν μητέρα, την μητέρα τους και τις αδερφές της, όπως επίσης και όλες τις γυναίκες που έχουν την ίδια ηλικία με την μητέρα τους. Όταν με την πάροδο του χρόνου οι καταρχάς αιμομικτικές σχέσεις άρχισαν να περιορίζονται και πριν την εμφάνιση της ζευγαρωτής οικογένειας, υπήρχε ο ελεύθερος γάμος. Όλες οι γυναίκες ενός γένους ήταν σύζυγοι των ανδρών ενός γένους και τανάπαλιν. Ο περίεργος αυτός τύπος γάμου παρατηρήθηκε από τους Fizon και Koweit στην Αυστραλία, ενώ ίχνη του βρίσκονται και στην αρχαιοελληνική μυθολογία.

2. Heckewelder : “ Ιστορία των ηθών και εθίμων των ινδιάνικων εθνών των κατοικησάντων την Πενσυλβανία και τις γειτονικές χώρες”. Ο Heckewelder έζησε ως ιεραπόστολος μεταξύ των ινδιάνικων φυλών επί 15 έτη( 1771-1886), μαθαίνοντας και την γλώσσα τους.

3. Ο “άντρας” έλεγε ένα μέλος της φυλής Kurnai στον Fison, “κυνηγά, ψαρεύει πολεμά και αναπαύεται”, εννοώντας πως κάθε άλλη ασχολία πέρα τούτων είναι γυναικεία υπόθεση.

4. Στις ελληνικές πόλεις οι δούλοι διαιρούταν σε δύο τάξεις : Του δημόσιους(κοινούς δούλους) που άνηκαν στην Πολιτεία και τους ιδιωτικούς, ονομαζόμενους και κληρωτούς, επειδή η διανομή τους γινόταν με κλήρο. Η Αθήνα είχε και μη καλλιεργητές δούλους, οι οποίοι δούλευαν σε κατώτερα δημόσια έργα (δήμιοι αστυνομικοί κλπ).


(Από το βιβλίο του Πωλ Λαφάρκ “η εξέλιξις της ιδιοκτησίας”, εκδοτικός οίκος Βασιλείου, έκδοση 1923, μτφ Ν. Δροσόπουλος, μεταφορά στη δημοτική Π.Γεωργιάδης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου