9/11/13

Η ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΦΤΕΡΝΑ ΤΟΥ 4ου ΡΑΪΧ


Η ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΦΤΕΡΝΑ ΤΟΥ 4ου ΡΑΪΧ

«Είναι ο καπιταλισμός, μην τρελαίνεστε! Είναι ο καπιταλισμός»

Άδωνις Γεωργιάδης
«Αλλά η επανάσταση είναι η μόνη μορφή πολέμου - κι αυτός είναι ένας ακόμα ιδιάζων νόμος της ζωής – στον οποίο η τελική νίκη μπορεί να προετοιμαστεί μόνο με μια σειρά από ήττες»
Ρόζα Λούξεμπουργκ


Τα πλούτη τους είναι το αίμα μας, λέει ένα παλιό καλό σύνθημα. Ενίοτε το σύνθημα αυτό αποκτά και κυριολεκτική ισχύ...

Δύο δεκαετίες περίπου πέρασαν απ' την κατάργηση του φυλετικού απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και την ομαλή μετάβαση στην εξουσία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (κομμάτι του οποίου είναι και το αυτοαποκαλούμενο “Κομμουνιστικό” Κόμμα). Ο θρυλικός για τον αντιρατσιστικό του αγώνα και την πολυετή φυλάκιση του Νέλσον Μαντέλα έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας (τους), με όλες τις απαραίτητες ευλογίες του Δυτικού υπεριμπεριαλισμού και τις παράτες του Θεάματος του “αντι”ρατσισμού. Πίσω όμως απ' το χρυσό παραπέτασμα της ψευδοσυμφιλίωσης λευκών και αφρικανών, κρύβονταν ένα διαφορετικό απαρτχάιντ : η Ν. Αφρική παραδόθηκε σιδηροδέσμια στα γεράκια των αγορών και στα κοράκια της Σχολής του Σικάγου, που κατά τα δικά τους ειωθότα προχώρησαν σε μια άνευ προηγουμένου νεοφιλελεύθερη λεηλασία. Το νέο απαρτχάιντ ήταν ταξικό...

Ο ταξικός πόλεμος στη Ν. Αφρική εδώ και χρόνια είναι ιδιαίτερα οξυμένος. Ένα γεγονός, όμως, ήρθε να προεικονίσει το ίδιο μας το μέλλον, το μέλλον της ευτοπίας του Κεφαλαίου (που είναι δυστοπία για το προλεταριάτο), αν δεν τους εμποδίσουμε έγκαιρα. Το μέλλον της σιδερένιας φτέρνας του Κεφαλαίου και του κράτους του (εν προκειμένω της χρυσής φτέρνας).

Στις 12 Αυγούστου του 2012 οι “εργαζόμενοι με στολή”[1], οι μπάτσοι δηλαδή, εκτέλεσαν σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση 34 απεργούς σε ορυχείο στη Μαρικάνα. Οι εικόνες της εν ψυχρώ εκτέλεσης “ συγκλόνισαν” τη δυτική κοινή γνώμη, μέσα σ' ένα κρεσέντο υποκρισίας. Αυτή η εκτέλεση, όμως, δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό και απλή αστυνομική αυθαιρεσία. Ήταν κεντρική πολιτική επιλογή της υπηρέτριας του Κεφαλαίου που ακούει στο εντυπωσιακό όνομα Κυβέρνηση. Ήταν μια ξεκάθαρη πολιτική επιλογή προς παραδειγματισμό, προς γνώση και συμμόρφωση όλων των απείθαρχων προλετάριων που έχουν το θράσος να απαιτούν αξιοπρεπείς συνθήκες επιβίωσης!

Αυτό που δεν μας λένε όλοι οι “ευαίσθητοι” υποκριτές, είναι πως τα αδέλφια μας στην Μαρικάνα δεν ήταν απλοί ειρηνικοί διαδηλωτές, δεν ζητιάνεψαν την αξιοπρέπεια τους. Οι προλετάριοι επί βδομάδες έχεζαν πατόκορφα τις απειλές και τα τελεσίγραφα της εργοδοσίας, οργανώνοντας άγρια απεργία. Επί μέρες συγκρούονταν με αυτοσχέδια όπλα με τα ένστολα τσιράκια της αστικής τάξης. Η μάχη φυσικά ήταν άνιση : απ' τους 46 συνολικά νεκρούς μόλις οι δύο ήταν μπάτσοι, ενώ οι υπόλοιποι 44 ήταν άνθρωποι.

Η εν ψυχρώ, όμως, εκτέλεση της 12ης Αυγούστου δεν ήταν μια εσωτερική υπόθεση των “άγριων ιθαγενών” αφρικανών. Το “ανθρωπιστικό” δυτικό κεφάλαιο, είναι ο πραγματικός ηθικός αυτουργός της σφαγής. Το βρετανικών συμφερόντων ορυχείο πλατίνας στη Μαρικάνα παράγει το 12% της παγκόσμιας παραγωγής λευκόχρυσου, κερδίζει δηλαδή το χάλκινο μετάλλιο, αφού κατακτά την 3η θέση σε παγκόσμιο επίπεδο. Με δύο λόγια : είναι πολλά τα λεφτά... Οι απείθαρχοι θα φάνε μολύβι!

Όποιος νομίζει πως η εικόνα αυτή είναι μακρινή και αφορά μόνο τους “τριτοκοσμικούς” και όχι εμάς τους “εξελιγμένους” ευρωπαίους είναι βαθιά νυχτωμένος. Το Κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του, ήδη προετοιμάζονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα υλικοτεχνικά, ιδεολογικά και με μεταβολές στο νομικό πλαίσιο, καταργώντας σταδιακά όλα τα προσχήματα. Στα πλαίσια του σχεδιασμού της αντί-εξέγερσης και της πειθάρχησης του προλεταριάτου είναι και η δημιουργία της Eurogendfor, μιας ευέλικτης αστυνομικό/στρατιωτικής δομής με ρόλο την καταστολή εξεγερμένου πλήθους. Όπως το θέτει ο γεωπολιτικός αναλυτής Αλέξανδρος Μπουφέσης : «εκείνο το οποίο απασχολεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι η ύπαρξη ενός εκστρατευτικού σώματος πολλαπλών ρόλων, του οποίου το δόγμα να βασίζεται πρωτίστως στην ικανότητα παράταξης δυνάμεων και να μπορεί να ανταποκριθεί τόσο σε εσωτερικές όσο και εξωευρωπαϊκές προκλήσεις»[2]. Ο υπουργός εσωτερικών της Πορτογαλίας ήδη από το 2006 έθετε ως στόχο η Eurogendfor να γίνει σώμα με επαυξημένες ιδιότητες και παγκόσμια εμβέλεια. Έτσι, αυτό το ιδιαίτερο υβρίδιο “δύναμης αστυνόμευσης θεσπισμένης και ως στρατιωτικός παράγων” θα αποτελεί μια χρήσιμη κατασταλτική εφεδρεία του συστήματος στην αυταρχική του επέλαση : «Η Eurogendfor είναι μια δύναμη υψηλής κινητικότητας,ικανή να αναπτυχθεί σχεδόν αυτομάτως, σε περιπτώσεις αποσταθεροποίησης, εφόσον η δύναμη έχει εκπαιδευτεί τοιουτοτρόπως, ώστε οι εντολές που δέχεται να εξαρτώνται τόσο απ' τους πολιτικούς όσο και απ΄τους στρατιωτικούς ανωτέρους. Η Eurogendfor είναι σε θέση να αντιδρά αποτελεσματικά καταστέλλοντας εγκληματικές δραστηριότητες». Όπου “εγκληματικές δραστηριότητες” διαβάστε : προλεταριακή απειθαρχία, κοινωνική εξέγερση και το πασπαρτού του “εξτρεμισμού” και της “τρομοκρατίας”[3]. Το περιγράφει και το ίδιο το καταστατικό της Eurogendfor : σε οποιαδήποτε κοινωνική αναταραχή (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), μια πολιτική οντότητα (διάβαζε: μια κυβέρνηση, ήτοι το υπηρετικό προσωπικό του Κεφαλαίου) μπορεί να καλέσει την Eurogendfor για να βοηθήσει στο άγιο και σεπτό έργο της καταστολής πλήθους και της αποκατάστασης της νομιμότητας (τους) και της τάξης (τους).

Η ιδέα της στρατιωτικοποίησης της καταστολής είναι προϋπάρχουσα της κρίσης. Είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε την κρίση ως γεγονός που τεμαχίζει στα δύο την παγκόσμια ιστορία! Ωστόσο οι κρίσεις και οι συνακόλουθες συστημικές αναταράξεις λειτουργούν ως επιταχυντής εξελίξεων. Απ΄την κρατική πλευρά, όλο και πληθαίνουν οι προετοιμασίες για χρήση στρατιωτικοποιημένης κατασταλτικής βίας, είτε στρατιωτικοποιώντας τις ήδη υπάρχουσες αστυνομικές δομές, είτε δημιουργώντας νέες μεικτές μορφές κατασταλτικών μονάδων (όπως η Eurogendfor και άλλες μονάδες - εκπαιδευμένων γι αυτόν τον ειδικό σκοπό - των ειδικών δυνάμεων του επαγγελματικού στρατού). Οι ασκήσεις καταστολής πλήθους στο Κιλκίς, οι απειλές των ιταλικών κυβερνήσεων να καταστείλουν στρατιωτικά τις βίαιες λαϊκές κινητοποιήσεις εναντίον των έργων για τα τρένα υψηλής ταχύτητας ή τις εγκαταστάσεις χωματερών, οι επί χάρτου ασκήσεις εξουσιαστικών δεξαμενών σκέψης, η τοποθέτηση συστοιχιών αντιαεροπορικών πυραύλων στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο, η πρόσφατη τροποποίηση του γερμανικού συντάγματος, ώστε να μπορεί ο στρατός να επέμβει στο εσωτερικό της χώρας[4], όταν το απαιτούν οι “έκτακτες” περιστάσεις και άλλα τέτοια γεγονότα, δείχνουν ολοκάθαρα πως η σφαγή της Μαρικάνα είναι μονάχα η προεικόνιση και του δικού μας μέλλοντος. Το Κεφάλαιο είναι βαθιά αμοραλιστικό : δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει όλες τις κατασταλτικές του εφεδρείες για να πειθαρχήσει το προλεταριάτο, όπως και δε θα διστάσει να (ξανα)αιματοκυλήσει τον πλανήτη για να ξαναπάρει μπρος η μηχανή. Επειδή είναι σαδιστικό; Όχι!

Δύο μόλις βδομάδες πριν τη σφαγή των προλετάριων αδερφών στη Νότια Αφρική, στις 29 Ιουλίου, το Έθνος της Κυριακής κυκλοφόρησε μ' ένα άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο : «Οι πλούσιοι κρύβουν 21 τρις δολάρια σε φοροπαραδείσους». Και μ' εναν εξίσου ενδιαφέροντα υπότιτλο : «Μέσα σε 40 χρόνια έχουν καταφέρει να κερδίσουν χρήματα που ξεπερνούν το ΑΕΠ των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας μαζί». Αυτό είναι ενδεικτικό μονάχα της τεράστιας υπερσυσσώρευσης πλούτου στα χέρια λίγων (και της συνακόλουθης υπερσυσσώρευσης αθλιότητας), που προκλήθηκε μετά τον ψόφο του Κεϋνσιανισμού και τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση που ξεκίνησε το ΄70. Δεν είναι ο υπεριστορικός σαδισμός, λοιπόν, είναι η ίδια η ταξική θέση των καπιταλιστών που τους καθιστούν έτοιμους ανά πάσα στιγμή να υπερασπιστούν τα “κεκτημένα” τους, με κάθε μέσο – ακόμα και με παγκόσμιο πόλεμο! Το έχουν κάνει ήδη δύο φορές τον προηγούμενο αιώνα γιατί να διστάσουν τώρα; Όχι φυσικά ως σκοτεινή συνωμοσία που προαποφασίζει μέσα σε κλειστές αίθουσες το ιστορικό μέλλον, αλλά ως αποτέλεσμα που προκύπτει απ' την ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού, τις εσωτερικές του αντιφάσεις και τη λογική της αέναης υπερκερδοφορίας με κάθε κόστος. Το Κεφάλαιο με κάθε του πράξη κραυγάζει : Εμού θανόντος γαία πυρί μιχθήτω! Γι' αυτό και ο καπιταλιστικός αμοραλισμός στο καταστροφικό του έργο δε διστάζει όχι μόνο να αιματοκυλήσει τον πλανήτη, αλλά και να εξοντώσει την ίδια τη φύση και να εμπορευματοποιήσει στη συνέχεια την “σωτηρία” του περιβάλλοντος! Ο πράσινος καπιταλισμός είναι μονάχα το αντεστραμμένο είδωλο του καπιταλισμού της καταστροφής!

Εν κατακλείδι, δεν είναι μονάχα θεωρητικά διαπιστωμένο, αλλά και εμπειρικά βιωμένο : Τα πλούτη τους είναι το αίμα μας! Πρέπει να τους εξοντώσουμε πριν μας εξοντώσουν. Να στήσουμε πύργο ατίθασο απέναντι τους, να απαντήσουμε με την ριζοσπαστικοποίηση του κοινωνικού/ταξικού ανταγωνισμού, να βάλουμε μπρος τη δυναμική συνεξελεκτική διαδικασία της ατομικής, συλλογικής και κοινωνικής απο-αλλοτρίωσης. Με δύο λόγια να μετατρέψουμε το “χώρο” σε ιστορικό-κοινωνικό κίνημα!

Πριν εσωτερικεύσουμε ως αναπόφευκτη την πώληση της ίδιας μας της ψυχής στα σκλαβοπάζαρα της σύγχρονης βαρβαρότητας...

Σημειώσεις :

[1] Ο όρος “εργαζόμενοι με στολή” είναι κατασκεύασμα του αυτοαποκαλούμενου “Κ”ΚΕ. Στο ίδιο μοτίβο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ αποκάλεσε τους μπάτσους “ένστολο προλεταριάτο”. Θα τρίζουν τα κόκαλα του γερο Καρόλου μ' αυτές τις μπούρδες των “επιγόνων” του! Οι μπάτσοι όχι μόνο δεν είναι προλετάριοι, αλλά είναι μισθοφόροι της αστικής τάξης και στελεχώνουν τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό (μαζί με τους σεκιουριτάδες και τους επαγγελματίες στρατιωτικούς), για να υπερασπίσουν τον υπάρχοντα τρόπο παραγωγής και αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής. Για να θυμηθούμε κι έναν παλιό μαρξιστικό όρο : οι μπάτσοι είναι τυπικά λουμπενικά στοιχεία και προδότες της τάξης τους!

[2] βλ. Επίκαιρα τεύχος 155

[3] Ενδεικτικό γεγονός της τάσης στρατιωτικοποίησης της καταστολής είναι η βίαιη εκκένωση της αναρχικής κατάληψης Δέλτα στη Θεσ/νίκη απ΄τις Ειδικές Κατασταλτικές Αντιτρομοκρατικές Μονάδες! Το κατασταλτικό ντελίριο, όμως, απλώνεται σε όλον τον πλανήτη και είναι άμμεση απόρροια της όξυνσης του ταξικού πολέμου. Ας κάνουμε ένα μικρό απολογισμό του καλοκαιριού του 2012, άκρως ενδεικτικό, αφού η πύκνωση των ταραχών είναι τέτοια που έχουμε χάσει το μέτρημα! Στην εξέγερση των καναδών φοιτητών οι μπάτσοι απάντησαν με περισσότερες από 3.300 συλλήψεις. Εξίσου βίαιη ήταν η καταστολή τόσο των ισπανών “αγανακτισμένων”, όσο και των αστουριανών ανθρακωρύχων. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκαν και οι εργατικές ταραχές σε Γαλλία και Ιταλία, αλλά και η εξέγερση των υπο-προλετάριων στην Αμιέν της Γαλλίας. Με καταστολή απαντήθηκαν και οι εξεγερμένοι υφαντουργοί στο Μπαγκλαντές (που ως συνήθως πυρπολούσαν τα εργοστάσια τους), οι ινδοί και κινέζοι προλετάριοι και οι μεξικανοί και χιλιανοί φοιτητές κι εργάτες. Θερμό το θέρος φέτος!

[4] Η χρήση στρατού για εσωτερική καταστολή υπάρχει ήδη και στο νόμιμο οπλοστάσιο των ΗΠΑ


Υστερόγραφο : προς επίρρωσιν των προηγουμένων, τρεις ειδήσεις που δημοσιεύθηκαν μετά την ολοκλήρωση του κειμένου. Στις 23/10 κατά τη διάρκεια συγκρούσεων στον Παναμά εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων, οι μπάτσοι άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών. Λίγες ημέρες αργότερα στις 26/10, οι μπάτσοι στο Περού απάντησαν σε βίαιες διαδηλώσεις μικροπωλητών ανοίγοντας πυρ και εκτελώντας ένα διαδηλωτή. Την ίδια ώρα στην πρωτοκοσμική Ελβετία αποκαλύφθηκε πως ο στρατός ξεκίνησε την προετοιμασία του για μια ενδεχόμενη κατάρρευση της Ευρωζώνης, κάνοντας ειδικές ασκήσεις καταστολής πλήθους. Είναι φανερό πως τα αφεντικά είναι ήδη προετοιμασμένα για μετωπική σύγκρουση. Εμείς;

Πολύκαρπος Γεωργιάδης
Φυλακές Κέρκυρας
21-10-2012

8/11/13

Από την Κοινωνική Ληστεία στην Εξουσιαστική Κατασκευή της Εγκληματικότητας

Από την Κοινωνική Ληστεία στην Εξουσιαστική Κατασκευή της Εγκληματικότητας

«Μεντόζα: είμαι ληστής, ζω κλέβοντας τους πλούσιους
Τάνερ: είμαι ευγενής, ζω κλέβοντας τους φτωχούς
»

Μπερνάρ Σω

Η κοινωνική ληστεία ως πρωτόλεια μορφή κοινωνικής εξέγερσης είναι αδιάσπαστο τμήμα της παράδοσης ανταρσίας του λαϊκού πολιτισμού πλάι σε άλλες όμοιες ή ανόμοιες εκφάνσεις της αυθόρμητης κοινωνικής διαμαρτυρίας (λουδισμός, καρναβάλι, καραγκιόζης, επαναστατικές αιρέσεις κλπ). Η εξιδανικευμένη μορφή του κοινωνικού ληστή είναι ο εξεγερμένος χωρικός που συγκρούεται με την κεντρική εξουσία και τους πλούσιους, τους πολιτικούς, τους τοκογλύφους και τους ξένους κατακτητές, βοηθώντας τους φτωχούς και τους αδικημένους: «Πρόκειται για εκτός νόμου χωρικούς που θεωρούνται κακούργοι για τον άρχοντα και το κράτος, όμως παραμένουν μέσα στην αγροτική κοινωνία και ο κόσμος τούς θεωρεί ήρωες, προστάτες, εκδικητές, αγωνιστές της δικαιοσύνης, ίσως ακόμα και απελευθερωτές και οπωσδήποτε ανθρώπους που αξίζουν θαυμασμό, βοήθεια και συμπαράσταση» (Χομπσμπάουμ).
Η κοινωνική ληστεία δεν είναι ένα εξω-κοινωνικό ή αντι-κοινωνικό φαινόμενο («παρακοινωνιακή ληστεία»), δε δημιουργεί μια παράλληλη, παράνομη αντι-κοινωνία στον αντίποδα της «επίσημης», αλλά μοιράζεται τον ίδιο αξιακό κώδικα της παραδοσιακής, πατριαρχικής, αγροτο-ποιμενικής κοινότητας των προκαπιταλιστικών σχηματισμών: «η ληστεία, λοιπόν, ως μορφή δράσης και συμπεριφοράς, δε δείχνει να αντιτίθεται στο αξιακό και ιδεολογικό σύμπαν της τοπικής κοινωνίας. Αντίθετα, συμφωνεί με αυτό και ως προς τις τελικές πρακτικές επιλογές της. [...] Η ληστεία ως πρακτική και η συνακόλουθή της χρήση βίας δε θεωρούνται απ’ την τοπική αγροτική κοινωνία μορφές δράσης που αντίκεινται στα δικαιακά της πρότυπα, αλλά μάλλον νομιμοποιούνται στην ευρύτερη προοπτική σύγκρουσης με την κρατική, απρόσωπη νομιμότητα» (Δερμεντζόπουλος).
Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας χαρακτηρίζεται από μια εντυπωσιακή οικουμενικότητα: στην Ινδία συναντάμε τους Δακοΐτες και στη Βραζιλία τους Καγκασέιρος, στη Ρωσία τον Ραζίν και τον Πουγκατσέφ και στην Ουρουγουάη τον Αρτίγας, στην Ιταλία τους Μπαντίτι και στην Ιβηρική τους Μπαντολέρος, στο Μεξικό το Βίγια και στην Ελλάδα τον Καραϊσκάκη και τους ελασίτες Καραλιβαναίους. Στην Κίνα οι απαγωγές πλουσίων ήταν γεγονότα με ευρύτατη κοινωνική αποδοχή (ή ανοχή) και οι εύποροι πολίτες πάντα αποταμίευαν λεφτά για το ενδεχόμενο της παράδοσης λύτρων. Στις ΗΠΑ, οι ληστείες τραπεζών απέκτησαν τεράστια λαϊκή δημοφιλία, ως αποτέλεσμα της όξυνσης της δυσαρέσκειας εναντίον του διεφθαρμένου τραπεζικού συστήματος. Μετά το κραχ του 1929, ο ληστής τραπεζών Ντίλιγκερ, δολοφονημένος απ’ το FBI, θάφτηκε ως λαϊκός ήρωας, σε μια κηδεία που άτυπα αποτέλεσε διαδήλωση εναντίον του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Στο Βυζάντιο συναντάμε τους Απελάτες, που ληστεύουν τσιφλικάδες, αντιμετωπίζοντας το αστυνομικό σώμα των Ακριτών, και στην Οθωμανοκρατία συναντάμε τους έλληνες κλέφτες, τους αλβανούς κατσάκ, τους βούλγαρους χαϊδούκους και τους τούρκους ζεϊμπέκηδες.
Στην Ελλάδα, μετά την απόκτηση της εθνικής της ανεξαρτησίας, το κλέφτικο αντάρτικο αλλάζει μορφή: μετά τη διάλυση των κλέφτικων στρατιωτικών τμημάτων απ’ το βασιλιά Όθωνα, οι παλαίμαχοι της επανάστασης διαδηλώνουν έξω απ’ τα ανάκτορα. Εκεί συναντάν τη σκληρή καταστολή και απαντούν με το δικό τους «παραδοσιακό» τρόπο. Έτσι, εγκαινιάζεται η περίοδος που έμεινε γνωστή ως «ληστοκρατία», ξεκινώντας ως αντι-οθωνική εξέγερση: «Χιλιάδες έπαιρναν τα βουνά και η ληστεία πήρε το χαρακτήρα της ανοργάνωτης λαϊκής αντίστασης εναντίον των αστο-κοτζαμπάσηδων» (Νίκος Μπελογιάννης). [1]
Η ληστοκρατία υπήρξε τόσο γενικευμένο φαινόμενο για έναν περίπου αιώνα, ώστε: «μελετώντας το φαινόμενο έχει κανείς την αίσθηση ότι το σύνολο του ελληνικού λαού προσχωρεί στην παρανομία» (Δαμιανάκος).
Όλοι αυτοί οι αγώνες της παραδοσιακής κοινότητας εναντίον της συγκεντρωτικής εξουσίας, που ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του κοινωνικού ληστή, όχι μονάχα δε σταματούν με τη μετάβαση απ’ τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αλλά συνεχίζονται επικαιροποιώντας τη μορφή και το περιεχόμενο τους, προσαρμοζόμενες διαρκώς στις νέες συνθήκες: «ενάντια στο νέο καθεστώς της νόμιμης εκμετάλλευσης της εργασίας αναπτύχθηκαν οι εργατικές ανομίες στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα: απ’ τις πιο βίαιες, όπως η καταστροφή των μηχανών, ή τις πιο διαρκείς, όπως η σύσταση συνεταιρισμών, ως τις πιο καθημερινές, όπως οι συχνές απουσίες, η αποχή από την εργασία, η αλητεία, οι κλοπές των πρώτων υλών, οι απάτες σχετικά με την ποσότητα και την ποιότητα της τελειωμένης εργασίας. Μια ολόκληρη σειρά από παράνομες πράξεις εντάσσονταν σε αγώνες όπου ο καθένας ξέρει ότι θα αντιμετωπίσει το νόμο και ταυτόχρονα την κοινωνική τάξη που τον έχει επιβάλλει» (Φουκώ).
Οι νέες απαγορεύσεις της αναδυόμενης κεφαλαιοκρατικής εξουσίας γεννούν και νέες έκνομες συμπεριφορές των κατώτερων κοινωνικών τάξεων: διαρρήξεις περιφράξεων, λουδισμός, εμπρησμοί, ταραχές, σαμποτάζ. Αυτές οι νέες μορφές λαϊκής παραβατικότητας συναρθρώνονται με τους κοινωνικούς αγώνες και εισχωρούν στη «γενική πολιτική σφαίρα», αποκτώντας ένα δυνητικά επαναστατικό περιεχόμενο (όπως ακριβώς συμβαίνει και με την κοινωνική ληστεία). Παρά τον παραδοσιακο-κεντρικό τους χαρακτήρα, οι μορφές αυτές της πληβειακής ανταρσίας εμπεριέχουν σε σπερματική μορφή τη δυνατότητα του επαναστατικού αυτοξεπεράσματος: η ίδια η πραγματικότητα τις ωθεί πέρα απ’ τον απλοϊκό εκρομαντισμό και τη νοσταλγική διάθεση. Δεν μπορούν να αγνοούν τις εξελίξεις σε έναν κόσμο που αλλάζει με δαιμονικούς ρυθμούς.
Και μια απ’ αυτές τις εξελίξεις υπήρξε και η κατασκευή της εγκληματικότητας απ’ το ταξικό κολαστικό/ τιμωρητικό σύμπλεγμα, ώστε να χειραγωγηθεί η λαϊκή παραβατικότητα…
ΙΙ
«Μπορούμε να πούμε πως η εγκληματικότητα, δομημένη πάνω σ’ ένα ποινικό σύστημα με κέντρο τη φυλακή, αντιπροσωπεύει μιαν εκτροπή της ανομίας, πρόσφορη για τα αθέμιτα κυκλώματα του κέρδους και της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης [...] Το αρχιπέλαγος των φυλακών εξασφαλίζει στα βάθη του κοινωνικού σώματος, τη διαμόρφωση της εγκληματικότητας, με αφετηρία μερικές μικροπαρανομίες, την επικάλυψη αυτών των παρανομιών απ’ την εγκληματικότητα και την εγκατάσταση μιας σαφώς καθορισμένης εγκληματικότητας»
Μισέλ Φουκώ: «Επιτήρηση και Τιμωρία»
Πριν η σωφρονιστική μεταρρύθμιση φέρει τη φυλακή στο επίκεντρο της κολαστικής διαδικασίας, η τιμωρία των παραβατών του νόμου δεν ήταν και πολύ ευχάριστη: εξορία, βασανισμός, δημόσια έκθεση και μαστίγωση, διαμελισμός, παλούκωμα, θανάτωση με συνοδεία βασανισμού (τροχός, αγχόνη, πυρά), συμβολικές τιμωρίες (τρύπημα της γλώσσας για τους βλάστημους, κόψιμο του χεριού για τους φονιάδες), κλπ. Ιδού ένα μικρό δείγμα βασανιστηρίων που παραθέτει ο Έκο: «[...] ο βρασμός, η σταύρωση, τα αγκάθια, όπου το θύμα πρώτα κρεμιόταν και μετά αφηνόταν να πέσει με τους γλουτούς πάνω σε μια βάση με μυτερά σιδερένια καρφιά, το πυρ, με ψήσιμο των πελμάτων, η σχάρα, η ταφή, η πυρά, ο τροχός, το γδάρσιμο, το σούβλισμα, το πριόνι, θηριώδης παρωδία της παράστασης ενός ταχυδαχτυλουργού, με τον κατάδικο μέσα σε ένα κιβώτιο και δυο δήμιους με μια τεράστια οδοντωτή λεπίδα, μόνο που σ’ αυτήν την περίπτωση το θύμα πράγματι κοβόταν σε δυο κομμάτια [...]».
Όσο κι αν σήμερα μας φαίνεται περίεργο, η κεντρικοποίηση της φυλακής μέσα απ’ τη σωφρονιστική μεταρρύθμιση αποτελεί μια «προοδευτική» κατάκτηση της ανθρωπότητας. Και όπως όλες οι προοδευτικές καταστήσεις, έτσι κι αυτή, λειτουργεί πιο «ύπουλα» σε σχέση με την άμεση βαρβαρότητα του σωματικού κολασμού και του βάναυσου βασανιστηρίου.
Σύμφωνα με την τρέχουσα αντίληψη του συρμού, το σωφρονιστικό σύστημα είναι μια σκέτη αποτυχία, οι φυλακές απλώς λειτουργούν ως «σχολείο» αναβάθμισης του εγκλήματος και ο ευκαιριακός παραβάτης μετατρέπεται σ’ έναν εξειδικευμένο και συστηματικό εγκληματία. Αυτό, όμως, που δεν κατανοεί αυτή η αντίληψη είναι ότι ακριβώς αυτή η φαινομενική αποτυχία είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία του εξουσιαστικού κολαστικού / τιμωρητικού συμπλέγματος, το οποίο – όπως μας δείχνει και η σπουδαία ανάλυση του Φουκώ – δεν αποσκοπεί στην καταπολέμηση του εγκλήματος, αλλά στη ρύθμιση του: το καναλιζάρει, το χρησιμοποιεί με την ένταξη της παράβασης σε μια γενική τακτική καθυπόταξης και κοινωνικής πειθάρχησης. Η κατασκευή ενός συγκεκριμένου τύπου ενδοταξικής βίας (ενός ιδιότυπου εμφυλίου μεταξύ καταπιεσμένων), αλλά και το λεγόμενο «οργανωμένο έγκλημα» (η αστική τάξη του εγκλήματος, ο παράνομος καπιταλισμός με τη μαύρη συσσώρευση κεφαλαίου και τη σκληρή ιεραρχία)[2], είναι οι μεγαλύτερες επιτυχίες του «σωφρονισμού»: «Τη διαπίστωση πως η φυλακή είναι ανίκανη να περιορίσει τα εγκλήματα, θα έπρεπε ίσως να την αντικαταστήσουμε με την υπόθεση πως η φυλακή κατόρθωσε να κατασκευάσει την εγκληματικότητα, εξειδικευμένο τύπο, μορφή πολιτικά ή οικονομικά λιγότερο επικίνδυνη – στα όρια όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί – από την παρανομία· να κατασκευάσει εγκληματίες, περιβάλλον φαινομενικά περιθωριακό, αλλά ελεγχόμενο από το κέντρο· να κατασκευάσει τον εγκληματία ως υποκείμενο παθολογημένο. Η επιτυχία της φυλακής στους αγώνες γύρω απ’ το νόμο και τις παρανομίες, εξειδίκευση της εγκληματικότητας» (Φουκώ).
Κάπως έτσι, η εξειδικευμένη πειθαρχική εγκληματικότητα αντικαθιστά τη σχετικά ανεξέλεγκτη και δυνητικά (ή πραγματικά) επαναστατική κοινωνική ληστεία και την προλεταριακή παραβατικότητα: «η εγκατάσταση μιας εγκληματικότητας που αποτελεί ένα είδος κλειστού κυκλώματος ανομίας, παρουσιάζει πράγματι πολλά πλεονεκτήματα. Και πρώτα-πρώτα είναι δυνατόν να ελέγχεται [...]: τα άμορφα κινούμενα πλήθη που ασχολούνται ευκαιριακά με ανομίες πάντα επιδεκτικές διάδοσης ή ακόμα και τις απροσδιόριστες εκείνες ομάδες αλητών που επιστρατεύουν στο πέρασμα τους και ανάλογα με τις περιστάσεις άνεργους, επαίτες, αναρχικούς και που πολλές φορές διογκώνονται [...] σχηματίζοντας επίφοβες δυνάμεις λεηλασίας και εξέγερσης, αντικαθιστά τώρα μια ομάδα σχετικά περιορισμένη και κλειστή από άτομα στα οποία ασκείται μια σταθερή επιτήρηση. Επιπλέον, είναι δυνατόν η συσπειρωμένη στα πλαίσια της αυτή εγκληματικότητα να διοχετευθεί προς τις μορφές εκείνης της ανομίας που είναι λιγότερο επικίνδυνες: απωθημένοι από τον καταπιεστικό έλεγχο στα έσχατα όρια της κοινωνίας, αναγκασμένοι να ζουν μέσα σε επισφαλείς συνθήκες δίχως κανένα σύνδεσμο με τον πληθυσμό που θα μπορούσε ενδεχομένως να τους υποστηρίξει (όπως γινόταν άλλωστε με τους λαθρέμπορους και με ορισμένες ομάδες ληστών), οι εγκληματίες περιορίζονται μοιραία σε μιαν εντοπισμένη εγκληματικότητα, με ελάχιστη δύναμη έλξης, πολιτικά ακίνδυνη και χωρίς οικονομικές συνέπειες» (Φουκώ).
Μέσα απ’ την κεντρικοποίηση του ρόλου της φυλακής μετά τη σωφρονιστική μεταρρύθμιση, δημιουργούνται τέσσερις αλληλεπιδρώντες πόλοι: η αστυνομική καταστολή και επιτήρηση, η δικαστική εξουσία, τα σωφρονιστικά ιδρύματα και η εγκληματικότητα. Μέσα σ’ αυτό το αυτο-ενισχυόμενο σπιράλ, η αστυνομία παραδίδει τον ευκαιριακό παραβάτη του νόμου στους δικαστές, οι τελευταίοι τιμωρούν τον παραβάτη παραδίδοντας τον στις φυλακές, όπου τον αποθηκεύουν για ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να τον ξαναπαραδώσουν στην κοινωνία ως στιγματισμένο και εντοπισμένο εγκληματία, για να ξαναρχίσει ο ίδιος φαύλος κύκλος. Σ’ αυτό το σύμπλεγμα, λοιπόν, διώκτης και διωκόμενος, τιμωρός και τιμωρούμενος, επιτηρητής και επιτηρούμενος, παρά την επιφανειακή αντιπαλότητα τους, στην πραγματικότητα συναποτελούν τους δυο αντίθετους πόλους της ίδιας μπαταρίας που τροφοδοτεί με ρεύμα την πολύπλοκη διαδικασία κοινωνικής πειθάρχησης. Η κατασκευασμένη εγκληματικότητα μέσα στην οποία εισχωρεί ο ευκαιριακός παραβάτης (συχνά και μέσω της τοξικοεξάρτησης – μιας ακόμα εξουσιαστικής διαδικασίας πειθάρχησης των κολασμένων) γίνεται όργανο εκτροπής και χειρισμού της ανομίας: «η εγκληματικότητα, αντικείμενο, ανάμεσα σε άλλα, της αστυνομικής επιτήρησης, είναι ένα απ’ τα προνομιούχα όργανα της».
Με τον τρόπο αυτό αναδύεται μια «εξω-νόμιμη» εξουσιαστική λειτουργία που όχι μονάχα οριοθετεί την προλεταριακή και λαϊκή παραβατικότητα μέσα σε ακίνδυνα για την εξουσία πλαίσια, αλλά επιπλέον αντλεί απ’ αυτήν και μια παράνομη αστυνομία, έναν εφεδρικό στρατό εξουσίας εξαθλιωμένων λουμπενικών στοιχείων. Η εξουσία στρατολογεί απ’ αυτήν τη δεξαμενή ρουφιάνους, συνεργαζόμενους, πληροφοριοδότες και καταδότες, αλλά και τραμπούκους [3] ή απεργοσπάστες. Το πιο μεγάλο της, όμως, κατόρθωμα είναι η διοχέτευση της παραβατικότητας των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων σε ακίνδυνα για την εξουσία μονοπάτια, μέσα απ’ τη σεχταροποίηση του εγκλήματος: οι χιλιάδες προλετάριοι που τροφοδοτούν τα σωφρονιστικά σφαγεία στρέφουν κατά κανόνα την παραβατικότητα τους εναντίον της ίδιας τους της τάξης ή εναντίον της κατώτερης μικροαστικής τάξης (μικρομαγαζάτορες κλπ).
ΙΙΙ
Η κατασκευή της σύγχρονης ελεγχόμενης εγκληματικότητας δε σημαίνει απαραίτητα και πλήρη εξαφάνιση της πληβειακής και προλεταριακής παραβατικότητας με καθαρά ή καλυμμένα ταξικά χαρακτηριστικά. Υπάρχει ακόμα και η παραβατικότητα με υβριδικά χαρακτηριστικά: οι δυο μορφές παραβατικότητας (κοινωνική και αντικοινωνική) συνυπάρχουν πολλές φορές στα ίδια υποκείμενα, μέσα στην αντιφατικότητα τους.
Σήμερα, το παραβατικό προλεταριάτο είναι εγκλωβισμένο στην ελεγχόμενη εγκληματικότητα, με τον ίδιο τρόπο που το εργατικό προλεταριάτο είναι εγκλωβισμένο στη μισθωτή εργασία. Όπως ο εργάτης μέσω της εργασιακής δραστηριότητας παράγει πλούτο για τα αφεντικά, έτσι και ο παράνομος μέσω της εγκληματικής δραστηριότητας παράγει τη διαδικασία κοινωνικής πειθάρχησης για την εξουσία. Όπως ο εργάτης πρέπει να στραφεί στην άρνηση εργασίας, έτσι και ο παράνομος πρέπει να στραφεί στην άρνηση του εγκλήματος. Πρέπει αμφότεροι, δηλαδή, να στραφούν στον αντιεξουσιαστικό κομμουνισμό, αν θέλουν να πραγματώσουν την προσωπικότητα τους, καταστρέφοντας το κράτος, την ιδιωτική ιδιοκτησία, τη μισθωτή εργασία και την εγκληματικότητα.
Όπως η αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική εργασία παράγει ένα υποκείμενο αγώνα, έτσι και η εξίσου αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική παρανομία, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές αντιφάσεις του σωφρονιστικού συστήματος (άθλιες συνθήκες κράτησης, βαριές ποινές, ψυχοφθόρος εγκλεισμός κλπ), παράγουν ένα άλλο υποκείμενο αγώνα. Και με τα λόγια του Φουκώ: «Μέσα στην κεντρική και ομοκεντρωμένη αυτήν ανθρωπότητα, αποτέλεσμα και όργανο περίπλοκων σχέσεων εξουσίας, τα καθυποταγμένα από πολλαπλά συστήματα «κάθειρξης» σώματα και δυνάμεις, αντικείμενα λόγων που και αυτοί είναι στοιχεία αυτής της στρατηγικής, αντιλαλεί καθαρά το μπουμπουνητό της μάχης».
Σημειώσεις
[1] Ο Μπελογιάννης εδώ αναφέρεται στην εξέγερση του 1834 εναντίον του Όθωνα, που αποτέλεσε και την αφετηρία της ληστοκρατίας στην Ελλάδα. Ο πόλεμος μεταξύ ληστών και συγκεντρωτικού κράτους γνώριζε πολλές ανακωχές, αφού οι ληστές συνήθως συμμετείχαν στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα: έτσι στη Θεσσαλία άνοιξαν οι φυλακές, ώστε να συμμετέχουν και οι ληστές στην εξέγερση του 1854, και στη Μακεδονία δίπλα στους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, πολέμησαν ισχυρές συμμορίες ληστών.
[2] Ένα από τα μεγαλύτερα ολισθήματα ενός αναρχίζωντος υπερ-ατομικισμού είναι το έντονο φλερτ μ’ αυτό το παράνομο Κεφάλαιο και τους θιασώτες της μαύρης συσσώρευσης, πάνω στη σαθρή βάση ενός επιφανειακού αντιμπατσικού – αντισωφρονιστικού λόγου και μιας περί «ελευθερίας» απεραντολογίας για όλες τις χρήσεις. Είναι σαφές πως η έλλειψη οποιασδήποτε, έστω και στοιχειώδους, ταξικής ανάλυσης οδηγεί σε τέτοιου είδους στρεβλώσεις. Ωστόσο, οι στρεβλώσεις αυτές δεν είναι προνόμιο μονάχα του υπερ-ατομικισμού: ο άκρατος υποκειμενισμός της μαρξιστολενινιστικής οργάνωσης «Αντάρτικο Κόμμα», που οδήγησε την ένοπλη αυτή σέχτα απ’ την αγκαλιά της ιταλικής μαφίας στη θεαματική αυτοανάφλεξη, έχει να μας προσφέρει πολλά ιστορικά διδάγματα…
[3] Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στρατολόγησης τραμπούκων απ’ τον υπόκοσμο, είναι η δολοφονία του αριστερού βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη απ’ το καραμανλικό παρακράτος της Ε.Ρ.Ε.
Πολύκαρπος Γεωργιάδης
Φυλακές Κέρκυρας
Μάης 2012
Το παραπάνω κείμενο Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Δρόμου Άπατρις – Τεύχος 19

7/11/13

Για μια προεικονιστική realpolitik

Για μια προεικονιστική realpolitik
(μια συζήτηση με τον Ορέστη Βαρκαρόλη, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του: Δημιουργικές αντιστάσεις και αντεξουσία)

Ο όρος Αλληλέγγυα Οικονομία ακούγεται ως σχήμα οξύμωρο και ξενίζει πολλούς από εμάς. Μπορούν οι δομές της αλληλέγγυας οικονομίας να αποτελέσουν το πρόπλασμα για μια αταξική κοινωνία ή μήπως είναι νομοτελειακά καταδικασμένες να αφομοιωθούν και να απολέσουν τα        ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά τους, μέσα στον ωκεανό της καπιταλιστικής οικονομίας, της λογικής του κέρδους, του ελεύθερου ανταγωνισμού και του (αντι)κοινωνικού δαρβινισμού;

Πράγματι, το πεδίο της οικονομίας φάνταζε και ακόμα φαντάζει για τους περισσότερους που συμμετέχουν στο κίνημα ως αποκλειστική περιοχή του εχθρού. Ένα πεδίο στο οποίο όχι μόνο δεν είναι ωφέλιμο να παρέμβουμε (για την αναίρεσή του), αλλά το οποίο πρέπει να ξεπεράσουμε ή να υπερβούμε με βάση, μια μάλλον εξτρεμιστική παρά ριζοσπαστική, κριτική του υπάρχοντος που στην προέκτασή της φτάνει να (ανα)ζητά αφελώς ακόμα και την κατάργηση της κοινωνίας. Λες και το ξεπέρασμα της εμπορευματικής μορφής της πατάτας προϋποθέτει την κατάργηση της πατάτας[1] και η κατάργηση της μισθωτής εργασίας την κατάργηση της εργασίας γενικά[2]!

Για πολύ καιρό κρατήσαμε τα μάτια μας κλειστά μπροστά στις ποικιλόμορφες μη-καπιταλιστικές οικονομικές πραγματικότητες που λειτουργούν εντός του καπιταλισμού και το κάναμε σε τέτοιο βαθμό που ο προταγματικός λόγος μας έμενε σε μια γενικόλογη αοριστολογία. Η αιτία; Είτε γιατί εγκλωβιστήκαμε σε ένα βολονταριστικό άλμα στην απόπειρα για συνολικοποίηση της πρακτικής κριτικής μας, είτε γιατί παγιδευτήκαμε σε μια παγιωμένη/δογματική θέαση της ουτοπίας, που αντί να εμψυχώνει μια δραστηριότητα και να την καθοδηγεί με βάση μια ριζοσπαστική κριτική του παρόντος, μας ακρωτηρίαζε την εκτίμηση απέναντι σε κάθε δράση που δεν μπορούσε να ταυτιστεί με το δέον της.

Ο όρος αλληλέγγυα οικονομία χρησιμοποιήθηκε για να καταδείξει ότι μπορούμε να αναπτύξουμε στο σήμερα «οικονομικά» εγχειρήματα, ανταγωνιστικά στον καπιταλισμό και την αυτονόμηση της οικονομικής ζωής, με ορίζοντα τις αυτόνομες μετακαπιταλιστικές κοινότητες «όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου, και όχι ύστατος σκοπός»[3]. Επίσης, η διαδικασία του πειραματισμού σε μια προεικονιστική realpolitik μας επιτρέπει να αναπτύξουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια το περίγραμμα των θεσμών και της λειτουργίας τους στο πλαίσιο μιας ελευθεριακής κοινωνίας και άρα να διαμορφώσουμε τους όρους για το πέρασμα από την μαχητική αντιπολίτευση στην αμφισβήτηση της ηγεμονίας του κυρίαρχου υποδείγματος.

Ωστόσο, τα εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας που επιδιώκουν να πειραματιστούν στη δημιουργία θεσμών μιας πιο επιθυμητής κοινωνίας, το κάνουν μέσα στο κέλυφος της παλιάς και ως εκ τούτου δεν πρόκειται για ειδυλλιακές παραστάσεις της «άλλης» κοινωνίας, αλλά για παραδείγματα αγώνα που θέλουν να συμβάλλουν στην επίτευξή της. Τα όρια και οι αντιφάσεις που συναντούν προϋποθέτουν ριζικές αλλαγές ταυτόχρονα στην πολιτική και στην οικονομική οργάνωση της κοινωνίας. Εγχειρήματα τα οποία οφείλουμε να τα βλέπουμε ως ανοιχτά στοιχήματα –που έχουν αξία από μόνα τους– σε αγώνες που η τελική τους (κοινωνική) κρίση θα γίνει στο μέλλον. Εάν δηλαδή αποτέλεσαν τις πρώτες σταγόνες μιας ελευθεριακής καταιγίδας ή απλές σταγόνες στον ωκεανό της καπιταλιστικής οικονομίας.

Σε κάθε περίπτωση, ο κίνδυνος της απονοηματοδότησης των εγχειρημάτων αλληλέγγυας οικονομίας από το «σύστημα», ειδικά στην παρούσα συγκυρία, δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Και σίγουρα όχι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο η πολιτική συμμετοχή κάποιου στο κίνημα να αποτελεί μέρος μιας lifestyle-υποκουλτούρας. Πιο σημαντικός είναι ο κίνδυνος να βρουν τα όρια τους εξαιτίας λαθών/παραλείψεων/αστοχιών των ίδιων των συμμετεχόντων σε αυτά[4] ή να καταδικαστούν –από την κοινωνική αδράνεια– στο να αποτελέσουν «εξωτικές» εξαιρέσεις παρά να κατασταλούν από τον εχθρό.

Η λογική των δημιουργικών αντιστάσεων είναι να λειτουργήσουν ως ορμητήρια απελευθέρωσης και όχι ως νησίδες ελευθερίας. Ωστόσο υπάρχει και η ετερογονία των σκοπών, η απόσταση ανάμεσα στη θέληση και στο αποτέλεσμα των πράξεών μας. Με τα λόγια του Σαίξπηρ: «η βούληση είναι άπειρη, η εκτέλεσή της όμως υπακούει σε όρια. Η επιθυμία είναι απεριόριστη, η πραγμάτωσή της όμως υπόκειται σε περιορισμούς». Πώς μπορούν οι θεσμοί Αντεξουσίας να αποφύγουν τις σειρήνες του βολέματος σε μια αυτοαναφορική λογική νησίδας ελευθερίας; Έχουν αναπτυχθεί οι δικλίδες ασφαλείας ώστε να αποφευχθεί στην πράξη η ενσωμάτωση της Δημιουργικής Αντίστασης στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις;

Με τον όρο Δημιουργικές Αντιστάσεις δεν αναφερόμαστε γενικώς και αορίστως σε ευφάνταστους τρόπους διαμαρτυρίας ή αποκλειστικά σε εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα σε έναν ιδιαίτερο τύπο κοινωνικοπολιτικής δράσης που από τη μία ενδιαφέρεται για μιαν ορθή κατανόηση της δομής του υπό εξέταση ζητήματος/προβλήματος και της τρέχουσας συγκυρίας και από την άλλη δημιουργεί περισσότερες ευκαιρίες για τους ανθρώπους ώστε να επιλέξουν μια πιο αυτόνομη ζωή. Είναι τα ενδιάμεσα όχι-αιτήματα/προγράμματα, αλλά έμπρακτα παραδείγματα που προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα του καθημερινού αγώνα με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό σύμφωνα με το μότο: «Χτίζοντας, θα γκρεμίσουμε».

Δημιουργική αντίσταση μπορεί να είναι τόσο μια κολεκτίβα εργασίας όσο και ένα σωματείο βάσης, αλλά κανείς και τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί την απρόσκοπτη εποικοδομητική-κινηματικά λειτουργία τους. Εναπόκειται κάθε φορά στα μέλη τους και τον κοινωνικό περίγυρό τους το πόσο ψηλά θα σηκώσουν τον πήχη και θα ξεφύγουν από παράγοντες που μπορούν να περιορίσουν τη μετασχηματιστική δυναμική των εγχειρημάτων, όπως αυτοαναφορικότητα, αριστερισμός, ακτιβισμός, αναχωρητισμός, μαξιμαλισμός, ελιτισμός, μικροαστισμός, εθνικισμός, εργατισμός, δημοκρατισμός, συντεχνιασμός, αποσπασματικότητα, σεχταρισμός και πάει λέγοντας.

Αν η μετασχηματιστική δυναμική χαθεί, τότε πολύ απλά δε μιλάμε για δημιουργική αντίσταση. Υπάρχουν, ωστόσο, μια σειρά από χαρακτηριστικά που μπορούν να λειτουργήσουν ως ανιχνευτές γόνιμης λειτουργίας, όπως: συνάφεια μέσων-σκοπών, ασυμμετρία στην αντιπαράθεση με την καθεστηκυία τάξη, συνεχής επαγρύπνηση, κριτικός αναστοχασμός, προσοχή στις λεπτομέρειες, συνεύρεση και συμπόρευση με αντίστοιχα εγχειρήματα στην προσπάθεια για την αλλαγή παραδείγματος.

Τέλος, δε θα πρέπει να πέφτουμε σε μια μηχανιστική-ντετερμινιστική παγίδα αέναης επανάληψης της ιστορίας του στυλ «Απέτυχε κάτι μια φορά; Θα αποτυγχάνει πάντα» και να μη ξεχνάμε ότι και μέσα από τις αποτυχίες των ποικίλων εγχειρημάτων των αγωνιζομένων ανθρώπων μπορούμε να αντλήσουμε ένα σωρό χρήσιμα συμπεράσματα-στοιχεία για τις επόμενες μας απόπειρες.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα αυξημένο ενδιαφέρον για το πρόταγμα της Άμεσης Δημοκρατίας. Αρκετές φορές ο εξουσιαστικός «κομμουνισμός» (που επιμένει να προσκυνά το φάντασμα του συγκεντρωτισμού και του κεντρικού σχεδιασμού) απαξιώνει το αμεσοδημοκρατικό πρόταγμα. Κομμάτια, όμως, της συστημικής Αριστεράς, μέχρι και εθνικιστές ακόμα, επικαλούνται με οπορτουνιστικό τρόπο την Άμεση Δημοκρατία. Πώς μπορούμε να εντάξουμε την Άμεση Δημοκρατία στο ελευθεριακό πρόταγμα; Εν τέλει, έχει νόημα η ύπαρξη ενός αμεσοδημοκρατικού πολιτικού εποικοδομήματος εντός μιας εκμεταλλευτικής/ταξικής κοινωνίας (όπως π.χ. στην αρχαία Αθήνα);

Το πρόσφατο ενδιαφέρον για την Άμεση Δημοκρατία θα μπορούσαμε να πούμε ότι προέκυψε κυρίως ως μερική κριτική του αυταρχισμού (του κράτους) ή της πάσης φύσεως γραφειοκρατίας (συνδικάτα, κόμματα) που λειτουργεί αποκομμένη από τη βάση και λιγότερο ως ζήτημα αντεξουσίας[5]. Υπό μια τέτοια-μερική οπτική γωνία μη-αντιπροσώπευσης, μπορεί να γίνει κατανοητή και η επίκλησή του από πλευράς αριστεράς για μια κυβέρνηση που ακούει το λαό ή από φασιστικές οργανώσεις που θέλουν να φύγουν οι αλήτες, προδότες, πολιτικοί.

Αν όμως δεν επιθυμούμε να αρκεστούμε σε μια δημοκρατία του κεφαλαίου (που ορθά απαξιώνεται από την κλασσική αριστερά), αλλά προσεγγίζουμε την άμεση δημοκρατία υπό μια ελευθεριακή σκοπιά (δηλαδή μιας σκοπιά που στρέφεται ενάντια τόσο στην κυριαρχία όσο και στην εκμετάλλευση), τότε πρέπει να κάνουμε σαφές ότι μιλάμε για οριζοντιότητα. Οριζοντιότητα τόσο σε πολιτικό (ποιος/πώς αποφασίζει) όσο και λειτουργικό-οικονομικό επίπεδο.

Η άμεση δημοκρατία τότε, ως διακριτή μορφή δημοκρατίας, δεν μπορεί να σταθεί χωρίς αλλαγές στην οικονομική λειτουργία της κοινωνίας, δηλαδή χωρίς να συνοδεύεται από την κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής και την γενικευμένη αυτοδιαχείριση. Δεν περιλαμβάνει απλά και την οικονομική δημοκρατία, αλλά την προϋποθέτει. Δεν πρέπει να επεκταθεί ο δημοκρατικός πολιτικός έλεγχος στην οικονομία, αλλά η δημοκρατία να είναι αδιαχώριστα οικονομική και πολιτική. Δεν πρόκειται για μια στενά πολιτειακή δομή που μένει να εγκαθιδρυθεί, αλλά μια στάση απέναντι στα κοινά και την κοινότητα την οποία μπορούμε να την υιοθετούμε και αξίζει να την προωθούμε στο εδώ και τώρα.

Συνήθως ο κομμουνισμός ταυτίζεται με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής της υλικής ζωής. Αρκεί όμως αυτό; Για παράδειγμα, η άμεση δημοκρατία μπορεί να θεωρηθεί ως κομμουνισμός στην πηγή λήψης αποφάσεων. Η εξουσία διαλύεται μέσω της εξισωτικής διάχυσής της. Η εξουσία που ανήκει σε όλους, δεν ανήκει σε κανέναν. Αντιστρέφοντας το προηγούμενο ερώτημα: έχει νόημα η ύπαρξη μια κομμουνιστικής παραγωγικής βάσης χωρίς την ύπαρξη ενός αμεσοδημοκρατικού πολιτικού εποικοδομήματος;

Αν η δημοκρατία με τάξεις είναι μια σοσιαλιστική φάρσα, έτσι και ο κομμουνισμός χωρίς πολιτική οργάνωση είναι μια φαντασιοπληξία. Με το επίθετο κομμουνιστική δεν περιγράφουμε μια κοινωνία όπου επικρατεί απόλυτη κοινωνική γαλήνη και τα πάντα γίνονται αυθορμήτως αρμονικά, αλλά μιλάμε για μια οργανωμένη κοινωνία με συντεταγμένους τρόπους λειτουργίας που επιδιώκει να καταπολεμά την κυριαρχία σε όλες τις τις εκφάνσεις μέσα από την καλλιέργεια εκείνων των συνθηκών-προϋποθέσεων-θεσμών που υποβοηθούν την ελευθεριακή της λειτουργία. Ή με άλλα λόγια, «η ελευθερία δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν μια απλή απουσία της εξουσίας, αλλά ως μια συγκεκριμένη οργάνωση των σχέσεων εξουσίας, ώστε να επιτευχθούν συγκεκριμένοι σκοποί»[6]. Αναφερόμαστε συνεπώς σε ένα πολύπλοκο έργο με μεγάλη διάρκεια όπου η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και η εξισωτική οργάνωση δεν αποτελούν παρά μόνο βασικές του πράξεις.

Η λεγόμενη στρατηγική της Εξόδου συνήθως αντιμετωπίζει τον κρατικό μηχανισμό ως ένα απλό εμπόδιο που αρκεί να το ξεπεράσουμε μέσα από τη δημιουργία αντιθεσμών για να το καταστήσουμε άχρηστο (λογική που παραδόξως ομοιάζει με τον στιρνερισμό!). Για παράδειγμα, ο Τζέιμς Χέροντ υποστηρίζει πως ο καπιταλισμός μπορεί να καταστραφεί χωρίς μια πολεμική κίνηση, αλλά με το «ξεγύμνωμά του»: «οι καπιταλιστικές δομές […] δεν κατακτώνται· απορρίπτονται». Η λογική αυτή τείνει να αγνοεί την αφομοιωτική ή κατασταλτική δυναμική που αναπτύσσει το κεφάλαιο και το κράτος του. Εν τέλει, μπορεί να κατακτηθεί ο στόχος της αταξικής κοινωνίας δίχως να καταφύγουν οι καταπιεσμένοι στην υλική βία; Μπορεί να αναπτυχθεί μια θεωρία και πρακτική της δημιουργικής αντίστασης, δίχως μια αντίστοιχη ανάπτυξη μιας θεωρίας και πρακτικής της επαναστατικής βίας;

Η στρατηγική της εξόδου, της απεμπλοκής από τις σχέσεις κυριαρχίας, βασίζεται στην αναγνώριση ότι όσο ολοκληρωτικό και αν είναι ένα σύστημα ποτέ δεν μπορεί να πετύχει τη φιλοδοξία του –πάντα θα υπάρχουν τρύπες, περιθώρια και ρωγμές ελευθερίας πλάι στην (αναγκαστική ως ένα βαθμό) αναπαραγωγή της καταπίεσης και την εθελοδουλία.

Χωρίς να πέφτει στην παγίδα του στημένου κάδρου της υιοθέτησης ή μη της χρήσης βίας[7], δεν υιοθετεί την απλοϊκή άποψη ότι η κοινωνία είναι εκ φύσεως καλή, αλλά τη διαφθείρει το κράτος και το κεφάλαιο που εφόσον εκδιωχθούν δια της βίας/επανάστασης ο κόσμος θα αυτορρυθμιστεί με γαλήνη, αρμονία και προδέρμ. Δεν ταυτίζει δηλαδή την επανάσταση με την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα ή μια σειρά μαχών που η νικηφόρα διεξαγωγή τους αρκεί για να εξοβελιστεί οριστικά στο παρελθόν η καταπίεση. Η επανάσταση δεν είναι απλώς/απλός πόλεμος και στον κοινωνικό πόλεμο δεν είναι μόνο τα όπλα που μετράνε. Πρώτα θα πρέπει να καλλιεργηθεί η ταξική συνείδηση, οι μεγάλες «μάζες» να θέλουν μια άλλη κοινωνία και να βλέπουν συγκεκριμένα πράγματα (καταπίεση, εκμετάλλευση, ιδιώτευση) σαν εμπόδια στο να το επιτύχουν. Πρέπει να ξεκινήσουμε πρώτα από τους ανθρώπους σε πρώτο πρόσωπο, τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις αφηγήσεις τους.

Δεδομένης λοιπόν της παρούσας πολιτικής ηγεμονίας του εχθρού στις μάζες και της υπεροπλίας του στο στρατιωτικό σκέλος, πρέπει να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο θα του επιτεθούμε χωρίς να πέσουν πολλές «πιστολιές»[8]. Πρέπει να επιλέξουμε εκείνα τα πεδία αντιπαράθεσης και εκείνα τα σημεία όπου θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου. Και αυτά μπορούν να αναζητηθούν κυρίως στη μεγάλη μας δυνητικά δύναμη να μπορούμε χωρίς το κεφάλαιο, ενώ αυτό δεν μπορεί χωρίς εμάς. Μια τέτοια αναζήτηση, σε καμία περίπτωση δε συνιστά αγνόηση της δύναμης του κυρίαρχου λόγω κοντοφθαλμίας, αλλά τακτική μανούβρα που προκύπτει από την αξιολόγηση των δύο στρατοπέδων και του ευρύτερου περιβάλλοντος.

Μέσω μιας τέτοιας ανάγνωσης για το (δυσχερές) περιβάλλον/συσχετισμό πρέπει να κατανοηθεί η μετατόπιση του πρωταρχικού ενδιαφέροντος από το μάκρο-επίπεδο της Κατάληψης της (Αντι)εξουσίας[9] (το σημαιάκι στο οχυρό του εχθρού) στο έδαφος των εμπειριών της καθημερινής ζωής· τη «μάχη» για το κέρδισμα της καρδιάς και του νου όσων περισσότερων συνειδητών συμπορευτών, την κατάκτηση της ικανότητας να ζούμε χωρίς να δουλεύουμε με όρους μισθωτής εργασίας ή αγοράζοντας προϊόντα που παρήχθησαν με αυτόν τον τρόπο μέσω της συνεργατικής παραγωγής αγαθών. Ωστόσο, με βάση τη ρητή στόχευση σχετικά με το ξεπέρασμα του καπιταλισμού και του κράτους του, η αναγκαιότητα κατάληψης των μέσων παραγωγής και η υπεράσπιση των «απελευθερωμένων χώρων» δεν μπορεί παρά να παραμένει μια βασική παράμετρος που υπερβαίνει τις παρούσες δυνατότητές του μη-βίαιου, σημειωτικού (ανταρτο)πόλεμου θέσεων[10] και των απέλπιδων τεροριστικών επιθέσεων. Αν επομένως αποπειραθούμε να μιλήσουμε για επαναστατική βία –και όχι ένα θεαματικό υποκατάστατό της– σίγουρα μιλάμε για ενεργή εμπλοκή εκατομμυρίων ανθρώπων στη δράση και την υποστήριξή της. Μιλάμε για μια βία αναρχικής ηθικής α λα Μαλατέστα[11], που ναι μεν εμπεριέχει μια μηδενιστική λύσσα, λειτουργεί όμως εργαλειακά και όχι αυτάρεσκα κατόπιν εύστοχης εκτίμησης της στιγμής α λα Λένιν με μια Τροτσκιστική στρατιωτική μακρο-οπτική[12] με εσωτερικές όμως διαδικασίες τύπου Ταξιαρχίας Ντουρρούτι που οι φορείς της, α λα Ζαπατίστας[13], δεν έχουν λόγο να παρεμβαίνουν ως τέτοιοι στις αυτόνομες πολιτικές δομές των κοινοτήτων αγώνα.

Ποια είναι η διαλεκτική σχέση που θα μπορούσαν να έχουν οι προεικονιστικές αντιδομές με την αντιβία που ήδη εκφράζεται από τους καταπιεσμένους, με την εντυπωσιακή πύκνωση τα τελευταία χρόνια των αστεακών ή εργατικών ταραχών, των λαϊκών εξεγέρσεων (βλέπε τους τελευταίους μήνες, Τουρκία, Αίγυπτο, Νότια Αφρική, Βραζιλία, Χιλή, Ουκρανία, Σουηδία).

Η σχεδόν αντιπολιτική κραυγή που εκφράζεται μέσω των ταραχών των τελευταίων ετών χαρακτηρίζεται από μια (παραλυτική) έλλειψη σε σχέση με το τι θα όφειλε να αντικαταστήσει το σημερινό status quo. Κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί σε δεύτερο χρόνο στην προληπτική-κομφορμιστική καταστολή της αντίστασης και στο γρήγορο ξεθώριασμα της εκ-στατικής εξεγερσιακής εμπειρίας που δεν αφήνει απτά σημάδια βελτίωσης στην καθημερινότητα των ανθρώπων.

Επομένως, προπαρασκευαστικός ρόλος των δημιουργικών αντιστάσεων (όπως και όλων των πολιτικών συλλογικοτήτων) είναι με «δουλειά μυρμηγκιού» να σπάσουν τα τούβλα της πολιτικής σύγχυσης-απογοήτευσης και της απουσίας αντιπροτάσεων γονιμοποιώντας το άγονο περιβάλλον με την προσδοκία της μετάβασης. Μέσω της προωθημένης ανίχνευσης του κόσμου που δεν είναι ακόμη εδώ, να υποβοηθήσουν να αναπτυχθεί κοινωνικά εκείνη η νοοτροπία αγώνα της οποίας οι πιο προωθημένες ενέργειες δεν θα είναι (απλά) οι πυρπολήσεις τραπεζών, αλλά οι καταλήψεις των μέσων παραγωγής και η δημιουργία εργατικών συμβουλίων. Η ουσιαστική και στο έπακρο πραγμάτωση εκείνων των χαρακτηριστικών που συναντάμε στις σημερινές δημιουργικές αντιστάσεις μόνο σε εμβρυακή μορφή.

Σε λίγους μήνες συμπληρώνονται 20 χρόνια από την εξέγερση των Ζαπατίστας. Διατηρεί η ζαπατιστική εξέγερση την επικαιρότητά της και ποιο είναι το σημερινό της νόημα για εμάς στον δυτικό κόσμο;

20 χρόνια μετά την εξέγερση στο νοτιοανατολικό Μεξικό, οι εξεγερμένες ιθαγενικές κοινότητες των ζαπατίστας έχουν δημιουργήσει έναν χώρο, μια κοινωνία όπου η άμεση δημοκρατία είναι μια πραγματικότητα που παλεύεται και κατακτιέται καθημερινά από χιλιάδες ανθρώπους που χτίζουν την αυτονομία τους απέναντι σε μια εξουσία από την οποία δεν διεκδικούν και δεν δέχονται τίποτα και την οποία δεν αναγνωρίζουν.

«Κανένα μοντέλο δεν προσφέρουμε» λένε οι ζαπατίστας. «Καθένας πρέπει να επινοήσει το δικό του μοντέλο στον τόπο του, στη γειτονιά του, στην πόλη του, στη χώρα του. Και αυτό θα είναι η καλύτερη αλληλεγγύη για μας». Πράγματι, κανένα μοντέλο δεν μεταφέρεται. Όμως η εμπειρία όσων αντιστέκονται συλλογικά, όπως οι ζαπατίστας, είναι γνώση και εμπειρία για όλους μας. Μπορούμε να μαθαίνουμε. Και το πρώτο που έχουμε να μάθουμε είναι ότι «μπορεί να γίνει και αλλιώς».

Ας δούμε, λοιπόν, ορισμένα –χρήσιμα για εμάς– χαρακτηριστικά ενός μεγάλου εγχειρήματος/πειράματος. Ενός αγώνα που:

·        χαρακτηρίζεται από την σύμπνοια σκοπού και μέσων
·        αναδεικνύει τη δυνατότητα της αυτοδιακυβέρνησης και μάλιστα κάτω από δυσμενής συνθήκες και συνεχείς πιέσεις,
·        επιμένει να επινοεί από τα κάτω τους κατάλληλους θεσμούς και πρακτικές με έμφαση στην υλικότητα, στην αλλαγή της καθημερινότητας σε όλες της τις εκφάνσεις (διατροφή, υγεία, εκπαίδευση, διακυβέρνηση κ.λπ,) αντί να μένει σε διακηρύξεις καλών προθέσεων,
·        τονίζει τη σημασία της στράτευσης και της οργάνωσης απαλλαγμένης όμως από τη φοβία για τα λάθη ή την αναποτελεσματικότητα, προκειμένου να επιδιωχθεί η μαθητεία όσο το δυνατόν περισσότερων μελών της κοινωνίας στη διαχείριση των συλλογικών υποθέσεων,
·        προνοεί για τη δημιουργία κατάλληλων δομών/μηχανισμών που να μην επιτρέπουν την καταστροφική δημιουργία χάσματος μεταξύ βάσης και ηγεσίας,
·        ανανεώνει τις διαδικασίες και τις στρατηγικές του με βάση τα μαθήματα του αγώνα,
·        αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέρος ενός ευρύτερου αγώνα που εξελίσσεται σε ολόκληρη την υφήλιο.

Αναρχία, Κομμουνισμός, Άμεση Δημοκρατία, Ριζοσπαστική Οικολογία, Ατομικισμός (με την έννοια της πλέριας ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας και όχι με την τρέχουσα έννοια του φιλοτομαρισμού). Οι λέξεις πολλές φορές έχουν χρησιμοποιηθεί με ένα διαζευκτικό ήτα να τις χωρίζει. Μήπως, όμως, ταιριάζει περισσότερο το συμπλεκτικό και; Μήπως είναι διαφορετικές λέξεις για να περιγράψουν το ίδιο πρόταγμα; Μήπως είναι έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες και όχι αλληλοαποκλειόμενες;

Το σύγχρονο επαναστατικό κίνημα έχει μια πολύ μεγάλη δεξαμενή ιδεών, βιωμάτων από όπου μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα και εργαλεία για τους σημερινούς αγώνες. Χωρίς να έχει νόημα να συνενώσουμε αναδρομικά τις διαφορετικές παραδόσεις που έχουν πολλές φορές αναμετρηθεί μεταξύ τους, υπάρχουν σαφώς μεγάλα περιθώρια, ύστερα από την μελέτη τους εντός του ιστορικού τους πλαισίου και την κριτική κατανόησή τους, για μια πιο γόνιμη σύνθεσή των αλληλοσυμπληρούμενων πτυχών τους. Καθώς βαδίζουμε στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, με τον όρο αναρχία δεν αναφερόμαστε αορίστως σε μια απουσία αρχής, αλλά σε έναν αγώνα των από τα κάτω με στόχο ένα αμεσοδημοκρατικό πολίτευμα που όχι μόνο προνοεί στο μέτρο του εφικτού ώστε να μην καταπιέζονται τα άτομα, αλλά αποπειράται να καλλιεργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την πληρέστερη έκφραση της ατομικότητάς τους και προϋποθέτει την επαναξιολόγηση των αναγκών μας ώστε η –κατά βάση– κομμουνιστική οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης να λαμβάνει χώρα σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον.




[1]      Δες το Μια κριτική της Κομμουνιστικοποίησης, http://antisystemic.wordpress.com/2011/12/09/μια-κριτική-της-κομμουνιστικοποίηση.
[2]      Δες το Η κριτική του Μαρξ στα σοσιαλιστικά σχήματα εργασιακού χρήματος και ο μύθος του προυντονικού χαρακτήρα του συμβουλιακού κομμουνισμού (http://pagkaki.org/labour-money) και το Ανάμεσα στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τον μυθικό κομμουνισμό (http://antisystemic.wordpress.com/2013/06/14/ανάμεσα-στον-ελευθεριακό-σοσιαλισμό).
[3]      Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας.
[4]      Δες το Οι σπόροι φύτρωσαν. Κατάθεση εμπειρίας από συμμετοχή σε εγχείρημα αλληλέγγυας οικονομίας, διαθέσιμο στο http://pagkaki.org/sites/pagkaki.org/files/oi sporoi fitrosan.pdf.
[5]      Η από-τη-βάση-οικειοθελώς-οργανωμένη-θετικά μη αυταρχική και μη καταπιεστική διαχείριση της οικονομίας και της εξουσίας.
[6]      Anarchafairy, 2008, Μετα-δομισμός, και η Αναγέννηση ενός Αναρχικού Υποστρώματος, http://www.rebelnet.gr/files/sosc-489-final.gr.pdf.
[7]      Η μη βία είναι ένα βασικό ιδεολογικό όπλο μιας πολύ βίαιας κυριαρχίας που το χρησιμοποιεί προκειμένου να μας παθητικοποιήσει. Χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ κηρύττοντας τη μη βία. Είναι ένα αποτελεσματικό όπλο επειδή όλοι θέλουμε (αλλά δεν μας αφήνουν) να ζούμε σε έναν κόσμο ειρηνικό χωρίς βία [...] Είμαστε μπλεγμένοι στον κοινωνικό πόλεμο και αυτή η κατάσταση θέτει όρια στο τι μπορούμε να κάνουμε/πετύχουμε. Η ειρήνη μπορεί να επιτευχθεί μόνο μετά την καταστροφή του καπιταλισμού [...] Δε θα καταφέρουμε ποτέ να οικοδομήσουμε μια ζωή με ελευθερία χωρίς να αντιμετωπίσουμε τους κυρίαρχους. James Herod, Getting Free. Creating an Association of Democratic Autonomous Neighborhoods, 2007, http://www.jamesherod.info/?sec=book&id=1.
[8]      Στο σημείο αυτό χρήσιμο είναι να παραδειγματιστούμε από τη σαρωτική “μη-βίαιη” αντεπίθεση του κεφαλαίου (στην απόπειρα απάντησης του εργατικού κινήματος με την μονοπώληση της εργατικής δύναμης στην μονοπώληση των μέσων παραγωγής από το κεφάλαιο) με το σπάσιμο της παραγωγής σε κομμάτια, τη μεταφορά εργοστασίων και κεφαλαίου σε χώρες και περιοχές με ευνοϊκές συνθήκες για το κεφάλαιο κ.ό.κ.
[9]      Με τον νεολογισμό αυτό αναφερόμαστε τόσο στην αντίληψη που θέλει το εργατικό κράτος να αποτελεί προνομιακό τόπο για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας όσο και στη σύλληψη της επανάστασης ως κοινωνικού μετασχηματισμού που θα πραγματοποιηθεί με την καταστροφή του κέντρου εξουσίας που εδράζεται στο κράτος και την απελευθέρωση των αυτόνομων τάσεων των ανθρώπων.
[10]     Για μια εισαγωγή στον πόλεμο θέσεων του Γκράμσι, δες το Ισχύς και εξουσία. Επανεπινοώντας την επανάσταση, διαθέσιμο στο http://efimeridadrasi.blogspot.gr/2013/08/blog-post_23.html.
[11]     «Αναρχία σημαίνει μη βία, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, μη επιβολή βιαίως της βούλησης ενός η περισσοτέρων στους υπόλοιπους. Είναι μέσο της εναρμόνισης των συμφερόντων, μέσω της εθελουσίας συνεργασίας, της αγάπης, του σεβασμού, της αμοιβαίας ανοχής, είναι μόνο με την πειθώ, το παράδειγμα, τη μεταδοτικότητα και το αμοιβαίο όφελος από την επιείκεια που μπορεί και πρέπει να θριαμβεύσει η αναρχία, δηλαδή μια κοινωνία αδελφών ελευθέρως αλληλέγγυων, η οποία θα εξασφαλίζει στους πάντες την μέγιστη ελευθερία, τη μέγιστη ανάπτυξη, τη μέγιστη δυνατή ευημερία. {…} Για να ζήσουν δύο εν ειρήνει, πρέπει να το θέλουν αμφότεροι· αν ένας από τους δύο είναι ισχυρογνώμων και θέλει με τη βία να επιβάλλει στον άλλο να δουλεύει για λογαριασμό του και να τον υπηρετεί, αυτός ο άλλος, αν θέλει να διατηρήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του και να μην περιπέσει στην πλέον ταπεινή δουλεία, παρόλη την αγάπη του για την ειρήνη και ομόνοια, είναι υποχρεωμένος να αντισταθεί στη δύναμη με όλα τα πρόσφορα μέσα» Ερρίκο Μαλατέστα, Αναρχία και βία, Pensiero e Volonta, 1924.
[12]     Guerrilla-ism and the Regular Army, http://www.marxists.org/archive/trotsky/1919/military/ch08.htm
[13]     Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης: η εδραίωση της αυτονομίας, http://solidaridadzapatista.blogspot.gr/2008/07/blog-post_04.html

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΠΟΡΝΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ


Η ιστορία ως πόρνη της εξουσίας
Πηγή: αντιπολιτική επιθεώρηση “Ασύμετρη Απειλή”, Θεσσαλονίκη Σεπτέμβρης 2007. Για επικοινωνία: halastor@yahoo.gr
«ούτε η πανούκλα, ούτε η αραποβλογιά κάμανε τόσο κακό στην ανθρωπότητα όσο οι ιστορικοί και η Ιστορία»
Γιάννης Σκαρίμπας
1.
Είναι η ιστορία μια απλή, ουδέτερη, αντικειμενική και πάνω απ όλα επιστημονική καταγραφή των γεγονότων του παρελθόντος (ένα ευρείας κλίμακας κουτσομπολιό, όπως χαριτωμένα έθεσε ο Όσκαρ Ουάιλντ); Ή μήπως ισχύει η τετριμμένη και χιλιοφορεμένη άποψη ότι την ιστορία τη γράφουν οι νικητές; Ο γερμανός άθεος θεολόγος (ναι, υπάρχουν και τέτοιοι ευτυχώς…) Καρλ Ντέσνερ το είπε ξεκάθαρα: «οι περισσότεροι ιστορικοί σκορπούν τη βρομιά του παρελθόντος σαν να ήταν χώμα για μελλοντικούς παραδείσους». Η εξουσία πάντα χτίζει Παρθενώνες βαμμένους με το αίμα των δούλων: «Η ιστορία είναι ίσως η πιο σκληρή απ’ όλες τις θεές. Οδηγεί το θριαμβικό άρμα της πάνω από σωρούς πτωμάτων, όχι μόνο σε περιόδους πολέμου, αλλά και «ειρηνικής» οικονομικής ανάπτυξης», έλεγε ο Ένγκελς. Οι σεπτοί μας ιστορικοί, όμως, θαυμάζουν το «μεγαλείο» των Παρθενώνων, εξορίζοντας το αίμα στις ασήμαντες ανθυπολεπτομέρειες της ιστορίας τους. Έτσι λοιπόν, χτίζεται η ιστορία: εξωραΐζοντας τα εγκλήματα της αιματοκυλισμένης πορείας της εξουσίας, ως πιστή πόρνη της βαρβαρότητας του πολιτισμού ( που δεν είναι τίποτε άλλο παρά πολιτισμός της βαρβαρότητας). Οι ιστορικοί λύνουν και δένουν υμνώντας τους νικητές και καταβαραθρώνοντας τους ηττημένους. Ο Αλέξανδρος ο Γ΄ γίνεται Μέγας, είναι εκπολιτιστής των βαρβάρων, ενώ ο Νέρωνας είναι ψυχοπαθής και πυρομανής. Ο Κωνσταντίνος, ένας απ’ τους μεγαλύτερους σφαγείς της ιστορίας, γίνεται και Μέγας και ’γιος, ενώ ο Ιουλιανός είναι Αποστάτης και Παραβάτης. Οι σύμμαχοι στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπερασπίζουν την ελευθερία της ανθρωπότητας ενάντια στους ναζί εγκληματίες. Ας μείνουμε, όμως, λίγο παραπάνω στο παράδειγμα του Β΄ΠΠ. και ας μιλήσουμε λίγο για ρατσισμό.
Το 1915 ο βρετανός βουλευτής Horatio Bottomely πρότεινε ότι, μετά τον πόλεμο, «εάν κάποια μέρα τύχει να ανακαλύψετε σε ένα εστιατόριο ότι σας σερβίρει ένας γερμανός σερβιτόρος, να πετάξετε τη σούπα στο αχρείο πρόσωπό του. Εάν ανακαλύψετε ότι κάθεστε δίπλα σε έναν γερμανό υπάλληλο, να αδειάσετε το μελανοδοχείο πάνω στο αχρείο κεφάλι του». Το 1942 ο εκδότης του περιοδικού “Νew Yorker” και στέλεχος του ημιεπίσημου «πολεμικού συμβουλίου συγγραφέων» Kλίφτον Φάντμαν ζητούσε απ’ τους συγγραφείς «να καλλιεργήσουν ένα αβυσσαλέο μίσος για όλους τους γερμανούς και όχι μόνο για τους ναζί». Και παρακάτω: «Ο μοναδικός τρόπος για να καταλάβουν οι γερμανοί είναι να τους σκοτώσουμε. Και πάλι πιστεύω ότι δε θα καταλάβουν». Και αλλού: «η σημερινή ναζιστική επιθετικότητα δεν είναι έργο μιας ομάδας κακοποιών αλλά η τελική έκφραση των βαθύτερων ενστίκτων του γερμανικού λαού. Ο Χίτλερ ενσαρκώνει δυνάμεις ισχυρότερες απ’ αυτόν». Να τονίσουμε εδώ ότι δεν προσπαθούμε να απενοχοποιήσουμε τον γερμανικό λαό. Ο γερμανικός λαός που έδωσε 43,9% στον Χίτλερ στις εκλογές του 1933 φέρει ακέραιες τις ευθύνες του για τα ναζιστικά εγκλήματα. Εδώ θέλουμε, όμως, να καταδείξουμε τον ρατσισμό της «άλλης όχθης», της «ανεκτικής, αντιρατσιστικής, δημοκρατικής» ιεράς συμμαχίας των αντιφασιστών. Ρατσισμός εξ ίσου αποτρόπαιος με τον ναζιστικό ρατσισμό.
Συνεχίζουμε, λοιπόν. Ο συγγραφέας Χέμινγουεϊ πρότεινε ότι « η μοναδική τελική λύση είναι να στειρώσουμε τους ναζί, με τη χειρουργική έννοια της λέξεως» ( μεταξύ μας, δεν είναι και άσχημη ιδέα…). Ο «σεβασμιότατος» C.W. Wipp έγραφε στη Ντέιλι Χέραλντ : «το σύνθημα πρέπει να είναι «σαρώστε τους» και γι αυτό να συγκεντρώσουμε όλες τις επιστημονικές γνώσεις για να ανακαλύψουμε νέα και τρομερότερα εκρηκτικά… Ένας κήρυκας του ευαγγελίου δεν πρέπει, ίσως, να παρασύρεται από τέτοια αισθήματα, δηλώνω όμως ανοιχτά ότι αν μπορούσα θα έσβηνα την Γερμανία από το χάρτη. Πρόκειται για φυλή διαβολική…». Ο Τεοντόρ Κάουφμαν το 1942 έγραψε στο βιβλίο «η Γερμανία πρέπει να εξαφανιστεί»: « οι γερμανοί ( όποιοι κι αν είναι αυτοί: αντιναζί, κομμουνιστές, ακόμα και φιλοσημίτες ), δεν αξίζουν να ζουν. Κατά συνέπεια, μετά τον πόλεμο, θα κινητοποιηθούν 20.000 γιατροί που ο καθένας τους θα στειρώνει 25 γερμανούς ή γερμανίδες την ημέρα, ώσπου σε τρεις μήνες να μην υπάρχει ούτε ένας γερμανός ικανός να αναπαραχθεί και σε 60 χρόνια να έχει εξαλειφθεί όλη η γερμανική φυλή. ( σημειώστε ότι ο Κάουφμαν ήταν εβραίος, όπως και ο Γιαμποτίνσκο που το 1934 έγραφε στη σιωνιστική εφημερίδα Νάτσα Ρετς: «τα εβραϊκά συμφέροντα απαιτούν την οριστική εκμηδένιση της Γερμανίας. Στο σύνολό του ο γερμανικός λαός αντιπροσωπεύει για μας έναν κίνδυνο»).
Ακόμα και ο σοβιετικός συγγραφέας Ιλία Έρενμπουργκ έγγραφε το 1944 προς τον Κόκκινο Στρατό « Σκοτώστε, σκοτώστε! Στους γερμανούς δεν υπάρχουν αθώοι ούτε μεταξύ των ζωντανών, ούτε μεταξύ αυτών που πρόκειται να γεννηθούν… Τσακίστε με τη βία την περηφάνια των γερμανίδων γυναικών. Πάρτε τες ως νόμιμο λάφυρο. Σκοτώστε, σκοτώστε ανδρείοι στρατιώτες του ερυθρού στρατού, μέσα στην ακατανίκητη έφοδό σας». Τι προλεταριακός διεθνισμός!!! Τέτοια πρόσκληση στη γενοκτονία και στο βιασμό γυναικών μόνο στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκουμε. Ούτε καν στο mein kampf…
Ας μιλήσουμε και για εγκλήματα πολέμου. Ο λόρδος Βάνσιταρτ για να δικαιολογήσει τους τυφλούς βομβαρδισμούς της RAF ( της βασιλικής αεροπορίας. Απλή συνωνυμία με τη δική μας RAF…) έλεγε : « μόνοι καλοί γερμανοί είναι οι νεκροί γερμανοί. Ας πέφτουν λοιπόν οι βόμβες βροχή!». Ο Τσώρτσιλ έλεγε το 1940 : «θα λιμοκτονήσουμε τη Γερμανία. Θα διαλύσουμε τις πόλεις της. Στο σύνολό του ο γερμανικός λαός αντιπροσωπεύει για εμάς έναν κίνδυνο». Το 1944 ο Τσώρτιλ έγραψε ένα υπόμνημα στον στρατηγό Ίμαίυ: «θέλω να σκεφτείτε πολύ σοβαρά το ζήτημα των ασφυξιογόνων αερίων. Είναι παράλογο να εξετάζουμε την ηθική σ’ αυτό το ζήτημα αφού όλος ο κόσμος τα χρησιμοποίησε κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου χωρίς να υπάρχει καμία διαμαρτυρία από τους ηθικολόγους ή την εκκλησία. Εξ άλλου, τότε ο βομβαρδισμός των ανυπεράσπιστων πόλεων εθεωρείτο απαγορευμένος. Σήμερα το κάνουν όλοι θεωρώντας το αυτονόητο. Πρόκειται απλούστατα για μια μόδα, σαν την εξέλιξη του μήκους της γυναικείας φούστας… Θα μπορούσαμε να κατακλύσουμε τις πόλεις του Ρουρ και πολλές άλλες πόλεις της Γερμανίας, με τέτοιο τρόπο ώστε η πλειοψηφία του πληθυσμού να χρειάζεται συνεχείς ιατρικές φροντίδες. Ίσως χρειασθεί να περιμένουμε μερικές εβδομάδες ή και μερικούς μήνες πριν σας ζητήσω να κατακλύσετε την Γερμανία με ασφυξιογόνα αέρια. Εν τω μεταξύ, θα ήθελα το ζήτημα να εξετασθεί ψυχρά από λογικούς ανθρώπους και όχι από μια ομάδα ένστολων υμνωδών της χαράς της ζωής σαν αυτούς που συναντάμε εδώ κι εκεί». Ο αμερικάνος στρατηγός Αϊζενχάουερ πρότεινε στο λόρδο Χάλιφαξ να πυροβολούνται οι ηγέτες του εχθρού καθώς θα «προσπαθούν να δραπετεύσουν» (γνωστή αστυνομική μέθοδος του παλιού καλού καιρού…). Για τον στρατηγό ολόκληρος ο πληθυσμός της Γερμανίας ήταν παρανοϊκός και έπρεπε να αντιμετωπιστεί με σκληρότητα…
Για την κυρίαρχη ιδεολογία η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού, δεν ήταν αποτέλεσμα μιας λογικής σειράς εξηγήσιμων γεγονότων. Η άνοδος του ναζισμού δεν είναι άξια ιστορικής, κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής ανάλυσης. Είναι μια παράνοια, ένα «ιστορικό κενό», μια τρέλα. Ο Χίτλερ ήταν τρελός, οι ναζί ήταν παλαβοί. Έτσι απλά! Η ιστορία ψυχολογικοποιείται, γίνεται μεταφυσική και ουαί τοις ηττημένοις! Τώρα γιατί ο Χίτλερ ήταν τρελός, ενώ ο Σωκράτης -που, σαν τον Μπους, άκουγε φωνές και πίστευε ότι ήταν απεσταλμένος του θεού στην Πόλη- είναι υπόδειγμα ηθικού φιλοσόφου, θα σας γελάσουμε. ’Αλλωστε, η τάση του «ιστορικού ψυχολογισμού» δεν είναι τυχαία: «οι γερμανοί είναι πρόθυμοι να δεχθούν την ηθική καταδίκη του Χίτλερ ως ατόμου, αποφεύγοντας έτσι ενδεχομένως την ηθική κρίση των ιστορικών για την κοινωνία που τον εξέθρεψε. Οι ρώσοι, οι βρετανοί και οι αμερικάνοι υιοθετούν αντίστοιχα με ευκολία τις προσωπικές επιθέσεις κατά του Στάλιν, του Νέβιλ Τσαμπερλέιν ή του γερουσιαστή Μακάρθι, οι οποίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους για τα συλλογικά τους σφάλματα ως λαών» (Ε.Χ. Καρ). Έτσι, ο «ιστορικός ψυχολογισμός» λειτουργεί ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ για όσους είναι ενεργητικά ή παθητικά συνυπεύθυνοι για τα εξουσιαστικά εγκλήματα. Και οι εξουσιαστές παίρνουν ξανά το πράσινο φως να εγκληματούν εσαεί.
Ο άγγλος εξελικτικός βιολόγος Ρίτσαρντ Ντώκινς μελετώντας το Zeitgeist («ηθικό πνεύμα των καιρών») που χαρακτηρίζει κάθε εποχή, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι « ο Χίτλερ, όσο αποκρουστικός κι αν ήταν, δεν απείχε απ το Zeitgeist της εποχής του τόσο πολύ όσο δείχνει από τη δική μας οπτική γωνιά σήμερα». Ο εθνικισμός, ο ολοκληρωτισμός, η πολεμοκαπηλία, η βαρβαρότητα, ο ρατσισμός, ο επεκτατισμός και τα συμπαρομαρτούντα δεν ήταν μια χιτλερική εφεύρεση. Υπήρχαν ήδη στο Zeitgeist, στο ηθικό πνεύμα της εποχής (και όχι μόνο της συγκεκριμένης εποχής, αλλά ολόκληρου του πολιτισμού).. Ίσως με διαφορετική δοσολογία, ωστόσο πανταχού παρόντα. Όσο για τον πολυλάλητο ναζιστικό αντισημιτισμό, κι αυτός ήταν κληρονομιά της χριστιανικής «θρησκείας της αγάπης». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με περίσσευμα «χριστιανικής αγάπης» δίδασκε: « πως τολμούν οι χριστιανοί να έχουν την παραμικρή επαφή με εβραίους, τους πιο ελεεινούς απ όλους τους ανθρώπους; Είναι λάγνοι, άπληστοι, πλεονέκτες, άπιστοι ληστές- είναι η πληγή της οικουμένης!… Μήπως τάχα δεν είναι αθεράπευτα δολοφόνοι, καταστροφείς, άνθρωποι κυριευμένοι από τον διάβολο; Οι εβραίοι είναι βρόμικοι και ασεβείς και η συναγωγή τους είναι ένας οίκος ανοχής, ένα λημέρι αγρίων ζώων, ένας χώρος αίσχους και γελοιότητας, η κατοικία του διαβόλου, όπως άλλωστε και η ίδια η ψυχή τους. Στην πραγματικότητα οι εβραίοι λατρεύουν τον διάβολο. Οι τελετουργίες τους είναι εγκληματικές και άσεμνες. Η θρησκεία τους είναι μια αρρώστια. Η συναγωγή τους ένα συνονθύλευμα απατεώνων, ένα άντρο ληστών, ένα σπήλαιο διαβόλων, μια άβυσσος που οδηγεί στο χαμό. Γιατί είναι έκφυλοι οι εβραίοι; Διότι διέπραξαν το ειδεχθές έγκλημα της δολοφονίας του Χριστού. Το υπέρτατο αυτό έγκλημα αποτελεί τη ρίζα της εξαχρείωσης και της συμφοράς τους. Η απόρριψη και η διασπορά των εβραίων ήταν έργο Θεού, όχι αυτοκρατόρων. Έτσι, η μοίρα του εβραίου είναι να ζει κάτω απ το ζυγό της αιώνιας σκλαβιάς». Και ο άγιός αυτός άνθρωπος καλεί όλους τους πιστούς της θρησκείας της αγάπης να νιώσουν μίσος και αποστροφή για τους εβραίους! Ο Χίτλερ, άλλωστε, χρησιμοποιούσε συχνά τα λόγια του Μαρτίνου Λούθηρου για τους εβραίους: οχιάς γεννήματα! Επίσης, το 1235 οι Γάλλοι καθολικοί ανάγκασαν τους εβραίους να φορούν ένα κίτρινο κομμάτι υφάσματος για να ξεχωρίζουν. Το ίδιο έκαναν αργότερα και οι Ισπανοί καθολικοί. Το ίδιο και οι Ναζί. Sangre limpia(καθαρό αίμα) ήταν το ιδανικό της Καθολικής Ισπανίας στον Μεσαίωνα. Reines Blut (καθαρό αίμα) παπαγάλιζαν και οι Ναζί. Στον χριστιανικό κόσμο, λοιπόν, όπου οι εβραίοι ήταν στιγματισμένοι ως θεοκτόνοι, ο ναζισμός βρήκε τον πιο βολικό «εσωτερικό εχθρό». Στο πρόσωπο του «θεοκατάρατου- θεοκτόνου» εβραίου συνενώθηκαν με τεχνητό και ταχυδακτυλουργικό τρόπο όλοι οι εχθροί: εβραιομπολσεβίκοι, εβραιοκαπιταλιστές, εβραιοειρηνιστές, εβραιοντανταϊστές και ουκ εστί τέλος. Αυτό δεν είναι τυχαίο: «η τέχνη ενός αληθινά μεγάλου ηγέτη» γράφει ο Χίτλερ « συνίσταται μεταξύ άλλων στο να μη διασπά την προσοχή ενός λαού, αλλά να τη συγκεντρώνει σε έναν και μοναδικό αντίπαλο. Είναι χαρακτηριστικό της μεγαλοφυΐας ενός μεγάλου ηγέτη να κάνει ακόμα και τους αντιπάλους που απέχουν πολύ μεταξύ τους να φαίνονται ότι ανήκουν σε μια και μόνο κατηγορία, επειδή στους αδύναμους και αβέβαιους χαρακτήρες η πεποίθηση ότι έχουν διαφορετικούς αντιπάλους μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην αρχή της αμφιβολίας για το δίκαιο του δικού τους αγώνα». Στο χριστιανικό Zeitgeist, λοιπόν, ο Χίτλερ βρήκε τον ιδανικό εχθρό και κάνοντας χρήση του ιδεαλιστικού δυϊσμού τον παρουσίασε ως το Απόλυτο Κακό. Αναμφίβολα, ήταν άξιος μαθητής του Ιησού του Ναυή, του Μεγαλέξανδρου, του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Μέγα Κωνσταντίνου, του Τορκεμάδα. ’ξιος συνάδελφος και ομογάλακτος του Τσώρτσιλ, του Ρούσβελτ και του Στάλιν. Ο Χίτλερ και οι ακόλουθοί του δεν είναι μια παρανοϊκή παρένθεση στην ιστορία. Οι φασίστες δεν είναι χειρότεροι απ’ τους αντιφασίστες. Απλώς είναι ηττημένοι…
Τι μας διδάσκει, όμως, η Ιστορία ( με κεφαλαίο το ι, βεβαίως-βεβαίως); Οι γενοκτόνοι των ινδιάνων, οι δουλέμποροι, οι αποικιοκράτες, οι σφαγείς των αμάχων της Δρέσδης, της Χιροσίμα, του Ναγκασάκι, οι γνήσιοι απόγονοι των σταυροφόρων, αυτοί που φύτευαν χούντες αριστερά-δεξιά, αυτοί που φύτευαν γκούλαγκ ή Μακρόνησους, όλοι αυτοί οι εγκληματίες πολέμου ήταν ο «ελεύθερος κόσμος» του αντιφασισμού. Η ιστορία για άλλη μια φορά ως ιερόδουλη των νικητών. Ζαχαρώνει τα αντιφασιστικά σκατά για να τα εμφανίσει σαν κομπόστα.
2.
«η άγνοια είναι το πρώτο προαπαιτούμενο για τον ιστορικό»
Λύτον Στράτσυ
«τα γεγονότα της ιστορίας δεν υπάρχουν για τον ιστορικό, ως τη στιγμή που θα τα δημιουργήσει»
Καρλ Μπέκερ
Ας δούμε όμως ένα ακόμη κομβικό σημείο της εξουσιαστικής ιστοριογραφίας, την κατασκευή εθνικών μύθων ως όπλο για τη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης. «Τα εθνικά κράτη πρέπει να εγκαθιδρύσουν το καθένα την αλήθεια τους τόσο στις αμφισβητούμενες περιοχές όσο και στη συνείδηση των υπηκόων τους». Εδώ η δουλειά του ιστορικού είναι λεπτή και δύσκολη, πρέπει να κατασκευάσει γεγονότα εκ του μηδενός. Όπως έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ « να καταγράψει με ακρίβεια ότι δε συνέβη ποτέ: αυτή είναι η αναφαίρετη και ενδεδειγμένη ενασχόληση του ιστορικού». Και κάπου εδώ εμφανίζεται και ο «ευφάνταστος καλοπροαίρετος ιστορικός εθνικής σκοπιμότητας». Ένας από τους πιο καραμπινάτους ελληνικούς μύθους είναι η ύπαρξη του «κρυφού σχολειού» στην οθωμανοκρατεία. Η αλήθεια είναι ότι τα σχολεία ήταν ολοφάνερα και ελέγχονταν απ’ την εκκλησία. Το μετα-επαναστατικό ελληνοχριστιανικό κατεστημένο, λοιπόν, κατασκεύασε το μύθο του «κρυφού σχολειού» για να κρύψει την ολοφάνερη συνεργασία της επίσημης εκκλησίας με την οθωμανική αυτοκρατορία. Είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ιστορία από το μηδέν; Κι όμως, είναι δυνατόν όχι μόνο να κατασκευαστεί «ιστορία», αλλά και να επιβληθεί με περίσσιο θράσος. Σε άρθρο στο περιοδικό «’ρδην» η ιερά σύνοδος της εκκλησίας γράφει για το σχολικό βιβλίο της ιστορίας της Γ λυκείου του 1978 «η ιερά σύνοδος της εκκλησίας διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό παιδείας, Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, κι εκείνος προς τιμήν του- έδωσε αμέσως εντολή να απαλειφθεί από τα υπό εκτύπωση νέα σχολικά βιβλία η φράση «σύμφωνα με τελευταία πορίσματα της ιστορικής επιστήμης, το κρυφό σχολείο είναι ένας μύθος και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα», από τη σελ. 173 της «Ιστορίας» της Γ΄ Λυκείου. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να αποκατασταθεί και η αλήθεια για το κρυφό σχολείο». Η οργουελιανή νεογλώσσα σε όλο της το μεγαλείο…
Ο αλαφροΐσκιωτος Κακαουνάκης, μάλιστα, έφτασε στα άκρα τη λογική της ενσωμάτωσης των αν-ιστορικών λαϊκών θρύλων και εθνικών μύθων στην επίσημη ιστοριογραφία , λέγοντας πως ακόμα κι αν αποδειχθεί ότι το κρυφό σχολείο είναι μύθος, εμείς πρέπει να συνεχίζουμε να τον πιστεύουμε, γιατί αυτή είναι η «ιστορία» που μάθαμε στο σχολείο και δε γίνεται να την αρνηθούμε. Οι κινέζοι ιστορικοί κατέστρεφαν τις πηγές μετά τη χρήση τους, γιατί για το κινέζικο κατεστημένο «το παρελθόν ήταν πηγή βεβαιότητας» (δηλαδή πηγή σταθερότητας) και δεν μπορούσε να αναθεωρηθεί. Οι εκκλησίες και οι κακαουνάκηδες δεν μπορούν να καταστρέψουν τις πηγές κι έτσι ακολουθούν το κλασικό δόγμα: αν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τις απόψεις μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Όσο για το πολυσυζητημένο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού παρακολουθούμε μια κοκορομαχία ανάμεσα στη σχολή του εθνικού ψεύδους, που στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης της οικονομίας είναι πλέον ξεπερασμένη, και στη σχολή των political correct απολογητών της νέας Αυτοκρατορίας. Η ξεδοντιασμένη γριά πόρνη ενάντια στην νεαρή ανερχόμενη πόρνη. Τα στρατηγικά σχέδια της εξουσίας επαναπροσδιορίζονται. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με την ιστορία. «Αν ο καθωσπρεπιστής μας είναι ιστορικός και γράφει για να διδάξει παιδιά του δημοτικού λ.χ.» γράφει εύστοχα ο Κ. Κουτσουρέλης στο περιοδικό σημειώσεις «πρώτο του μέλημα θα είναι παντί σθένει να πάψει το εγχειρίδιο να βρέχεται από αίμα. Εξανδραποδισμοί, δηώσεις, σφαγές, όλα όσα συνθέτουν την ιστορία εν τέλει, θα τα θέσει εκποδών. Τα ολοκαυτώματα θα στρογγυλευθούν, οι προαιώνιες αντιπαλότητες θα υποβαθμιστούν, οι αρχαίες ενοχές θα κατασιγαστούν ή θα τεθούν κατά μέρος εμπρός στο προσδόκιμο πάμφωτο μέλλον». Οι έλληνες και οι τούρκοι δεν είναι πλέον εχθροί, αλλά σύμμαχοι και μέτοχοι στην επιβολή της νεοταξικής πραγματικότητας. Η Ιστορία πρέπει να ξαναγραφεί ώστε να ενταχθεί στα νέα δεδομένα. Ο ιστορικός Ακτον συμβούλευε το 1906 τους συνεργάτες του: « ο τρόπος με τον οποίο αναφερόμαστε στο Βατερλώ θα πρέπει να ικανοποιεί γάλλους και άγγλους, γερμανούς και ολλανδούς». Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, πρέπει να ικανοποιεί έλληνες και τούρκους. Το να θέλουμε, λοιπόν, να επιλέξουμε ανάμεσα στην Ρεπούση και τον Ζουράρι, είναι σα να επιλέγουμε ανάμεσα στον Μπίστη και τον Παπαθεμελη… Αναγκαζόμαστε να ξαναγίνουμε άκομψοι: ότι σκατά οι μεν, σκατά και οι δε…
Ας επιστρέψουμε λοιπόν στα πρώτα ερωτήματα του κειμένου κι ας αφήσουμε τον Ντέσνερ να τα απαντήσει:
1) Είναι η ιστορία μια απλή, ουδέτερη, αντικειμενική και πάνω απ όλα επιστημονική καταγραφή των γεγονότων του παρελθόντος; « Δεν μπορώ να μελετήσω την ιστορία.. “δίχως μίσος και συμπάθεια”. Αντιτίθεται στο αίσθημα δικαιοσύνης μου, αλλά και στην ευσπλαχνία μου. Όποιος δεν είναι εχθρός πολλών ανθρώπων, είναι εχθρός όλων. Και όποιος εξετάζει ή παρατηρεί την ιστορία χωρίς να αισθάνεται μίσος και συμπάθεια δε μοιάζει με εκείνον που βλέπει τα θύματα μιας πυρκαγιάς να πνίγονται απ’ τους καπνούς, να καίγονται, να πεθαίνουν και όλα αυτά να τα καταγράφει αμέτοχος; Οι ιστορικοί που προσκολλώνται στις «καθαρές αξιολογήσεις», στην «καθαρή επιστήμη», είναι ανειλικρινείς. Εξαπατούν τους άλλους και τον εαυτό τους. Είναι- αφού δεν υπάρχει χειρότερο έγκλημα από την αδιαφορία- εγκληματικοί. Το να είναι κανείς αδιάφορος, σημαίνει να δολοφονεί ακατάπαυστα».
2) γράφουν οι νικητές (οι εξουσιαστές δηλαδή) την ιστορία; « η πολιτική ιστορία βασίζεται στην ισχύ, τη βία, το έγκλημα. Ο κανόνας είναι, δυστυχώς, ότι η πλειοψηφία των ιστορικών, ακόμη και σήμερα, αποφεύγει να πει τα πράγματα με το όνομά τους, δεν επικρίνει, αλλά πολύ περισσότερο εξυμνεί- υπηρετώντας έτσι, όπως και πριν, τους ισχυρούς και το πνεύμα της εποχής».