Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άμεση δημοκρατία και εναλλακτική οικονομία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άμεση δημοκρατία και εναλλακτική οικονομία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1/2/14

Lucien Van Der Walt: Ο Αναρχισμός και ο Συνδικαλισμός ως προοπτική, στρατηγική και εμπειρία της από τα κάτω σοσιαλιστικής δημοκρατίας: μια απάντηση στον Daryl Glaser


Περίληψη: 

Στο παρόν κείμενο παρουσιάζεται μια ανάλυση του μαζικού αναρχισμού και συνδικαλισμού από θεωρητική και πρακτική πλευρά, ως απάντηση στις απόψεις Daryl Glaser, που θέλουν τα εργατικά συμβούλια να μην πληρούν τις βασικές δημοκρατικές αρχές και να χρησιμοποιούνται μόνο ως ένα απλό εργαλείο κατά την διάρκεια των πρώιμων σταδίων μιας επανάστασης, τα οποία είναι πολύ πιθανό είτε να καταρρεύσουν είτε να οδηγήσουν σε ένα σταλινικού τύπου καθεστώς- ενώ αντιπροτείνει μια μορφή κοινοβουλευτισμού μέσω συμμετοχικών δομών. Αν και o Lucien Van Der Walt συμφωνεί με τον Glaser στην αναγκαιότητα ύπαρξης ενός “δημοκρατικού μίνιμουμ” που να εξασφαλίζει τον πλουραλισμό, τα ίσα δικαιώματα και τον ανοικτό διάλογο, καταδεικνύει πως τα προαναφερόμενα είναι εντελώς συμβατά με ένα σύστημα λήψης αποφάσεων που στηρίζεται στα από τα κάτω συμβούλια και την αυτοδιαχείριση, όπως αυτά υποδεικνύονται στην αναρχική και την συνδικαλιστική θεωρία και εφαρμόστηκαν στην Μαντζουρία, την Ισπανία και την Ουκρανία. Η συγκεκριμένη προσέγγιση επιτυγχάνει την μεγιστοποίηση της ατομικής ελευθερίας μέσω ισότιμων, δημοκρατικών και συμμετοχικών δομών, οι οποίες αναπτύσσονται ως μέσα και σκοποί της επανάστασης, αντιτίθωντας στις πρακτικές του περιορισμού των ατομικών ελευθεριών για χάριν της επανάστασης που καταλήγουν να καταστρέψουν και τις δυο. Από την άλλη, η κοινοβουλευτική αντιπρόταση του Glaser δεν καταφέρνει να εξασφαλίσει κανένα “δημοκρατικό μίνιμουμ”, μιας και πρόκειται στην ουσία για έναν κρατικό μηχανισμό, που αποτελείται από ένα πλέγμα συγκεντρωτισμού και θεσμών και λειτουργεί ως ένα μέσο κυριαρχίας και εκμετάλλευσης από τους κρατικούς γραφειοκράτες και τους καπιταλιστές. Αντί για την συμμετοχή στους κοινοβουλευτικούς μηχανισμούς, ο “μαζικός” αναρχισμός αντιπροτείνει την ταξική αυτονομία εκτός, και εναντίον, των υπαρχόντων μηχανισμών, ως ένα μέσο για επίτευξη οικονομικών και πολιτικών αλλαγών, χτίζοντας ταυτόχρονα μια νέα κοινωνία, εντός και ενάντια της παλιάς, μέσω ενός προεικονιστικού εγχειρήματος της επαναστατικής αντεπίθεσης και αντικουλτούρας. Με τον όρο επανάσταση εδώ εννοείται η πλήρης επέκταση και εδραίωση της από τα κάτω δημοκρατίας, η οποία και θα δημιουργηθεί μέσω ενός ταξικού αγώνα για οικονομική και κοινωνική ισότητα, ο οποίος και απαιτεί την ήττα και την διάλυση της άρχουσας τάξης. Το παραπάνω είναι στην ουσία το αποτέλεσμα της μαζικής και ελεύθερης αποδοχής της αναρχίας και μιας ευρείας πλουραλιστικής συμβουλιακής δημοκρατίας, καθώς και ενός συστήματος αυτοδιαχείρισης.

Ένοπλοι σπαρτακιστές εργάτες στη συμβουλιακή εξέγερση της Γερμανίας

Ο Αναρχισμός και ο Συνδικαλισμός ως προοπτική, στρατηγική και εμπειρία της από τα κάτω σοσιαλιστικής δημοκρατίας: μια απάντηση στον Daryl Glaser

του Lucien Van Der Walt
μετάφραση kostav


Με χαρά μου διάβασα στην πρόσφατη έκδοση αυτού του περιοδικού την περιεκτική ανάλυση του Glaser πάνω στο βιβλίο βιβλίο μας (εννοώντας τον εαυτό μου και τον Michael Schmidt) Μαύρη Φλόγα. Ο Glaser εγείρει μια σειρά από ζητήματα, στα οποία αξίζει να δοθεί μια κριτική απάντηση, ιδίως πάνω στην κριτική του στον αναρχισμό και τον συνδικαλισμό, για την οποία χρησιμοποιεί την δημοκρατική θεωρία, και στην υπεράσπιση -από μέρους του- του κοινοβουλευτισμού καθώς και πάνω στην άποψη του περί μπολσεβικισμού.
Υποστηρίζει ορθά πως ο συνδικαλισμός και ο αναρχισμός αναζητούν ένα ριζοσπαστικά δημοκρατικό (και συμμετοχικό) σύστημα. O χαρακτηρισμός του πυρήνα αυτού του ριζοσπαστικού δημοκρατικού συστήματος, ως μια “συμβουλιακή διακυβέρνηση μέσω συμβουλίων στους εργασιακούς χώρους, στις γειτονιές, στην παραγωγή και την κατανάλωση, τα οποία προσχωρούν οικειοθελώς σε ομοσπονδίες, οι οποίες συντονίζουν και πραγματοποιούν τις δραστηριότητες τους μέσω διαπραγματεύσεων” (Glaser 2012, 285) είναι σωστή, αν και ατελής, μιας και υποτιμάει την σημαντικότητα των αυτοδιαχειριζόμενων εργασιακών χώρων και των συνελεύσεων γειτονιάς, στα οποία τα συμβούλια συντελούν στην σύνδεση τους σε ομοσπονδίες, επιτρέποντας τον συντονισμό και τις συναλλαγές[1].

Ο Glaser εκτιμά πως η προτεινόμενη “ριζοσπαστική αλλαγή προς περισσότερη ισότητα και δημοκρατία, θα ήταν ικανή να αναπαράγει τον απολυταρχισμό (ή την σταλινική διακυβέρνηση) στην οποία αντιτίθεται”(2012, 279–280). Και αυτό μιας και η συμβουλιακή δημοκρατία, η οποία προτείνεται στην "μαύρη φλόγα", στερείται των βασικών χαρακτηριστικών τα οποία θα υπερασπίζονταν την δημοκρατία αυτή κάθε αυτή, δηλαδή “ένα μίνιμουμ πλουραλισμού και πρόσβασης, εξασφαλίζοντας σε όλους του πολίτες όλες τις ελευθερίες έκφρασης, του συνεταιρίζεσθαι, της πρόσβασης στην πληροφόρηση, της επιλογής [...] του ποιος θα τους κυβερνήσει καθώς και την ιδεολογική κατεύθυνση των κυβερνήσεων τους”(2012, 286).

To εν λόγω χάσμα κατά τον Glaser προκύπτει εν μέρει από αφέλεια (μιας ουτοπικής προσδοκίας πως η επανάσταση θα διαγράψει οτιδήποτε προϋπήρχε κάνοντας μια “κοινωνική επανεκκίνηση”) και εν μέρει από την αντίληψή του πως τα συμβούλια είναι απλά εργαλειακά μέσα της επανάστασης, παρά ανοιχτοί χώροι ζυμώσεων και διαλόγου σχετικά με το περιεχόμενο και/ή την αναγκαιότητα της επανάστασης(2012, 286, 291). Κατά αυτή την προσέγγιση η πολιτική γίνεται ένα πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των επαναστατών, το οποίο θα καταλήξει στην δημιουργία “ενός κόμματος το οποίο καταδεικνύει τον εαυτό του ως τον πραγματικό φορέα της επαναστατικής σοσιαλιστικής αλλαγής" (Glaser 2012, 291). Αυτή η δικτατορική πορεία της επανάστασης ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τον αποκλεισμό από τα συμβούλια των πολιτών που βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της κοινωνικής μετάβασης (αναφορικά με τις κοινωνικές τους θεωρήσεις κλπ), και από την δημιουργία ενός “κάθετου συστήματος” συνελεύσεων των αντιπροσώπων, και από την χειραγώγηση των αντιπροσώπων από αυθεντίες και εμπειρογνώμονες. (Glaser 2012, 291).

Τα παραπάνω είναι όλα σημαντικά ζητήματα, τα οποία πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψιν κατά την εξέταση μιας συμβουλιακής δημοκρατίας, η οποία συνδυάζει την αυτοδιαχείριση και τους ανακλητούς αντιπροσώπους, δηλαδή τον πυρήνα της αναρχικής και συνδικαλιστικής θεώρησης της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι όμως τα παραπάνω κατηγορητήριο σωστό και επαρκές; Και μιας και η σοβιετική τυραννία είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματα του Glaser υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (Glaser 2012, 290) μπορούν να εξηγήσουν την άνοδο της; H απάντηση και στα δύο αυτά ερωτήματα είναι “όχι”.

Επανάσταση με απεριόριστη διαφωνία: “Η ελευθερία μπορεί και πρέπει να υπερασπιστεί μόνο με ελευθερία” (Bakunin ([1866] 1971), 79)

Καταρχάς ο Glaser στην κριτική του δεν εξετάζει μια “μαζική” αναρχική/συνδικαλιστική προσέγγιση για την δημιουργία της συμβουλιακής δημοκρατίας συνδυασμένης με την αυτοδιαχείριση, μια προσέγγιση η οποία επιτρέπει τα ελάχιστα δημοκρατικά μίνιμουμ τα οποία ο Glaser υποστηρίζει (και εγώ). Ο ίδιος παραδέχεται πως η κριτική του  πάνω    στην συμβουλιακή δημοκρατία βασίζεται μόνο στην υπεράσπιση της από τους Τροτσκιστές, (2012, 290). Ωστόσο, επειδή η κριτική του και τα επιχειρήματα του συνδέουν και θεωρούν όμοιες την προαναφερόμενη τροτσκιστική υπεράσπιση με τις αναρχικές θέσεις, θεωρώ σκόπιμη να γίνει μια αναδιατύπωση των παραπάνω.

Η αναρχία, όπως αναλύεται στην Μαύρη Φλόγα, είναι ο αντι-εξουσιαστικός, διεθνιστικός, ταξικά αγωνιζόμενος σοσιαλισμός, που αποσκοπεί σε μια αυτοδιαχειριζόμενη, ακρατική, ισότιμη, παγκόσμια κοινωνία με κοινωνικοποιημένους πόρους και συμμετοχική οργάνωση. Ο συνδικαλισμός είναι μια αναρχική στρατηγική, κατά την οποία επαναστατικά εργατικά σωματεία συντελούν στην δημιουργία του νέου κόσμου μέσω της κατάληψης και της αυτοδιαχείρισης των εργασιακών χώρων (van der Walt and Schmidt 2009, chaps. 1–3). Και τα δυο (αναρχισμός και συνδικαλισμός) αναδύθηκαν στην Πρώτη Διεθνή. Ας σημειωθεί πως ο παραπάνω ορισμός είναι αμφιλεγόμενος, αυτή ήταν η αναρχία των Mπακούνιν,Κροπότκιν,Γκολντμαν,Μαλατέστα, Μεχόσο, Λούσι, Πάρσονς Λίου Σίφου, Φλόρες Μάγκον, Γκουτάρα, Μάχνο, Κοτούκου, Σιν Σάεχοκαι πολλών άλλων, καθώς  και πολύ σημαντικών αναρχικών οργανώσεων όπως η CNT, καθώς και της Κorean People's  Association στην Μαντζούρια (Hanjok Chongryong Haphoi).[2]

Σε αντίθεση με τον κλασικό Μαρξισμό, τον οποίο ο Glaser πραγματεύεται, ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός έχουν σαν ελευθεριακή αρχή πως “η ευτυχία και η ευημερία του ατόμου πρέπει να εξασφαλίζεται” (Rocker [1938] 1989, 23). Ασπάζεται την ελευθεριακή επιμονή, πως κάθε δημοκρατική διαδικασία πρέπει να είναι συμβατή με αυτή την αρχή. Ωστόσο ασπάζεται την σοσιαλιστική θέση πως μια θεμελιακή αλλαγή στις οικονομικές και τις κοινωνικές σχέσεις είναι απαραίτητη: “η ατομική και οικονομική ελευθερία νοείται μόνο στην βάση των ίσων οικονομικών προνομίων για όλους” (Rocker [1938] 1989, 23). Η συμβουλιακή διακυβέρνηση που οραματίζεται ο αναρχισμός αποσκοπεί στο να είναι πραγματικά ελευθεριακή και δημοκρατική, πρώτα υπερασπίζοντας τις ατομικές ελευθερίες – συμπεριλαμβάνοντας το δικαίωμα της ανοιχτής διαφωνίας, και εντός των δημοκρατικών νορμών της εναντίωσης στην ίδια της δημοκρατία- και εν συνεχεία αλλάζοντας θεμελιωδώς την κοινωνία, προκειμένου να μπορέσουν οι προαναφερόμενες ελευθερίες να θεσπιστούν πραγματικά.

Οι αναρχικοί οραματίζονται μια συμβουλιακή δημοκρατία η οποία θα εξασφαλίζει την “απόλυτη και ολοκληρωτική” ελευθερία σε “σε όλες τις απόψεις” χωρίς αντίποινα, και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, συμπεριλαμβανομένων των συλλόγων που προωθούν "την υπονόμευση (ή καταστροφή) των ατομικών και των δημόσιων ελευθεριών" (Bakunin [1866] 1971, 79). Στο εν λόγω σύστημα οι αναρχικοί προωθούν ενεργά αυτές τις ιδέες, χωρίς να διεκδικούν κανένα πολιτικό “κομματικό” μονοπώλιο, οι αναρχικές ιδέες κυριαρχούν μόνο στον βαθμό στον οποίο γίνονται ελεύθερα και ευρέως αποδεκτές. Οι αναρχικοί υπερμάχονται έναν έντονο πλουραλισμό, αντιτιθέμενοι “σε οποιαδήποτε ομάδα ή άτομο όσους φιλοδοξούν να κυριαρχήσουν πάνω στο επαναστατικό κίνημα των ανθρώπων” (Bakunin n.d., 387).

Γι αυτόν τον λόγο, λογικές του τύπου πως οι ελευθερίες πρέπει να περιορίζονται προς όφελος της επανάστασης απορρίπτονται πλήρως, μιας και οι γενικευμένες ελευθερίες είναι ο σκοπός αλλά και τα ίδιο το μέσο της επανάστασης. Η αναρχία είναι μια ιδεολογία, που ταυτόχρονα συνεπάγεται μια άμυνα και υπεράσπιση του δικαιώματος στην πολυγνωμία και στον ιδεολογικό πλουραλισμό.
H πραγματική υπεράσπιση της ελεύθερης κοινωνίας στηρίζεται πάνω σε μια ενημερωμένη “κοινή γνώμη”, η οποία αποδέχεται τον ρόλο της, περικλείοντας μέσα σε αυτόν την υπεράσπιση οποιασδήποτε διαφωνούσας μειοψηφίας (ακόμα και αν πρόκειται για “τσαρλατάνικες και ολέθριες ομάδες”: Bakunin [1866] 1971, 79), καθώς και την υπεράσπιση της πλειοψηφίας από  μειοψηφίες οι οποίες επιβάλουν τις απόψεις τους σε αυτήν. Η περαιτέρω ενίσχυση του εν λόγω συστήματος πετυχαίνει σημαντικά “κέρδη” στην δημοκρατία, τα δικαιώματα, την ισότητα καθώς και ένα νέο μετασχηματισμένο εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο προωθεί την κριτική σκέψη και τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα (Bakunin [1866] 1971, 82).

Δεν υπάρχουν περαιτέρω περιορισμοί ως προς την “ιδεολογική κατεύθυνση” (Glaser) την οποία μπορούν να υιοθετήσουν τα συμβούλια, ερχόμενα αντιμέτωπα με “κλίκες ή άτομα” που προσπαθούν να κυριαρχήσουν (Bakunin), η πλειοψηφία μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της, αλλά “μόνο μέσω της ελευθερίας” (Bakunin [1866] 1971, 79, 82), δηλαδή μόνο προασπίζοντας την συμβουλιακή δημοκρατία και την αυτοδιαχείριση.

Η παραπάνω αντίληψη πρέπει να διαχωριστεί από την λενινιστική υποκατάσταση της εργατικής τάξης (leninist subtitunionism), την οποίο ο Glaser περιγράφει και απορρίπτει(2012, 291), καθώς και από απόψεις οι οποίες υποστηρίζουν πως οι πολιτικές διαφωνίες θα εξαλειφθούν στον σοσιαλισμό. Ο αναρχισμός όπως αναφέρει ο Rocker δεν αποσκοπεί σε κάποια “τέλεια κοινωνική θεώρηση των πραγμάτων” αμετάκλητα αγκυλωμένη πάνω σε ένα και μοναδικό τελικό σκοπό, αντί αυτού στοχεύει και αποσκοπεί “στην ατέρμονη προσπάθεια τελειοποίησης των κοινωνικών συμφωνιών και συμβάσεων και των ανθρώπινων συνθηκών” ([1938] 1989, 30).

Η ιστορική εξέλιξη δεν τελειώνει, αλλά ξεκινάει με την εγκαθίδρυση των συμβουλίων και της αυτοδιαχείρισης: εάν προκύψουν επαναλαμβανόμενα προβλήματα, όπως για παράδειγμα η διεύρυνση των συμβουλίων σε μεγάλη κλίμακα, τότε συμπληρωματικές δομές θα κληθούν να λύσουν τα προβλήματα αυτά, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να γίνει με την εισαγωγή μιας υποστηρικτικής δομής, ενός σώματος άμεσα εκλεγμένων και ανακλητών αντιπροσώπων.

Αναρχική ταξική πάλη μέσω προεικόνισης και συμμετοχής

Τα συμβούλια αυτά δεν πρέπει να θεωρήσει κανείς πως θα είναι εξαρχής αναγκαστικά επαναστατικά. Ο Glaser αναφέρεται σε μια αναρχική “προεπαναστική δημοκρατική κινητοποίηση” (2012, 281), της οποίας ο δημοκρατικός χαρακτήρας καθώς και η άρνηση της να ακολουθήσει απλά μια τυχαία πορεία (289),πρέπει να αναλυθούν περαιτέρω. Οι θέσεις τις οποίες έχω περιγράψει βρίσκονται όλες εντός του “μαζικού αναρχισμού”, ο οποίος καταδεικνύει ένα πολύ συγκεκριμένο, διπλό, επαναστατικό σχέδιο (αρκετά διαφορετικό από αυτό του εξεγερσιακού αναρχισμού).

Πρώτον, αναπτύσσοντας εντός του λαού πλατιά ταξικά κινήματα των οποίων οι εσωτερικές δομές θα είναι δημοκρατικές, τα οποία θα μεγιστοποιούν την ανάπτυξη του δημοκρατικού βεληνεκούς, και θα αγωνίζονται για τα ταξικά τους δικαιώματα και συμφέροντα μέσω άμεσης δράσης, διατηρώντας πάντα αυστηρά την ταξική τους ανεξαρτησία και μια επαναστατική ατζέντα, χτίζοντας δηλαδή την αντεπίθεση προς την άρχουσα τάξη.

Δεύτερον και ταυτόχρονα με το παραπάνω, ελκύοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του λαού προς την αναρχική σκέψη, έτσι ώστε μέσω αυτών των πλατιών ταξικών κινημάτων να ανοικοδομήσουν την κοινωνία προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής ισότητας, δημιουργώντας  δηλαδή την επαναστατική αντικουλτούρα. Το βασικό σημείο στο εν λόγω επαναστατικό σχέδιο είναι πως προωθεί θεσμούς και αξίες, οι οποίοι προεικονίζουν την νέα κοινωνία, αναπτύσσοντας δημοκρατικούς αυτοδιαχειριζόμενους θεσμούς, που μάχονται για την μεγιστοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής ισότητας στο παρόν, ενώ ταυτόχρονα συνδέουν αυτόν τον αγώνα ενάντια στην ιεραρχία με την αναγκαιότητα, και την στρατηγική, για την επαναστατική κοινωνική αλλαγή. Έτσι η αντεπίθεση καθώς και η αντικουλτούρα παρέχουν “τους σπόρους της μελλοντικής κοινωνίας που θα αντικαταστήσουν τον παλιό κόσμο ”(Bakunin [1871] 1971, 255). 
 
Όμως δεν υπάρχει καμία παραδοχή πως ο λαός έχει (ή απαιτεί) μια “τέλεια ενιαία και ομοιογενή συλλογική βούληση” (Laclau and Mouffe 1985, 2), ή ότι αυτοί οι “ζωντανοί σπόροι” πρέπει αναπόφευκτα να μεγαλώσουν. Το όλο επιχείρημα είναι πως μια νέα κοινωνία δεν μπορεί να δημιουργηθεί εκτός αν η πλειοψηφία του λαού αποφασίσει να κάνει κάτι τέτοιο. Η επανάσταση εδώ εννοείται ως ένα κίνημα που αποσκοπεί στην αυτοχειραφέτηση του, στηριζόμενο στην οργανωμένη επιθυμία και επιλογή του λαού (van der Walt and Schmidt 009, 65), “να αναλάβει ο ίδιος το έργο της ανοικοδόμησης της κοινωνίας” (Kropotkin [1912] 1970, 188).

Η προώθηση πλατιών δημοκρατικών κινημάτων, τα οποίο βασίζονται στην συμμετοχή και στους ανακλητούς αντιπροσώπους, έχει εγγενή καθώς και οργανική αξία, λαμβάνοντας υπόψιν αυτές τις πολιτικές. Μια συγκεκριμένη, επίσημη αναρχική πολιτική οργάνωση μπορεί αναμφισβήτητα να έχει ένα αποφασιστικό ρόλο στην επαναστατική διαδικασία. Προς απάντηση στον Glaser (2012, 294– 295), η παραπάνω πολιτική οργάνωση διαφέρει από τα συμβατικά πολιτικά κόμματα, μιας και δεν επιζητά καμία εξουσία για τον εαυτό της, ή κάποιο πολιτικό μονοπώλιο, και βέβαια δεν αποσκοπεί στην κατάληψη του κράτους.

O συνδικαλισμός παρέχει ένα τέτοιο παράδειγμα: τα σωματεία γενικώς υπερασπίζονται τους εργάτες, όμως η δυναμική τους δεν περιορίζεται μόνο έκει- μιας και είναι τα εν δυνάμει μέσα για συντονισμένες εργατικές καταλήψεις, για αυτοδιαχείριση (μέσω εργατικών συμβουλίων και επιτροπών) και για δημοκρατικό σχεδιασμό (μέσω σωματίων και ομοσπονδιών σε συντονισμό με τις εκάστοτε τοπικές κοινότητες). Η εν λόγω δυναμική του συνδικαλισμού μπορεί να εφαρμοστεί μόνο εφόσον τα σωματεία έχουν ριζοσπαστικές δημοκρατικές δομές, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αποδοχή από τους συμμετέχοντες σε αυτά του αναρχισμού. Όπως αναφέρει ο Μαλατέστα “Εμείς που δεν επιζητούμε την εξουσία, παρά θέλουμε μόνο συνειδητοποιημένους ανθρώπους, μόνο όσοι θέλουν να κυριαρχήσουν προτιμούνε πρόβατα” (1965, 115).

Ενάντια στον κοινοβουλευτισμό, για την δημοκρατία

Κάποιο χρονικό “σημείο μηδέν” δεν υπάρχει, μιας και τα θεμέλια της συμβουλιακής δημοκρατίας και της αυτοδιαχείρισης εγκαθιδρύονται μέσω του “μαζικού” αναρχικού/συνδικαλιστικού εγχειρήματος της αντεπίθεσης και της αντικουλτούρας, του οποίου ο συνδικαλισμός είναι απλά μια “τακτική”. Το συγκεκριμένο εγχείρημα παρέχει τον χώρο ζύμωσης και πειραματισμού της συμβουλιακής δημοκρατίας και της αυτοδιαχείρισης.

Πρόκειται λοιπόν για την επαναστατική ρήξη, η οποία δημιουργείται από την επέκταση της συμβουλιακής δημοκρατίας και της αυτοδιαχείρισης στο σύνολο των μέσων διοίκησης και παραγωγής(van der Walt and Schmidt 2009, 21). Πράγμα το οποίο είναι απαραίτητο για την εξάλειψη της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης: καθώς ο έλεγχος και η ιδιοκτησία των κύριων πόρων περνάνε από την κυριαρχία στον λαό, καθίσταται εφικτή η εξάλειψη της εκμετάλλευσης και της φτώχειας, ο μετασχηματισμός της εργασίας σε μια όσο το δυνατόν πιο ευχάριστη και χρήσιμη δραστηριότητα καθώς και η δημοκρατία και οι ελεύθερες συμφωνίες σε όλα τα κοινωνικά πεδία. Έτσι η νέα κοινωνία στηρίζεται ουσιαστικά, και επίσημα, στην ισότητα, την αλληλεγγύη και την διαφορετικότητα. Όπως παρατηρεί ο Glaser ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός “αντιμετωπίζει αναγκαστικά το υπάρχον κράτος ως έναν ασυμβίβαστο εχθρό” (2012, 281), τον οποίο πρέπει να καταστρέψει και όχι να καταλάβει. Ωστόσο, οι λόγοι χρήζουν επαναδιατύπωση.

Η άρνηση του κοινοβουλευτισμού (και του κρατισμού γενικότερα) δεν πηγάζει από έναν “φυσικό” αντικρατισμό, αλλά από μια ανάλυση η οποία καταδεικνύει τον έλεγχο της υπάρχουσας κοινωνίας από μια εκμεταλλευτική και κυριαρχική “οικονομική” και “πολιτική”, άρχουσα τάξη. Το κράτος είναι ο κεντρικός μηχανισμός και θεσμός συγκεντρωτισμού και μονοπώλησης των μέσων διοίκησης και εξαναγκασμού, ενώ οι ιδιωτικές επιχειρήσεις (μαζί με το κράτος) είναι ο κεντρικός μηχανισμός και θεσμός συγκεντρωτισμού και μονοπώλησης των μέσων παραγωγής.

Οι κρατικοί “υπάλληλοι” και οι καπιταλιστές είναι δύο τομείς μιας ανεξάρτητης άρχουσας τάξης, της οποίας η δύναμη στηρίζεται πάνω στην εκμετάλλευση και την κυριαρχία της λαϊκής τάξης, η οποίαν καθίσταται δυνατή από το “σύμφωνο κυριαρχίας” μεταξύ κράτους και κεφαλαίου. Αυτό το σύστημα συντελεί άμεσα και στην παραγωγή και διεύρυνση και άλλων ανισοτήτων (όπως της εθνικής καταπίεσης), αν και οι εν λόγω ανισότητες έχουν και δικά τους επί μέρους χαρακτηριστικά.

Το κράτος και οι επιχειρήσεις διέπονται από συγκεντρωτισμό και ιεραρχία, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατό στην αριθμητική μειοψηφία της άρχουσα τάξη να ελέγχει αυτά τα μέσα -και όχι επειδή ο συγκεντρωτισμός είναι ένας αποδοτικός τρόπος λειτουργίας σύνθετων κοινωνιών από τις πλειοψηφίες. Επομένως (όπως υποστηρίζουν οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές), οποιοσδήποτε βρίσκεται “στην κορυφή” ενός εξ αυτών των θεσμών ανήκει στην άρχουσα τάξη, της οποίας τα ταξικά συμφέροντα είναι ενάντια αυτών της λαϊκής τάξης (αυτοδιάθεση, απελευθέρωση από την εκμετάλλευση κλπ).

Επομένως η επέκταση της συμβουλιακής δημοκρατίας και της αυτοδιαχείρισης από την λαϊκή τάξη, στα μέσα διοίκησης και παραγωγής, είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για την εξάλειψη της άρχουσας τάξης, πράγμα το οποίο απαιτεί την εξάλειψη του κράτους και των επιχειρήσεων, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια αταξική κοινωνία. Δεν μπορεί να υπάρξει κάποιο “εργατικό κράτος”, μιας και η λαϊκή εξουσία είναι αντιθετική με τον συγκεντρωτισμό της κρατικής εξουσίας -και η κρατική εξουσία είναι πάντοτε συγκεντρωτική. “Για να διασφαλίσουν τους εργάτες...αυτοί θα... θεσπίσουν τον σοσιαλισμό” μέσω “κυβερνητικών μηχανισμών”, κάτι που πρόκειται για “μια κολοσσιαία ιστορική γκάφα”: αυτό απλά αλλάζει “τα άτομα τα οποία θα διαχειριστούν” το σύστημα (Kropotkin [1912] 1970, 186).

Τα κράτη και οι επιχειρήσεις λειτουργούν, για τα συμφέροντα τους, με λογικές και τρόπους που είναι θεμελιωδώς αντίθετοι με αυτούς της λαϊκής τάξης, του από τα κάτω, δημοκρατικού, θεσμικού και ιδεολογικού πλαισίου, μέσω του οποίου η λαϊκή τάξη μπορεί να χειραφετηθεί. Δεδομένου πως οι δυο αυτές λογικές είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους, η κλιμακούμενη αντεπίθεση και αντικουλτούρα θα πρέπει (και ιδανικά, θα μπορέσει επιτυχώς) να αντιμετωπίσει την άρχουσα τάξη σε μια αποφασιστική, πιθανόν βίαια, αναμέτρηση. Η άρχουσα τάξη δεν πρόκειται να νικηθεί και να εξαφανιστεί μέσω μιας ήπιας σειράς αλλαγών στον “τρόπο ζωής” που οδηγούν στην “έξοδο” από αυτό το σύστημα ή μέσω εναλλακτικών θεσμών όπως οι συνεταιρισμοί, εντός των “κενών” του κεφαλαίου. Το κράτος δεν πρόκειται να ανεχθεί αλλαγές πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο, και μιας και βέβαια τα βασικά ζητήματα των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων δεν μπορούν να λυθούν χωρίς ριζικές κοινωνικές αλλαγές.

“Ουτοπικές Φιλοδοξίες” και “Ριζοσπαστικές Μεταρρυθμίσεις”

Ο Glaser παραμένοντας ενάντιος της συμβουλιακής δημοκρατίας, προτείνει την “οχύρωση” των “θεσμών” της “φιλελεύθερης δημοκρατίας”-συμπληρώνοντας σε αυτή πιθανώς μεταρρυθμίσεις όπως “την συμμετοχική κοινοτική διακυβέρνηση”- του Porto Allegre του Βραζιλιάνικου Εργατικού Κόμματος (Ε.Τ.) (2012, 281, 290, 297– 298). Αντιθέτως, ο αναρχισμός υποδηλώνει πως το ταξικό σύστημα μπορεί να δεχθεί (στην καλύτερη των περιπτώσεων) ένα κοινοβούλιο, όπου η λαϊκή βούληση θα εκφράζεται μόνο εντός ολίγων λεπτών μέσα σε μια εκλογική κάλπη. Το παραπάνω ο Bakunin επιμένει ([1867] 1971, 144), πως “ είναι χίλιες φορές καλύτερο” από την δικτατορία, όμως δεν πρέπει να θεωρείται “αντιπροσωπευτική δημοκρατία” (π.χ. Glaser 2012, 281, 285), μιας και δεν είναι είναι ούτε αντιπροσωπευτική ούτε δημοκρατική. Οι πολιτικοί και το κράτος είναι πάντοτε ανένδοτοι, η “δημοκρατία” δεν ισχύει επίσης και σε θεμελιώδεις τομείς, όπως οι χώροι εργασίας ή γενικότερα στην οικονομία και την κοινωνία.

Το κράτος κάνει παραχωρήσεις στα μαζικά αιτήματα με απροθυμία και μόνο όταν αναγκάζεται από μαζικούς λαϊκούς ταξικούς αγώνες (Rocker [1938] 1989, 112). Στην εν λόγω διαδικασία το κράτος δεν αγνοείται αλλά ούτε και ενεργεί αυτόνομα, αντ' αυτού εμπλέκεται στην διαδικασία μέσω του αγώνα της αντεπίθεσης της λαϊκής τάξης, συνήθως μετά τον αγώνα ακολουθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ κράτους και λαϊκής τάξης, όμως σε καμία των περιπτώσεων δεν πρέπει να συμβιβάζεται σε αυτές η ταξική αυτονομία ή ο ταξικός ανταγωνισμός. Το παράδειγμα του Ε.Τ. επιβεβαιώνει την αναρχική επιμονή, ότι η πίστη στο κοινοβούλιο είναι μια πραγματικά ”ουτοπική φιλοδοξία“ (Glaser). Το συμμετοχικό μοντέλο του Porto Allegre συμπεριλαμβάνει την δημόσια συμμετοχή μόνο σε λεπτομέρειες ζητημάτων υποδομών και σε έξοδα υπηρεσιών, μόνο εντός του “προβλεπόμενων” πόρων και προϋπολογισμού, περιορισμένη από το δικαίωμα βέτο των διοικητικών στελεχών. Το Ε.Τ. κατάφερε, ενώ παραβίαζε τις υποσχέσεις του, “την ολοκλήρωση της μετάβασης της Βραζιλίας στον καπιταλισμό και την παγκοσμιοποίηση“ (Rachman 2010).
Το πρόβλημα σχετικά με το κοινοβούλιο για τους αναρχικούς και τους συνδικαλιστές δεν είναι η επίτευξη ενός “δημοκρατικού μίνιμουμ”, η πραγματοποίηση της εκπροσώπησης όσο το δυνατόν μεγαλύτερου εύρους απόψεων και συμφερόντων ή την δυνατότητα ύπαρξης ανοικτών και μη προκαθορισμών αποφάσεων, αλλά το ότι ακριβώς αποτυγχάνει και στα τρία.

Σε Ουκρανία, Μαντζουρία και Ισπανία

Η αναρχική και η συνδικαλιστική παράδοση παίρνουν πραγματικά στα σοβαρά “την πολιτική και πιο συγκεκριμένα την επίσημη και θεσμική”(Glaser 2012, 287). Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι όμως , άλλο θεωρία και άλλο πράξη. Γι αυτό τον λόγο θα ήθελα να αντιμετωπίσω περαιτέρω τις “βάσιμες αμφιβολίες” του Graser, καθώς και την άποψη του πως σε “πρακτικό επίπεδο” “λίγα πράγματα” διαχωρίζουν τα αναρχικά και συνδικαλιστικά “δημοκρατικά οράματα” από αυτά των λενινιστών (2012, 285– 286), μέσω κάποιων ιστορικών παραδειγμάτων τα οποία απεικονίζουν την αναρχική συμβουλιακή δημοκρατία σε δράση.

Αν και οι Μπολσεβίκοι κήρυξαν τον πόλεμο στους αναρχικούς της Ουκρανίας την περίοδο 1918-1921, οι αναρχικοί πάντοτε επέτρεπαν στους Μπολσεβίκους και στους υπόλοιπους αντιπάλους τους την προπαγάνδιση των ιδεών τους μέσω του τύπου, καθώς και την ενεργή συμμετοχή τους στην συμβουλιακή δημοκρατία και στο σύστημα αυτοδιαχείρισης (Malet 1982, 172; Palij 1976, 148–160). Τα παραπάνω ίσχυαν με δύο περιορισμούς, την υποκίνηση πογκρόμ καθώς και την προσπάθεια από κάποια αντίπαλη εφημερίδα οργάνωσης ένοπλων επιθέσεων, τα οποία και ήταν λογικά μέτρα. Η αναρχική επανάσταση στην Μαντζουρία, 1929-1931 -βασισμένη στο συμβουλιακό σύστημα του Hanjok Chongryong Haphoi και στο τμήμα του κορεάτικου απελευθερωτικού στρατού του αναρχικού Kim Jwa-Jim- αποσκοπούσε σε ένα “ελεύθερο ομοσπονδιακό κοινωνικό σύστημα” βασισμένο πάνω στην “ελεύθερη συμφωνία”, “την ελεύθερη βούληση των ατόμων” και την ελευθερία λόγου (Ha 1986, 71 –79). Επίσης το ισπανικό πρόγραμμα της CNT του 1936 τόνιζε ότι οι ατομικές ελευθερίες ”δεν μπορούν, κάτω από καμία περίσταση, να παραμεριστούν από μια κοινωνία, η οποία στηρίζεται στην γενικευμένη και ολική ελευθερία”([1 May 1936] n.d., 10).

Στην Ουκρανία και την Μαντζουρία, εγκαταστάθηκε ένα μεγάλης κλίμακας σύστημα αυτοδιαχείρισης και συμβουλιακής δημοκρατίας, το οποίο περιελάμβανε την οικονομία καθώς και τις γενικότερες ελευθερίες. Στην αναρχική Ισπανία και Ουκρανία για παράδειγμα η θρησκεία ήταν αποδεκτή. Ωστόσο οι υποχρεωτικές καταβολές και επιδοτήσεις καταργήθηκαν κάτω από την αρχή της ελεύθερης συμφωνίας, και τα μεγάλα κτήματα (εκκλησιαστικά, κρατικά και ιδιωτικά) τέθηκαν υπό αυτοδιαχείριση σύμφωνα με την δημοκρατική βούληση για να εξαλειφθεί οποιαδήποτε οικονομική και κοινωνική ανισότητα.

Πολλές από τις κριτικές που δέχεται ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός εστιάζουν στην αυθόρμητη ταξική βία (συμπεριλαμβάνοντας επιθέσεις σε καθολικές εκκλησίες και ιερατεία) στον πρώτο καιρό της ισπανικής επανάστασης, ως αποδείξεις της βασικής αναρχικής προκατάληψης και εχθρότητας. Όμως αυτές οι επιθέσεις δεν ήταν μέρος του αναρχικού προγράμματος, η CNT μπορεί να ήταν αρνητική και επικριτική προς την καθολική εκκλησία, αλλά θεωρούσε την θρησκεία ως ένα ζήτημα “προσωπικής ηθικής αρχής” ([1 May 1936] n.d., 8) και δεχόταν καθολικούς εργάτες.

Αντιθέτως, οι επιθέσεις στις εκκλησίες αντανακλούν την σφοδρή απέχθεια, προς την ενεργή υποστήριξη της καθολικής ιεραρχίας προς το πραξικόπημα του Φράνκο το 1936 και τον επακόλουθο πόλεμο, πράγμα που αποδεικνύεται περαιτέρω από το γεγονός πως οι προτεστάντες δεν δέχθηκαν επιθέσεις από τους αναρχικούς. Οι συγκεκριμένες επιθέσεις περιελάμβαναν και Ρεπουμπλικάνους όλων των αποχρώσεων και όχι μόνο αναρχικούς, σε καμία περίπτωση η πλειοψηφία αυτών που συμμετείχαν στις επιθέσεις δεν ήταν αναρχικοί, μιας και οι CNT και οι σύμμαχοι της παρενέβησαν ενεργά για να σταματήσουν οι επιθέσεις και το αντικληρικό κλίμα βίας που επικρατούσε (Fraser 1979, 149; Thomas 1986, 132– 133, 277). Εν τω μεταξύ η CNT υπερασπιζόταν την επεκτεινόμενη συμβουλιακή δημοκρατία και την αυτοδιαχείριση εναντίον της βίαιης ακροδεξιάς, ενώ παράλληλα προωθούσε την ανοχή σε απόψεις φιλελεύθερες, εθνικιστικές, σοσιαλιστικές και θρησκευτικές. Όπως αναφέρει ο Diego Abad de Santillan της CNT:

"Μπορούμε να εναντιωθούμε βίαια σε όσους προσπαθούν να μας υποδηλώσουν για τα συμφέροντα τους ή της ιδεολογίες τους, αλλά δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα βίαια μέσα προς αυτούς που απλά δεν μοιράζονται τις ίδιες απόψεις με εμάς και δεν επιθυμούν να ζήσουν τις ζωές τους με τον ίδιο τρόπο με εμάς. Ο σεβασμός μας προς την ελευθερία πρέπει να περιλαμβάνει το δικαίωμα και την ελευθερία των αντιπάλων μας να ζήσουν τις ζωές τους, πάντα με την προϋπόθεση ότι δεν είναι οι ίδιοι βίαιοι και δεν αρνούνται την ελευθερία των άλλων..."

H επανάσταση δεν ήταν η επιβολή του νόμου μιας “επιτροπής, ή κόμματος ή κάποιας προκαθορισμένης τάσης”, αλλά αντίθετα επιτρέπει την έκφραση μιας σειράς από διαφορετικές απόψεις (48). Το παραπάνω είναι μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση από αυτή των Lenin, Trotsky ή Stalin -για να μην αναφέρουμε αυτές των Μαρξιστών στην πρώτη και τη δεύτερη διεθνή.

Και στην Ρωσία

Οι παραπάνω εμπειρίες ενισχύουν την παρατήρηση του Glaser ότι η ευρεία αναρχική παράδοση έχει μάλλον πολύ περισσότερα δημοκρατικά διαπιστευτήρια από αυτά της μαρξιστικής παράδοσης. Επίσης αυτές οι εμπειρίες, καθώς και οι ιδέες που αντιπροσώπευαν, διαψεύδουν τις κατηγορίες του Glaser, πως ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός θα “μπορούσαν να αναπαράγουν ένα σταλινικό καθεστώς”(2012, 279 –280).

Αντιθέτως, είναι εντελώς δικαιολογημένη “η άρνηση του αναρχισμού και του συνδικαλισμού να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη” (2012, 282) για την σοβιετική τυραννία, όπως παραδέχεται και ο Glaser. Ο Bakunin είχε πολύ σωστά προβλέψει (δεκαετίες νωρίτερα), πως τα επαναστατικά μαρξιστικά καθεστώτα θα ήταν μια καταπιεστική μονοκομματική δικτατορία πάνω στην εργατική τάξη (Bakunin [1872] 1971, 284). Ως εκ τούτου είναι δικαιολογημένη και η επιμονή στην άποψη πως η κατάληξη της Σοβιετικής Ένωσης και των υπόλοιπων παρόμοιων καθεστώτων “δεν απαιτεί επανεξέταση των αναρχικών αρχών” (2012, 282).

Συμφωνώ με τον Glaser στο γεγονός ότι η Σοβιετική Τυραννία προήλθε από την “μονοκομματική δικτατορία, λογοκρισία και απαγόρευση των αυτόνομων ενώσεων” του Lenin και του Trotsky, το οποίο θεμελίωσε το “θεσμικό σχεδιασμό και τον τρόπο λειτουργίας” της Σταλινικής Ρωσίας και πως επίσης αυτές οι ενέργειες ήταν στο μεγαλύτερο τους μέρος, αν και όχι το μοναδικό, αποτέλεσμα της ιδεολογίας των μπολσεβίκων (Glaser 2012, 287; van der Walt 2011).[3]
Πάραυτα, διαφωνώ με τα λεγόμενα του Glaser, πως “το συμβουλιακό σύστημα υποστηρίχτηκε και εφαρμόστηκε από τους μπολσεβίκους του Λένιν” (Glaser 2012, 292), καθώς και με την υπόνοια από μέρους του, πως η συμβουλιακή δημοκρατία βοήθησε στην καθίδρυση της σοβιετικής τυραννίας. Η συμβουλιακή δημοκρατία δεν κατείχε ουδέποτε κάποια σημαντική θέση στην μαρξιστική σκέψη, εκτός από την θεώρηση της ως μια τακτική για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Αν και ο Marx εξύμνησε την παρισινή κομμούνα (Glaser 2012, 290), ποτέ δεν υποστήριξε την συμβουλιακή δημοκρατία, αντ' αυτού επέμενε -ακόμα και μετά το 1871- στο μακροχρόνιο πρόγραμμα του, που περιελάμβανε τον συγκεντρωτισμό, την κρατικοποίηση και του κρατικό σχεδιασμό υπό την καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος (βλέπε Marx and Engels [1848] 1954, 55–56; Gerth 1958, 216–217, 285–286). Για παράδειγμα στο διαμάχη Marx-Bakunin του 1872, ο Marx υποστήριζε ένα συγκεντρωτικό κράτος και ο Bakunin -όχι ο Marx- την συμβουλιακή δημοκρατία, και ήταν ο Marx ο οποίος προσπάθησε να επιβάλει το κρατικό του πρόγραμμα ενάντια στην θέληση της πλειοψηφίας της πρώτης διεθνής.

Όμως αυτό το οποίο “πραγματικά” εννοούσε ο Marx (ή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι εννοούσε) ωχριά μπροστά σε αυτό το οποίο ο Μαρξισμός “πραγματικά” εννοούσε: η ιστορία των κομμουνιστικών κομμάτων, καθώς και το ένα τρίτο του κόσμου, το οποίο έχει τεθεί υπό μαρξιστική διακυβέρνηση, δεν είναι οι παρεκκλίσεις, αλλά ο κύριος κορμός της μαρξιστικής ιστορίας.Στην Ρωσία για παράδειγμα, τα συμβούλια έγιναν υποχείριο του μπολσεβίκικου κράτους.
Όσοι υποστηρίζουν πως ο Λένιν “έπρεπε” να καταστείλει τις ελευθερίες των ελεύθερων Σοβιέτ για να “υπερασπιστεί” την επανάσταση, υποστηρίζουν με αυτόν τον τρόπο πως η συμβουλιακή δημοκρατία δεν είχε θέση στο λενινιστικό μοντέλο. Την ίδια άποψη περί της συμβουλιακής δημοκρατίας έχουν και όσοι θεωρούν (π.χ. Trotsky) πως η Σοβιετική Ένωση και τα υπόλοιπα αντίστοιχα εγχειρήματα ήταν παραμορφωμένα ή εκφυλισμένα “εργατικά κράτη” ή σοσιαλιστικά.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει σκοπό να δυσφημίσει την μειοψηφία των μαρξιστών, οι οποίοι προσπάθησαν να “σώσουν” τον Μαρξισμό από τις παραπάνω λογικές και πρακτικές, ένα εγχείρημα με πραγματικά μεγάλο βαθμό δυσκολίας. Αντιθέτως τα βαθιά δημοκρατικά μέσα και δομές της Κομμούνας -ανάκλητοι αντιπρόσωποι, συνεταιρική παραγωγή, εκλογή των πολιτοφυλακών, κλπ- δεν προέκυψαν από το πουθενά και σίγουρα όχι από το προηγούμενο έργο του Marx. Ήταν κατά κύριο λόγω αποτέλεσμα της έκφρασης του προγράμματος των Μουτουαλιστών (οπαδών του Προυντόν) και των αναρχικών (Bakunin ([1870] 1971), που ήταν οι βασικές ομάδες επιρροής εντός της Κομμούνας (McKay 2008; Bakunin ([1870] 1971); τα συγκεκριμένα μέσα και δομές ήταν στο κέντρο των επόμενων αναρχικών επαναστάσεων, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Εν ολίγοις, δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ της συμβουλιακής δημοκρατίας και της σοβιετικού τύπου τυραννία. Ο Μπολσεβικισμός κατέλαβε την εξουσία μέσω της διάλυσης των συμβουλίων και όχι μέσω της λειτουργίας τους. Από την άλλη η προστασία των πολιτικών και των γενικότερων δικαιωμάτων στις αναρχικές επαναστάσεις, παρά τις συνθήκες πολέμου, απαξιώνει περαιτέρω τους ισχυρισμούς πως οι Lenin,Trotsky και Stalin “αναγκάστηκαν” (για χάριν της επανάστασης) να μετατραπούν σε δικτάτορες.

Η αναρχική ανάλυση του κράτους δίνει και μια εξήγηση στο πως οι Lenin και Trotsky μπόρεσαν να δημιουργήσουν την δικτατορία τους, επανασχηματίζοντας το κράτος, μπόρεσαν να συγκεντρώσουν όλες τις διοικητικές δραστηριότητες στο κόμμα τους, συμπεριλαμβανομένων σε αυτές και των μέσων παραγωγής. Αυτό το νέο κράτος δεν μπορούσε να χωρέσει ένα ανεξάρτητο σύστημα συμβουλιακής δημοκρατίας και αυτοδιαχείρισης. Και έτσι η κομματική αρχή βρέθηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να είναι σε σύγκρουση με την εργατική τάξη, την οποία ισχυριζόταν πως εκπροσωπεί.

Συμπέρασμα

Γράφοντας για την Κίνα, ο Dirlik υποστηρίζει όι “η επαναφορά του αναρχισμού, τον οποίο ο λενινιστικός μαρξισμός κατέστειλε”, συνεπάγεται “την επαναφορά των δημοκρατικών ιδανικών, για τα οποία ο αναρχισμός... ήταν διαφυλακτής ”(1991, 3– 4). Αυτό το κείμενο προσπάθησε να επαναφέρει αυτά τα ιδανικά, όχι σαν ένα επιτάφιο τους, ούτε ως υπεράσπιση κάθε μιας γραμμής της αναρχικής παράδοσης, αλλά για να δημιουργήσει νέα μονοπάτια στην ελευθεριακή και σοσιαλιστική σκέψη πέραν των αδιεξόδων του κλασικού μαρξισμού, του φιλελευθερισμού και της lifestyle πολιτικής της προσωπικής (και όχι κοινωνικής) αλλαγής.
Ο αναρχισμός απορρίπτει τον κοινοβουλευτισμό επειδή φιλοδοξεί σε “τίποτα λιγότερο από μια ολοκληρωμένη πραγματοποίηση της δημοκρατίας”, “βασισμένη στην οικονομική και κοινωνική ισότητα” (van der Walt and Schmidt 2009, 70). Η συλλογική ιδιοκτησία των μέσω παραγωγής είναι απαραίτητη αλλά ανεπαρκής από μόνη της, μιας και πρέπει να συνδυαστεί με έναν από τα κάτω δημοκρατικό έλεγχο της διοίκησης και της παραγωγής γενικά, ο οποίος πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της ατομικής ελευθερίας.
Ο Glaser θεωρεί πως αυτό το σύστημα συλλογικής “διακυβέρνησης” δεν διαφέρει πολύ “από τα κράτη όπως αντιλαμβάνονται τον όρο οι περισσότεροι άνθρωποι” (2012, 295). Πολλοί λίγοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται (και κανείς δεν έχει βιώσει) το κράτος με αυτό τον τρόπο. Το ζήτημα δεν είναι τι σκέφτονται “οι περισσότεροι άνθρωποι”, αλλά πως αντιλαμβάνεται ο αναρχισμός το κράτος: ένας συγκεντρωτικός θεσμός της μειοψηφικής άρχουσας τάξης, ο οποίος καταστρέφεται από την πραγματική δημοκρατία, μιας και όταν “όλοι οι άνθρωποι κυβερνούν” τότε “δεν θα υπάρχει κανείς να κυβερνιέται … δεν θα υπάρχει κυβέρνηση, ούτε κράτος” (Bakunin 1953, 287). Όπως αναφέρει ο Price: “O Αναρχισμός είναι δημοκρατία χωρίς κράτος”. (2007, 172)


Ευχαριστώ θερμά τους Warren McGregor και Nicole Ulrich για τα σχόλια τους.


Σημειώσεις

1.Για την αρχική έκδοση:  CNT [1 May 1936] n. d.

2. Εντός αυτής της παράδοσης, υπάρχει ένα πλούσιος διάλογος, που περιλαμβάνει την ομόφωνη έναντι της πλειοψηφικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων, και τις “αντιοργανωτικές/ /άτυπες” δομές έναντι των επίσημων οργανωτικών δομών. Tο συγκεκριμένο κείμενο αναφέρεται και υπερασπίζεται την προσέγγιση που συμπεριλαμβάνει την πλειοψηφική λήψη αποφάσεων όταν κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο καθώς και την στρατιωτική υπεράσπιση της κοινωνικής  επανάστασης μέσω των πολιτοφυλακών.

3.Μια βασική πηγή είναι το AnarchistFAQ (Συχνές Ερωτήσεις για τον Αναρχισμό) του Iain McKay’s , http://anarchism.pageabode.com/afaq/secH6.html


Πηγές:

Bakunin, M. 1953. “Criticism of Marxism.” In The Political Philosophy of Bakunin, edited by G. P. Maximoff, 283– 289. Glencoe: Free Press.
Bakunin, M. [1866] 1971. “The Revolutionary Catechism.” In Bakunin on Anarchy, edited by S. Dolgoff, 76–97. London: George Allen & Unwin.
Bakunin, M. [1867] 1971. “Federalism, Socialism, Anti-Theologism.” In Bakunin on Anarchy, edited by S. Dolgoff, 102– 147. London: George Allen & Unwin.
Bakunin, M. [1870] 1971. “Letters to a Frenchman on the Current Crisis.” In Bakunin on Anarchy, edited by S. Dolgoff, 183 – 217. London: George Allen & Unwin.
Bakunin, M. [1871] 1971. “The Programme of the Alliance.” In Bakunin on Anarchy, edited by S. Dolgoff, 244– 258. London: George Allen & Unwin.
Bakunin, M. [1872] 1971. “Letter to La Liberte .” In Bakunin on Anarchy, edited by S. Dolgoff, 274– 285. London: George Allen & Unwin.
Bakunin, M. n.d. “On the Internal Conduct of the Alliance.” In Bakunin on Anarchism, edited by S. Dolgoff,  ́ 385–387. Montre al: Black Rose.
CNT (National Confederation of Labour). [May 1, 1936] n.d. Resolution on Libertarian Communism as adopted by the Confederacion Nacional del Trabajo, Zaragoza, May 1. Johannesburg: Zabalaza Books.
Dirlik, A. 1991. Anarchism in the Chinese Revolution. Berkeley: University of California.
Fraser, R. 1979. Blood of Spain: An Oral History of the Spanish Civil War. New York: Pantheon.
Gerth, H., ed. 1958. The First International: Minutes of the Hague Conference of 1872. Madison: University of Wisconsin.
Glaser, D. 2012. “Visions of Socialist Democracy from South Africa: A Critical Review of Three Recent Contributions.” Politikon: The South African Journal of Political Science 39 (2): 279–298.
Ha, Ki Rak. 1986. A History of Korean Anarchist Movement [sic.]. Taegu: Anarchist Publishing Committee.
Kropotkin, P. [1912] 1970. “Modern Science and Anarchism.” In Kropotkin’s Revolutionary Pamphlets: A Collection of Writings, edited by R. N. Baldwin, 145– 194. New York: Dover.
Laclau, E., and C. Mouffe. 1985. Hegemony and Socialist Strategy. London: Verso.
Malatesta, E. 1965. “Anarchists and the Working Class Movements.” In Errico Malatesta: His Life and Ideas, edited by V. Richards, 113– 133. London: Freedom Press.
Malet, M. 1982. Nestor Makhno in the Russian Civil War. London: London School of Economics/Macmillan.
Marx, K., and F. Engels. [1848] 1954. The Communist Manifesto. Chicago: Henry Regnery.
McKay, I. 2008. “The Paris Commune, Marxism and Anarchism.” Anarcho-Syndicalist Review, no. 50: 24– 41.
Palij, M. 1976. The Anarchism of Nestor Makhno 1918– 1921: An Aspect of the Ukrainian Revolution. Seattle: University Of Washington.
Price, W. 2007. The Abolition of the State: Anarchist and Marxist Perspectives. Bloomington: AuthorHouse.
Rachman, G. 2010. “The Realities Behind the Cult of Lula”, Financial Times, September 28.
Rocker, R. [1938] 1989. Anarcho-Syndicalism. London: Pluto.
Santilla n, D. A. [1937] 2005. After the Revolution: Economic Reconstruction in Spain. Johannesburg: Zabalaza Books.


Thomas, H. 1986. The Spanish Civil War. New York: Touchstone.
Trotsky, L. 1967. The Revolution Betrayed. London: New Park.
van der Walt, L. 2011. “Counterpower, Participatory Democracy, Revolutionary Defence: Debating Black Flame, Revolutionary Anarchism and Historical Marxism.” International Socialism, no. 130: 193– 207.
van der Walt, L., and M Schmidt. 2009. Black Flame: The Revolutionary Class Politics of Anarchism and Syndicalism. San Francisco: AK Press.

μετάφραση kostav

7/11/13

Για μια προεικονιστική realpolitik

Για μια προεικονιστική realpolitik
(μια συζήτηση με τον Ορέστη Βαρκαρόλη, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του: Δημιουργικές αντιστάσεις και αντεξουσία)

Ο όρος Αλληλέγγυα Οικονομία ακούγεται ως σχήμα οξύμωρο και ξενίζει πολλούς από εμάς. Μπορούν οι δομές της αλληλέγγυας οικονομίας να αποτελέσουν το πρόπλασμα για μια αταξική κοινωνία ή μήπως είναι νομοτελειακά καταδικασμένες να αφομοιωθούν και να απολέσουν τα        ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά τους, μέσα στον ωκεανό της καπιταλιστικής οικονομίας, της λογικής του κέρδους, του ελεύθερου ανταγωνισμού και του (αντι)κοινωνικού δαρβινισμού;

Πράγματι, το πεδίο της οικονομίας φάνταζε και ακόμα φαντάζει για τους περισσότερους που συμμετέχουν στο κίνημα ως αποκλειστική περιοχή του εχθρού. Ένα πεδίο στο οποίο όχι μόνο δεν είναι ωφέλιμο να παρέμβουμε (για την αναίρεσή του), αλλά το οποίο πρέπει να ξεπεράσουμε ή να υπερβούμε με βάση, μια μάλλον εξτρεμιστική παρά ριζοσπαστική, κριτική του υπάρχοντος που στην προέκτασή της φτάνει να (ανα)ζητά αφελώς ακόμα και την κατάργηση της κοινωνίας. Λες και το ξεπέρασμα της εμπορευματικής μορφής της πατάτας προϋποθέτει την κατάργηση της πατάτας[1] και η κατάργηση της μισθωτής εργασίας την κατάργηση της εργασίας γενικά[2]!

Για πολύ καιρό κρατήσαμε τα μάτια μας κλειστά μπροστά στις ποικιλόμορφες μη-καπιταλιστικές οικονομικές πραγματικότητες που λειτουργούν εντός του καπιταλισμού και το κάναμε σε τέτοιο βαθμό που ο προταγματικός λόγος μας έμενε σε μια γενικόλογη αοριστολογία. Η αιτία; Είτε γιατί εγκλωβιστήκαμε σε ένα βολονταριστικό άλμα στην απόπειρα για συνολικοποίηση της πρακτικής κριτικής μας, είτε γιατί παγιδευτήκαμε σε μια παγιωμένη/δογματική θέαση της ουτοπίας, που αντί να εμψυχώνει μια δραστηριότητα και να την καθοδηγεί με βάση μια ριζοσπαστική κριτική του παρόντος, μας ακρωτηρίαζε την εκτίμηση απέναντι σε κάθε δράση που δεν μπορούσε να ταυτιστεί με το δέον της.

Ο όρος αλληλέγγυα οικονομία χρησιμοποιήθηκε για να καταδείξει ότι μπορούμε να αναπτύξουμε στο σήμερα «οικονομικά» εγχειρήματα, ανταγωνιστικά στον καπιταλισμό και την αυτονόμηση της οικονομικής ζωής, με ορίζοντα τις αυτόνομες μετακαπιταλιστικές κοινότητες «όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου, και όχι ύστατος σκοπός»[3]. Επίσης, η διαδικασία του πειραματισμού σε μια προεικονιστική realpolitik μας επιτρέπει να αναπτύξουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια το περίγραμμα των θεσμών και της λειτουργίας τους στο πλαίσιο μιας ελευθεριακής κοινωνίας και άρα να διαμορφώσουμε τους όρους για το πέρασμα από την μαχητική αντιπολίτευση στην αμφισβήτηση της ηγεμονίας του κυρίαρχου υποδείγματος.

Ωστόσο, τα εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας που επιδιώκουν να πειραματιστούν στη δημιουργία θεσμών μιας πιο επιθυμητής κοινωνίας, το κάνουν μέσα στο κέλυφος της παλιάς και ως εκ τούτου δεν πρόκειται για ειδυλλιακές παραστάσεις της «άλλης» κοινωνίας, αλλά για παραδείγματα αγώνα που θέλουν να συμβάλλουν στην επίτευξή της. Τα όρια και οι αντιφάσεις που συναντούν προϋποθέτουν ριζικές αλλαγές ταυτόχρονα στην πολιτική και στην οικονομική οργάνωση της κοινωνίας. Εγχειρήματα τα οποία οφείλουμε να τα βλέπουμε ως ανοιχτά στοιχήματα –που έχουν αξία από μόνα τους– σε αγώνες που η τελική τους (κοινωνική) κρίση θα γίνει στο μέλλον. Εάν δηλαδή αποτέλεσαν τις πρώτες σταγόνες μιας ελευθεριακής καταιγίδας ή απλές σταγόνες στον ωκεανό της καπιταλιστικής οικονομίας.

Σε κάθε περίπτωση, ο κίνδυνος της απονοηματοδότησης των εγχειρημάτων αλληλέγγυας οικονομίας από το «σύστημα», ειδικά στην παρούσα συγκυρία, δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Και σίγουρα όχι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο η πολιτική συμμετοχή κάποιου στο κίνημα να αποτελεί μέρος μιας lifestyle-υποκουλτούρας. Πιο σημαντικός είναι ο κίνδυνος να βρουν τα όρια τους εξαιτίας λαθών/παραλείψεων/αστοχιών των ίδιων των συμμετεχόντων σε αυτά[4] ή να καταδικαστούν –από την κοινωνική αδράνεια– στο να αποτελέσουν «εξωτικές» εξαιρέσεις παρά να κατασταλούν από τον εχθρό.

Η λογική των δημιουργικών αντιστάσεων είναι να λειτουργήσουν ως ορμητήρια απελευθέρωσης και όχι ως νησίδες ελευθερίας. Ωστόσο υπάρχει και η ετερογονία των σκοπών, η απόσταση ανάμεσα στη θέληση και στο αποτέλεσμα των πράξεών μας. Με τα λόγια του Σαίξπηρ: «η βούληση είναι άπειρη, η εκτέλεσή της όμως υπακούει σε όρια. Η επιθυμία είναι απεριόριστη, η πραγμάτωσή της όμως υπόκειται σε περιορισμούς». Πώς μπορούν οι θεσμοί Αντεξουσίας να αποφύγουν τις σειρήνες του βολέματος σε μια αυτοαναφορική λογική νησίδας ελευθερίας; Έχουν αναπτυχθεί οι δικλίδες ασφαλείας ώστε να αποφευχθεί στην πράξη η ενσωμάτωση της Δημιουργικής Αντίστασης στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις;

Με τον όρο Δημιουργικές Αντιστάσεις δεν αναφερόμαστε γενικώς και αορίστως σε ευφάνταστους τρόπους διαμαρτυρίας ή αποκλειστικά σε εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα σε έναν ιδιαίτερο τύπο κοινωνικοπολιτικής δράσης που από τη μία ενδιαφέρεται για μιαν ορθή κατανόηση της δομής του υπό εξέταση ζητήματος/προβλήματος και της τρέχουσας συγκυρίας και από την άλλη δημιουργεί περισσότερες ευκαιρίες για τους ανθρώπους ώστε να επιλέξουν μια πιο αυτόνομη ζωή. Είναι τα ενδιάμεσα όχι-αιτήματα/προγράμματα, αλλά έμπρακτα παραδείγματα που προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα του καθημερινού αγώνα με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό σύμφωνα με το μότο: «Χτίζοντας, θα γκρεμίσουμε».

Δημιουργική αντίσταση μπορεί να είναι τόσο μια κολεκτίβα εργασίας όσο και ένα σωματείο βάσης, αλλά κανείς και τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί την απρόσκοπτη εποικοδομητική-κινηματικά λειτουργία τους. Εναπόκειται κάθε φορά στα μέλη τους και τον κοινωνικό περίγυρό τους το πόσο ψηλά θα σηκώσουν τον πήχη και θα ξεφύγουν από παράγοντες που μπορούν να περιορίσουν τη μετασχηματιστική δυναμική των εγχειρημάτων, όπως αυτοαναφορικότητα, αριστερισμός, ακτιβισμός, αναχωρητισμός, μαξιμαλισμός, ελιτισμός, μικροαστισμός, εθνικισμός, εργατισμός, δημοκρατισμός, συντεχνιασμός, αποσπασματικότητα, σεχταρισμός και πάει λέγοντας.

Αν η μετασχηματιστική δυναμική χαθεί, τότε πολύ απλά δε μιλάμε για δημιουργική αντίσταση. Υπάρχουν, ωστόσο, μια σειρά από χαρακτηριστικά που μπορούν να λειτουργήσουν ως ανιχνευτές γόνιμης λειτουργίας, όπως: συνάφεια μέσων-σκοπών, ασυμμετρία στην αντιπαράθεση με την καθεστηκυία τάξη, συνεχής επαγρύπνηση, κριτικός αναστοχασμός, προσοχή στις λεπτομέρειες, συνεύρεση και συμπόρευση με αντίστοιχα εγχειρήματα στην προσπάθεια για την αλλαγή παραδείγματος.

Τέλος, δε θα πρέπει να πέφτουμε σε μια μηχανιστική-ντετερμινιστική παγίδα αέναης επανάληψης της ιστορίας του στυλ «Απέτυχε κάτι μια φορά; Θα αποτυγχάνει πάντα» και να μη ξεχνάμε ότι και μέσα από τις αποτυχίες των ποικίλων εγχειρημάτων των αγωνιζομένων ανθρώπων μπορούμε να αντλήσουμε ένα σωρό χρήσιμα συμπεράσματα-στοιχεία για τις επόμενες μας απόπειρες.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα αυξημένο ενδιαφέρον για το πρόταγμα της Άμεσης Δημοκρατίας. Αρκετές φορές ο εξουσιαστικός «κομμουνισμός» (που επιμένει να προσκυνά το φάντασμα του συγκεντρωτισμού και του κεντρικού σχεδιασμού) απαξιώνει το αμεσοδημοκρατικό πρόταγμα. Κομμάτια, όμως, της συστημικής Αριστεράς, μέχρι και εθνικιστές ακόμα, επικαλούνται με οπορτουνιστικό τρόπο την Άμεση Δημοκρατία. Πώς μπορούμε να εντάξουμε την Άμεση Δημοκρατία στο ελευθεριακό πρόταγμα; Εν τέλει, έχει νόημα η ύπαρξη ενός αμεσοδημοκρατικού πολιτικού εποικοδομήματος εντός μιας εκμεταλλευτικής/ταξικής κοινωνίας (όπως π.χ. στην αρχαία Αθήνα);

Το πρόσφατο ενδιαφέρον για την Άμεση Δημοκρατία θα μπορούσαμε να πούμε ότι προέκυψε κυρίως ως μερική κριτική του αυταρχισμού (του κράτους) ή της πάσης φύσεως γραφειοκρατίας (συνδικάτα, κόμματα) που λειτουργεί αποκομμένη από τη βάση και λιγότερο ως ζήτημα αντεξουσίας[5]. Υπό μια τέτοια-μερική οπτική γωνία μη-αντιπροσώπευσης, μπορεί να γίνει κατανοητή και η επίκλησή του από πλευράς αριστεράς για μια κυβέρνηση που ακούει το λαό ή από φασιστικές οργανώσεις που θέλουν να φύγουν οι αλήτες, προδότες, πολιτικοί.

Αν όμως δεν επιθυμούμε να αρκεστούμε σε μια δημοκρατία του κεφαλαίου (που ορθά απαξιώνεται από την κλασσική αριστερά), αλλά προσεγγίζουμε την άμεση δημοκρατία υπό μια ελευθεριακή σκοπιά (δηλαδή μιας σκοπιά που στρέφεται ενάντια τόσο στην κυριαρχία όσο και στην εκμετάλλευση), τότε πρέπει να κάνουμε σαφές ότι μιλάμε για οριζοντιότητα. Οριζοντιότητα τόσο σε πολιτικό (ποιος/πώς αποφασίζει) όσο και λειτουργικό-οικονομικό επίπεδο.

Η άμεση δημοκρατία τότε, ως διακριτή μορφή δημοκρατίας, δεν μπορεί να σταθεί χωρίς αλλαγές στην οικονομική λειτουργία της κοινωνίας, δηλαδή χωρίς να συνοδεύεται από την κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής και την γενικευμένη αυτοδιαχείριση. Δεν περιλαμβάνει απλά και την οικονομική δημοκρατία, αλλά την προϋποθέτει. Δεν πρέπει να επεκταθεί ο δημοκρατικός πολιτικός έλεγχος στην οικονομία, αλλά η δημοκρατία να είναι αδιαχώριστα οικονομική και πολιτική. Δεν πρόκειται για μια στενά πολιτειακή δομή που μένει να εγκαθιδρυθεί, αλλά μια στάση απέναντι στα κοινά και την κοινότητα την οποία μπορούμε να την υιοθετούμε και αξίζει να την προωθούμε στο εδώ και τώρα.

Συνήθως ο κομμουνισμός ταυτίζεται με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής της υλικής ζωής. Αρκεί όμως αυτό; Για παράδειγμα, η άμεση δημοκρατία μπορεί να θεωρηθεί ως κομμουνισμός στην πηγή λήψης αποφάσεων. Η εξουσία διαλύεται μέσω της εξισωτικής διάχυσής της. Η εξουσία που ανήκει σε όλους, δεν ανήκει σε κανέναν. Αντιστρέφοντας το προηγούμενο ερώτημα: έχει νόημα η ύπαρξη μια κομμουνιστικής παραγωγικής βάσης χωρίς την ύπαρξη ενός αμεσοδημοκρατικού πολιτικού εποικοδομήματος;

Αν η δημοκρατία με τάξεις είναι μια σοσιαλιστική φάρσα, έτσι και ο κομμουνισμός χωρίς πολιτική οργάνωση είναι μια φαντασιοπληξία. Με το επίθετο κομμουνιστική δεν περιγράφουμε μια κοινωνία όπου επικρατεί απόλυτη κοινωνική γαλήνη και τα πάντα γίνονται αυθορμήτως αρμονικά, αλλά μιλάμε για μια οργανωμένη κοινωνία με συντεταγμένους τρόπους λειτουργίας που επιδιώκει να καταπολεμά την κυριαρχία σε όλες τις τις εκφάνσεις μέσα από την καλλιέργεια εκείνων των συνθηκών-προϋποθέσεων-θεσμών που υποβοηθούν την ελευθεριακή της λειτουργία. Ή με άλλα λόγια, «η ελευθερία δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν μια απλή απουσία της εξουσίας, αλλά ως μια συγκεκριμένη οργάνωση των σχέσεων εξουσίας, ώστε να επιτευχθούν συγκεκριμένοι σκοποί»[6]. Αναφερόμαστε συνεπώς σε ένα πολύπλοκο έργο με μεγάλη διάρκεια όπου η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και η εξισωτική οργάνωση δεν αποτελούν παρά μόνο βασικές του πράξεις.

Η λεγόμενη στρατηγική της Εξόδου συνήθως αντιμετωπίζει τον κρατικό μηχανισμό ως ένα απλό εμπόδιο που αρκεί να το ξεπεράσουμε μέσα από τη δημιουργία αντιθεσμών για να το καταστήσουμε άχρηστο (λογική που παραδόξως ομοιάζει με τον στιρνερισμό!). Για παράδειγμα, ο Τζέιμς Χέροντ υποστηρίζει πως ο καπιταλισμός μπορεί να καταστραφεί χωρίς μια πολεμική κίνηση, αλλά με το «ξεγύμνωμά του»: «οι καπιταλιστικές δομές […] δεν κατακτώνται· απορρίπτονται». Η λογική αυτή τείνει να αγνοεί την αφομοιωτική ή κατασταλτική δυναμική που αναπτύσσει το κεφάλαιο και το κράτος του. Εν τέλει, μπορεί να κατακτηθεί ο στόχος της αταξικής κοινωνίας δίχως να καταφύγουν οι καταπιεσμένοι στην υλική βία; Μπορεί να αναπτυχθεί μια θεωρία και πρακτική της δημιουργικής αντίστασης, δίχως μια αντίστοιχη ανάπτυξη μιας θεωρίας και πρακτικής της επαναστατικής βίας;

Η στρατηγική της εξόδου, της απεμπλοκής από τις σχέσεις κυριαρχίας, βασίζεται στην αναγνώριση ότι όσο ολοκληρωτικό και αν είναι ένα σύστημα ποτέ δεν μπορεί να πετύχει τη φιλοδοξία του –πάντα θα υπάρχουν τρύπες, περιθώρια και ρωγμές ελευθερίας πλάι στην (αναγκαστική ως ένα βαθμό) αναπαραγωγή της καταπίεσης και την εθελοδουλία.

Χωρίς να πέφτει στην παγίδα του στημένου κάδρου της υιοθέτησης ή μη της χρήσης βίας[7], δεν υιοθετεί την απλοϊκή άποψη ότι η κοινωνία είναι εκ φύσεως καλή, αλλά τη διαφθείρει το κράτος και το κεφάλαιο που εφόσον εκδιωχθούν δια της βίας/επανάστασης ο κόσμος θα αυτορρυθμιστεί με γαλήνη, αρμονία και προδέρμ. Δεν ταυτίζει δηλαδή την επανάσταση με την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα ή μια σειρά μαχών που η νικηφόρα διεξαγωγή τους αρκεί για να εξοβελιστεί οριστικά στο παρελθόν η καταπίεση. Η επανάσταση δεν είναι απλώς/απλός πόλεμος και στον κοινωνικό πόλεμο δεν είναι μόνο τα όπλα που μετράνε. Πρώτα θα πρέπει να καλλιεργηθεί η ταξική συνείδηση, οι μεγάλες «μάζες» να θέλουν μια άλλη κοινωνία και να βλέπουν συγκεκριμένα πράγματα (καταπίεση, εκμετάλλευση, ιδιώτευση) σαν εμπόδια στο να το επιτύχουν. Πρέπει να ξεκινήσουμε πρώτα από τους ανθρώπους σε πρώτο πρόσωπο, τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις αφηγήσεις τους.

Δεδομένης λοιπόν της παρούσας πολιτικής ηγεμονίας του εχθρού στις μάζες και της υπεροπλίας του στο στρατιωτικό σκέλος, πρέπει να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο θα του επιτεθούμε χωρίς να πέσουν πολλές «πιστολιές»[8]. Πρέπει να επιλέξουμε εκείνα τα πεδία αντιπαράθεσης και εκείνα τα σημεία όπου θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου. Και αυτά μπορούν να αναζητηθούν κυρίως στη μεγάλη μας δυνητικά δύναμη να μπορούμε χωρίς το κεφάλαιο, ενώ αυτό δεν μπορεί χωρίς εμάς. Μια τέτοια αναζήτηση, σε καμία περίπτωση δε συνιστά αγνόηση της δύναμης του κυρίαρχου λόγω κοντοφθαλμίας, αλλά τακτική μανούβρα που προκύπτει από την αξιολόγηση των δύο στρατοπέδων και του ευρύτερου περιβάλλοντος.

Μέσω μιας τέτοιας ανάγνωσης για το (δυσχερές) περιβάλλον/συσχετισμό πρέπει να κατανοηθεί η μετατόπιση του πρωταρχικού ενδιαφέροντος από το μάκρο-επίπεδο της Κατάληψης της (Αντι)εξουσίας[9] (το σημαιάκι στο οχυρό του εχθρού) στο έδαφος των εμπειριών της καθημερινής ζωής· τη «μάχη» για το κέρδισμα της καρδιάς και του νου όσων περισσότερων συνειδητών συμπορευτών, την κατάκτηση της ικανότητας να ζούμε χωρίς να δουλεύουμε με όρους μισθωτής εργασίας ή αγοράζοντας προϊόντα που παρήχθησαν με αυτόν τον τρόπο μέσω της συνεργατικής παραγωγής αγαθών. Ωστόσο, με βάση τη ρητή στόχευση σχετικά με το ξεπέρασμα του καπιταλισμού και του κράτους του, η αναγκαιότητα κατάληψης των μέσων παραγωγής και η υπεράσπιση των «απελευθερωμένων χώρων» δεν μπορεί παρά να παραμένει μια βασική παράμετρος που υπερβαίνει τις παρούσες δυνατότητές του μη-βίαιου, σημειωτικού (ανταρτο)πόλεμου θέσεων[10] και των απέλπιδων τεροριστικών επιθέσεων. Αν επομένως αποπειραθούμε να μιλήσουμε για επαναστατική βία –και όχι ένα θεαματικό υποκατάστατό της– σίγουρα μιλάμε για ενεργή εμπλοκή εκατομμυρίων ανθρώπων στη δράση και την υποστήριξή της. Μιλάμε για μια βία αναρχικής ηθικής α λα Μαλατέστα[11], που ναι μεν εμπεριέχει μια μηδενιστική λύσσα, λειτουργεί όμως εργαλειακά και όχι αυτάρεσκα κατόπιν εύστοχης εκτίμησης της στιγμής α λα Λένιν με μια Τροτσκιστική στρατιωτική μακρο-οπτική[12] με εσωτερικές όμως διαδικασίες τύπου Ταξιαρχίας Ντουρρούτι που οι φορείς της, α λα Ζαπατίστας[13], δεν έχουν λόγο να παρεμβαίνουν ως τέτοιοι στις αυτόνομες πολιτικές δομές των κοινοτήτων αγώνα.

Ποια είναι η διαλεκτική σχέση που θα μπορούσαν να έχουν οι προεικονιστικές αντιδομές με την αντιβία που ήδη εκφράζεται από τους καταπιεσμένους, με την εντυπωσιακή πύκνωση τα τελευταία χρόνια των αστεακών ή εργατικών ταραχών, των λαϊκών εξεγέρσεων (βλέπε τους τελευταίους μήνες, Τουρκία, Αίγυπτο, Νότια Αφρική, Βραζιλία, Χιλή, Ουκρανία, Σουηδία).

Η σχεδόν αντιπολιτική κραυγή που εκφράζεται μέσω των ταραχών των τελευταίων ετών χαρακτηρίζεται από μια (παραλυτική) έλλειψη σε σχέση με το τι θα όφειλε να αντικαταστήσει το σημερινό status quo. Κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί σε δεύτερο χρόνο στην προληπτική-κομφορμιστική καταστολή της αντίστασης και στο γρήγορο ξεθώριασμα της εκ-στατικής εξεγερσιακής εμπειρίας που δεν αφήνει απτά σημάδια βελτίωσης στην καθημερινότητα των ανθρώπων.

Επομένως, προπαρασκευαστικός ρόλος των δημιουργικών αντιστάσεων (όπως και όλων των πολιτικών συλλογικοτήτων) είναι με «δουλειά μυρμηγκιού» να σπάσουν τα τούβλα της πολιτικής σύγχυσης-απογοήτευσης και της απουσίας αντιπροτάσεων γονιμοποιώντας το άγονο περιβάλλον με την προσδοκία της μετάβασης. Μέσω της προωθημένης ανίχνευσης του κόσμου που δεν είναι ακόμη εδώ, να υποβοηθήσουν να αναπτυχθεί κοινωνικά εκείνη η νοοτροπία αγώνα της οποίας οι πιο προωθημένες ενέργειες δεν θα είναι (απλά) οι πυρπολήσεις τραπεζών, αλλά οι καταλήψεις των μέσων παραγωγής και η δημιουργία εργατικών συμβουλίων. Η ουσιαστική και στο έπακρο πραγμάτωση εκείνων των χαρακτηριστικών που συναντάμε στις σημερινές δημιουργικές αντιστάσεις μόνο σε εμβρυακή μορφή.

Σε λίγους μήνες συμπληρώνονται 20 χρόνια από την εξέγερση των Ζαπατίστας. Διατηρεί η ζαπατιστική εξέγερση την επικαιρότητά της και ποιο είναι το σημερινό της νόημα για εμάς στον δυτικό κόσμο;

20 χρόνια μετά την εξέγερση στο νοτιοανατολικό Μεξικό, οι εξεγερμένες ιθαγενικές κοινότητες των ζαπατίστας έχουν δημιουργήσει έναν χώρο, μια κοινωνία όπου η άμεση δημοκρατία είναι μια πραγματικότητα που παλεύεται και κατακτιέται καθημερινά από χιλιάδες ανθρώπους που χτίζουν την αυτονομία τους απέναντι σε μια εξουσία από την οποία δεν διεκδικούν και δεν δέχονται τίποτα και την οποία δεν αναγνωρίζουν.

«Κανένα μοντέλο δεν προσφέρουμε» λένε οι ζαπατίστας. «Καθένας πρέπει να επινοήσει το δικό του μοντέλο στον τόπο του, στη γειτονιά του, στην πόλη του, στη χώρα του. Και αυτό θα είναι η καλύτερη αλληλεγγύη για μας». Πράγματι, κανένα μοντέλο δεν μεταφέρεται. Όμως η εμπειρία όσων αντιστέκονται συλλογικά, όπως οι ζαπατίστας, είναι γνώση και εμπειρία για όλους μας. Μπορούμε να μαθαίνουμε. Και το πρώτο που έχουμε να μάθουμε είναι ότι «μπορεί να γίνει και αλλιώς».

Ας δούμε, λοιπόν, ορισμένα –χρήσιμα για εμάς– χαρακτηριστικά ενός μεγάλου εγχειρήματος/πειράματος. Ενός αγώνα που:

·        χαρακτηρίζεται από την σύμπνοια σκοπού και μέσων
·        αναδεικνύει τη δυνατότητα της αυτοδιακυβέρνησης και μάλιστα κάτω από δυσμενής συνθήκες και συνεχείς πιέσεις,
·        επιμένει να επινοεί από τα κάτω τους κατάλληλους θεσμούς και πρακτικές με έμφαση στην υλικότητα, στην αλλαγή της καθημερινότητας σε όλες της τις εκφάνσεις (διατροφή, υγεία, εκπαίδευση, διακυβέρνηση κ.λπ,) αντί να μένει σε διακηρύξεις καλών προθέσεων,
·        τονίζει τη σημασία της στράτευσης και της οργάνωσης απαλλαγμένης όμως από τη φοβία για τα λάθη ή την αναποτελεσματικότητα, προκειμένου να επιδιωχθεί η μαθητεία όσο το δυνατόν περισσότερων μελών της κοινωνίας στη διαχείριση των συλλογικών υποθέσεων,
·        προνοεί για τη δημιουργία κατάλληλων δομών/μηχανισμών που να μην επιτρέπουν την καταστροφική δημιουργία χάσματος μεταξύ βάσης και ηγεσίας,
·        ανανεώνει τις διαδικασίες και τις στρατηγικές του με βάση τα μαθήματα του αγώνα,
·        αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέρος ενός ευρύτερου αγώνα που εξελίσσεται σε ολόκληρη την υφήλιο.

Αναρχία, Κομμουνισμός, Άμεση Δημοκρατία, Ριζοσπαστική Οικολογία, Ατομικισμός (με την έννοια της πλέριας ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας και όχι με την τρέχουσα έννοια του φιλοτομαρισμού). Οι λέξεις πολλές φορές έχουν χρησιμοποιηθεί με ένα διαζευκτικό ήτα να τις χωρίζει. Μήπως, όμως, ταιριάζει περισσότερο το συμπλεκτικό και; Μήπως είναι διαφορετικές λέξεις για να περιγράψουν το ίδιο πρόταγμα; Μήπως είναι έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες και όχι αλληλοαποκλειόμενες;

Το σύγχρονο επαναστατικό κίνημα έχει μια πολύ μεγάλη δεξαμενή ιδεών, βιωμάτων από όπου μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα και εργαλεία για τους σημερινούς αγώνες. Χωρίς να έχει νόημα να συνενώσουμε αναδρομικά τις διαφορετικές παραδόσεις που έχουν πολλές φορές αναμετρηθεί μεταξύ τους, υπάρχουν σαφώς μεγάλα περιθώρια, ύστερα από την μελέτη τους εντός του ιστορικού τους πλαισίου και την κριτική κατανόησή τους, για μια πιο γόνιμη σύνθεσή των αλληλοσυμπληρούμενων πτυχών τους. Καθώς βαδίζουμε στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, με τον όρο αναρχία δεν αναφερόμαστε αορίστως σε μια απουσία αρχής, αλλά σε έναν αγώνα των από τα κάτω με στόχο ένα αμεσοδημοκρατικό πολίτευμα που όχι μόνο προνοεί στο μέτρο του εφικτού ώστε να μην καταπιέζονται τα άτομα, αλλά αποπειράται να καλλιεργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την πληρέστερη έκφραση της ατομικότητάς τους και προϋποθέτει την επαναξιολόγηση των αναγκών μας ώστε η –κατά βάση– κομμουνιστική οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης να λαμβάνει χώρα σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον.




[1]      Δες το Μια κριτική της Κομμουνιστικοποίησης, http://antisystemic.wordpress.com/2011/12/09/μια-κριτική-της-κομμουνιστικοποίηση.
[2]      Δες το Η κριτική του Μαρξ στα σοσιαλιστικά σχήματα εργασιακού χρήματος και ο μύθος του προυντονικού χαρακτήρα του συμβουλιακού κομμουνισμού (http://pagkaki.org/labour-money) και το Ανάμεσα στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τον μυθικό κομμουνισμό (http://antisystemic.wordpress.com/2013/06/14/ανάμεσα-στον-ελευθεριακό-σοσιαλισμό).
[3]      Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας.
[4]      Δες το Οι σπόροι φύτρωσαν. Κατάθεση εμπειρίας από συμμετοχή σε εγχείρημα αλληλέγγυας οικονομίας, διαθέσιμο στο http://pagkaki.org/sites/pagkaki.org/files/oi sporoi fitrosan.pdf.
[5]      Η από-τη-βάση-οικειοθελώς-οργανωμένη-θετικά μη αυταρχική και μη καταπιεστική διαχείριση της οικονομίας και της εξουσίας.
[6]      Anarchafairy, 2008, Μετα-δομισμός, και η Αναγέννηση ενός Αναρχικού Υποστρώματος, http://www.rebelnet.gr/files/sosc-489-final.gr.pdf.
[7]      Η μη βία είναι ένα βασικό ιδεολογικό όπλο μιας πολύ βίαιας κυριαρχίας που το χρησιμοποιεί προκειμένου να μας παθητικοποιήσει. Χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ κηρύττοντας τη μη βία. Είναι ένα αποτελεσματικό όπλο επειδή όλοι θέλουμε (αλλά δεν μας αφήνουν) να ζούμε σε έναν κόσμο ειρηνικό χωρίς βία [...] Είμαστε μπλεγμένοι στον κοινωνικό πόλεμο και αυτή η κατάσταση θέτει όρια στο τι μπορούμε να κάνουμε/πετύχουμε. Η ειρήνη μπορεί να επιτευχθεί μόνο μετά την καταστροφή του καπιταλισμού [...] Δε θα καταφέρουμε ποτέ να οικοδομήσουμε μια ζωή με ελευθερία χωρίς να αντιμετωπίσουμε τους κυρίαρχους. James Herod, Getting Free. Creating an Association of Democratic Autonomous Neighborhoods, 2007, http://www.jamesherod.info/?sec=book&id=1.
[8]      Στο σημείο αυτό χρήσιμο είναι να παραδειγματιστούμε από τη σαρωτική “μη-βίαιη” αντεπίθεση του κεφαλαίου (στην απόπειρα απάντησης του εργατικού κινήματος με την μονοπώληση της εργατικής δύναμης στην μονοπώληση των μέσων παραγωγής από το κεφάλαιο) με το σπάσιμο της παραγωγής σε κομμάτια, τη μεταφορά εργοστασίων και κεφαλαίου σε χώρες και περιοχές με ευνοϊκές συνθήκες για το κεφάλαιο κ.ό.κ.
[9]      Με τον νεολογισμό αυτό αναφερόμαστε τόσο στην αντίληψη που θέλει το εργατικό κράτος να αποτελεί προνομιακό τόπο για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας όσο και στη σύλληψη της επανάστασης ως κοινωνικού μετασχηματισμού που θα πραγματοποιηθεί με την καταστροφή του κέντρου εξουσίας που εδράζεται στο κράτος και την απελευθέρωση των αυτόνομων τάσεων των ανθρώπων.
[10]     Για μια εισαγωγή στον πόλεμο θέσεων του Γκράμσι, δες το Ισχύς και εξουσία. Επανεπινοώντας την επανάσταση, διαθέσιμο στο http://efimeridadrasi.blogspot.gr/2013/08/blog-post_23.html.
[11]     «Αναρχία σημαίνει μη βία, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, μη επιβολή βιαίως της βούλησης ενός η περισσοτέρων στους υπόλοιπους. Είναι μέσο της εναρμόνισης των συμφερόντων, μέσω της εθελουσίας συνεργασίας, της αγάπης, του σεβασμού, της αμοιβαίας ανοχής, είναι μόνο με την πειθώ, το παράδειγμα, τη μεταδοτικότητα και το αμοιβαίο όφελος από την επιείκεια που μπορεί και πρέπει να θριαμβεύσει η αναρχία, δηλαδή μια κοινωνία αδελφών ελευθέρως αλληλέγγυων, η οποία θα εξασφαλίζει στους πάντες την μέγιστη ελευθερία, τη μέγιστη ανάπτυξη, τη μέγιστη δυνατή ευημερία. {…} Για να ζήσουν δύο εν ειρήνει, πρέπει να το θέλουν αμφότεροι· αν ένας από τους δύο είναι ισχυρογνώμων και θέλει με τη βία να επιβάλλει στον άλλο να δουλεύει για λογαριασμό του και να τον υπηρετεί, αυτός ο άλλος, αν θέλει να διατηρήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του και να μην περιπέσει στην πλέον ταπεινή δουλεία, παρόλη την αγάπη του για την ειρήνη και ομόνοια, είναι υποχρεωμένος να αντισταθεί στη δύναμη με όλα τα πρόσφορα μέσα» Ερρίκο Μαλατέστα, Αναρχία και βία, Pensiero e Volonta, 1924.
[12]     Guerrilla-ism and the Regular Army, http://www.marxists.org/archive/trotsky/1919/military/ch08.htm
[13]     Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης: η εδραίωση της αυτονομίας, http://solidaridadzapatista.blogspot.gr/2008/07/blog-post_04.html