20/3/08

ΤΡΕΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΝΑΣ ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΡΟΥΦΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ 68

ΤΡΕΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΝΑΣ ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΡΟΥΦΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ 68


«Πίσω από τα οδοφράγματα, μπορεί να υπάρχουν πολλά που είναι ευγενικά και ηρωικά. Αλλά, τι υπάρχει πίσω από το κύριο άρθρο μιας εφημερίδας, πέρα από προκατάληψη, ηλιθιότητα, ψευδολογία και μωρολογία; Και όταν αυτά τα τέσσερα ενώνονται, σχηματίζουν μια τρομερή δύναμη και συνθέτουν μια νέα εξουσία. Τον παλιό καιρό οι άνθρωπο είχαν τη μέγγενη. Τώρα έχουν τον Τύπο.

Η μοντέρνα δημοσιογραφία δικαιολογεί την ύπαρξή της χάρη στη σπουδαία Δαρβίνεια αρχή της επιβίωσης του χυδαιότερου. Η διαφορά ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία είναι πως η πρώτη δε διαβάζεται καθόλου, ενώ η δεύτερη δε διαβάζεται με τίποτα»
Όσκαρ Ουάιλντ



Πλάνο πρώτο:

Ο δημοσιογράφος Παντελής Σαββίδης είναι αρκετά γνωστός στους αντιεξουσιαστικούς κύκλους της Θεσσαλονίκης: συμπαθητική φυσιογνωμία (κλασικός θείος που φορτώνει γαριδάκια και σοκοφρέτες στα αγαπημένα του ανιψάκια), κάνει μια ποιοτική εκπομπή (τις Ανιχνεύσεις στην ΕΤ3) και το κυριότερο: καλεί αντιεξουσιαστές και αριστεριστές στην εκπομπή του. Δεν είναι λίγες οι φορές που μέλη της ΑΚ Θες/νίκης, μέλη αριστερίστικών ομάδων, ακόμα και ο στοχαστής Τάκης Φωτόπουλος, έχουν φιλοξενηθεί στην εκπομπή του Σαββίδη. Προσφάτως δε, έκανε κι ένα ποιοτικότατο αφιέρωμα στον Κορνήλιο Καστοριάδη. Εν τέλει, ο Σαββίδης ήταν το τυπικό παράδειγμα ορισμένων αντι-εξουσιαστών και αριστεριστών: «είδατε που δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι ίδιοι;», αναφωνούσαν.


Πλάνο δεύτερο:

26 Νοεμβρίου 2007. Μετά από μια εμπρηστική επίθεση σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων συλλαμβάνεται ο αναρχικός Βαγγέλης Μποτζατζής. Άλλοι τρεις αναρχικοί καταζητούνται για την επίθεση. Ορισμένα ΜΜΕ έσπευσαν να δικαιώσουν το συνηθισμένο τους ρόλο (αυτόν της συμπληρωματικής κατασταλτικής δύναμης) και δημοσίευσαν τις φωτογραφίες των τριών καταζητούμενων. Ανάμεσα στα ΜΜΕ που λειτούργησαν σα δεξί χέρι της αστυνομίας ήταν και η Μακεδονία, του ημίτρελου εθνικιστή Κώστα Ζουράρι. Μαντέψτε, λοιπόν, ποιος είναι διευθυντής της εν λόγω εφημερίδας. Ο ποιοτικός δημοσιογράφος ξεμασκαρεύτηκε, λοιπόν και έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο: αυτό του ποιοτικού ρουφιάνου. Οι λαλίστατοι, εδώ και χρόνια, υπερασπιστές του ξαφνικά σωπάσαν.

Αφού, λοιπόν, έκανε το ασφαλίτικο καθήκον του ο κύριος Σαββίδης, είπε να ασχοληθεί και με το Μάη του 68 και τα διδάγματά του ( διδάγματα του Μάη του 68, στο 2008, εφ. Μακεδονία, Τρίτη 01.01.2008). Εδώ, λοιπόν, ο ποιοτικός κυρ Παντελής δίνει ρεσιτάλ ασχετοσύνης και ανοησίας. Και το χειρότερο σας το κρατάμε για το τέλος. Λίγα παραδείγματα:

«”απαγορεύεται το απαγορεύεται” ήταν ένα δημοφιλές σύνθημα. Και αυτό αποτελεί μια διδαχή προς τους ηγέτες- της Ελλάδας συμπεριλαμβανόμενης- ότι για να αποφευχθεί η κοινωνική έκρηξη, πρέπει στο δημοκρατικό καθεστώς να λειτουργούν οι θεσμοί και οι ηγέτες να έχουν την ικανότητα να συλλαμβάνουν τα όρια της ανοχής της κοινωνίας»
Εδώ ο ποιοτικός κυρ Παντελής κάνει ένα ρεσιτάλ πολιτικής ανάλυσης, χρησιμοποιώντας σαν εργαλεία σκέψης ένα μίγμα υπαρκτού σουρεαλισμού και της μεθόδου “-τι κάνεις Γιάννη; -κουκιά σπέρνω”. Τα σχόλια περιττεύουν…

Τι πρέπει άραγε να κάνουν οι κρατούντες για να αποφευχθούν οι κοινωνικές εκρήξεις; Ο κυρ Παντελής έχει τη σίγουρη λύση: να διαμορφώσουν ένα σύστημα αξιών! «Η διαμόρφωση ενός τέτοιου συστήματος, ίσως, πρέπει να αποτελέσει αδήριτη ανάγκη των πολιτικών, εάν θέλουν να αποφύγουν μια νέα κοινωνική έκρηξη με απρόβλεπτες διαστάσεις». Σοφή σκέψη: ένα ηθικό σχέδιο Μάρσαλ και τα πάντα ηρεμούν. Μα πως δεν το σκέφτηκαν γενιές και γενιές εξουσιαστικών think tank;

Η ανοησία του ποιοτικού κυρ Παντελή, όμως, φτάνει στο απόγειό της, όταν δίπλα στα συνθήματα των καταστασιακών και των λυσσασμένων ( Μη δουλεύεις ποτέ, Οπλίστε τις επιθυμίες σας, Στην καρδιά του πόνου- Μηδενισμός, η ντροπή είναι αντεπαναστατική κλπ) βάζει και το αμίμητο: sex and drugs!!! (Παντελή, ξέχασες το rock n roll…)
Αλλά, εκεί που ο αντιεξουσιαστής, καστοριαδικός κλπ κυρ Παντελής δείχνει τις πραγματικές του προθέσεις και τη θέση του υπέρ των αστυνομιών αυτού του κόσμου, είναι στον επίλογο του κειμένου: «Καλή χρονιά κι ας ευχηθούμε να μην υπάρξουν οι συνθήκες που θα οδηγήσουν σε μια νέα κοινωνική έκρηξη». Αμήν…


«Οι κατάσκοποι είναι εντελώς άχρηστοι στις μέρες μας. Το επάγγελμά τους έχει σβήσει. Οι εφημερίδες έχουν αναλάβει τη δουλειά τους»
Όσκαρ Ουάιλντ

Ο ποιοτικός ρουφιάνος είναι ο ιδανικός κατάσκοπος. Ο ποιοτικός ρουφιάνος ξέρει καλά τη δουλειά του, παίζει άριστα το ρόλο του. Είναι, όπως αποκαλεί και η αστική γλώσσα τους εξευγενισμένους της ρουφιάνους, “αντικειμενικός”. Γι αυτήν την αντικειμενικότητά του, άλλωστε πήρε και το βραβείο Μπότση ( τώρα του ευχόμαστε να πάρει και το βραβείο Μαίρη Μπόση, για την προσφορά του στην αντιτρομοκρατική σταυροφορία…)

Το ζήτημα, όμως, δεν είναι μονάχα αυτός. Το ζήτημα είναι αυτοί που τόσα χρόνια τον γλύφουν και του κάνουν πλάτες, για να κερδίσουν λίγα λεπτά δημοσιότητας, μια τζούρα θεαματικής μαστούρας. Κοιμηθείτε ήσυχα, “σύντροφοι” στη μεγάλη νύχτα του θεάματος. Και όνειρα γλυκά…


Εμείς πάλι, θα αναδημοσιεύσουμε το κείμενο των τριών καταζητούμενων συντρόφων, έτσι όπως δημοσιεύθηκε στα indymedia. Ας μας επιτρέψουνε οι σύντροφοι, να αφιερώσουμε το κείμενο τους στο “σύντροφο” Σ.Μ. (μέλος της δημοσιογραφικής ομάδας του Παντελή Σαββίδη, στις Ανιχνεύσεις…):

Ξημερώματα της Δευτέρας 26/11/07

Ο σύντροφος Β. Μποτζατζής προσάγεται από αστυνομικούς με πολιτικά, ενώ βρισκόταν στο σπίτι της φίλης του στην Ά. Πόλη και κατάσχεται το αυτοκίνητό του. Οδηγείται στην Γ.Α.Δ.Θ. , όπου κρατείται πάνω από 48 ώρες, σε καθεστώς πλήρους απομόνωσης και χωρίς νομική κάλυψη.

Την ίδια μέρα, Δευτέρα πρωί, και ενώ οι μπάτσοι έχουν ήδη εισβάλει στο σπίτι του Βαγγέλη και στο σπίτι της φίλης του, προσάγεται και η ίδια από το χώρο εργασίας της.
Το μεσημέρι και το απόγευμα της ίδιας μέρας, γίνονται άλλες 4 προσαγωγές συντρόφων που συνδέονται φιλικά και πολιτικά με το Βαγγέλη. Οι δύο επίσης εν ώρα εργασίας τους, ενώ οι άλλοι δύο μέσα από καφετερία, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Αργά το βράδυ οι 4 αφήνονται ελεύθεροι, ενώ προηγείται συγκέντρωση αλληλεγγύης όπου παρευρεθήκαμε πάνω από 100 άτομα έξω από τη Γ.Α.Δ.Θ.. Ο Βαγγέλης και η φίλη του συνεχίζουν να κρατούνται.

Τρίτη 27/11/07 μετά από 35 ώρες κράτησης η φίλη του Βαγγέλη αφήνεται ελεύθερη. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας η Άνω Πόλη (δηλ. η ευρύτερη περιοχή γύρω από τους χώρους κατοικίας μας) πολιορκείται από δυνάμεις της αστυνομίας. Δύο κλούβες παρατάσσονται στα όρια της γειτονιάς και δεκάδες ασφαλίτες, ζητάδες και περιπολικά κινούνται προκλητικά στην περιοχή. Το απόγευμα της ίδιας μέρας πληροφορούμαστε ότι γίνεται έφοδος της αντιτρομοκρατικής στις κατοικίες μας. (σημ.: στο ένα από τα δύο σπίτια χωρίς την παρουσία δικηγόρων ή κατοίκου, ενώ στο άλλο προσάγεται και μια συντρόφισσα που αφήνεται ώρες αργότερα). Αυτό το γεγονός μας κατέστησε πλέον σαφές, ότι η αστυνομία προσπαθεί να στήσει ένα βρώμικο παιχνίδι εις βάρος μας κατασκευάζοντας “ενόχους”.

Την Τετάρτη 28/11/07, με βάση μια ανυπόστατη, κατασκευασμένη κατάθεση της φίλης του Βαγγέλη, προϊόν εκβιασμών, απειλών, ψυχολογικής βίας και πίεσης, στήνεται ένα απίστευτο κατηγορητήριο για τον Βαγγέλη και εκδίδονται άλλα 3 εντάλματα σύλληψης εις βάρος μας.

Οι κατηγορίες που μας αποδίδουν είναι 5 κακουργήματα και 3 πλημμελήματα, και συγκεκριμένα: εμπρησμός τελειωμένος και σε απόπειρα από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, έκρηξη τελειωμένη και σε απόπειρα από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, κατασκευή και κατοχή εκρηκτικού μηχανισμού, διακεκριμένη περίπτωση φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, παράνομη οπλοκατοχή.

Ο Βαγγέλης αρνείται τις κατηγορίες, δηλώνει αναρχικός και προφυλακίζεται στις δικαστικές φυλακές Κομοτηνής. Ομοίως και οι 3 μας δεν αποδεχόμαστε καμία από τις κατηγορίες.

Τα Μ.Μ.Ε. σε αγαστή συνεργασία με τους φορείς της εξουσίας αναλαμβάνουν δράση. Δημοσιοποιούνται στις εφημερίδες Μακεδονία και Έθνος, καθώς και στα κανάλια Mega, ET3, Alter και Alpha οι φωτογραφίες και των 3 μας. Έλειπε μόνο η λέξη “καταζητείται” και η αμοιβή που θα δίδονταν σε κάθε ενδεχόμενο ρουφιάνο.

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, από την αρχή και χωρίς να αμφιβάλουμε καθόλου, επιλέξαμε την φυγή. Επιλογή τόσο συνειδητή όσο και πολιτική. Είμαστε αναρχικοί και ως τέτοιοι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Για μας ο αγώνας για ελευθερία είναι μονόδρομος. Τα δίπολα αθώος-ένοχος, ηθικός-ανήθικος, καλό-κακό, δεν τα αναγνωρίζουμε και ούτε προτειθόμαστε να το κάνουμε τώρα. Γι’ αυτό, επιλέγουμε να μην γίνουμε θύματα της εξουσίας, των διαδικασιών, των νόμων, της αυστηρότητας ή της επιείκειας.
Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως πολιτικά όντα που ανήκουν στον αναρχικό-επαναστατικό χώρο. Η συμμετοχή μας σ’ αυτόν είναι ένας τρόπος να υπάρχουμε στο σήμερα δίχως να προσμένουμε καρτερικά έναν επίγειο παράδεισο κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά προωθώντας την καθημερινή αναζήτηση και την ρήξη ανάμεσα σε θεσμούς και σχέσεις για την επανάκτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Υπάρχουμε στη συνθήκη του σήμερα, χωρίς να ευαγγελίζουμε ένα “καλύτερο αύριο”, ζούμε και παλεύουμε για το τώρα, βάζοντας προοπτικές για το μέλλον. Θεωρούμε το τρίπτυχο “χθες-σήμερα-αύριο” έναυσμα για γόνιμη κριτική. Μαθαίνουμε από τα λάθη μας και προχωράμε πιο πέρα από αυτά.

Αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη-αντίληψη μας εχθρική προς το υπάρχον. Ενεργητικά στεκόμαστε αντίθετοι προς όλους αυτούς που αντικατοπτρίζουν αυτή τη συμβιβασμένη κοινωνία, την οποία βλέπουμε συνολικά και όχι μόνο ως προς τους εξουσιαστικούς της παράγοντες και θεσμούς αλλά και στην ολότητα των αποχαυνωμένων υπηκόων της. Αυτούς που με την “ουδέτερη” στάση τους, που μόνο ουδέτερη δεν είναι, γιατί η σιωπή είναι συνενοχή, προσπαθούν να “κατακτήσουν” μια βολεμένη θέση σε αυτό το σύστημα, κυριευμένοι από συμπλέγματα μικρο-εξουσίας. Είτε αυτούς που αναλαμβάνουν εθελοντικά το ρόλο του ευυπόληπτου πολίτη – συνειδητού ρουφιάνου όπου οι κανόνες, οι νόμοι και η τάξη αποκτούν ηθική ισχύ όμοια με την υποταγή στο θάνατο των σύγχρονων κοινωνικών νεκροταφείων.

Ήταν, είναι και θα είναι επιλογή μας να στεκόμαστε απέναντι σε όλη αυτή τη βρωμιά, και ο λόγος δεν είναι άλλος από το ότι τη ζωή και την ελευθερία μας, δεν μπορεί κανείς άλλος εκτός από μας να καθορίσει.

Ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε επιθετικοί σε αυτόν τον κόσμο που το μοναδικό που έχει να προτάξει είναι η απάθεια είναι η απάθεια, το βόλεμα και η εθελοδουλεία.
Οι αντιλήψεις μας, μοιάζουν με ορμητικά νερά, που προσπαθούν να παρασύρουν τις προσταγές της εξουσίας, όποιες κι αν είναι οι μορφές της. Οι βράχοι των ορίων της νομιμότητας, που έντεχνα προσπαθεί αυτή να επιβάλλει στα ριζοσπαστικά κομμάτια αυτής της κοινωνίας, δεν πρόκειται να τους φράξουν το δρόμο.

Δεν συμβιβαστήκαμε και ούτε πρόκειται να συμβιβαστούμε με αυτόν τον γερασμένο κόσμο.
Επειδή ποτέ δεν κατείχαμε μια θέση στο μαντρί της εξουσίας.

Επειδή η αξιοπρέπεια μας δεν θα μας επέτρεπε ποτέ να ακολουθήσουμε οικιοθελώς την τακτική των “προβάτων επί σφαγή”.

Επειδή την “αγνή” δημοκρατία σας την γνωρίζουμε καλά, τη δημοκρατία του ολοκληρωτισμού, του ελέγχου και της ασφάλειας-ανασφάλειας.
Επειδή είμαστε άνθρωποι και δεν θα ανταλλάσσαμε την ελευθερία μας με οποιοδήποτε άλλο τίμημα.

Θα τα πούμε στη δημοκρατική σας θεατρική παράσταση που ονομάζεται δικαστήριο.

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΟΛΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΠΟΤΖΑΤΖΗ
Δήμητρα Σ. – Κώστας Χ. – Ηλίας Ν

ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ 'BENDING THE BARS: PRISON STORIES' ΤΟΥ JOHN BARKER

ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ 'BENDING THE BARS: PRISON STORIES' ΤΟΥ JOHN BARKER


Το βιβλίο του πρώην μέλους της Οργισμένης Ταξιαρχίας (Angry Brigade) John Barker "Bending The Bars" παρέχει μια συνεκτική κριτική της πολιτικής του μπολσεβικισμού, κάτω από τη σκληρή επιδερμίδα του ημερολογίου φυλακής ενός βαρυποινίτη.

Το Bending The Bars δεν είναι κάτι που ο οποιοσδήποτε που έχει φάει στην μάπα όλα τα δημοσιεύματα των ΜΜΕ για τον John Barker, ως επικίνδυνο τρομοκράτη και έμπορο ναρκωτικών, θα περίμενε να διαβάσει. Όμως πάλι ο Barker είναι τόσο ιδιοφυής όσο και πολυσύνθετος γι αυτές τις μονοδιάστατες διαστρεβλώσεις του παρελθόντος του, ώστε να κατορθώνουν ακόμα και να τον ψηλαφίσουν. Το βιβλίο δεν έχει να κάνει με την σχέση του Barker με την χαλαρή "ομάδα συγγενείας" που έγινε γνωστή ως Οργισμένη Ταξιαρχία, αλλά αποτελεί μάλλον έναν απολογισμό του χρόνου που πέρασε στη φυλακή, μετά την καταδίκη του για βομβιστικές επιθέσεις σε διάφορους στόχους (στην πραγματικότητα κανείς δεν κινδύνεψε ή τραυματίστηκε στις ενέργειες αυτές).

Τα βιβλία φυλακισμένων συχνά προσφέρουν στον αναγνώστη μια σειρά από τετριμμένες ηθικές κοινοτοπίες,-και δεν εννοώ απλά αυτά των κατάδικων ή πρώην κατάδικων που εκφράζουν μια ψευδο-μεταμέλεια για τα όσα έκαναν επειδή βρήκαν τη λύτρωση μέσω του χριστού ή όποια άλλη εξωφρενική αφαίρεση. Το ότι αυτοί οι μυστικιστές κρετίνοι που γράφουν βιβλία των φυλακών αυτού του είδους χύνουν κροκοδείλια δάκρυα γίνεται αρκετά φανερό από το γεγονός ότι αν δεν είχαν σφάλλει, τότε πως ο ανύπαρκτος θεός τους θα μπορούσε να επιδείξει την συγχώρεσή του βάζοντάς τους ξανά στον "ίσιο δρόμο"; Αναλόγως, τα βιβλία από- και για- πολιτικούς κρατουμένους είναι μερικές φορές σχεδιασμένα έτσι ώστε να δημιουργούν μια ιεραρχική κουλτούρα περί μαρτύρων που έκαναν λάθος και να εκμεταλλεύονται κυνικά το αίσθημα αδικίας ώστε να συγκεντρώνουν υποστήριξη για ένα συγκεκριμένο είδος πολιτικής των ειδικών. Εν συντομία, αυτού του είδους η γραφή, αποτυγχάνει να υπερβεί μια προοπτική θρησκευτική, ακόμα κι όταν δεν περιλαμβάνει τη συνήθη παγίδα του χριστιανικού οίκτου. Το βιβλίο του John Barker διαφέρει, καθώς κάνει χρήση μιας ταξικής κι όχι μιας ηθικής προοπτικής. Ο Barker γράφει για τις δικές του υποκειμενικές εμπειρίες της φυλακής, όμως σηματοδοτεί επανειλημμένα την γνώση εκ μέρους του, της πολλαπλότητας των απόψεων που έχει ακούσει από άλλους κρατουμένους να εκφράζουν για τον εγκλεισμό, αποφεύγει επιδέξια να δώσει προνομιακή θέση στη δική του αντίληψη για το θέμα πάνω σε οποιουδήποτε άλλου. Αναλόγως, ο Barker δεν επικεντρώνει στο πως θα βγάλει ένα best seller της φυλακής, δίνει άλλωστε πολύ λιγότερη έμφαση στην αποκτήνωση απ' ότι στο βιβλίο του ο Jimmy Boyle, ή ακόμα ο αμερικάνος λαθρέμπορος χασίς Howard Mark στην αυτοβιογραφία του Mr. Nice. Έτσι, αν και στο βιβλίο γίνεται αναφορά στα ναρκωτικά της φυλακής, το Behind The Bars έχει να κάνει μόνο με την πρώτη περίοδο του Barker στην φυλακή, μετά τη σύλληψη και καταδίκη του για διάφορες βομβιστικές επιθέσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας. Δεν έχει να κάνει με την μετέπειτα φυλάκιση του για λαθρεμπόριο χασίς.

Αναλόγως, οι γεωγραφικές και ιστορικές διαφορές το καθιστούν χρήσιμο να διαβάσουμε τα γραπτά του Barker μαζί με βιβλία όπως του Mumia Abu-Jamal: Live From Death Row, μια θαρραλέα επίθεση στην απανθρωπιά του σωφρονιστικού συστήματος των ΗΠΑ από ένα από τα πολλά θύματά του.

Αν και υπάρχει μια αίσθηση αποκτήνωσης στο Bending The Bars, αυτή προέρχεται περισσότερο από την επιβεβλημένη ανία και τις ολοφάνερα χαμένες ζωές, παρά από οτιδήποτε άλλο. Μιας και ο Barker δεν ενδιαφέρεται να προωθήσει τον εαυτό του ως ηγετική φυσιογνωμία, δεν νιώθει την ανάγκη να παρουσιάζεται ως "σκληρός" των φυλακών, είναι άνθρωπος κι όχι υπεράνθρωπος. Οπότε, έχει την ικανότητα να καταδεικνύει τη φυλακή ως ένα ουσιαστικό συστατικό του καπιταλιστικού κόσμου, αντί να κάνει το λάθος να την αντιμετωπίζει ως κάτι το διαχωρισμένο από την καθημερινή αλλοτρίωση. Πράγματι, ένα από τα πράγματα που βρίσκω πιο σημαντικά στο βιβλίο είναι ότι μου άφησε την έντονη εντύπωση ότι πολλές βρετανικές φυλακές είναι τελικά πιο απάνθρωπες για τους ρουφιάνους παρά για τους ποινικούς. Η αντιμετώπιση του Barker μέσα ίσως ήταν φριχτή, όμως θα ήταν πολύ χειρότερα αν είχε καταφέρει να τον πείσει ότι ήταν αποκομμένος από την ανθρωπότητα, κι όχι ένα ουσιαστικό συστατικό ενός κόσμου που χρειάζεται αλλαγή. Στην μέση του βιβλίου ο Barker ανακοινώνει: "Αυτό που λέω είναι ότι πρέπει να ζεις παρά τις αντιφάσεις. Πρέπει να κάνεις κάποια ζωή εδώ μέσα, γιατί δεν είσαι νεκρός, αλλά να μη ξεχνάς ποτέ ότι είσαι στη φυλακή και είναι τελείως αφύσικο κι ενάντια στη ζωή" (σελ.63).

Το σημείο αυτό συνοψίζεται διαλεκτικά στον επίλογο του βιβλίου, όταν ο συγγραφέας δηλώνει ότι οι "...αλλαγές στο πως έβλεπα τον κόσμο μοιάζουν να προχωρούν στο ίδιο βήμα με τους φίλους μου. Όταν αυτό έγινε σαφές, μέσα σε μια μόνη πρόταση, ή στη διάρκεια μιας ολόκληρης επίσκεψης, θα ήμασταν ευχάριστα ξαφνιασμένοι κι έπειτα διόλου έκπληκτοι, καθώς τελικά όλοι ζούσαμε στην ίδια εποχή. Κυρίως, είχε να κάνει με την αναγνώριση σε τι είδους γκέτο μέσα βρισκόταν η επαναστατική πολιτική..." (σελ. 120). Ανάλογα, η κόπωση του Barker από τους άλλους κρατουμένους που άσκοπα διακήρυσσαν την αθωότητά τους αντανακλάται στις ιστορίες του. Ο Barker μας λέει απλά ότι όταν καταδικάστηκε, οι μπάτσοι "την έστησαν σ' έναν ένοχο", κι αυτό ήταν πάνω κάτω η υπόθεση. Αν ο Barker έμπαινε σε μια διαδικασία αποκήρυξης όλων των ψεμάτων που έχουν ειπωθεί γι αυτόν, αυτό που θα έκανε δε θα ήταν να αποκαλύψει την αλήθεια, αλλά να βρεθεί σ έναν λαβύρινθο ατελείωτων συζητήσεων για το τι έκανε και τι όχι.
Έτσι λοιπόν, θα ήταν λάθος να πάρουμε το Behind The Bars ως μια πολιτική ή προσωπική κατάθεση, καθώς ενώ εν μέρει έχει μια σχέση (αλλά σίγουρα δεν ταυτίζεται) με αυτά τα πράγματα, ο συγγραφέας έχει ιδιαίτερη αντίληψη της πολιτικής της αναπαράστασης. Η χρήση της λέξης "ιστορίες" στον τίτλο, δείχνει ότι ο Barker επιθυμεί τα γραπτά του να αντιμετωπιστούν σαν μια αυτο-συνείδητη λογοπλαστική κατασκευή, και η προσέγγισή του είναι ευθεία: "...ήταν η Scrubs, φυλακή προσαρμογής για πρωτάρηδες. Το μπατσάδικο που μας συνόδευε ξαφνικά έκανε αναστροφή. Πρόλαβα μια εικόνα μιας μεγάλης πύλης να ανοίγει κι είδα ότι μας περιμένανε, έντονα φώτα παντού, γουώκι-τώκι, κραυγές. Οι πολύωρη αγρύπνια μου, η ωχρότητα της κόπωσης ήταν έκδηλη κάτω απ' αυτόν τον φωτισμό..." (σελ. 17-18). Εδώ ο Barker παίζει με πολιτιστικά κλισέ σχετικά με τις γκρίζες πύλες της φυλακής και αυτό είναι μια συναισθηματική βία, είναι υπερβολικά κουρασμένος για να αντιδράσει με φόβο. Ενώ η παρατήρηση ότι τους περίμεναν, από την άλλη, μοιάζει σχεδόν καλοπροαίρετη. Αυτός ο τόνος απάθειας είναι ένα πλήρως συνειδητό ξεφούσκωμα του κοινότυπου μελοδράματος που συναντούμε σε μυριάδες καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις της εισόδου ανθρώπων στη φυλακή. Σχετικά με τα πολλά ζητήματα που μπορούν να σημειωθούν μέσα από όρους όπως ρεπορτάζ και φορμαλισμός, ο Barker σημειώνει: "Δεν ήμουν καλός τότε, ούτε και είμαι έκτοτε, καθόλου καλός στο να κρατάω σημειώσεις, με την έννοια του να καταγράφω πράγματα τα οποία βλέπω κι ακούω, για μελλοντική χρήση - όμως ήθελα να μπω στο νόημα και στη ροή των τόσων συζητήσεων, ειδικά αυτών που λάμβαναν χώρα όταν ήμασταν πολλοί σ ένα κελί. Και φυσικά, ήθελα να τις φουντώσω, να πουλήσω μούρη ακόμα, με αστεία και πλάκες. Είναι πάντως ένας αρκετά ειλικρινής γενικός απολογισμός στον οποίο αποτελώ ολοένα και περισσότερο την "σοσιαλδημοκρατική" φωνή, τουλάχιστον έτσι όπως το βλέπω εγώ".
Τον περισσότερο καιρό, δε συμβαίνει τίποτα στον απολογισμό του Barker για τα επτά χρόνια φυλάκισής του, για τις δράσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας, όμως, ως αποτέλεσμα, τα μικρά πράγματα μεγεθύνονται. Σε κάποια σημεία, κάτι τέτοιο δημιουργεί μια αίσθηση αποπροσανατολισμού που μου θυμίζει τον Beckett. Στο πως, όπως ο Barker, δημιουργικά αναπτύσσουν μια αίσθηση ανίας ώστε να προσομοιάσουν τα αδιέξοδα του λογοτεχνικού μοντερνισμού. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι απλά μια περίπτωση πρωτοποριακών αντι-αφηγητικών τρικ που συνειδητά εκτυλίσσονται ως μια μεταμοντέρνα τροπή, καθώς ο Barker την ίδια στιγμή περικόπτει αυτά τα εντροπικά συμπτώματα με αστείες και παράξενες ιστορίες. Ανάμεσά τους υπάρχει μια εξιστόρηση της σαστισμένης αντίδρασης των γύρω του, όταν ένας φίλων του στέλνει με το ταχυδρομείο ως δώρο ένα ψεύτικο ποντίκι. Δεδομένης της αφόρητης μονοτονίας της ζωής στη φυλακή, οι ιστορίες του Barker για το ψεύτικο ποντίκι παίρνουν τεχνητά επικές διαστάσεις. Ενώ στοιχεία μιας εξεζητημένης καλλιέργειας βρίσκονται διάσπαρτα επίσης στις ιστορίες του Barker: προτιμά να δίνει έμφαση σ' άλλα πράγματα: "Όπως είπα στο εξώφυλλο, η ώθηση να γράψω ήρθε από την πρώτη εμφάνιση των Brownie stories στα Republican News - τα οποία τα φιλαράκια μου του IRA λάμβαναν στη φυλακή, το 1976, ιστορίες στο Long Kesh".
Η μελέτη του Barker είναι εκλεκτική, και χρησιμοποιεί το γράψιμό του ώστε να βρει προσεχτικά το δρόμο του μέσα απ' αυτήν: "Όπως ήρθαν τα πράγματα, βρίσκω πλέον την επιρροή του Chandler να έχει εξαπλωθεί σε καταστροφικό βαθμό. Έγραψα όμως αρκετά στο στυλ της πρόζας των πρώτων τεσσάρων βιβλίων του Len Deighton και είμαι σίγουρος ότι ήταν μια ασυνείδητη επιρροή, βρίσκεται απλά κάπου εκεί. Ήμουν στη φυλακή πάλι αρκετά τυχερός που ο φίλος μου ο Philippe Garnier μου έστειλε τα πρώτα δυο ή τρία βιβλία του Bukowski μόλις βγήκαν. Αυτά τα τρία βιβλία τα δάνεισα σε πολλούς, πάρα πολλούς κρατούμενους, κι άφησα τελικά τη φυλακή χωρίς αυτά. Φυσικά, στη βιβλιοθήκη της φυλακής υπήρχαν σωροί σκουπιδιών αλλά υπήρχαν και μερικά πραγματικά διαμάντια, από τα οποία πιο σημαντικά μου φάνηκαν τα γραπτά του Ρώσου συγγραφέα Konstantin Paustovsky. Είναι πολιτικοποιημένος, και παρά τις δυσκολίες, τον πόνο, σε κάνει να σκέφτεσαι ότι η ζωή είναι υπέροχη και αξίζει απόλυτα να την ζεις. Ακόμα κι αν δεν έχει σε εκτίμηση τον Makhno, πιστεύω ότι αξίζει".

Ακόμη περισσότερο κι απ τα βιβλία, το Bending The Bars βλέπει τις ταινίες και την τηλεόραση ως highlights της εβδομάδας στη φυλακή. Ωστόσο, ο Barker γενικά αδιαφορεί για τις εξωτερικές παγίδες ενός φιλμ, όπως ο τίτλος, τα αστέρια ή ο σκηνοθέτης. Αντίθετα, οι ταινίες λειτουργούν ως ένα είδος εξωτερικευμένης υποκειμενικότητας, κι ως τέτοιες η λειτουργία τους ως θέαμα ταυτόχρονα βρίσκει τον εκθειασμό και την άρνησή της. Δεδομένης της εμμονής του Hollywood με το έγκλημα, δεν θα έπρεπε ίσως να εκπλήσσει κανέναν ότι στις ταινίες που προβάλλονται στις φυλακές κυριαρχούν οι ταινίες για το έγκλημα. Παρόλο που ο Barker δεν το καταθέτει αναλυτικά, το συμπέρασμα που πρέπει να βγει είναι ότι είναι το ποινικό σύστημα που παράγει εγκληματίες κι όχι το ανάποδο. Οι μαφιόζοι για πολλά χρόνια είχαν ως πρότυπο τους γκάνγκστερς, έτσι όπως αποτυπώνονται στις ταινίες. Στην ίδια την πράξη της προβολής ταινιών εγκλήματος σε κρατουμένους, τα σωφρονιστικά ιδρύματα φανερώνουν την πραγματική τους λειτουργία ως σχολεία του εγκλήματος. Εφόσον, όπως κατέδειξε ο Marx αρκετό καιρό πριν, σε μια υποσημείωση της Θεωρίας της Υπεραξίας, ο αστυνομικός, ο δικαστής και ο χαφιές, όλοι εξαρτώνται από το έγκλημα για την εργασία τους, είναι αναπόφευκτο ότι η δικονομική γραφειοκρατία θα θελήσει μια αύξηση του εγκλήματος, καθώς η αύξηση του εγκλήματος είναι η καλύτερη δικαιολογία της αυξανόμενης ανάπτυξης των νομικών και ποινικών υποδομών. Το θεατρικό φαινόμενο των εγκληματιών να παίρνουν ως πρότυπο τους γκάνγκστερς των ταινιών φτάνει στην αρρωστημένη απόληξή του σε μια ιστορία που ο Barker αναφέρει στα 3/4 περίπου το βιβλίου του, για έναν δικαστή του '50 που συνήθιζε να αποδίδει τη θανατική ποινή, ο οποίος ως παιδί το άρεσε να παίζει τον δικαστή που καταδικάζει εις θάνατον. Ο Barker κατανοεί την γκανγκστερική κουλτούρα, όπως ακριβώς κάθε νόμιμο θεσμό, ως ένα ενσωματωμένο στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος - και βλέπει την αλληλεπίδραση που παράγουν και διαμεσολαβούν αυτά τα δυο φαντασιακά. Αναλόγως, ο Barker έχει πλήρη επίγνωση της προβληματικής φύσης των μίντια, περιλαμβανομένων των έντυπων: "Διάβαζα τις προάλλες εκείνο το ρεπορτάζ που έλεγε ότι η βία στην τηλεόραση δεν κάνει τους ανθρώπους βίαιους, τους κάνει πιο αγχωμένους και πιο παθητικούς..." (σελ 101). Ο Barker δε θέλει να κάνει τους ανθρώπους αγχωμένους ή παθητικούς, θέλει να τους κάνει να ζήσουν. Ωστόσο, είναι αρκετά έξυπνος ώστε να αναγνωρίζει ότι η τηλεόραση δεν είναι ένας μονόδρομος απόλυτα, και περιγράφει πολύ προσεκτικά το αποτέλεσμα της απευθείας μετάδοσης της εξέγερσης της φυλακής του Hull, ενώ ο ίδιος ήταν μέσα. Κάτι τέτοιο ανοίγει περισσότερα θέματα, απ' όσα μου επιτρέπει ο χώρος εδώ να αναπτύξω, από το πώς προσδιορίζεται η βία μέχρι το αν- όταν διαβάζεται στο πλαίσιο που υπάρχει- η πρόταση που αντέγραψα από το βιβλίο του Barker μόλις πριν αυτοαναιρείται σε μια αυτο-συνείδητη πράξη ρετρό-μοντερνιστικής άρνησης.

Μια κυρίαρχη δραστηριότητα αναψυχής στη φυλακή είναι η λήψη ναρκωτικών, και κανένα βιβλίο από τη φυλακή κάποιου με παραβατικό παρελθόν δε θα ήταν πλήρες χωρίς μια αναφορά σ αυτό. Σε κάτι που ίσως αποτελεί το κορυφαίο σημείο του Bending The Bars, o Barker χρησιμοποιεί κυκλικό κι επαναλαμβανόμενο λόγο για να περιγράψει και ταυτόχρονα να αναπαραστήσει το πρώτο του ολισθηρό ταξίδι με acid στη φυλακή. Αφηγείται επίσης μια διασκεδαστική ιστορία για το πως οι κρατούμενοι έκαναν έναν χαφιέ να τα 'ξεράσει όλα' με acid. Ωστόσο, αλκοόλ, στριφτά και τσιγαριλίκια αποδεικνύονται να είναι τα βασικά συστατικά της φυγής του Barker από την μιζέρια της φυλακής, και περίπου στο μέσον του βιβλίου γράφει: "Σταμάτησα να κάνω acid στη φυλακή. Το έκτο ταξίδι ήταν το ίδιο με το πέμπτο, μόνο πιο βαρετό" (σελ 56). Το πιο σημαντικό που έχουμε να θυμόμαστε για τις δραστηριότητες που φαινομενικά εξυπηρετούν τάσεις φυγής, όπως αυτές, είναι ότι ταυτόχρονα είναι συλλογικές. Ένα από τα πιο φανερά μαθήματα του βιβλίου είναι ότι η αλληλεγγύη είναι ο μόνος τρόπος να βελτιώσεις τα πράγματα είτε εντός είτε εκτός της φυλακής. Ο Barker περιγράφει έναν αριθμό διαμαρτυριών της φυλακής. Όμως, εξίσου σημαντικό, με τον τρόπο του, είναι οι κρατούμενοι που μαγειρεύουν ή παίζουν μουσική μαζί. Θα πρεπε να είναι αδιαμφισβήτητο ότι είναι η δι-υποκειμενική σχέση που μας κάνει ανθρώπους, πράγμα που εξηγεί για ποιο λόγο χρησιμοποιείται η απομόνωση προκειμένου να μεταμορφώσει τους κρατουμένους σε εξ-ατομικευμένους αστούς και ταυτόχρονα σε κάτι λιγότερο από έναν εξατομικευμένο αστό. Προφανώς , το να είσαι αστός είναι εξ ορισμού κάτι λιγότερο από το να είσαι ένα πλήρως πραγματωμένο ανθρώπινο ον, μιας και το να είσαι μέρος μιας τάξης σημαίνει αναγκαστικά ότι είσαι αλλοτριωμένος. Σ ένα σημείο, ενώ περιγράφει τα συναισθήματα στενοχώριας που βιώνει, ο Barker γράφει: "Κάθε ζήτημα που θα έπρεπε να είναι πολιτικό, γίνεται ατομικό, ζήτημα του κατά πόσον είμαι συνεπής με τον εαυτό μου, πως αντιμετωπίζω τον εαυτό μου..." (σελ. 85). Αν αυτό δεν είναι μια επίθεση στις υπάρξιστικές παρανοήσεις αυθεντικότητας, τότε δεν ξέρω τι είναι, ιδιαίτερα καθώς το βιβλίο γράφτηκε στο μεγαλύτερο μέρος του στη φυλακή.

Ο Barker γράφει για τις ιστορίες του: "Η πλειοψηφία τους γράφτηκε μέσα στα τελευταία 2-3 χρόνια πριν το '78 οπότε αποφυλακίστηκα. Νομίζω, στο σύνολό τους τέλειωσαν. Ήμουν στο μεταξύ πολύ απασχολημένος να απολαμβάνω την ελευθερία και την πολιτική δράση, στις αρχές του 1980." Το να βγει το γραπτό έξω από τη φυλακή δεν ήταν ιδιαίτερο πρόβλημα, αλλά και δεν περιείχε τίποτα το ρομαντικό, όπως το να βγει λαθραία, καθώς, κατά τον Barker και πάλι: "Υπάρχει ένα απόσπασμα στο βιβλίο για μια απόφαση που πρέπει να πάρεις για τη λογοκρισία της φυλακής, που εκτός συγκεκριμένων πραγμάτων που προφανώς έπρεπε να αποφύγεις, πρέπει να την αγνοείς. Κι έπειτα στο τέλος της ποινής, επιτρέπεται να πάρεις μαζί σου τα πράγματά σου, τα βιβλία, τις σημειώσεις κλπ."

Το Behind The Bars είναι ένα βιβλίο για τη φυλακή, κι ενώ ο Barker αναφέρει κάποια από τα γεγονότα που οδήγησαν στη δεκαετή φυλάκισή του, δεν το κάνει με τον ίδιο τρόπο όπως όταν έγραψε μια κριτική επιθεώρηση του βιβλίου του Tom Vague "Anarchy In The UK: The Angry Brigade (AK Press, Edinburgh 1997)", για την εφημερίδα Transgressions: "Το βρήκα επώδυνο να σκεφτώ ξανά το παρελθόν, να το κάνω για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό. Δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα... Αλλά "εγώ" του τότε, μου φαίνομαι πολύ μακρινός και, αν και σέβομαι τα όσα έκανα, τα βλέπω κριτικά και όχι με συμπάθεια. Μέρος της ρητορικής και του κάπως ηθικού αισθήματος δικαιοσύνης "με το μέρος μας" των προκηρύξεων της Οργισμένης Ταξιαρχίας με κάνουν πια να μαζεύομαι... Οι επιθέσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας εναντίον άψυχων στόχων, έγιναν κυρίως στη διάρκεια της διακυβέρνησης του κυρίου Edward Heath. Μας συνέλαβαν τον Αύγουστο του 1971... Το σύγχρονο βρετανικό κράτος έπαιξε σύμφωνα με τους κανόνες, μέχρι που τους τροποποίησε όπως ήθελε, μέχρι τελικά να τους καταργήσει εντελώς. Έναν χρόνο αργότερα, 13 κάτοικοι του Derry σε μια ειρηνική διαδήλωση δολοφονήθηκαν από τις ένοπλες υπηρεσίες του βρετανικού κράτους. Ήμουν στη φυλακή τότε και μου φάνηκε ότι το βρετανικό κράτος θέλησε τον IRA, θέλησε μια στρατιωτικοποίηση του αγώνα στην Ιρλανδία, την προτιμούσε από το Free Derry και τον δημοκρατικό κομμουνισμό στην πράξη... Οι πολλοί και διάφοροι άνθρωποι που αναλάμβαναν δράσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας δεν ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με την παρανομία, η οποία είναι αναπόφευκτα ελιτίστικη όταν δεν πηγάζει από ένα μαζικό κίνημα... Το στοιχείο του κριτικού σεβασμού που νιώθω τώρα είναι ότι ήμασταν συνεπείς σχετικά με τα όσα νιώθαμε και σκεφτόμασταν και πάνω στα οποία δρούσαμε. Τα κάναμε και περνούσαμε καλά, κάτι που χρηματοδοτούνταν κυρίως με ψεύτικες επιταγές. Όμως τότε, γιατί οι βόμβες, μια τακτική του 19ου αιώνα, που εύκολα πήρε μια αναρχική ταμπέλα (κάτι που δεν ήμασταν), υποχρεωτικά παράνομη και, δεδομένου του ότι δεν θέλαμε να βλάψουμε κανέναν, αναγκαστικά περιορισμένη ως προς τις ζημιές που θα μπορούσε να προκαλέσει... νιώθαμε σαν να τους χτυπούσε, χωρίς να μπορούν να χτυπήσουν εμάς... Όλη η φάση με την Οργισμένη Ταξιαρχία ήταν ότι χαροποιούσε τους σχετικά ανίσχυρους για λίγο. Όμως ήταν υπερβολικά ξένη προς αυτούς... Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι δεν ήμασταν τουλάχιστον σαν εκείνες τις αναίσχυντες αριστερές ομάδες που ενθάρρυναν τους μαύρους νεολαίους να επιτεθούν στα αστυνομικά τμήματα μετά τον θάνατο του Colin Roache, κι έπειτα τους αποκήρυσσαν όταν το έκαναν πράξη με μολότοφ (οι οποίες είναι πολύ πιο δημοκρατικές από τον δυναμίτη)... Αυτό που επεβίωσε και άνθισε από το ελευθεριακό κίνημα και ιδιαίτερα από το γυναικείο κίνημα ήταν ένας σκεπτικισμός σχετικά με το αυτοματοποιημένο "εμείς" της παραδοσιακής αριστερής πολιτικής. Από την άλλη, η έννοια της αυτονομίας (που τώρα πια χρησιμοποιείται στις διαφημίσεις των κινητών τηλεφώνων) ενσωματώθηκε, μέσα από την ήττα, στις παρανοήσεις της "ατομικής ταυτότητας". Η ενότητα σήμερα πρέπει να ξαναδουλευτεί. Όμως μπορεί να γίνει ισχυρότερη από το αυτοματοποιημένο "εμείς" όταν γεννηθεί από τον αμοιβαίο σεβασμό και αν κατορθώσει να συμπεριλάβει αυτούς που εξοργίζονται με την κυβέρνηση των χριστιανο-μπολσεβίκων που έχουμε, καθώς η ρητορική τους της "ενσωμάτωσης" φανερώνεται ως ολοένα και περισσότερο ως πολιτική εξόρισης και απομόνωσης..."
Οι θέσεις που υποδεικνύονται παραπάνω στην επιθεώρηση αυτή του βιβλίου του Tom Vague, είναι εγγενείς στο Bending The Bars. Για να ξαναδηλώσουμε το προφανές, ο Tom Barker είναι ένας ελευθεριακός κομμουνιστής με μια πλήρως αναπτερωμένη κριτική της ιεραρχικής πολιτικής του μπολσεβικισμού.





( Για το βιβλίο: BENDING THE BARS: PRISON STORIES by John Barker, Christie Books, Hastings 2002, 123pp, eBook £7.50/χάρτινο εξώφυλλο £12.00-$15 σκληρό εξώφυλλο.
Το άρθρο εμφανίστηκε αρχικά στο metamute: http://www.metamute.org/en/node/6241 και είναι του βρετανού Stewart Home: http://www.stewarthomesociety.org/pol/barker.htm
Σημειώσεις: Η Οργισμένη Ταξιαρχία έδρασε στα 1970-72. Ήταν ένα χαλαρό δίκτυο ανταρτών πόλης, με βασικές θεωρητικές τους αναφορές τους καταστασιακούς, αναρχικούς και αντιεξουσιαστές κομμουνιστές. Κινηματικά μπορούν να ενταχθούν στη γενιά των ομάδων δρόμου (ΗΠΑ), των Motherfuckers (ΗΠΑ), του King Mob (Αγγλία), του Κινήματος 2 Ιούνη (Γερμανία), των Os Cangaceiros (Γαλλία)... Συνολικά τους αποδίδονται γύρω στις 25 βομβιστικές επιθέσεις. Η δίκη τους, από τις 30 Μάη έως τις 6 Δεκέμβρη 1972, ήταν η μακροβιότερη στην αγγλική ιστορία, καταδικάζοντας τους John Barker, Jim Greenfield, Hilary Creek και Anna Mendleson σε 10 χρόνια φυλάκισης ενώ αθωώθηκαν τελικά ο Stuart Christie (που είχε ήδη φυλακιστεί στην Ισπανία για απόπειρα εκτέλεσης του Φράνκο με εκρηκτικά) και η Angela Mason, μετέπειτα γνωστή ριζοσπαστική φεμινίστρια, και άλλοι.

Περισσότερες πληροφορίες στα: http://www.geocities.com/pract_history/barker.html (επισκόπηση από τον Barker του βιβλίου του Vague) - http://www.geocities.com/anarcores/angry.html (3 αναλήψεις ευθύνης, στα ελληνικά) - http://www.spunk.org/texts/groups/agb/sp000540.txt (χρονοδιάγραμμα των δράσεων της Οργισμένης Ταξιαρχίας).
Επίσης, έχει εκδοθεί στα ελληνικά βιβλίο με τις δράσεις και τα κείμενα της Οργισμένης Ταξιαρχίας από την Συσπείρωση Αναρχικών, πλέον εξαντλημένο. (Σκοπεύουμε, όμως, να το επανεκδώσουμε σύντομα)


Μετάφραση: ...για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Μάρτης 2008
για το έντυπο Ασύμμετρη Απειλή

ΑΝΑΡΧΟΦΟΥΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ

ΑΝΑΡΧΟΦΟΥΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ


(Ο φουτουρισμός είναι το πλέον αμφιλεγόμενο καλλιτεχνικό κίνημα. Αντισυμβατικό και προκλητικό από την αρχή, λάτρεψε την ταχύτητα, τη μηχανοποίηση, τον πόλεμο, τον μιλιταρισμό και την καταστροφική δύναμη του αναρχισμού. Όλα αυτά σε συσκευασία του ενός!! Φλέρταρε με το σουρεαλισμό και τον ντανταϊσμό, αλλά τελικά παντρεύτηκε το φασισμό. Ο Μαρινέτι, μάλιστα, πολέμησε και πέθανε στο πλευρό του Μουσολίνι. Υπάρχει, όμως και η διαφορετική πλευρά του φουτουρισμού. Αρκετοί φουτουριστές υπήρξαν κομμουνιστές ή αναρχικοί, που ήρθανε σε ρήξη με τον φασιστικό φουτουρισμό (μαρινετισμό τον αποκαλούσαν). Έξω από την Ιταλία, ο φουτουρισμός συνδέεται με το Ρώσο ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ο οποίος Το 1912 θα δημοσιεύσει το μανιφέστο του ρώσικου φουτουρισμού, με τίτλο «Μπάτσος για το δημόσιο γούστο», όπου συναντάμε τη ρητορική του πρώτου ιταλικού μανιφέστου: «Το παρελθόν είναι στενάχωρο. Η Ακαδημία και ο Πούσκιν πιο ακατανόητοι κι από ιερογλυφικά». Ο Μαγιακόφσκι ιδρύει την «ομάδα κομμουνιστών φουτουριστών» και το ¨Αριστερό Μέτωπο Τέχνης (ΛΕΦ)»:«Το ΛΕΦ είναι η κάλυψη των μεγάλων κοινωνικών θεμάτων από όλα τα πυροβόλα του φουτουρισμού». Ταυτόχρονα, υπάρχει και μια φράξια των φουτουριστών που είναι επηρεασμένο από τον αναρχικό μηδενισμό. Ενδεικτικά, αναδημοσιεύουμε το Αναρχοφουτουριστικό μανιφέστο, που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στα ελληνικά τη δεκαετία του 80 από την Ουτοπία (έντυπο για αναρχικούς, αντιεξουσιαστές, εγωιστές και άλλους)




Αχ. αχ , Αχ, χα - χα , χο - χο !

Ξεχυθείτε στους δρόμους ! Όλοι όσοι είστε ακόμη φρέσκοι και νέοι και δεν έχετε χάσει την ανθρώπινη ποιότητα σας - εμπρός στους δρόμους! Σε μια πλατεία στέκεται μεθυσμένο από χαρά το τσιμέντο του γέλιου με ξεχειλωμένη την κοιλιά. Το γέλιο και η αγάπη συνουσιάζονται με τη μελαγχολία και το μίσος, τυλιγμένα στο παντοδύναμο σπασμωδικό πάθος της κτηνωδικής λαγνείας. Ζήτω η ψυχολογία των αντιθέσεων. Μεθυσμένα πυρπολημένα πνεύματα έχουν σηκώσει το φλεγόμενο φλάμπουρο της διανο-ητικής επανάστασης. Θάνατος στα πλάσματα της ρουτίνας, στους Φιλισταίους, σε όσους υποφέρουν από ποδάγρα ! Τσακίστε μ' ένα εκκωφαντικό θόρυβο το ασκί των τρικυμιών της εκδίκησης ! Ισοπεδώστε τις εκκλη¬σίες και τους συμμάχους τους, τα μουσεία. Κονιορτοποιήστε τα εύθραυστα είδωλα του Πολιτισμού !

Έϊ , εσείς παρακμασμένοι αρχιτέκτονες των σαρκοφάγων της σκέψης, εσείς φρουροί του παγκόσμιου νεκροταφείου των βιβλίων - παραμερίστε ! ‘Ήρθαμε να σας διώξουμε, τα παλιά πρέπει να θαφτούν και τα σκονισμένα αρχεία να καούν από τη δημιουργική μεγαλοφυΐα του δαυλού του Ήφαιστου. Αφήνουμε πίσω τις στάχτες του πα¬γκόσμιου αφανισμού, τους απανθρακωμένους μουσαμάδες των ογκωδών πινάκων, τους καμένους χοντρούς ξεχειλωμένους τόμους των κλασσικών και διαβαίνουμε εμείς οι Αναρχοφουτουριστές ! Πάνω από την τεράστια έκταση της ερήμωσης πού καλύπτει τη γη μας, το φλάμπουρο της αναρχίας θα ξεδιπλωθεί περήφανα. ΤΟ γράψιμο δεν έχει αξία! Δεν υπάρχει αγο¬ρά για τη φιλολογία. Δεν υπάρχουν φυλακές, δεν υπάρχουν όρια στην υποκειμενική δημιουργία ! Όλα επιτρέπονται. Όλα είναι αδέσμευτα !

Τα παιδιά της Φύσης δέχονται με χαρούμενη έκσταση το ιπποτικό χρυ¬σό φιλί του ήλιου και την ηδονική, παχιά , γυμνή κοιλιά, της Γης. Τα παιδιά της φύσης ξεπηδώντας από το μαύρο χώμα ανάβουν τα πάθη των γυμνών λάγνων κορμιών. Τα μαζεύουν όλα μέσα σε μια ετοιμόγεννη κού¬πα - Χιλιάδες πόδια και χέρια συνδέονται σε ένα μοναδικό ασφυχτικό σωρό . Το δέρμα είναι ξαναμμένο από ζεστά αχόρταγα βασανιστικά χάδια. Δόντια βυθίζονται με μίσος στη ζεστή σάρκα των ζουμερών εραστών ! Μεγάλα παρατηρητικά μάτια ακολουθούν τον έγκυο φλεγόμενο χορό της ηδονής ! Όλα είναι παράξενα, επιτρεπτά, πρωτόγονα. Οι σπασμοί, το δέρμα, ή ζωή, ο θάνατος, όλα ! Όλα !

Τέτοια είναι ή ποίηση της αγάπης μας. Δυνατοί, αθάνατοι και τρομε¬ροί είμαστε στην αγάπη μας ! Ο βοριάς λυσσομανάει στα κεφάλια των παιδιών της Φύσης. Κάτι φοβερό έχει προκύψει - κάποιος Βρικόλακας μελαγχολίας ! Καταδίκη - ο κόσμος πεθαίνει ! Πιάστε τον ! Σκοτώστε τον! Όχι, περίμενε ! Η Μελαγχολία ! Μεγάλα έλκη ανίας που χασμουριούνται, καλύπτουν το ωχρό πανικόβλητο πρόσωπο του ουρανού. Ή γη τρέμει από φόβο κάτω από τις δυνατές οργισμένες γροθιές των παιδιών της. Ω σεις καταραμένα, σιχαμερά πράγματα ! Ξεσχίζουν την παχιά τρυφερή σάρκα της και χώνουν την σαπισμένη πειναλέα μελαγχολία τους στο αίμα που τρέχει και στις καινούργιες πληγές του σώματος της. Ο κόσμος πεθαίνει ! Αχ ! αχ ! αχ ! κλαίνε εκατομμύρια κουδούνια κινδύνου. Αχ! αχ ! αχ ! βρυχάται το γιγάντιο κανόνι του συναγερμού. Καταστροφή ! Χάος ! Μελαγχολία ! Ο κόσμος πεθαίνει.

Τέτοια είναι ή ποίηση της μελαγχολίας μας ! Είμαστε δίχως αναστο¬λές ! Δεν μας κάνει ο θρηνητικός συναισθηματισμός των ανθρωπιστών. Προτιμούμε να δημιουργήσουμε την θριαμβευτική διανοητική αδελφότητα των ανθρώπων, σφυρηλατημένη στην ατσαλένια λογική των αντιθέσεων, του Μίσους και της Αγάπης. Με γυμνά δόντια θα προστατέψουμε την ένωση μας, από την Αφρική μέχρι τους δύο πόλους, ενάντια σε κάθε συναισθηματικό επίπεδο Φιλίας.

Όλα είναι δικά μας ! Έξω από μας είναι μό¬νο ο θάνατος ! Σηκώνοντας τη μαύρη σημαία της εξέγερσης καλούμε όλους τους ανθρώπους που ζουν, που δεν έχουν χάσει την ανθρώπινη ποιότητα τους, που δεν έχουν αποχαυνωθεί από την δηλητηριασμένη ανάσα του πο¬λιτισμού ! Όλοι στους δρόμους ! Εμπρός ! Καταστρέψτε ! Σκοτώστε ! Μόνο ο θάνατος δεν επιτρέπει τον γυρισμό. Εξαφανίστε τα παλιά ! Ο κεραυνός και η αστραπή, τα στοιχεία της φύσης είναι δικά μας, όλα είναι δικά μας ! Εμπρός !

Ζήτω η διεθνής διανοητική επανάσταση !
Ένας ανοιχτός δρόμος για τους αναρχοφουτουριστές,
τους αναρχουπερβόρειους και τους νεονιχιλιστές !
Θάνατος στον παγκόσμιο πολιτισμό !


Ομάδα Αναρχοφουτουριστών
Χάρτοβο, 14-3-1919
K SVETU

1/2/08

Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ. ΣΗΜΕΙΑ ΕΠΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΟΜΗΣ ΜΕ ΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ


Μια πράξη, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, ποτέ δεν είναι αυτή καθ’ αυτή επαναστατική. Είναι το υποκείμενο που νοηματοδοτεί την ενέργεια, που την κάνει επαναστατική ή οτιδήποτε άλλο (φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει και μια αυτονόητη αντιστοιχία της πράξης με τη νοηματοδότησή της). Άλλο νόημα θα έχει ο εμπρησμός μιας αλβανικής τράπεζας, παράδειγμα, εάν οι δράστες είναι ναζί κι άλλο νόημα εάν οι δράστες είναι αναρχικοί . Το ίδιο συμβαίνει και με τις ληστείες. Έχοντας σαν πυξίδα αυτή τη διαπίστωση, ας αποπειραθούμε να κατηγοριοποιήσουμε το φαινόμενο της ληστείας. Χονδρικά, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τη ληστεία σε τρία “είδη”: η κοινή ληστεία, η “κοινωνική” ληστεία και η επαναστατική ληστεία. Φυσικά, η κατάταξη αυτή δεν περιορίζει το φαινόμενο σε αυστηρά οριοθετημένα σύνορα. Υπάρχουν τόσο οι υβριδικές καταστάσεις, αλλά και η μεταπήδηση από τη μια κατηγορία στην άλλη.
Ο «κοινός» ληστής (είτε ληστεύει τράπεζες, είτε περίπτερα), ανήκει στον υπό-κοσμο, στην αντι-κοινωνία. Είναι, δηλαδή, η ίδια η κοινωνία που κοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη και βλέπει το είδωλό της ανεστραμμένο. Όπως ο μέσος μικροαστός θέλει να πλουτήσει ή να ανελιχθεί στην κοινωνική κλίμακα, έτσι και ο παράνομος κάνει το ίδιο με άλλα μέσα. Δημιουργεί μια αντίστοιχη ιδιότυπη ταξική και ιεραρχική αντι-κοινωνία, με τους δικούς της νόμους, τη δική της ηθική και τα δικά της έθιμα. Στην ουσία τους, όμως, η νόμιμη κοινωνία και η παράνομη αντι-κοινωνία, είναι δίδυμα αδέρφια.
Από την άλλη η κοινωνική ληστεία είναι σάρκα από τη σάρκα της αγροτικής κοινωνίας που τη γέννησε. Ο κοινωνικός ληστής δε συγκροτεί μια παράλληλη παράνομη αντι-κοινωνία, αντίθετα συμμετέχει στην κοινωνική ζωή σαν κανονικό μέλος της κοινότητας. Ο μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm αναφέρει σχετικά με τη σχέση του κοινωνικού ληστή με το χωρικό:
«Το ουσιαστικό στοιχείο, όσον αφορά τους κοινωνικούς ληστές, είναι το γεγονός ότι είναι εκτός νόμου και θεωρούνται κακούργοι από το φεουδάρχη και το κράτος, ενώ συγχρόνως παραμένουν μέσα στην επαρχιακή κοινωνία και θεωρούνται από τους κατοίκους ήρωες, προστάτες, εκδικητές, αγωνιστές για τη δικαιοσύνη, αρχηγοί απελευθερωτικών κινήσεων….
Η σχέση αυτή που ενώνει τον κοινό χωρικό με τον επαναστάτη, τον παράνομο και το ληστή κάνει ενδιαφέρον και σημαντικό το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας. Επί πλέον την ξεχωρίζει από δύο άλλους τύπους ληστείας στην ύπαιθρο, δηλ. από τη δραστηριότητα ενόπλων ομάδων επαγγελματικού τύπου ή από τους απλούς κλέφτες και από εκείνες της κοινωνίες, όπως πχ των Βεδουίνων, για τις οποίες οι επιδρομές είναι κανόνας ζωής».

Για τον κοινωνικό ληστή, ο απλός χωρικός δεν είναι “φυσική λεία”, ενώ ο χωρικός δε θεωρεί τον κοινωνικό ληστή ως “πραγματικό ληστή”: «ένας κοινωνικός ληστής δε θα βάλει ποτέ χέρι στη σοδειά του χωρικού. Στου τσιφλικά, όμως, οπωσδήποτε». Είναι χαρακτηριστική η αυτοπεριγραφή του Ιταλού ληστή Μάρκο Σιάρρα, που θεωρούσε τον εαυτό του ως μαστίγωμα του θεού, σταλμένου εναντίον των τοκογλύφων και αυτών που κατέχουν μη παραγωγικές εργασίες. Άλλωστε, ένα μεγάλο κομμάτι των κλοπιμαίων επιστρέφει στην αγροτική κοινότητα: ο ληστής χτίζει εκκλησίες ή τεμένη (αφού μοιράζεται τις ίδιες ηθικές και θρησκευτικές αντιλήψεις με την κοινότητα), παντρεύει τις φτωχές κοπέλες, χρηματοδοτεί ακόμα και δημόσια έργα! Πολλές φορές μάλιστα, δίνει λεφτά σε φτωχές οικογένειες. Ο Πάντσο Βίλλα μοίρασε τη λεία της πρώτης του ληστείας ως εξής: 5000 πέσος στη μητέρα του, 4000 σε συγγενείς, αγόρασε ένα ραφτάδικο σε ένα φτωχό, για να συντηρήσει την οικογένειά του, βοήθησε άλλον ένα φτωχό για να κρατήσει το μαγαζί του και ότι περίσσεψε το ξόδεψε σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Ο περουβιανός Λουίς Πάρδο, μοίραζε χούφτες με ασημένια νομίσματα, σεντόνια, σαπούνια, μπισκότα, κεριά κλπ Για τον Ντιέγο Κοριέντες της Ανδαλουσίας, έλεγαν ότι «κλέβει τον πλούσιο, βοηθά το φτωχό και δε σκοτώνει κανένα» και για τον Μπίλλυ δε Κιντ στη Ν.Δ. Αμερική: «ήταν καλός με τους μεξικανούς. Έμοιαζε με τον Ρομπέν των δασών. Έκλεβε από τους λευκούς και έδινε στους μεξικανούς». Ο Τζέσση Τζαίημς, αφού δάνεισε 800 δολάρια σε μια χήρα, για να πληρώσει το χρέος της σ’ έναν τραπεζίτη, ύστερα λήστεψε την τράπεζα και πήρε πίσω τα χρήματα.
Οι πράξεις αυτές έκαναν τους ληστές ιδιαίτερα αγαπητούς στο λαό. Ακόμα και οι ιδιοκτήτες κτημάτων, προτιμούσαν να έχουν πάρε-δώσε με ληστές παρά με την αστυνομία. Ένας βραζιλιάνος κτηματίας το 1930, έλεγε:
«προτιμώ να έχω να κάνω με ληστές, παρά με την αστυνομία. Η αστυνομία είναι ένα μπουλούκι σκυλοφονιάδων, που έρχονται από την πρωτεύουσα με την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι της επαρχίας προστατεύουν τους ληστές. Νομίζουν ότι γνωρίζουμε όλες τις εξόδους αποδράσεώς τους. Έτσι ο κύριος στόχος τους είναι αν αποσπάσουν ομολογίες με κάθε μέσο…
Και οι ληστές; Οι ληστές συμπεριφέρονται σα ληστές… Αν εξαιρέσουμε μερικούς που είναι πραγματικά σκληροί, δεν κάνουν κακό, παρά μόνο όταν τους κυνηγά η αστυνομία».

Ο κοινωνικός ληστής, παρ’ ότι έχει πολλά κοινά σημεία με τον κοινωνικό επαναστάτη, έχει και πολλές σημαντικές διαφοροποιήσεις. Ο κοινωνικός ληστής δεν έχει σα στόχο τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αλλά είναι μια φιγούρα ατομικής εξέγερσης, μια πρωτόγονη μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας, προάγγελος και δυναμικό εκκολαπτήριο της εξέγερσης (σύμφωνα με τον Hobsbawm). Ο κοινωνικός ληστής είναι πάνω απ’ όλα εκδικητής:
«Εκδίκηση για προσωπική ταπείνωση, εκδίκηση και για εκείνους που καταπιέζουν τους άλλους. Το Μάη του 1744, ο αρχιληστής Ολέσκα Ντόβμπους χτύπησε το σπίτι του άρχοντα (σ.σ. σκληρού φεουδάρχη) Κονσταντίν Ζλοτίνσκι. Του βαλε τα χέρια πάνω στη φωτιά μέχρι να καούν, του βαλε δαυλιά αναμμένα πάνω στο δέρμα και δεν ήθελε να ακούσει για εξαγορά. “Δεν ήρθα εδώ για τα λεφτά σου αλλά για την ψυχή σου, γιατί αρκετά βασάνισες τόσο κόσμο”.»
Το σύνηθες πρότυπο του κοινωνικού ληστή είναι το εξής : μετά από μια άδικη δίωξη ή μετά από μια εγκληματική και βάναυση συμπεριφορά των τοπικών αρχών (μερικές φορές μετά και από έγκλημα τιμής), ο αγρότης βγαίνει στο βουνό και γίνεται ληστής, παίρνοντας όχι μόνο προσωπική εκδίκηση, αλλά και εκδίκηση εξ ονόματος όλης της κοινότητας. Η ιστοριογραφία βρίθει με περιπτώσεις εκδίκησης απέναντι σε τοπικούς άρχοντες, όπως η παραπάνω. Οι Ρώσοι ευγενείς, προς το τέλος του 18ου αιώνα, χαρακτήριζαν τους ληστές ως «κτήνη με ανθρώπινη μορφή, έτοιμοι να βεβηλώσουν κάθε τι ιερό, να σκοτώσουν, να λεηλατήσουν, να κάψουν, να βιάσουν τη θέληση του Κυρίου και τους νόμους του Κράτους». Η γνώμη, όμως, των τοπικών κοινοτήτων ήταν τελείως διαφορετική:
«Ο κλέφτης ανήκει στη μια πλευρά της κοινωνίας, εκείνη των φτωχών και των καταπιεσμένων. Μπορεί είτε να αφομοιωθεί απ’ την επανάσταση του χωρικού ενάντια στον αφέντη, της παραδοσιακής κοινωνίας ενάντια στη σύγχρονη, των περιθωριακών κοινοτήτων ή εκείνων της μειοψηφίας ενάντια στην ένταξή τους μέσα σε ένα πιο πλατύ σύστημα…»
Εδώ υπάρχει ένα κομβικό σημείο: ο κοινωνικός ληστής, ως άτομο πλήρως ενταγμένο στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, είναι “παραδοσιακός επαναστάτης”. Η εξέγερσή του δεν αποσκοπεί στο μετασχηματισμό, αλλά στην επιστροφή πίσω στη ζωή των μικρών αγροτικών κοινοτήτων. Άλλωστε, στερούμενος από θεωρητική βάση, δεν πολεμούσε την εκμετάλλευση, αλλά την υπερ-εκμετάλλευση, δεν πολεμούσε την εξουσία, αλλά την κατάχρησή της:
«Προσπαθεί να παγιώσει το δίκιο ή τις “παλιές συνήθειες”, δηλ. τις δίκαιες σχέσεις στο εσωτερικό μιας καταπιεσμένης κοινωνίας. διορθώνει τα στραβά όπως θα λέγαμε. Δεν προσπαθεί να δημιουργήσει μια κοινωνία που να βασίζεται πάνω στην ελευθερία και την ισότητα. Οι ιστορίες που λέγονται γι αυτόν δείχνουν μέτριους θριάμβους , όπως πχ σώζει το κτήμα μιας χήρας, σκοτώνει έναν τοπικό τύραννο, ελευθερώνει έναν κρατούμενο κι εκδικείται έναν άδικο φόνο. Το πολύ-πολύ, κι αυτό συμβαίνει σπάνια,- όπως ο Βαρνταρέλλι στην Απούλια της Ιταλίας, να διατάζει τους παραγωγούς να δίνουν ψωμί στους εργάτες τους, να επιτρέπουν στους φτωχούς να συλλέγουν τη σπορά ή μπορεί και να μοιράσει δωρεάν αλάτι, κι έτσι να περιορίσει τους φόρους…»
Αυτή η ταύτιση του κοινωνικού ληστή με την κοινότητα, τον οδηγεί σε πόλεμο κυρίως με την τοπική εξουσία και λιγότερο με την κεντρική εξουσία (η οποία κάνει ελάχιστες εμφανίσεις στις κλειστές αγροτικές κοινότητες). Στο λαϊκό φαντασιακό, η κεντρική εξουσία αγνοεί τη βαναυσότητα και την ασυδοσία της τοπικής εξουσίας. Το παράδειγμα του Ρομπέν των Δασών, συμπυκνώνει τα βασικότερα στερεότυπα της κοινωνικής ληστείας, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται και η αποενοχοποίηση της κεντρικής εξουσίας για τα εγκλήματα των φεουδαρχών και των τοπικών αρχόντων. Ο βασιλιάς Αρθούρος συμπυκνώνει όλα τα χαρίσματα του καλοκάγαθου βασιλιά, ο οποίος αγνοεί τη βαναυσότητα του σερίφη του Νοτιγχαμ. Με λίγα λόγια, η κοινωνική ληστεία δεν έρχεται σε ρήξη με τους θεσμούς, αλλά με τους φορείς των θεσμών. Πολλές φορές μάλιστα, αναλαμβάνουν να υποκαταστήσουν το κενό της «φιλολαϊκής και πεφωτισμένης ηγεσίας». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Γκουτζάρ στην Ινδία. Οι Γκουτζάρ είχαν μια ισχυρή παράδοση ανεξαρτησίας και παρανομίας. Το 1824 «τα πιο τολμηρά πνεύματα της Σαρχανπούρ, παρά να πεθάνουν από την πείνα, σχημάτισαν ομάδα υπό την αρχηγεία ενός ληστή με το όνομα Κάλλουα». Ο Κάλλουα, ντόπιος Γκουτζάρ, λήστευε τους μπάνια, την κάστα των εμπόρων και των τοκογλύφων:
«τα αίτια που οδηγούσαν τους δακοΐτες στη ληστεία, δεν ήταν τόσο η λεηλασία, όσο η επιθυμία της επιστροφής τους στον παλιό τρόπο ζωής χωρίς νόμους και κανόνες που επιβάλανε οι ανώτερες αρχές…
Ο Κάλλουα συνάπτοντας συμμαχία με ένα σημαντικό Ταλούκνταρ (τσιφλικά αξιωματούχο), που είχε υπό τον έλεγχό του σαράντα χωριά, και άλλους δυσαρεστημένους ευγενείς, επέκτεινε την εξέγερσή του με επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων, παίρνοντας αρκετό θησαυρό από διακόσιους αστυνομικούς φρουρούς και λεηλατώντας ολόκληρη την πόλη Μπαγκαουνπουρ. Έπειτα κήρυξε τον εαυτό του Ραγιά Καλιάν Σιγκ (βασιλιά) κι έστειλε παντού μηνύματα βασιλικού τύπου για να απαιτήσει φόρο υποτέλειας»
Στη Ρωσία ο εκάστοτε αρχιληστής θεωρούνταν μνηστήρας του θρόνου, ενσαρκωτής του “τσάρου των ζητιάνων”, του καλού λαϊκού τσάρου που αντικαθιστούσε τον τσάρο των βογιάρων, των ευγενών και προνομιούχων:
«Η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 17ου και 18ου αιώνα, κατά μήκος του κάτω Βόλγα, ήταν έργο των Κοζάκων- Μπουλάβιν, Μπολοτνίκοφ, Στένκα Ράζιν (ο ήρωας των λαϊκών τραγουδιών)και του Γεμαλιάν Πουγκατσόφ – κι ας σημειωθεί ότι οι Κοζάκοι, εκείνο τον καιρό ήταν κοινότητες, ελευθέρων αγροτών επιδρομέων. Κι όπως ο Ραγιά Κολιάν Σιγκ, τους συναντάμε να κάνουν αυτοκρατορικές δηλώσεις. Οι άνδρες τους, όπως και οι ληστές της νότιας Ιταλίας, το 1860, σκοτώνουν, καίνε, λεηλατούν, καταστρέφουν τα γραπτά ντοκουμέντα που κατοχυρώνουν τη δουλεία και την υποταγή, τους λείπει όμως το πρόγραμμα, εκτός βέβαια από το να καταστρέψουν την καταπιεστική μηχανή».

Αυτή η στάση πολλών κοινωνικών ληστών δεν πρέπει να μας ξενίζει, καθώς οι ληστές ήταν “primitive rebels” και όχι συνειδητοί αντισυστημικοί επαναστάτες. Παρ’ όλα αυτά, οι ληστές ήταν οι πρώτοι που στελέχωναν τις επαναστατικές απόπειρες, όποτε αυτές ξεσπούσαν. Τόσο σε εθνικο-κοινωνικούς αγώνες (κλέφτες, χαϊδούκοι, χαϊνηδες, ζεϊμπέκοι κλπ), όσο και σε κοινωνικές επαναστάσεις (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ληστή Πάντσο Βίλλα, που πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Εμιλιάνο Ζαπάτα στην αγροτική επανάσταση στο Μεξικό):
«…οι ληστές συμμετέχουν στις αξίες και τις επιδιώξεις του αγροτικού κόσμου, σαν παράνομοι δε και αντάρτες, είναι ευαίσθητοι στις επαναστατικές τους κινήσεις. Σαν άνθρωποι που έχουν κερδίσει ήδη την ελευθερία τους, βλέπουν με περιφρόνηση την αδράνεια και την παθητικότητα της μάζας, σε περιόδους όμως επανάστασης αυτή η παθητικότητα εξαφανίζεται και μεγάλος αριθμός αγροτών γίνονται ληστές»
Χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικών ληστών, που έγιναν επαναστάτες, ήταν οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο. Το σώμα των κλεφτών ήταν, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, «σύνηθες καταφύγιον των εχόντων εντονότερον της λευθερίας το ελατήριον». Ο Δημήτρης Φωτιάδης γράφει για τους κλέφτες:
«όσοι από τους ραγιάδες δεν υπόφερναν να είναι δούλοι μήτε των Τούρκων μήτε των κοτζαμπάσηδων, φεύγουνε στα βουνά κι εκεί στις περήφανες κορφές, στις δυσκολοδιάβατες κλεισούρες, στ’ άγρια φαράγγια και στα πυκνά τα δάση στήνανε το λημέρι τους, το καθένα μια κολυμπήθρα λευτεριάς. Γυμνοί, νηστικοί, ξυπόλυτοι, κυνηγημένοι, μια ευχή είχαν στα χείλη τους : «καλό βόλι». Γύρευαν όχι ήσυχο, μα λεύτερο θάνατο.
Αυτούς τους κλέφτες τη «μαγιά της λευτεριάς», τους αγάπαγε ο λαός, τους καμάρωνε, τους υποστήριζε, τους έδινε τροφές- ήταν οι προστάτες του. Όποιος Τούρκος ή κοτζαμπάσης αδικούσε το ραγιά, τον τιμώραγε το βόλι του κλέφτη…
Εκεί γύρω από τα 1650 ως τα 1690, η Ρούμελη είχε γιομίσει από κλέφτες. Έναν ξέκαναν οι Τούρκοι, δέκα φύτρωναν»
Τόσο γιγαντώθηκε το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, που οι Οθωμανοί και οι κοτζαμπάσηδες αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν την κλασική τακτική: ήρθαν σε συμφωνία με πολλούς κλέφτες και τους μετατρέψανε σε αρματολούς. Έτσι, οι ανυπότακτοι κλέφτες απόκτησαν έναν ακόμα εχθρό.
Αργότερα, με το ξέσπασμα της επανάστασης, οι κλέφτες ήταν οι μεγαλύτεροι πρωταγωνιστές της απελευθέρωσης. Στη θέση, όμως του Τούρκου κατακτητή, κάθισε ο Έλληνας κατακτητής. Πολλοί ήταν οι κλέφτες, που ασφυκτιώντας στο νέο καθεστώς της «ελεύθερης» Ελλάδας, επέστρεψαν στα βουνά και συνέχισαν τις ληστείες.

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι σλαβομακεδόνες ληστές συμμετέχουν στην επαναστατική κίνηση των Κομιτατζήδων (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ή IMRO), οι οποίοι έδρασαν στα χνάρια των Βουλγάρων χαϊδούκων. Το ίδιο και ο Ούγγρος ληστής Σαντόρ Ρόσα, ηγέτης των ληστών απ’ το 1841 και επαναστάτης μετά το1849. Εκτός όμως από τους ληστές που συμμετείχαν στις εθνικο-κοινωνικές επαναστάσεις, υπάρχουν και αυτοί που έδρασαν σαν κοινωνικοί επαναστάτες. Οι ληστές του Μπάνταμ πολέμησαν στο πλάι των κομμουνιστών το 1926. οι ληστές της Ιάβας στηρίξανε τον Σουκάρνο και τους κομμουνιστές, ενώ οι ληστές της Κίνας ακολούθησαν τον Μάο Τσε Τουγκ, ο οποίος ήταν βαθιά επηρεασμένος από την τοπική παράδοση της λαϊκής αντίστασης:
«πως μπορεί να σωθεί η Κίνα; Η απάντηση του νεαρού Μάο ήταν: μιμηθείτε τους ήρωες του Λιανγκ Σαν Πο, δηλ. τους ελεύθερους ανταρτοληστές της νουβέλας “Κατά μήκος του ποταμού”. Επιπλέον ο Μάο τους στρατολόγησε συστηματικά. Δεν ήταν τάχα πολεμιστές και με τον τρόπο τους, πολεμιστές κοινωνικά συνειδητοί; Οι “κοκκινοτρίχηδες”, μια φοβερή οργάνωση αλογοκλεφτών που δρούσε ακόμα στη Ματζουρία το 1920, απαγόρευε στα μέλη της να επιτίθενται εναντίον των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, ενώ τους ανάγκαζε να κάνουν επιθέσεις εναντίον όλων των πολιτικών υπαλλήλων και επίσημων προσώπων, αλλά “αν ένας άνθρωπος είχε καλή φήμη θα του αφήσουν τη μισή περιουσία, αν όχι, θα του τα πάρουν όλα”. Το 1929 ο όγκος του Κόκκινου Στρατού του Μάο, μοιάζει να αποτελείται από “ανυπόλυπτα στοιχεία” (για να χρησιμοποιήσουμε τη δική του ταξινόμηση “από στρατιώτες, ληστές, κλέφτες, ζητιάνους και πόρνες”). Ποιος διακινδύνευε εκείνες τις μέρες να αναμιχτεί σ’ έναν παράνομο σχηματισμό, εκτός απ’ τους ίδιους τους παράνομούς; “Αυτός ο κόσμος πολεμάει με πάρα πολύ θάρρος”, παρατηρούσε ο Μάο…»
Όπως στην Κίνα, έτσι και στην Κολομβία, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, οι κοινωνικοί ληστές εντάχθηκαν σε αντάρτικες κομμουνιστικές ή αριστερίζουσες αγροτικές ομάδες. Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι που έφερναν κοντά τους ληστές με τους επαναστάτες: πρώτον, η ανιδιοτέλεια των επαναστατών (αναρχικών και κομμουνιστών), που παρά τη μόρφωσή τους και την ανώτερη κοινωνική τους θέση, με την συμπεριφορά τους και τη βοήθεια που παρείχαν στους αγροτικούς πληθυσμούς, γοήτευαν τους ληστές και δεύτερον, η συνάντηση ληστών και επαναστατών στη στρατιωτική θητεία και στη φυλακή.
Στον κανόνα, όμως, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αρκετές φορές οι ληστές επιστρατεύονται από τις αρχές για να πολεμήσουν τους κομμουνιστές αντάρτες. Ο βραζιλιάνος ληστής Λαμπιάο πήρε τον τίτλο του λοχαγού για να αποκρούσει την κομμουνιστική φάλαγγα Prestes. Ο Ιταλός ληστής Τζουλιάνο, συμμάχησε με τους Σικελούς φεουδάρχες και στράφηκε εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών. Στη Ρωσία και τη Ουγγαρία, αρκετοί χαϊδούκοι δέχονταν το ρόλο της έφιππης φρουράς ιπποτών, που φύλαγε τα σύνορα (αναφέραμε πιο πάνω και το αντίστοιχο παράδειγμα των αρματολών στον ελλαδικό χώρο). Σε άλλη περίπτωση, οι ληστές έβγαλαν και δήμαρχο (τον Λουίς Μπορέγο, στο Μπενεμεχί). Οι περιπτώσεις, αν και δεν είναι πολλές, είναι χαρακτηριστικές.

Κλείνοντας το κεφάλαιο για την κοινωνική ληστεία, ας παραθέσουμε ένα αποσπάσματα από τον Hobsbawm, που σκιαγραφεί τη θέση του μέσου κοινωνικού ληστή, στην αγροτική (και όχι μόνο) κοινωνία:
«Ο ληστής είναι γενναίος, είτε δρα, είτε είναι θύμα. Πεθαίνει αψηφώντας το κάθε τι. Τίμια και πολυάριθμα παλικάρια από φτωχογειτονιές κι απ’ τα περίχωρα, που δε διαθέτουν τίποτα περισσότερο εκτός από το κοινό, αλλά πολύτιμο δώρο της δύναμης και του θάρρους, παρομοιάζουν τον εαυτό τους με ληστή. Σε μια κοινωνία, όπου οι άνθρωποι ζούνε κάτω από συνθήκες δουλοπρέπειας, σαν εξαρτήματα μεταλλικών μηχανών ή σαν κινητά μέρη ανθρώπινων μηχανών, ο ληστής ζει και πεθαίνει χωρίς να σκύβει το κεφάλι».



Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ

« Στην πραγματικότητα η ένοπλη ληστεία μας ήταν ένας πόλεμος
στην καρδιά του κράτους… Συχνά στοχάζομαι και γελάω με τους
χαρακτηρισμούς που δίνει η δικαστική εξουσία σε ορισμένους από μάς.
Μας αποκαλεί “πορωμένους εγκληματίες” και “επικίνδυνους
κακοποιούς”, με την ίδια ευκολία που τους ελεύθερους καρχαρίες
και ύαινες του κεφαλαίου τους χαρακτηρίζει νομοταγείς πολίτες!
Εμένα με λένε ληστή, ενώ εγώ θεωρώ ότι έκανα μια πράξη
ανθρωπιστικής σημασίας στην κοινωνία της ανισότητας»
Θόδωρος Τσουβαλάκης


Η παράδοση της κοινωνικής ληστείας και η σύνδεση των ληστών με τα επαναστατικά κινήματα, επηρέασαν πολύ βαθιά τόσο την ριζοσπαστική αριστερά, όσο και τους αναρχικούς. Η ληστεία χρησιμοποιείται πλέον όχι μόνο για λόγους επιβίωσης, αλλά και ως μέσο αγώνα. Η πολυμορφία του ριζοσπαστικού κινήματος, είχε σαν επακόλουθο να υπάρχει και πολυφωνία ως προς τη χρήση του μέσου της ληστείας. Έτσι, έχουμε περιπτώσεις που η ληστεία γινόταν αποδεκτή μόνο ως μέσο χρηματοδότησης μιας οργάνωσης ή ενός κόμματος (φαινόμενο που συναντάμε σε γραφειοκρατικές αναρχικές οργανώσεις σαν τη CNT και σε επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα σαν τους μπολσεβίκους και το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Πολλοί ληστές, μάλιστα, δούλευαν κανονικά ως μισθωτοί εργάτες!). Έχουμε, επίσης, περιπτώσεις που η ληστεία συμβολίζει τη ρήξη του ατόμου με την κοινωνία της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης (αυτή είναι η περίπτωση των αναρχοατομικιστών, που αν και χρησιμοποιούσαν τις ληστείες για προσωπική αυτοχρηματοδότηση, δεν παρέλειπαν μέρος της λείας τους να το διοχετεύουν σε κινηματικούς σκοπούς, αντιπληροφόρηση, έκδοση μπροσουρών, βιβλίων κλπ). Στις πιο πολλές περιπτώσεις, οι ληστείες χρησίμευαν και για τους δύο σκοπούς: και για αυτοχρηματοδότηση, και για τη χρηματοδότηση του αγώνα.

Παρά την ουσιώδη κριτική που έκανε ο Καρλ Μαρξ (και ο γαμπρός του Πωλ Λαφάργκ, στο βιβλίο του “Δικαίωμα στην τεμπελιά”) στη μισθωτή εργασία, η γραφειοκρατική Αριστερά, αγιοποίησε την μισθωτή εργασία και δημιούργησε τον εργάτη-πρότυπο, που θα δουλεύει σκληρά όχι μόνο στον σοσιαλισμό, αλλά και στον καπιταλισμό! Η λογική της γραφειοκρατίας, πάνω στο ζήτημα των απαλλοτριώσεων, ήταν απλή: ο αγώνας πρέπει να χρηματοδοτηθεί. Πως; Θα πάμε εκεί που βρίσκονται μαζεμένα τα χρήματα. Στους ναούς του καπιταλισμού: στις τράπεζες. Στη λογική αυτή, δεν υπάρχει πουθενά η κριτική της μισθωτής εργασίας και της συνακόλουθης αλλοτρίωσης. Όλες οι απαλλοτριώσεις γίνονταν υπό την αιγίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, . Οι ληστείες γίνονταν μόνο με την έγκριση του Κόμματος,* “μέσα στα πλαίσια της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και διαπαιδαγώγησης”. Η ληστεία πρέπει να είναι “αφιλοκερδής”.
Από κει και πέρα ο εργάτης όφειλε να είναι τίμιος, εργατικός , δουλευταράς, να δίνει το καλό παράδειγμα… Ακόμα και αναρχικοί (όπως οι Los Errantes) είχαν αυτή τη περίεργη αναρχο-σταχανοβίτικη αντίληψη.
Από την άλλη, για πολλούς αναρχικούς, οι ληστείες δεν αποτελούσαν μονάχα τρόπο χρηματοδότησης του αγώνα, αλλά και έμπρακτη κριτική της μισθωτής εργασίας. Οι Εργάτες της Νύχτας, έβλεπαν την ιλλεγκαλιστική δραστηριότητα ως συμπληρωματική των μεγάλων συλλογικών εργατικών αγώνων εναντίον του κεφαλαίου Οι Εργάτες της Νύχτας καταξιώθηκαν ως διαρρήκτες “παρασίτων”: αξιομνημόνευτη ήταν η διάρρηξη στον Καθεδρικό Ναό της Τουρ, όπου έγραψαν στον τοίχο: “μεγαλοδύναμε θεέ βρες τους κλέφτες σου”( την ίδια περίπου περίοδο οι Τερροριστές-Απαλλοτριωτές στη Ρωσία είχαν καταστρέψει μια “θαυματουργή” εικόνα). Ο Μάριους Ζακόμπ, εμβληματική φυσιογνωμία των «νυχτερινών εργατών», στην απολογία του στο δικαστήριο έλεγε ότι δεν τον ενοχλούσε η εργασία αυτή καθ’ αυτή, αντίθετα τον ευχαριστούσε. Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν η μισθωτή εργασία, ο “ξεπεσμός στην πορνεία της εργασίας”, η “εργασία ως ελεημοσύνη και δημιουργός πλούτου”. Δεν ενέκρινε αυτή καθ’ αυτή την κλοπή ( “θα ήθελα να ζω σε μια κοινωνία χωρίς κλοπή”), αλλά τη χρησιμοποιούσε ως “μια αρμόζουσα μορφή εξέγερσης στην πάλη ενάντια στην πιο άδικη μορφή κλοπής: την ατομική ιδιοκτησία.”:


“Αν στράφηκα στις ληστείες, δεν το έκανα για το κέρδος. Ήταν ζήτημα αρχής, ήταν ζήτημα δικαίου. Προτίμησα να διατηρήσω την ελευθερία μου, την ανεξαρτησία μου, την αξιοπρέπειά μου ως άνθρωπος, παρά να γίνω δημιουργός πλούτου του αφεντικού μου”. “
Ο αγώνας θα σταματήσει μόνο όταν οι άνθρωποι θα μοιράζονται τη χαρά και τον πόνο τους, την εργασία και τον πλούτο τους… Όταν όλα θα ανήκουν σε όλους. Ως επαναστάτης αναρχικός έκανα την επανάστασή μου: ΑΣ ΕΡΘΕΙ Η ΑΝΑΡΧΙΑ”.

Πραγματικά, μέσα σε λίγες σειρές ο Ζάκομπ, είπε όσα δεν μπορούν να πουν μέσα σε δεκάδες τόμους οι φλύαροι ακαδημαϊκοί. Η ληστεία γι αυτόν ήταν τόσο μια έμπρακτη κριτική της εκπόρνευσης της εργασίας (της μετατροπής της σε μισθωτή), όσο και ένα ακόμα μέσο αγώνα για την αναρχική/ κομμουνιστική κοινωνία. Τις ίδιες απόψεις μοιράζονταν πάρα πολλοί αναρχικοί (από αναρχοατομικιστές μέχρι αναρχοκομμουνιστές) που ακολούθησαν την ιλλεγκαλιστική οδό και ήρθαν σε ρήξη με τη συντηρητική και γραφειοκρατική πτέρυγα του αναρχικού κινήματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναρχικού, που κατασυκοφαντήθηκε και πολεμήθηκε όσο κανένας άλλος, είναι ο Φραντσίσκο Σαμπατέ Λιοπάρτ (ή ελ τσίκο). Ο Σαμπατέ, ξεκίνησε την πορεία του συμμετέχοντας στις grupos especificos (ειδικές ομάδες), που ήταν ομάδες δράσης νεαρών αντιεξουσιαστών που “πολεμούσαν την αστυνομία, σκότωναν τους αντιδραστικούς, ελευθέρωναν τους φυλακισμένους και λεηλατούσαν τις τράπεζες”. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμησε στο πλευρό του αναρχικού (επίσης ληστή) Γκαρθία Όλιβερ. Το 1937 φυλακίστηκε από τους δημοκρατικούς συμμάχους της CNT, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Μετά την ήττα το 1939, ο Σαμπατέ, με δεκάδες ακόμα αναρχικούς (ανάμεσα στους οποίους και ο ειρηνιστής Εσπαλιάργας που συμμετείχε στις ληστείες μόνο άοπλος!), συνέχισε την αντάρτικη δράση κατά του Φράνκο, ερχόμενος σε ρήξη με την επίσημη ηγεσία της CNT. Μετά τη δολοφονία του, ο Σαμπατέ ενέπνευσε μια νέα γενιά αναρχικών, αυτόνομων και φιλο-καταστασιακών που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τη μετριοπαθή δημοκρατική CNT και συγκρότησαν την παράνομη οργάνωση MIL (Ιβηρικό Κίνημα Απελευθέρωσης). Το MIL δημιούργησε το 1971 τις Αυτόνομες Ομάδες Δράσης, που δραστηριοποιήθηκαν κυρίως με επιθέσεις κατά χρηματαποστολών τραπεζών και με ενέργειες υποστήριξης και απελευθέρωσης φυλακισμένων μαχητών. Οι ληστείες κάλυπταν όχι μόνο τις οργανωτικές ανάγκες του MIL, αλλά και τις προσωπικές ανάγκες των μελών του. Χρηματοδοτούσαν, επίσης, επιτροπές απεργών εργατών και βοηθούσαν τους απολυμένους.
Μετά την αυτοδιάλυση του MIL, ιδρύθηκαν οι Αυτόνομες Ομάδες (GG.AA). Σε μια συνέντευξη που έδωσαν τα μέλη των GG.AA. στη FIGA (Ιβηρική Ομοσπονδία Αναρχικών Ομάδων), απαντούν στην ερώτηση, εάν μεταχειρίζονται τις απαλλοτριώσεις ως μέσο επιβίωσης: «Ο συντονισμός των ομάδων χρειαζόταν κάποια οικονομικά μέσα για να πραγματοποιηθούν συγκεκριμένες δράσεις. Προφανώς, οι ομάδες αυτές θα έπρεπε να βρουν τα οικονομικά μέσα για να καλύψουν και τις δικές τους ανάγκες. Δεν έχουμε φυσικά κανέναν ενδοιασμό στο να κάνουμε μια απαλλοτρίωση για να καλύψουμε τις προσωπικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Μακροπρόθεσμα όμως, δε ζούσαμε απ’ τις απαλλοτριώσεις και κάποιοι από εμάς εργαζόταν. Κάποιοι άλλοι, όχι…»

Στην υπόλοιπη Ευρώπη (και όχι μόνο), η ιεροποήση της εργασίας απ’ τη γραφειοκρατική Αριστερά και την CNT και τις παραφυάδες της, δέχεται απανωτά πλήγματα από το νέο ριζοσπαστικό κίνημα που αναπτύσσεται:
“Τώρα πια η ηθική εργασία, υπομόχλιο των προηγούμενων θεωριών, που βρισκόταν στη βάση του απόλυτου εργοστασίου όπως η Θεία Ευχαριστία στη θρησκεία, όχι μόνο αμφισβητείται, αλλά γίνεται αντικείμενο άρνησης και χλεύης”

Οι os cangaceiros, που πήραν την ονομασία τους από τους ομώνυμους λατινοαμερικάνους ληστές, αναφέρουν σχετικά:
“…στη Γαλλία μετά το 1968, πολλά ριζοσπαστικά στοιχεία είχαν ζήσει μια πραγματική κοινωνική και πολιτική ανταρσία μέσω της παραβατικότητας- εμπνευσμένη λίγο-πολύ από την αναρχική παράδοση των αρχών του 20ου αιώνα, αυτή του Μάριους Ζακόμπ και των Εργατών της Νύχτας ή της συμμορίας Μποννό. Παράλληλα αναπτυσσόταν μια μεγάλη αυθόρμητη νεανική παραβατικότητα, αυτή των συμμοριών της γειτονιάς που ερχόταν σε ρήξη με τους σχολικούς θεσμούς και τη μισθωτή εργασία” (οι ίδιοι οι os cangaceiros χρηματοδοτούσαν τις δραστηριότητες τους από δράσεις ατομικής επανοικειοποίησης και κανένα μέλος τους δεν εργαζόταν).

“Μη λέτε πια κάτεργο, αλλά να λέτε: εργασία”, έλεγε σε προκήρυξή της στο Μπορντό, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας των Βανδαλιστών. Και τραγουδούσαν: “Εφ’ όσον η Θεωρία πραγματωνόταν/ Λεηλατήσαμε τα μαγαζιά / Ότι παράγεις σου ανήκει/ Μόνο τα αφεντικά σε κλέβουν/ Άμα πληρώνεις στα μαγαζιά/ Είσαι κοροΐδο” (“Η Κομμούνα δεν πέθανε!”)
Το ριζοσπαστικό κίνημα ανακαλύπτει εκ νέου τους ιλλεγκαλιστές αναρχικούς, τραγουδάει για τον Ραβασόλ, τον Μπονό, τον Πάντσο Βίλλα και άλλους επαναστάτες ληστές (κάθε λογής “φράξιας” του επαναστατικού κινήματος). Σε ένα από τα τραγούδια του Μάη του 68, οι εξεγερμένοι τραγουδούσαν:

«Ο Μάχνο, ο Βίλλα κι ο Ντουρρούτι/ Ήξεραν πως να χειρίζονται αυτό το εργαλείο/Που δίνει στην ποίηση ζωή,/ Το πολυβόλο./Θα ξαναφέρουμε ακόμα τον Μπονό/Και θα δώσουμε ένα και σ΄ αυτόν/ Ώστε να έρθει με το αυτοκίνητό του/ Να πάρει μερικά κεφάλια./ Μέχρι να δούμε αυτή την κοινωνία του θεάματος/ Να ψυχορραγεί τελικά, δολοφονημένη/ Απ' τα συμβούλια, σε όλο τον κόσμο/ Με τις ριπές του πολυβόλου»
Η συμμορία Μπονό (αναρχοατομικιστές ληστές, γνωστοί και ως “τραγικοί ληστές”): «θα εμπνεύσει ποιητές (Joe Dassin, Paul Paillete), έργα αντιτέχνης ( Michele Bernstain {σ.σ. συντρόφισσας του Γκυ Ντεμπόρ}) και διάφορα μυθιστορήματα (Leo Malet). Το Μάη του 1968, κατά τη διάρκεια της κατάληψης της Σορβόννης στο Παρίσι, οι “λυσσασμένοι” σιτουασιονιστές αφιέρωσαν στο θρυλικό αναρχικό μια αίθουσα συνελεύσεων των καταληψιών, ονομάζοντας την “sale Jules Bonnot”».

Το νέο ριζοσπαστικό κίνημα, απαλλαγμένο πλέον από την ηθικιστική σαβούρα της συντηρητικής γραφειοκρατίας (ή μάλλον, όχι εντελώς απαλλαγμένο, καθώς κατάλοιπα είχαν παραμείνει), μιλάει πλέον για άρνηση της εργασίας, για συνειδητή αεργία (όπως και οι ντανταϊστές των αρχών του αιώνα), για σαμποτάζ στους εργασιακούς χώρους. Ακόμα και οι πιο “ορθόδοξοι” ερυθροταξιαρχίτες:
«… ήταν και “ληστές”, ενσαρκώνοντας ένα παραβατικό μέχρι και ρομαντικό ιδανικό… Πηγαίνοντας κόντρα στον εργατικό ηθικισμό, που πάντοτε διαχώριζε τον τίμιο εργάτη από τον ανάξιο εμπιστοσύνης και τεμπέλη κλέφτη και “εγκληματία”, οι ταξιαρχίτες ήταν και εργάτες και κλέφτες αυτοκινήτων, και πολιτικοί και ληστές, και θεωρητικοί και παραχαράκτες. Οι πινακίδες, οι ταυτότητες, ,τα σπίτια, τα όπλα, τα χρήματα, τα πάντα τα “οικειοποιήθηκε” με παράνομα μέσα η ομάδα, που σίγουρα δε χρηματοδοτούνταν από τη Μόσχα»
Πέρα από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, κι άλλες ιταλικές επαναστατικές οργανώσεις διαπράττανε ληστείες: οι Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες, η ελευθεριακή Επαναστατική Δράση, η Prima Linea. (To ίδιο συμβαίνει και στη Γερμανία με τη RAF και το Κίνημα 2 Ιούνη, στη Γαλλία με την Άμεση Δράση, στον Καναδά με την ετέρα Άμεση Δράση, στις ΗΠΑ, στην Λατ. Αμερική κλπ) . «Οι μαχόμενοι σχηματισμοί, θεωρούσαν τη ληστεία, πέρα από ένα μέσο χρηματοδότησης, και μια μορφή παραδειγματικής ενέργειας, προλεταριακής απαλλοτρίωσης συνδεδεμένης με τον ένοπλο αγώνα.» Οι Τουπαμάρος θεωρούσαν τις ληστείες μέρος της ταξικής πάλης. Μεταξύ του 1968 και του 1971, διαπράξανε 74 ληστείες. Το 1970 όλες οι τράπεζες του Μοντεβιδέο έκλεισαν για να γλιτώσουν απ’ τους ληστές!
Σήμερα, φυσικά, τα πράγματα έχουν αλλάξει: «Σήμερα η αριστερά χρησιμοποιεί άλλα εργαλεία, πολύ λιγότερο επικίνδυνα για όλους: την εργασία, την κληρονομιά, τη συγκέντρωση χρημάτων, τους κρατικούς πόρους. Σίγουρα είναι μια άλλη αριστερά αυτή που επέλεξε να εγκαταλείψει τις απαλλοτριώσεις και να παίρνει επιχορηγήσεις από το κράτος. Διαφέρουν, όχι μόνο οι μορφές, αλλά και η ουσία, η σχέση με το κράτος, με τον πλούτο με τις θεσμικές οργανώσεις» (K. Viehmann)



Πέρα, όμως, από τις μαζικές και οργανωμένες περιπτώσεις, δε λείπουν και οι ατομικές περιπτώσεις αγωνιστών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αναρχικού Horst Fantazzini:
«Αναρχικός αγωνιστής από μικρό παιδί, ο Horst πέθανε το 2001, αφού εξέτισε σε διάφορες φυλακές μια μακρά λίστα από καταδίκες: για ληστείες, αλλά και πετυχημένες και αποτυχημένες αποδράσεις, όπως και για τη συμμετοχή του, το 1985, στον αγώνα εναντίον του καθεστώτος της “ειδικής κράτησης” μαζί με μια ομάδα ερυθροταξιαρχιτών, στο σωφρονιστικό ίδρυμα Μπαντού ε Κάρος, στη Σαρδηνία».
«Η ζωή του Φαντατσίνι σημαδεύτηκε από τη συνεχή αναζήτηση της ελευθερίας, μιας ελευθερίας χωρίς όρους και εκπτώσεις, όπως την εννοούσε ο ίδιος σαν αναρχικός και που του στερήθηκε ακόμα και στην πιο στοιχειώδη μορφή της για 32 χρόνια.
Ο “ευγενικός ληστής”, όπως τον αποκαλούσε ο αστικός τύπος από τα πρώτα χρόνια της δράσης του, πέρασε στα κάτεργα 32 ολόκληρα χρόνια, με την ποινή να λήγει το σωτήριο έτος 2024…
Ο ίδιος, όταν τον ρώταγαν για τη δράση του, που τον οδήγησαν στις φυλακές, ορμώμενος από τον Μπρεχτ, ήταν ξεκάθαρος: “είναι πιο εγκληματικό να φτιάχνεις τράπεζες, από το να τις ληστεύεις”».
Η περίπτωση του Φαντατσίνι είναι μία μεταξύ χιλιάδων περιπτώσεων αναρχικών (και όχι μόνο) επαναστατών, που αγνόησαν την “αντίσταση” της υπνηλίας , της κλάψας και των χασμουρητών και προχώρησαν τη ρηξιακή τους ορμή πέρα από τις πορδές της καλυμμένης νομιμοφροσύνης των επίσημων “αναρχικών” και του ιερατείου τους. Με την περίπτωσή του, ας κλείσουμε τη μικρή αυτή περιήγηση...




σημείωση: *Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω παράδειγμα: το 1907 συγκροτήθηκε, μέσα στα πλαίσια του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, το “Μπολσεβίκικο Κέντρο”, με επικεφαλής τον Λένιν, τον Κρασίν και τον Μπογκντάνοφ. Ανάμεσα στα καθήκοντα του κέντρου ήταν και η χρηματοδότηση του Κόμματος μέσω ληστειών (γι αυτό και ο Λένιν κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του για “μπλανκιστικές παρεκκλίσεις”). Την ίδια ώρα, σε όλη τη Ρωσία μέσα σε 2 χρόνια (1905-1906) καταγράφηκαν 1951 “πολιτικές” ληστείες ( οι 940 εναντίον κρατικών και ιδιωτικών τραπεζών), ενώ στη διετία 1908-1910 σημειώθηκαν 19957 τερροριστικές ενέργειες και απαλλοτριώσεις , από όλες τις πτέρυγες του επαναστατικού κινήματος (από τους αναρχικούς μέχρι τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μπολσεβίκους). Παρ’ όλο που η Επιτροπή της Τιφλίδας του ΣΔΕΚ καταδίκασε τις ληστείες και τις τερροριστικές ενέργειες των αναρχικών (τις θεωρούσε “διασπαστικές”), οι καυκάσιοι μπολσεβίκοι (κατά παράβαση του 4ου και 5ου συνεδρίου του ΣΔΕΚ), συνέχισαν κανονικά τις ληστείες. Αντίστοιχα, το 1931 το γερμανικό ΚΚ δημιούργησε τμήμα για τη διατήρηση όπλων και πυρομαχικών και προχώρησαν σε ληστείες καταστημάτων και επιθέσεις κατά αστυνομικών. Φυσικά, η σύγχρονη νόμιμη Αριστερά, θα σοκάρονταν εάν γνώριζε τα καμώματα των προγόνων της… Ο Hobsbawm γράφει χαρακτηριστικά: “είναι σαν ειρωνεία ότι η “κατάσχεση” γίνεται ένα δημόσιο σκάνδαλο στη διεθνή επαναστατική κίνηση, όχι τόσο από τις τοπικές και μεμονωμένες πράξεις των αναρχικών ή των τρομοκρατών ναροτνικών, όσο από τη δραστηριότητα των μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την επανάσταση του 1905”.




ΑΝΗΚΕΙ Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ;
ΔΥΟ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ (η δική μας…)

Άποψη Νο 1: «Η ληστεία είναι μια πρακτική που μόνο κατ’ εξαίρεσιν και σε πολύ ειδικές περιπτώσεις μπορεί να πραγματοποιηθεί από αναρχικούς, αφού δεν αποτελεί συστατικό της πολύμορφης κοινωνικής απελευθερωτικής δράσης».
Διαδρομή ελευθερίας, Δεκέμβριος 2007

Η δική μας άποψη: Το παρόν κείμενο είναι μια σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στη βιβλιογραφία που εντάσσει τη ληστεία, τη λεηλασία, την κλοπή κλπ μέσα στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής παράδοσης, από την αρχαιότητα (βλ. εξεγέρσεις δούλων, εσαϊκός ζηλωτισμός, χιλιαστικές σέχτες του μεσαίωνα κλπ) ως σήμερα. Κανένα κόμμα, καμία οργάνωση, καμία ομαδούλα δεν μπορεί με διατάγματα να διαγράψει αυτό το κομμάτι της ιστορίας της λαϊκής ανταρσίας. Η ιστορία της πολύμορφης απελευθερωτικής δράσης δε γράφεται όπως γράφονται τα σχολικά βιβλία. Και τα χαρακτηριστικά της δεν ορίζονται με διατάγματα και αξιώματα.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η άποψη που θεωρεί τη ληστεία “εξουσιαστική”. Ξεπερνάμε τη μεταφυσική αντίληψη περί αντι-φυσικής, αντιανθρώπινης εξουσίας (αντίληψη δαιμονοποιητική, οπότε και αποπροσανατολιστική) και λέμε το εξής απλό: ναι, η ληστεία είναι “εξουσιαστική”, με τον ίδιο τρόπο που είναι η διαδήλωση, η απεργία, το κλείσιμο ενός δρόμου, η παλουκιά σε έναν μπάτσο, το ξυλοφόρτωμα ενός απεργοσπάστη κλπ κλπ. Αυτή είναι η αστική και μικροαστική αντίληψη της “ελευθερίας” και της “εξουσίας”. (Άλλωστε, η επανάσταση δε γίνεται με τακτ και savoir vivre, είναι εκ των πραγμάτων βίαιη και επιβλητική..)
Άλλοι πάλι, κάπως πιο ελαστικοί, εντάσσουν μεν τη ληστεία στην επαναστατική παράδοση, μονάχα όταν η λεία δίνεται για τον ιερό σκοπό..
Εδώ υπάρχει ένα σημαντικό δομικό λάθος. Μέσα στα αστικά πλαίσια σκέψης υπάρχει ο δυαδιστικός τεμαχισμός της ζωής ανάμεσα σε “προσωπική” και “δημόσια” ζωή ( τα εν οίκω μη εν δήμω, ήταν το αιώνιο άλλοθι που κάλυπτε και καλύπτει τα εγκλήματα της πατριαρχίας κατά γυναικών και παιδιών). Η αστική αυτή αντίληψη δε χωρά σε μια ολιστική αναρχική θεώρηση της ζωής. Η συνειδητή ρήξη με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και η απαλλοτρίωση δεν είναι μόνο προσωπικό ζήτημα, αλλά αποτελεί ένα κομμάτι ατομικής άρνησης και εξέγερσης, του όλου πολύχρωμου παζλ των συλλογικών αρνήσεων, δράσεων, αγώνων που το ένα συμπληρώνει το άλλο, σε μια αέναη απελευθερωτική διαδικασία…




Άποψη Νο 2: « Αυτός (σ.σ. ο εγκληματολόγος Franz Csaszar), εντάσσει τη ληστεία τράπεζας στα ιδεολογικά εγκλήματα, θεωρώντας σαν τέτοια “το σπάσιμο του αισθήματος ασφάλειας που ενέχει η ιδιοκτησία και την απώλεια της εμπιστοσύνης σ’ αυτόν που έχει αναλάβει την προστασία μας”. Ανεξάρτητα από τη βούληση του δράστη, η ληστεία τράπεζας μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί πολιτικό αδίκημα: εκλαμβάνεται σαν πράξη λιποταξίας από το ιερό σύστημα αξιών της αστικής κοινωνίας και από τους ιδεολογικούς ελέγχους της συντεταγμένης τάξης, και συνεπώς η εξουσία οφείλει να την καταπολεμήσει»
Klaus Schonberger (από τη “ληστεία τράπεζας”, εκδ. ελευθεριακή κουλτούρα)

Η δική μας άποψη: όπως είπαμε και αρχικά, οι πράξεις δεν είναι καθ’ αυτές “πολιτικές”, “αντιπολιτικές”, “επαναστατικές” ή οτιδήποτε άλλο. Είναι τα υποκείμενα που θα νοηματοδοτήσουν την ενέργεια ( στο γενικό κανόνα υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η ρουφιανιά στην αστυνομία πχ, δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί επαναστατικά!).
Εξ άλλου, κάθε μέσο αγώνα εναντίον του υπάρχοντος, φέρει μέσα του και την αλλοτρίωση της σημερινής κοινωνίας. Τα χρήματα που ληστεύονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επιστρέφουν στο οικονομικό κύκλωμα ή χρησιμοποιούνται για την “αγιότατη συσσώρευση”(Μαρξ). Η ληστεία, η απεργία, το σαμποτάζ, η διαδήλωση, η επαναστατική βία, όλα τα μέσα αγώνα, έχουν νόημα μόνο στην αλλοτριωμένη κοινωνία. Σε μια αταξική από-αλλοτριωμένη κοινωνία (λέμε τώρα… κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον), όλα αυτά θα είναι άχρηστα.. (Όχι, δεν διακατεχόμαστε από καμιά αριστοτελική λογική ενδελέχειας. Η κοινωνία δε θα γίνει ποτέ τέλεια. Ο επίγειος παράδεισος είναι το ίδιο βλακώδης με τον επουράνιο. Απλώς, σε μια από-αλλοτριωμένη κοινωνία, θα έχουμε την ευκαιρία να χαρτογραφήσουμε νέες εμπειρίες ζωής, περιπέτειας και –γιατί όχι;- αντίστασης).

Πέρα, όμως, από την αναπόφευκτη αλλοτρίωση των μέσων, ως κομμάτι της ολικής αλλοτρίωσης που βιώνουμε, υπάρχει και ένα πολύ σημαντικό γεγονός που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε:
«Οι ληστείες δεν αναδιένειμαν ποτέ τον πλούτο της κοινωνίας. , αλλά όταν “φτιάχνονταν” μια τράπεζα, ήταν ένα σημάδι ρήξης, έμπαινε σε αμφισβήτηση η σχέση με την εργασία και την εκμετάλλευση, πάνω στις οποίες βασίζεται το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα το οποίο, όπως είναι γνωστό, δεν είναι λιγότερο ληστρικό από ένα κομάντο συντρόφων που εισβάλει σε μια τράπεζα»





Ενδεικτική βιβλιογραφία σχετικά με το ζήτημα της κοινωνικής και επαναστατικής ληστείας , για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στο θέμα.
(Τα βιβλία εμπορικών εκδόσεων απαλλοτριώστε τα):

Τα παιδιά της Γαλαρίας τ. 11
Eric Hobsbawm: Οι Ληστές, εκδ. Βέργος
Eric Hobsbawm: Ξεχωριστοί Άνθρωποι, εκδ. Θεμέλιο
Η ληστεία Τράπεζας, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα
Μιλώντας για τον ένοπλο αγώνα, εκδ. Ελευθ. Κουλτούρα
Μια σελίδα, μια σφαίρα., εκδ. Δαίμονας του τυπογραφείου (ΔτΤ)
Ανν Χάνσεν :Οπλισμένες Επιθυμίες, εκδ. ΔτΤ
Anna Geifman: Με τη μάχη στο αίμα τους, εκδ. ΔτΤ
Ο Μάριους Ζακόμπ και οι γάλλοι ιλλεγκαλιστές, εκδ. ΔτΤ
Horst Fantazzini: Τώρα πια είναι αργά, εκδ. Διάδοση
Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες, εκδ. Διάδοση
Γραφείο Λυσσασμένων Ταραχοποιών: Έργα και Ημέρες
των Αυτόνομων Ομάδων, Ισπανία 1974-1980
Αλάστωρ: υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών
Ελευθεριακό Στέκι Πικροδάφνη: Η κοινωνική ληστεία
στον ελλαδικό χώρο, 1830- 1940
Ρέντζο Νοβατόρε: Ο Ιππότης του Μηδενός, εκδ. Διάδοση
Οσβάλντο Μπάγιερ: Προς την απόλυτη ελευθερία
με ένα 45άρι Κολτ, εκδ. Διάδοση
Ζαν Μαρκ Ρουιγιάν: Γράμμα στον Ζιλ Μπονό, Εναλλακτικές Εκδ.
Φρεντ Πέρυ: Η συμμορία Μπονό, εκδ. ελεύθερος τύπος
Οσβάλντο Μπάγιερ: Οι Αναρχικοί Απαλλοτριωτές, εκδ. ελ. Τύπος
Νατάφ: Η καθημερινή ζωή των αναρχικών στη Γαλλία, εκδ. Παπαδήμα
Βασίλης Τζανακάρης : Τα παλικαριά τα καλά σύντροφοι
τα σκοτώνουν, εκδ. Καστανιώτη
Κώστας Κάσσης: Αντιεξουσιαστές και ληστές στα βουνά
της Ελλάδας, εκδ. Ιχώρ, Α.Λ.Ε.Α.Σ.
Θωμάς Κοροβίνης: Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, εκδ. Άγρα
Γιασάρ Κεμάλ: Ο Τσακιτζής, εκδ. Άγρα
Στάθης Δαμιανάκος: Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός
πολιτισμός εκδ. Πλέθρον
Λεωνίδας Χρηστάκης: Ληστές, εκδ. Γόρδιος
Ιωάννης Κολιόπουλος: Περί λύχνων αφάς, εκδ. επίκεντρο
Χατζής- Τερζόπουλος: Λήσταρχοι του Ολύμπου, εκδ. μάτι
Ιστορίες ληστών στη ελληνική λογοτεχνία, εκδ. Αιγόκερως

Για την αθλιότητα της ψυχολογίας

(πρωτοδημοσιεύθηκε στο φυλλάδιο «να πάρουμε πίσω τις χαμένες νύχτες μας από τα τόσα φώτα» τον Οκτώβρη του 2005)


«αυτό που συνθλίβει τους ανθρώπους είναι η ντουλάπα»
(Β. Ροζάνοφ, ρώσος μηδενιστής, 1856-1919)
«ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΡΕΛΛΟΙ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ» (Αθήνα 1985, Χημείο)


Δεν τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με τις επιστήμες και την ταξικότητά τους. Η διάκριση υγιούς κι αρρώστου ατόμου [αταβισμός του δίπολου καλού (χρήσιμου)- κακού (βλαβερού)] είναι μια βολική δικαιολογία. Ολόκληρη η θάλασσα του θετικισμού δεν μπορεί να ξεπλύνει το αίμα των εγκλημάτων που έχουν γίνει εις βάρος των κοινωνικά αποκλεισμένων, στο όνομα πάντοτε της (σιχαμερής ιδεολογίας της) προόδου και του κοινού καλού. Δεν είναι τυχαίο που φορέας κάθε κακού θεωρείται το προλεταριάτο. Είναι αυτό άλλωστε, που γαμιέται στη δουλειά (αποκτώντας και κληρονομώντας τις ανάλογες ασθένειες, από θρομβώσεις μέχρι καρκίνους…), και που εκτονώνει την ένταση μιας ζωής μισθωτής σκλαβιάς, καταπίεσης και μιζέριας, με συχνά αυτοκαταστροφικούς τρόπους. Εδώ προκύπτει κι ο ρόλος της ιατρικής γενικότερα, στην ανακούφιση της ασθένειας ώστε το άτομο να καταστεί πάλι παραγωγικό- χρήσιμο για την κυρίαρχη τάξη. Με ελάχιστη απόκλιση, παρόμοιο ρόλο παίζουν όλες οι συναφείς επιστήμες. Η ξεφτίλα της ψυχολογίας, όμως, πάει πολύ παραπέρα. Περνά από τον Γκέμπελς, μαικήνα της «ψυχολογίας της μάζας» και ταυτόχρονα υπουργό του Χίτλερ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την πλύση εγκεφάλου, για να περάσει στο πλευρό της δημοκρατίας, με τον αγγλοσαξονικό μπεχαβιορισμό, για να φτάσει στον καπιταλισμό των ημερών μας, με το βιομηχανικό marketing και τα προτρεπτικά ερεθίσματα κατανάλωσης προϊόντων. Παράλληλα, υπηρέτησε αποτελεσματικά την κάθε εξουσία στην καταδυνάστευση των «εσωτερικών εχθρών» της. Από τα γερμανικά λευκά κελιά που εγκαινίασαν οι αγωνιστές της RAF, ως τα ψυχιατρεία- κολαστήρια, όπου «σωφρονίζονται» χιλιάδες προλετάριοι που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να προσαρμοστούν στην ορθολογικότητα του καπιταλισμού, την κατ εξοχήν παράνοια! Ο απεγκλωβισμός τους απ’ τα ψυχιατρικά κελιά δεν αρκεί. Το εξωτερικό περιβάλλον είναι το ίδιο εχθρικό. Η οδύνη της ταξινόμησης των ανθρώπων, της τοποθέτησής τους σε ασφυκτικούς κοινωνικούς ρόλους, όπως τα ράφια της ντουλάπας, παίρνει τέλος μόνο με το γκρέμισμα της ντουλάπας. Κι αυτό σημαίνει πως η ‘επανάσταση είναι θεραπευτική’…

Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΓΝΩΣΗ ΘΑ ΧΟΡΕΨΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ!

( το παρακάτω κείμενο μοιράστηκε και κολλήθηκε κατά τη διάρκεια της περσινής απεργίας των εκπαιδευτικών και των μαθητικών καταλήψεων)

Η πειθαρχία, η ιεραρχία, η καθηγητική και γονική αυθεντία, τα εξεταστικά σφαγεία, τα κάγκελα (όμοια μ’ αυτά των φυλακών και των ψυχιατρείων), οι τιμωρίες, η «παπαγαλία», όλα αυτά τα σιχαμερά παράγωγα του σχολείου βαφτίζονται «μόρφωση»…
Σάπια τροφή για υπάκουα στρατιωτάκια της κοινωνικής μηχανής. Εκπαίδευση για παραιτημένους που διδάσκονται να κλείνουν τα μάτια μπροστά στο διαρκές έγκλημα της εξουσίας, της κάθε εξουσίας, μικρής ή μεγάλης, που για λίγα ή πολλά χρήματα εγκληματεί πάνω στον άνθρωπο και τη φύση.
Δεν είναι οι επιμέρους νόμοι που εγκληματούν πάνω στους μαθητές. Είναι όλοι οι νόμοι, είναι το ίδιο το σύστημα διδασκαλίας ( η διδασκαλία του συστήματος). Οι καταλήψεις είναι ένα πρώτο βήμα. Ένα βήμα αυτό-οργάνωσης, όπου δε χωρούν μπάτσοι, καθηγητές, παπάδες και αυθεντίες. Οι βανδαλισμοί και οι καταστροφές σχολικών κτιρίων είναι το πιο υγιές δείγμα μιας νεολαίας που ασφυκτιά σε σχολεία-φυλακές. Και στα ερείπια όλων των σχολείων θα γεννηθεί η μοναδική γνώση που αξίζει στα ελεύθερα πνεύματα, η χαρούμενη γνώση της αυτομόρφωσης της ατομικής και συλλογικής κατάφασης προς τη ζωή, δίχως πνευματικές και υλικές αλυσίδες και κάγκελα. Στα ερείπια των σχολείων θα χορέψει η ζωντανή γνώση. Στα ερείπια της κοινωνίας θα χορέψει η ζωή…
ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΤΗΜΑ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ! ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΜΠΑΤΣΟΥΣ ΤΩΝ ΜΥΑΛΩΝ. ΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΠΡΩΤΑ ΝΑ ΑΡΝΗΘΟΥΝ ΤΟ ΒΡΩΜΕΡΟ ΤΟΥΣ ΡΟΛΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΝΑ ΖΗΤΗΣΟΥΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ. ΜΕΧΡΙ ΤΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΕΧΘΡΟΙ ΜΑΣ.
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤ΄ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΜΥΑΛΑ
ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΚΕΛΙΑ!

ΤΑ ΣΤΟΥΡΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ

η εργασία είναι αρρώστια!!!

( το παρακάτω κείμενο μοιράστηκε στις πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις του ΠΑΜΕ, της ΓΣΣΕ και της κατάληψης Φάμπρικα Υφανέτ. Ο Νίκος Κουνταρδάς πλέον είναι ελεύθερος μετά από 17,5 μήνες προφυλάκισης, ενώ ο Γιάννης Δημητράκης καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη)


«η εργασία απελευθερώνει», πινακίδα έξω απ’ το Άουσβιτς
«ο τεμπέλης είναι φασίστας», CNT ( «αναρχο»συνδικαλιστές)

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ:
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΙΑ!!!
ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΕΙΤΕ ΠΡΙΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ!!!


«Σε τι λοιπόν συνίσταται η αλλοτρίωση της εργασίας; Πρώτον, στο ότι για τον εργάτη η εργασία είναι επιφανειακή, δηλαδή δεν ανήκει στην ουσία του και στο ότι επομένως μέσα στην εργασία του δεν επιβεβαιώνει αλλά αρνιέται τον εαυτό του, δεν αισθάνεται ευτυχής αλλά δυστυχής, δεν αναπτύσσει καμιά ελεύθερη φυσική και πνευματική ενέργεια, αλλά αποδυναμώνει το σώμα και αφανίζει το μυαλό του. Κατά συνέπεια, ο εργάτης αισθάνεται καλά μονάχα έξω απ’ την εργασία του. Στην εργασία του αισθάνεται έξω απ’ τον εαυτό του. Ο αλλότριος χαρακτήρας της εργασίας φαίνεται καθαρά στο ότι όταν δεν υπάρχει κανένας φυσικός ή άλλος καταναγκασμός, όλοι αποφεύγουν την εργασία σαν πανούκλα».
ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ «οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα»


Όχι κύριοι εργατοπατέρες, τα μισθωμένα κηρύγματά σας για την ιερότητα της μισθωτής σκλαβιάς είναι τόσο σιχαμερά, όσο και η μελλοντική σας καριέρα. Χέζουμε πατόκορφα την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα, τους καλύτερους μισθούς, τις καλύτερες συνθήκες σκλαβιάς. Χέζουμε πατόκορφα τη μερικότητα και την αιτηματολαγνεία. Ζούμε για να πατήσουμε πάνω στα κεφάλια των αφεντικών. Ζούμε για να προκαλέσουμε τα δικά μας «εργατικά ατυχήματα». Αλλά, θύματα σε αυτά τα «ατυχήματα» δε θα είναι μόνο οι εργοδότες, θα είστε κι εσείς ξεπουλημένοι συνδικαλιστές. Ζούμε για να πατήσουμε στα κεφάλια σας. Ζούμε για να πραγματώσουμε το γνήσιο κομμουνισμό, δίχως κράτος κι εξουσία. Ως τότε όμως…

ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ Ν. ΚΟΥΝΤΑΡΔΑ
( προφυλακισμένο για τον παραδειγματικό ξυλοδαρμό του καριερίστα πρασινοφρουρού Πολυζογώπουλου)
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ Γ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ
( που αρνούμενος να επιβιώσει ως μισθωτός σκλάβος, αποπειράθηκε να απαλλοτριώσει την Εθνική Τράπεζα. Δυστυχώς ανεπιτυχώς…)
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΥΣ
ΣΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ

ΥΓ: Α! και για να μην ξεχνιόμαστε: για μας πρωτομαγιά είναι η κάθε μέρα ( και η ιντιφάντα βρίσκεται παντού
ΤΑΞΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ