Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ένποπλη πάλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ένποπλη πάλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1/3/14

fight like a girl- στη μνήμη της Γκιουνάι Ογκρενέρ


Ποιος, πες μου, ποιος ζωγράφος
θα μπορούσε να απεικονίσει
την ομορφιά
τη χαρά σου
ολοκαύτωμα όταν γινόσουν.
Ποιο, πες μου, ποιο θερμόμετρο
θα μπορούσε να μετρήσει
τον πυρετό σου
και τις φλόγες
όταν εσύ καιγόσουν.
Τα μαλλιά σου συντρόφισσα,
τα μαλλιά σου
που έκοψες πριν τη θυσία
πλέουνε στη θάλασσα.
Η επιθυμία σου, συντρόφισσα,
η τελευταία σου πεθυμιά 
"μη σταματάτε τα συνθήματα".
Κοιμήσου ήσυχα
Ακούγονται πιο δυνατά!


Η  Γκιουνάι Ογκρενέρ γεννήθηκε στις 18 Νοέμβρη του 1973. O πατέρας της ήταν μπάτσος που εκτελέστηκε από κομμουνιστές αντάρτες, γεγονός που παραδόξως την οδήγησε στο να μισήσει την κυβέρνηση. Εντάχθηκε στην Επαναστατική Νεολαία της Ντεβ Σολ (Επαναστατική Αριστερά). Φυλακίστηκε το 1994 και έξι χρόνια αργότερα συμμετείχε στη μεγάλη απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων του DHKP-C (Eπαναστατικό Λαϊκό Aπελευθερωτικό Κόμμα-Mέτωπο). Μετά από 109 ημέρες απεργίας και βασανιστηρίων έχασε τη ζωή της, μαχόμενη μέχρι τέλους για την ελπίδα και το όραμα της αταξικής κοινωνίας. Συνολικά 122 αγωνίστριες και αγωνιστές έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα ενάντια στα κελιά απομόνωσης τύπου F στην Τουρκία, ενώ κατά τη διάρκεια εισβολής των μπάτσων σε 20 φυλακές στις 19 Αυγούστου του 2000 δολοφονήθηκαν 28 πολιτικοί κρατούμενοι.
Αυτή τη στιγμή 10 τούρκοι κομμουνιστές αντάρτες, πολιτικοί σύντροφοι της Γκιουνάι, βρίσκονται έγκλειστοι σε διάφορες φυλακές της ελλαδικής επικράτειας (Λάρισα, Δομοκός, Διαβατά). Οι μπάτσοι και οι μυστικές υπηρεσίες τριών κρατών (Τουρκία, ΗΠΑ και Ελλάδα) έχουν ξεκινήσει ένα μανιώδες πογκρόμ εναντίον των πολιτικών προσφύγων από την Τουρκία και το Κουρδιστάν, με μοναδικό σκοπό την εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών συμφερόντων που υπογράφηκαν πέρσι από τις κυβερνητικές ορντινάτζες του κεφαλαίου Ερντογάν και Σαμαρά. Να ενεργοποιήσουμε τη διεθνιστική μας αλληλεγγύη, να μην αφήσουμε μόνους τους πολιτικούς κρατούμενους από Τουρκία και Κουρδιστάν.

πηγή: Οι γυναίκες που δεν έσκυψαν το κεφάλι, εκδ. Ο αγώνας

2/12/13

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΕΛΒΕΝΤΟΥ

ΕΙΣΗΓΗΣΗ (μέρος β')

(το παρακάτω κείμενο απότελεί το δεύτερο μέρος της εισήγησης της συνέλευσης αλληλεγγύης στους αναρχικούς της υπόθεσης του Βελβεντού, στην εκδήλωση αλληλεγγύης που πραγματοποιήθηκε στο πολυτεχνείο την παρασκευή 22-11-13. Το πρώτο μέρος εδώ: https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1505422)

Η υπόθεση του Βελβεντού δεν είναι αποκομμένη, αλλά τμήμα αδιαχώριστο ενός ευρύτερου κατασταλτικού σχεδιασμού. Το σχήμα της “ομπρέλας”, έτσι όπως εκφράστηκε στην Ιταλία με το δόγμα Marini, δεν είναι ένα τυχαίο και επιχειρησιακά ουδέτερο κατασταλτικό σχήμα. Η “ομπρέλα”, δηλαδή το τσουβάλιασμα ανόμοιων πολιτικών αναφορών σε ένα κοινό οργανωτικό μοντέλο, αποσκοπεί, εάν όχι στην αποπολιτικοποίηση, στη δημιουργία πολιτικής σύγχυσης, ταυτίζοντας και εξισώνοντας όχι μονάχα διαφορετικές, αλλά ακόμα και αντιθετικές τάσεις μέσα στον αναρχικό χώρο. Έτσι, παρά το γεγονός ότι 10 άτομα έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή τους στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, το κράτος πεισματικά και με αστεία στοιχεία προσπαθεί να στριμώξει όλες τις τάσεις του αναρχικού χώρου κάτω από το ίδιο οργανωτικό μοντέλο, κάτω από την ίδια πολιτική στέγη.

Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς το δεύτερο βήμα είναι το πέρασμα από το σχήμα της “ομπρέλας”, στο σχήμα της “υπέρ- ομπρέλας”, μέσα από το θεώρημα του δήθεν κοινού Διευθυντηρίου, όπως εκφράστηκε και επισήμως από τα χείλη του Νίκου Δένδια. Σύμφωνα μ’ αυτό το θεώρημα όλες οι ένοπλες οργανώσεις συντονίζονται από ένα κοινό διευθυντήριο, το οποίο και δίνει εντολές στο  ιεραρχικά κατώτερο στρώμα των εκτελεστών αυτών των διαταγών. Γι αυτό κι ο τρομονόμος εισάγει την έννοια του “διευθυντή τρομοκρατικής οργάνωσης”, μιλώντας όχι μόνο με ποινικούς όρους, αλλά και όρους οικονομίας και μάνατζμεντ. Αυτό το σχήμα διευθυντικού κέντρου- εκτελεστικής περιφέρειας, πέρα από τη πολιτική σύγχυση που προσπαθεί να δημιουργήσει, επιδιώκει να απονοηματοδοτήσει την επαναστατική δράση από τα πραγματικά της κίνητρα και να παρουσιάσει τους αναρχικούς ως έναν ιεραρχικά δομημένο πολιτικό χώρο. Εσχάτως και η Χρυσή Αυγή προσχώρησε σε αυτή τη παραφιλολογία, γράφοντας στην ιστοσελίδα της:  «η συμμορία των τρομοκρατών είναι μία και μόνη, έστω κι αν εμφανίζεται πότε ως σέχτα επαναστατών, πότε ως επαναστατικός αγώνας, πότε ως ΣΠΦ κτλ και αποτελείται από τους ίδιους πάντα ληστοτρομοκράτες».

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, με τη θεωρία των δύο άκρων, η εξουσία διεκδικεί εκ νέου το μονοπώλιο της βίας, αφού μέχρι πρότινος η επαναστατική αντι- βία ήταν σε μεγάλο βαθμό ηθικά νομιμοποιημένη σε ένα τεράστιο κομμάτι του κοινωνικού σώματος (ακόμα και του πιο συντηρητικού). Επιδιώκει την εξίσωση της πολιτικής αντιβίας, που είναι η επιστροφή ενός μέρους της συστημικής βίας, με την ωμή βία του ναζιστικού παρακράτους, που η ίδια άλλωστε τροφοδοτεί ή ανέχεται κατά καιρούς ανάλογα με το συμφέρον που έχει στην εκάστοτε πολιτική συγκυρία.
Όσοι καταδικάζουν τη βία από όπου κι αν προέρχεται, εξισώνουν την δυναμική αντίσταση των καταπιεσμένων σε κάθε γωνιά του πλανήτη με τη βία της αντεπανάστασης. Εξισώνουν τη βία του Ισραήλ, με τις σφεντόνες των ανήλικων παλαιστινίων, τις γενοκτονίες και την εξολόθρευση άμαχου πληθυσμού από τους φασίστες, με την αντιφασιστική βία των λαών. Η καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται είναι το σύγχρονο ιδεολόγημα στο οποίο προσκυνούν οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι της βίας. Είναι η σύγχρονη δήλωση νομιμοφροσύνης και υποταγής της καθεστωτικής αριστεράς στους νικητές του εμφυλίου.   

Η καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται ως προαπαιτούμενη δήλωση υποταγής και κύρους, είναι το αστικό ιδεολόγημα πάνω στο οποίο ξετυλίχθηκε η αντιδραστική θεωρία των δύο άκρων. Ουσιαστικά αυτό που η εξουσία διαμηνύει με αυτή τη θεωρία μέσα από τους συνεργάτες της που διαμορφώνουν και τη πολιτική ατζέντα της κυβερνητικής πολιτικής είναι ρητό: όσοι αμφισβητούν το κρατικό μονοπώλιο της βίας, όσοι τολμήσουν να αντισταθούν στην εκμετάλλευση, στα μνημόνια και στον κοινωνικό φόβο θα αντιμετωπίζονται ως εχθροί του καθεστώτος και θα εξοντώνονται από τους νόμιμους εκπρόσωπους και εκφραστές της βαρβαρότητας. Από το νόμιμο πολιτικό άκρο. Oι φυλακές, τα βασανιστήρια, οι διώξεις, η καθημερινή κρατική τρομοκρατία είναι η πολιτική αντιπρόταση της εξουσίας για το “ξεπέρασμα της βίας”.

Πέρα, όμως, από τα καθ’ ημάς, θα πρέπει να βλέπουμε κάθε υπόθεση δίωξης αναρχικών μέσα στα κοινωνικά της συμφραζόμενα. Είναι γεγονός πως πάνω στις ράχες των αναρχικών γίνονται οι πρόβες καταστολής για να χτυπηθούν ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας. Στο νέο κατασταλτικό δόγμα, στόχος δεν είναι μονάχα η επαναστατική εμπροσθοφυλακή, αλλά και η πειθάρχηση όλων των καταπιεσμένων, των Αποκλεισμένων, των πληβειακών και προλεταριακών στρωμάτων. Στόχος είναι το σβήσιμο από το χάρτη κάθε μορφής απειθαρχίας και ανυπακοής, ήπιας ή δυναμικής, μεταρρυθμιστικής ή επαναστατικής. Κάθε έκφανση ριζοσπαστικοποίησης που θα διαταράξει την κανονικότητα του καπιταλισμού, κάθε εμπόδιο στην “Ανάπτυξη” και την “Ανάκαμψη” της Οικονομίας, κάθε ανάχωμα στην επελάυνουσα λεηλασία των ζωών μας, θα τεθεί στο στόχαστρο μιας αναβαθμισμένης κατασταλτικής επίθεσης. Έτσι, μια ειδική μονάδα ημι-στρατιωτικού τύπου, με ειδικό σκοπό την καταπολέμηση της “τρομοκρατίας” και της βαρειάς εγκληματικότητας, όπως είναι η ΕΚΑΜ, θα χρησιμοποιηθεί όχι μονάχα εναντίον ένοπλων ή καταληψιών αναρχικών, όχι μονάχα για τη διενέργεια τραμπούκικων ερευνών στις φυλακές, αλλά και για την καταστολή εργατικών αγώνων και απεργιών. Οι ίδια ειδική μονάδα θα χρησιμοποιηθεί και για να τεθεί υπό αστυνομική κατοχή μια ολόκληρη περιοχή, οι Σκουριές Χαλκιδικής, για να ικανοποιηθούν οι δασοκτόνες ορέξεις των καπιταλιστών χρυσοθήρων της Ελντοράντο.

Πλέον το κράτος δεν αρκείτε στη χρήση των συμβατικών κατασταλτικών δυνάμεων, που είναι υπεραρκετές για την επιβολή της “έννομης τάξης”, αλλά χρησιμοποιεί μια ειδική “αντιρομοκρατική” μονάδα. Θέλει να εσωτερικεύσει την εικόνα της στρατιωτικοποίησης της καταστολής, μιας και απαραίτητος όρος επιβολής του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού είναι ο αστυνομικός- στρατιωτικός κευνσιανισμός. Μέσα σε συνθήκες συστημικής κρίσης, το Κεφάλαιο και ο κρατικός του μηχανισμός, αδυνατώντας πλέον να δημιουργήσουν την κοινωνική συναίνεση και συνοχή μέσω των παροχών του παρελθόντος, προσπαθούν να τη δημιουργήσουν μέσω της συγκρότησης του Κόμματος του Νόμου και της Τάξης. Γι αυτό άλλωστε δεν χτυπιούνται μονάχα οι αναρχικοί, οι απεργοί, οι κάτοικοι της Χαλκιδικής κλπ., αλλά και κομμάτια των Αποκλεισμένων που η ύπαρξή τους και μόνο θεωρείται απειλή. Έτσι καλλιεργείται ένα παραληρηματικό κλίμα ηθικού πανικού από τα Μ.Μ.Ε., για να στρωθεί το χαλί του αυταρχικού αμόκ εναντίον των μεταναστών, των οροθετικών ιερόδουλων, των Ρομά κλπ..

Εν τέλει, οδηγούμαστε σε μια επιταχυνόμενη στρατιωτικοποίηση της καταστολής, με τη δημιουργία μεικτών αστυνομικό- στρατιωτικών μονάδων (όπως η EUROGENDFOR) και με τις ασκήσεις καταστολής διαδηλώσεων από επίλεκτα σώματα, όπως οι ασκήσεις Καλλίμαχος και Πυρπολητής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι “χακί ματατζήδες” της 71ης αερομεταφερόμενης ταξιαρχίας. Πρόκειται για έναν ευέλικτο σχηματισμό άμεσης αντίδρασης που μπορεί να μεταφέρεται επιχειρησιακά σε ελάχιστο χρόνο, με χρήση στρατιωτικών αεροπλάνων και ελικοπτέρων. Είναι μέλος της δύναμης άμεσης αντίδρασης του ΝΑΤΟ (NRF) με στόχο την αντιμετώπιση διεθνών κρίσεων, την αποτροπή μαζικής μετανάστευσης και την υποστήριξη “αντιτρομοκρατικών” επιχειρήσεων. Είναι αξιοσημείωτο επίσης, πως ενώ ρητά απαγορεύεται η ανάμειξη του στρατού σε ζητήματα εσωτερικής καταστολής, στρατιωτικές μονάδες συμμετείχαν στις επιχειρήσεις εντοπισμού των δραπετών των φυλακών Τρικάλων.

H θεωρία των δύο άκρων, λοιπόν, που αναμασάται εσχάτως, δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Εισάγεται ως τμήμα των προσαρμοσμένων στη συστημική  κρίση δογμάτων καταστολής της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Ξεκινώντας από την ντιρεκτίβα της ΕΕ που ταυτίζει τον κομμουνισμό με τον ναζισμό και καταλήγοντας στο ψήφισμα που εισήγαγε ο φρανκιστής ευρωβουλευτής Πέδρο Αγκραμούντ, με το οποίο ταυτίζονται τα αντικαπιταλιστικά και ριζοσπαστικά κινήματα με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό και τον φασιστικό εξτρεμισμό, ο λεγόμενος “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” διευρύνεται και μετατρέπεται σε πόλεμο κατά της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης. Έτσι, τα κράτη προτρέπονται στη χρήση δυσανάλογης κατασταλτικής βίας, αφού κάθε κατάληψη (είτε αναρχικών, είτε απεργών και εργαζομένων) θεωρείται ως τετελεσμένη ή οιονεί τρομοκρατική ενέργεια, ενώ κάθε διαδήλωση θεωρείται δεξαμενή άντλησης ένοπλων μαχητών. Με τον τρόπο αυτό, διαφορετικές μορφές πάλης, με διαφορετικό επίπεδο άσκησης βίας (ή ακόμα και μη βίαιες μορφές πάλης) συγχωνεύονται ως προς την κατασταλτική τους αντιμετώπιση, μιας και αποτελούν εμπόδια για την Αγία Ανάπτυξη και Ανάκαμψη του καπιταλισμού (εάν ζούσαμε σε άλλες εποχές θα ακούγαμε και τη φράση: “οικονομικό σαμποτάζ”).

Ήμαστε πολύ πιο κοντά απ΄ όσο νομίζουμε στην εποχή που περιγράφει ο Δημήτρης Μπουρζούκος: «Πολύ πιθανόν να έρθουν μέρες που η αφισοκόλληση θα είναι “προτροπή σε εγκληματική πράξη”, η συμμετοχή σε πορείες θα αποτελεί “σύσταση εγκληματικής οργάνωσης”. Μέρες που κάθε στέκι, κάθε κατάληψη θα βαφτιστεί γιάφκα. Αυτές τις μέρες δεν τις φοβόμαστε τις περιμένουμε».  

9/11/13

7 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑ

                                 7 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑ
            (συζήτηση που δημοσιεύθηκε στο ενδέκατο τεύχος της ασύμμετρης απειλής)

Σήμερα ζούμε σε μια περίοδο καθολικής κρίσης αναπαραγωγής του καπιταλισμού και συνακόλουθης όξυνσης του κοινωνικού/ταξικού ανταγωνισμού. Μιλώντας με παλιότερους όρους, μπορούμε να πούμε πως οι αντικειμενικές συνθήκες για την ανάδυση ενός ιστορικού-κοινωνικού επαναστατικού κινήματος είναι κάτι παραπάνω από ώριμες. Τι γίνεται, όμως, με τις υποκειμενικές συνθήκες; Υπάρχει ένα συλλογικό υποκείμενο ανατροπής; Υπάρχει η δυνατότητα ώστε η ποσοτική αύξηση της ταξικής πάλης να φτάσει σε οριακό σημείο, ώστε να δημιουργηθούν ποιοτικές μεταβολές προς μια αντισυστημική κατεύθυνση; 

Αυτό που ζούμε τώρα είναι η κρίση τους, κι ο πόλεμος που κάνουν για να μας φορτώσουν τα βάρη της. Είναι μια από εκείνες τις στιγμές που οι αστοί δεν κρατούν ούτε τα προσχήματα, που αποκαλύπτεται σε όλη της την γύμνια η προσπάθεια να κρατήσουν με κάθε κόστος σε ανθρώπινο πόνο την κυριαρχία τους. Πραγματικά, οι αντικειμενικές συνθήκες είναι πιο δεδομένες από ποτέ. Οι υποκειμενικές, αντιθέτως, δεν βρίσκονται και στα καλύτερα τους. Οι τελευταίες δεκαετίες καταναλωτισμού, ενσωμάτωσης, ηγεμονίας της αστικής ιδεολογίας, έχουν δημιουργήσει μια υποκειμενικότητα που κυριαρχείται από τις αυταπάτες για ειρηνική αλλαγή, ενώ είναι πολύ υποανεπτυγμένη η ιδέα της σύγκρουσης. Οι όποιες επαναστατικές δυνάμεις έχουν λησμονήσει κι αυτές πώς γίνεται η πλατιά μαζική δουλειά, πώς μπαίνουν ζητήματα λαϊκής εξουσίας, πώς -ακόμα ακόμα- μπαίνουν τα ερωτήματα «ποιος αποφασίζει, ποιος ελέγχει την κοινωνική παραγωγή, για ποιον, και πως θα οικοδομηθεί πολιτικά αυτός ο κοινωνικός έλεγχος, πως θα λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις». Όμως η Ιστορία όλο και περισσότερο επιταχύνεται, ο λαός μπορεί να μάθει μέσα σε λίγο χρόνο όσα οι δαμασμένες πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες προσπάθησαν να τον κάνουν να ξεχάσει επί τρεις δεκαετίες. Και οι επαναστάτες θα πρέπει να βρίσκονται εκεί, παρόντες και έτοιμοι.   

Η «αραβική άνοιξη» έδειξε τόσο τις δυνατότητες, όσο και τα όρια του λαϊκού ξεσπάσματος, όταν απουσιάζει ένα συγκροτημένο και διακριτό επαναστατικό κίνημα.  Απ’ τη μια, οι «λαοί» (τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα) ξανατοποθετούνται ως ιστορικά υποκείμενα (άρα και ως υποκείμενα κοινωνικών μεταβολών). Από την άλλη στοχοποιείται κυρίως το πολιτικό επoικοδόμημα, εν προκειμένω οι δικτατορίες, ενώ ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και η εξουσιαστική οργάνωση της κοινωνικής ζωής δεν αγγίζονται. Ποια διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε από την αραβική εξέγερση, τόσο από τις επιτυχίες της, όσο και από τα ελαττώματα της;

Η αραβική άνοιξη, αλλά και η εξέγερση της Αργεντινής (12/2001 μέχρι 7/2002) θα πρόσθετα, χρειάζεται να μελετηθούν σε βάθος. Εδώ θα περιορισθώ σε κάποιες απλές αναφορές κυρίως στην Αίγυπτο, τον πιο σημαντικό και πιο ριζοσπαστικό τόπο της αραβικής άνοιξης. Η διαδρομή της σχετίζεται με τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που πήραν μέρος στο κίνημα, χαρακτηρίζεται από το επίπεδο συνείδησης και οργάνωσης τους, εξαρτάται από την επίδραση του ισχυρότατου μετώπου που βρήκαν απέναντι τους (την διεφθαρμένη αστική τάξη, στην οποία περιλαμβάνονται οι ηγεσίες στρατού και αστυνομίας, οι πλούσιοι αγρότες, ακόμα και η αφειδώς χρηματοδοτούμενη από την Σαουδική Αραβία ηγεσία των Αδελφών Μουσουλμάνων, η οποία σύρθηκε στην εξέγερση από την ορμητική δράση της κοινωνικής τους βάσης. Αποφασιστικός σύμμαχος των αστών είναι ο ιμπεριαλισμός των Δυτικών και κυρίως των ΗΠΑ, μια και η Αίγυπτος αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της στρατηγικής τους για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής). Τα μεσαία κοινωνικά στρώματα και η μερίδα των αμερικανοποιημένων νέων μπλόγκερς περιορίστηκαν στα ζητήματα δημοκρατίας. Οι νέοι, που αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος της εξέγερσης, οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί αγρότες έβαλαν εξαρχής ζητήματα αντιιμπεριαλιστικά και κοινωνικά. Η εξέγερση στην Αίγυπτο, όπως όλες γενικά οι λαϊκές εξεγέρσεις, δεν ήταν ένοπλη, δεν ήταν ειρηνική. Ήταν ταυτόχρονα βίαιη και μη βίαιη. Οι δεκάδες ανεξάρτητες εργατικές οργανώσεις (που εδώ και λίγα χρόνια έκαναν την απαραίτητη «δουλειά του μυρμηγκιού», δημιουργώντας συνείδηση και οργάνωση), οι επιτροπές υπεράσπισης της επανάστασης που δημιουργήθηκαν σε κάθε γειτονιά και σε κάθε χωριό, οργάνωναν και συντόνιζαν τη λαϊκή αντιβία κατά στόχων του καθεστώτος, οργάνωναν την αλληλεγγύη, οργάνωναν τις συγκρουσιακές πολυήμερες συγκεντρώσεις-καταλήψεις στις πλατείες. Έτσι νικήθηκε ο φόβος, οργανώθηκε και ριζοσπαστικοποιήθηκε το κίνημα, που ξεπέρασε τις συμβιβαστικές ηγεσίες, κι ακόμα ανασαίνει και σπινθηροβολεί το εξεγερτικό πνεύμα.

Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε για τις επιτυχίες και τους περιορισμούς τέτοιων εξεγέρσεων. Πολλά εμπόδια έχουν ξεπεράσουν. Τις ίδιες τους τις αδυναμίες, την έλλειψη θετικών συγκλίσεων ανάμεσα στις κοινωνικές και πολιτικές τους συνιστώσες, τις συστηματικές προσπάθειες των «φιλικών» δυνάμεων να διασπάσουν το ενιαίο μέτωπο νέων - εργαζομένων – αγροτών και να τις εκτρέψουν από τους αντιιμπεριαλιστικούς και κοινωνικούς στόχους. Τη λυσσαλέα αντίδραση των δυτικών δυνάμεων που κινητοποιούν όλα τα μέσα (και τα στρατιωτικά) που έχουν στη διάθεση τους. Κυρίως όμως αντιμετωπίζουν την μετατροπή της αρχικής τους δύναμης (το μαζικό και αυθόρμητο) σε στρατηγική αδυναμία, μια και δεν αναδεικνύουν μια ενοποιητική πολιτική δύναμη, ενώ δυσκολεύονται να κατανοήσουν και να υλοποιήσουν αποτελεσματικές στρατηγικές σε εθνικό επίπεδο για τη εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας. Οπωσδήποτε πάντως η Άνοιξη σημαίνει το ξύπνημα του αραβικού κόσμου, σηματοδοτεί το ξεπέρασμα του φόβου και της μοιρολατρίας, εγγράφεται στην ιστορία των κοινωνικών επαναστάσεων. Τροφοδοτεί το παγκόσμιο ανατρεπτικό κίνημα, δημιούργει ρωγμές και αποδεικνύει ότι συντονισμένες δονήσεις στο Νότο μπορούν να συνταράξουν το καπιταλιστικό οικοδόμημα.

Πώς σχολιάζεις το κίνημα των «αγανακτισμένων», την αντιφατικότητα του, αλλά και τις πλούσιες δυνατότητες που εμπεριέχονται σε αυτό; Το πρόσταγμα της «άμεσης δημοκρατίας» είναι μια ακόμα μόδα της εποχής ή μήπως αναζωογονεί την υπόθεση του κομμουνισμού του 21ου αιώνα, απομακρύνοντας τον απ’ την συγκεντρωτική τριτοδιεθνιστική/ιακωβίνικη παράδοση; 

Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την Πλατεία Ταχρίρ με την Πλατεία Συντάγματος, την αραβική εξέγερση με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε πιο πριν, με ένα ξέσπασμα ενός λαού που προσπαθεί να βρει τον δρόμο του μέσα στη σύγχυση και την παραζάλη από τα μεθοδικά και συνεχή χτυπήματα, γεμάτος αυταπάτες ότι αρκεί η μαζική ειρηνική του παρουσία για να ανατρέψει την επίθεση του κεφαλαίου, εντελώς απροετοίμαστος για την αντιμετώπιση της κτηνώδους καταστολής. Στην πλατεία, επιπλέον, υπήρχαν δυο «πλατείες». Η πάνω, στην οποία νέοι, εργαζόμενοι, προλεταριοποιούμενοι μικρομεσαίοι που μόλις είχαν αφήσει την ασφάλεια του καναπέ, προσπαθούσαν να κάνουν την ατομική υπέρβαση – δέσμιοι ακόμα παλαιών στερεοτύπων – αναγνωρίζονταν μεταξύ τους στο δρόμο για να κάνουν την συλλογική υπέρβαση, συλλάβιζαν το αλφαβητάρι της σύγκρουσης. Η κάτω πλατεία, σε διαρκή συνέλευση, αδυνατούσε ουσιαστικά να συνδεθεί με το αντιφατικό αλλά «εμπεριέχον πλούσιες δυνατότητες» κίνημα της πάνω πλατείας, να πετύχει θετικές συγκλίσεις, να προτείνει μια πειστική τακτική και στρατηγική, αρχίζοντας από την υπεράσπιση του κατειλημμένου «χώρου ανάσας» της Πλατείας. Όσο για το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας είναι μια παλιά έννοια, έχει βγει από την Παρισινή Κομμούνα, σχετίζεται με τις έννοιες της αποκέντρωσης, της αυτοδιαχείρισης, όμως κατά βάση με την έννοια του ένοπλου λαού. Έτσι, εμφανίζεται αυθόρμητα στις επαναστάσεις, όπως στη Ρωσική, στις ευρωπαϊκές εξεγέρσεις μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, στην Ισπανία, στην Ελεύθερη Ελλάδα της Αντίστασης, ξεπηδά πάντα σε όλες τις μεγάλες επαναστατικές λαϊκές εμπειρίες. Και βέβαια δεν έχει σχέση με τον γιακωβινισμό και τον συγκεντρωτισμό, και φυσικά αναζωογονεί την υπόθεση του κομμουνισμού.

Μια όψη της καθολικής κρίσης (που δεν είναι σκέτη «οικονομική» φυσικά) είναι και η οικολογική κρίση. Πρόσφατα βιώσαμε τεράστιες οικολογικές καταστροφές: στη Φουκουσίμα η διαρροή ραδιενέργειας ακόμα συνεχίζεται, ενώ η B.P. σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με τις αμερικάνικες αρχές πλήρωσε ψίχουλα (σε σχέση με τα κέρδη της) για την καταστροφή που προκάλεσε στον Κόλπο του Μεξικού. Είναι ο «πράσινος» καπιταλισμός η μόνη εφικτή και ρεαλιστική λύση ή υπάρχει διαφορετική έξοδος απ’ την οικολογική κρίση;

Η οικονομική κρίση συμπλέκεται με την οικολογική κρίση. Το κεφάλαιο αδιαφορεί ακόμη περισσότερο τώρα για την οικολογική κρίση και τις επιπτώσεις της στις συνθήκες κοινωνικής αναπαραγωγής των οικοσυστημάτων και τον υποβιβασμό της βιόσφαιρας. Η «νέα εποχή», η νέα περίοδος της ιστορίας της καπιταλιστικής βαρβαρότητας χαρακτηρίζεται ολοένα και περισσότερο από οικολογικές καταστροφές με όλες τις συνέπειες τους σε ταξικούς όρους. Οικολογικές καταστροφές (τύπου Φουκουσίμα, BP κ.α.) εξαιτίας της λογικής του κεφαλαίου που μόνο θεό έχει το κέρδος και μόνη αξία την μεγιστοποίηση του, είτε λόγω της κλιματικής αλλαγής, από την βίαιη αντίδραση της φύσης στην βάναυση αντιμετώπιση από τον καπιταλισμό. Ο «πράσινος» καπιταλισμός ως «αντίφαση εν τοις όροις» δεν μπορεί να αποτελεί λύση. Ούτε ορθολογική κοινωνικά λύση αποτελεί η δημιουργία πράσινων νησίδων μέσα σε ένα μολυσμένο και εξαντλημένο οικοσύστημα. Η λύση απέναντι στον καπιταλισμό της καταστροφής δεν μπορεί παρά να είναι η καταστροφή του καπιταλισμού και η οικοδόμηση της κοινωνίας του ελεύθερα «συνεταιρισμένου παραγωγού» που ξέρει να συνδυάζει αρμονικά και να ελέγχει τις ανταλλαγές του με την φύση «με τις πιο αξιοπρεπείς και πιο σύμφωνες με την ανθρώπινη φύση συνθήκες» όπως έγραφε ο γέρο Μαρξ.

Παρατηρούμε σήμερα μια σχετική κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση, η οποία όμως δεν είναι ευθύγραμμη: ένα κομμάτι της στρέφεται προς τ’ αριστερά, ένα άλλο κομμάτι της στρέφεται προς τα δεξιά, ενώ μεγάλο τμήμα της αποκτά μικτά χαρακτηριστικά. Σε ανησυχεί η άνοδος της Άκρας δεξιάς, του εθνικισμού και της ξενοφοβίας; Υπάρχει ο κίνδυνος φασιστικής αντεπανάστασης σήμερα;

Η οικονομική κρίση διεξάγεται στο ιστορικό πλαίσιο μιας μεγαλύτερης κρίσης, της κρίσης πολιτισμού. Κρίσης αξιών, καταστροφής του κοινωνικού ιστού. Ως θετική κοινωνικά αντίδραση μπορεί να αναπτυχθεί η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, το απελευθερωτικό κίνημα. Μπορεί όμως, και έχει συμβεί ιστορικά, μερίδες του πληθυσμού (από τα προλεταριοποιούμενα μικρομεσαία στρώματα, ακόμη και από το λιγότερο συνειδητοποιημένα τμήματα των εργαζομένων) να αναζητήσουν καταφύγιο σε παλιές αντιδραστικές «αξίες» και να ξανααναδυθούν ρατσιστικές, θρησκοληπτικές, φασιστικές αντιλήψεις. Αυτό το αντιδραστικό, αντεπαναστατικό ρεύμα ενθαρρύνεται από το κεφάλαιο στο πλαίσιο της ταχύτατης πλέον αναδιάρθρωσης του προς προκαπιταλιστικές σχέσεις, μέσα σε καθεστώτα «φιλελεύθερου» φασισμού. Αυτό το (αντι) κοινωνικό ρεύμα θα μπορεί να αναπτύσσεται όσο βρίσκει «ελεύθερο» το κοινωνικό πεδίο, όσο οι δυνάμεις που ευαγγελίζονται την κοινωνική απελευθέρωση παραμένουν σε θεωρητικές γενικολογίες και σε κενά ρητορικά σχήματα, μακριά από το πεδίο της πραγματικής πολιτικής ζωής και της υλικής ταξικής πάλης, όσο οι διακηρύξεις δεν γίνονται πρόταση και συγκεκριμένη δράση αναδημιουργίας του κοινωνικού ιστού, αυτοοργάνωσης σε απελευθερωτική προοπτική, άμεσης οργάνωσης της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αντίστασης στον φασισμό, στον εκφασισμό, στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.     
         
Έχει η ένοπλη πάλη θέση μέσα στη σημερινή συγκυρία και με ποιους όρους; Μήπως η «στρατιωτική ήττα» του ένοπλου σε δυο δόσεις (το 2002 και το 2010) ήταν ταυτόχρονα ήττα πολιτικής στόχευσης, στρατηγικής και τακτικής; Υπάρχει η αναγκαιότητα μιας πολιτικής αυτοκριτικής του ελληνικού αντάρτικου πόλης;

Αν ο ορίζοντας είναι ο «ένοπλος λαός» και η «άμεση δημοκρατία», έννοιες που ορίστηκαν από την Παρισινή Κομμούνα, ως προϋπόθεση για να απαλλαγούν οι υποτελείς τάξεις από κάθε εξουσία που δεν θα είναι δική τους, θα σου απαντήσω με τα λόγια του Ζαν Μαρκ Ρουαϊγιάν ότι «σε κάποια φάση της επαναστατικής διαδικασίας θα χρειαστεί η ένοπλη πάλη». Σήμερα που η συγκυρία μεταβάλλεται ταχύτατα, που ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει, που η Ιστορία επιταχύνεται, η συνταγή του χθες μπορεί να είναι ανεπίκαιρη σήμερα, η πρόταση του αύριο μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν του σήμερα. Είναι ζήτημα ανάλυσης της εκάστοτε συγκυρίας και θέμα λεπταισθησίας της κρίσης. Πάντως άμεση προτεραιότητα είναι η οργάνωση των υποτελών τάξεων, η ανάπτυξη ενός πολύμορφου επαναστατικού κινήματος με απελευθερωτικό ορίζοντα.
Όσο για τους όρους «ήττα» ή «νίκη» προτιμώ να τους αποφεύγω όταν πρόκειται για συντελεσμένες επαναστατικές, και γενικότερα κινηματικές, εμπειρίες. Πως υπολογίζουμε, πως μετράμε τις νίκες ή τις ήττες μας; Με ποιο υποδεκάμετρο θα λογαριάσουμε την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, τη διάχυση στην κοινωνία επαναστατικών ιδεών, τον εμπλουτισμό του οπλοστασίου του κοινωνικού κινήματος με μορφές αγώνα, το στραπατσάρισμα της εικόνας του άτρωτου της εξουσίας, τη συνέχεια των επαναστατικών παραδόσεων; Φυσικά υπάρχει ανάγκη κριτικής και αυτοκριτικής, όλων των εμπειριών, σε όλο το φάσμα του κινήματος, πάντα όμως με γνώμονα να βρούμε τι έφταιξε συνολικά που φτάσαμε ως εδώ, και τι φταίει που ακόμα δεν έχουμε βρει τον δρόμο μας.

Ένα κομμάτι του αντιεξουσιαστικού κινήματος εκφράζει την άποψη πως μια ένοπλη οργάνωση εξ’ αιτίας της δομής της νομοτελειακά αποκόβεται απ’ τις κινηματικές της ρίζες και εξειδικεύεται, μετατρέπεται σε κλειστή σέχτα χάνοντας την επαφή της με τις πραγματικές κοινωνικές συνθήκες. Ποια ήταν η δική σου εμπειρία ως μέλος της 17 Νοέμβρη; Ένοιωσες αποκομμένος απ’ το κίνημα και τις κοινωνικές σχέσεις;

Το ερώτημα αυτό τίθεται χρόνια τώρα, από την εποχή της Πρώτης μέχρι και την εποχή της Πέμπτης (ποντιακής) Διεθνούς, και φαντάζομαι ότι και στις επόμενες Διεθνείς πάντα θα υπάρχει το κινηματικό έδαφος για να ξαναβλαστάνει. Είναι αλήθεια ότι σε όλες τις ιστορικές εκφάνσεις του επαναστατικού κινήματος (μαρξιστικές, αναρχικές) υπήρξαν παράνομες και ένοπλες δομές που δεν αποκόπηκαν καθόλου από τις κινηματικές τους ρίζες, και συνέβαλλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη του κινήματος. Είναι επίσης αλήθεια ότι υπήρξαν παράνομες (αλλά επίσης και νόμιμες…) δομές που αποκόπηκαν από τις κινηματικές τους ρίζες, χάνοντας την επαφή τους με τις πραγματικές κοινωνικές συνθήκες. Δεν υπάρχει καμιά νομοτέλεια, κανείς ντετερμινισμός: Η εξίσωση παρανομία = ξέκομμα, είναι πολύ απλοϊκή. Εκδηλώσεις αυτοαναφορικότητας έχουμε δει και σε ένοπλες οργανώσεις, όμως είναι πολύ απλουστευτικό αυτές να αποδίδονται μόνο στις παράνομες δομές. Το ίδιο το σχέδιο των οργανώσεων, το επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος, είναι κάποιοι παράγοντες που χρειάζεται να ληφθούν υπόψη από όσους δεν ασκούν κριτική για «να πετάξουν και το μωρό με τ’ απονέρια», αλλά για να αντιμετωπίσουν στην πραγματική τους βάση τα υπαρκτά προβλήματα που δημιουργούνται απ’ την παρανομία.

Όσο αφορά την 17Ν, μέσα από τη δράση της βρισκόταν σε διαρκή άτυπο διάλογο με την κοινωνία, εξέφραζε τα συμφέροντα ενός σημαντικού τμήματος της, αλληλοτροφοδοτούταν πολιτικά με αυτό. Προσωπικά μιλώντας, δε χρειαζόταν να κυκλοφορείς μέσα στο κίνημα (στο όποιο κίνημα, για παράδειγμα, της δεκαετίας του 1990) για να «μυρίσεις» το πολιτικό και ιδεολογικό «κλίμα», αρκούσαν οι συνηθισμένες για τον καθένα κοινωνικές διαδρομές. Η δυσκολία ίσως ήταν ότι δεν μπορούσες να απαντήσεις σε τέτοιου είδους κριτικές.           

20/3/08

ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ 'BENDING THE BARS: PRISON STORIES' ΤΟΥ JOHN BARKER

ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ 'BENDING THE BARS: PRISON STORIES' ΤΟΥ JOHN BARKER


Το βιβλίο του πρώην μέλους της Οργισμένης Ταξιαρχίας (Angry Brigade) John Barker "Bending The Bars" παρέχει μια συνεκτική κριτική της πολιτικής του μπολσεβικισμού, κάτω από τη σκληρή επιδερμίδα του ημερολογίου φυλακής ενός βαρυποινίτη.

Το Bending The Bars δεν είναι κάτι που ο οποιοσδήποτε που έχει φάει στην μάπα όλα τα δημοσιεύματα των ΜΜΕ για τον John Barker, ως επικίνδυνο τρομοκράτη και έμπορο ναρκωτικών, θα περίμενε να διαβάσει. Όμως πάλι ο Barker είναι τόσο ιδιοφυής όσο και πολυσύνθετος γι αυτές τις μονοδιάστατες διαστρεβλώσεις του παρελθόντος του, ώστε να κατορθώνουν ακόμα και να τον ψηλαφίσουν. Το βιβλίο δεν έχει να κάνει με την σχέση του Barker με την χαλαρή "ομάδα συγγενείας" που έγινε γνωστή ως Οργισμένη Ταξιαρχία, αλλά αποτελεί μάλλον έναν απολογισμό του χρόνου που πέρασε στη φυλακή, μετά την καταδίκη του για βομβιστικές επιθέσεις σε διάφορους στόχους (στην πραγματικότητα κανείς δεν κινδύνεψε ή τραυματίστηκε στις ενέργειες αυτές).

Τα βιβλία φυλακισμένων συχνά προσφέρουν στον αναγνώστη μια σειρά από τετριμμένες ηθικές κοινοτοπίες,-και δεν εννοώ απλά αυτά των κατάδικων ή πρώην κατάδικων που εκφράζουν μια ψευδο-μεταμέλεια για τα όσα έκαναν επειδή βρήκαν τη λύτρωση μέσω του χριστού ή όποια άλλη εξωφρενική αφαίρεση. Το ότι αυτοί οι μυστικιστές κρετίνοι που γράφουν βιβλία των φυλακών αυτού του είδους χύνουν κροκοδείλια δάκρυα γίνεται αρκετά φανερό από το γεγονός ότι αν δεν είχαν σφάλλει, τότε πως ο ανύπαρκτος θεός τους θα μπορούσε να επιδείξει την συγχώρεσή του βάζοντάς τους ξανά στον "ίσιο δρόμο"; Αναλόγως, τα βιβλία από- και για- πολιτικούς κρατουμένους είναι μερικές φορές σχεδιασμένα έτσι ώστε να δημιουργούν μια ιεραρχική κουλτούρα περί μαρτύρων που έκαναν λάθος και να εκμεταλλεύονται κυνικά το αίσθημα αδικίας ώστε να συγκεντρώνουν υποστήριξη για ένα συγκεκριμένο είδος πολιτικής των ειδικών. Εν συντομία, αυτού του είδους η γραφή, αποτυγχάνει να υπερβεί μια προοπτική θρησκευτική, ακόμα κι όταν δεν περιλαμβάνει τη συνήθη παγίδα του χριστιανικού οίκτου. Το βιβλίο του John Barker διαφέρει, καθώς κάνει χρήση μιας ταξικής κι όχι μιας ηθικής προοπτικής. Ο Barker γράφει για τις δικές του υποκειμενικές εμπειρίες της φυλακής, όμως σηματοδοτεί επανειλημμένα την γνώση εκ μέρους του, της πολλαπλότητας των απόψεων που έχει ακούσει από άλλους κρατουμένους να εκφράζουν για τον εγκλεισμό, αποφεύγει επιδέξια να δώσει προνομιακή θέση στη δική του αντίληψη για το θέμα πάνω σε οποιουδήποτε άλλου. Αναλόγως, ο Barker δεν επικεντρώνει στο πως θα βγάλει ένα best seller της φυλακής, δίνει άλλωστε πολύ λιγότερη έμφαση στην αποκτήνωση απ' ότι στο βιβλίο του ο Jimmy Boyle, ή ακόμα ο αμερικάνος λαθρέμπορος χασίς Howard Mark στην αυτοβιογραφία του Mr. Nice. Έτσι, αν και στο βιβλίο γίνεται αναφορά στα ναρκωτικά της φυλακής, το Behind The Bars έχει να κάνει μόνο με την πρώτη περίοδο του Barker στην φυλακή, μετά τη σύλληψη και καταδίκη του για διάφορες βομβιστικές επιθέσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας. Δεν έχει να κάνει με την μετέπειτα φυλάκιση του για λαθρεμπόριο χασίς.

Αναλόγως, οι γεωγραφικές και ιστορικές διαφορές το καθιστούν χρήσιμο να διαβάσουμε τα γραπτά του Barker μαζί με βιβλία όπως του Mumia Abu-Jamal: Live From Death Row, μια θαρραλέα επίθεση στην απανθρωπιά του σωφρονιστικού συστήματος των ΗΠΑ από ένα από τα πολλά θύματά του.

Αν και υπάρχει μια αίσθηση αποκτήνωσης στο Bending The Bars, αυτή προέρχεται περισσότερο από την επιβεβλημένη ανία και τις ολοφάνερα χαμένες ζωές, παρά από οτιδήποτε άλλο. Μιας και ο Barker δεν ενδιαφέρεται να προωθήσει τον εαυτό του ως ηγετική φυσιογνωμία, δεν νιώθει την ανάγκη να παρουσιάζεται ως "σκληρός" των φυλακών, είναι άνθρωπος κι όχι υπεράνθρωπος. Οπότε, έχει την ικανότητα να καταδεικνύει τη φυλακή ως ένα ουσιαστικό συστατικό του καπιταλιστικού κόσμου, αντί να κάνει το λάθος να την αντιμετωπίζει ως κάτι το διαχωρισμένο από την καθημερινή αλλοτρίωση. Πράγματι, ένα από τα πράγματα που βρίσκω πιο σημαντικά στο βιβλίο είναι ότι μου άφησε την έντονη εντύπωση ότι πολλές βρετανικές φυλακές είναι τελικά πιο απάνθρωπες για τους ρουφιάνους παρά για τους ποινικούς. Η αντιμετώπιση του Barker μέσα ίσως ήταν φριχτή, όμως θα ήταν πολύ χειρότερα αν είχε καταφέρει να τον πείσει ότι ήταν αποκομμένος από την ανθρωπότητα, κι όχι ένα ουσιαστικό συστατικό ενός κόσμου που χρειάζεται αλλαγή. Στην μέση του βιβλίου ο Barker ανακοινώνει: "Αυτό που λέω είναι ότι πρέπει να ζεις παρά τις αντιφάσεις. Πρέπει να κάνεις κάποια ζωή εδώ μέσα, γιατί δεν είσαι νεκρός, αλλά να μη ξεχνάς ποτέ ότι είσαι στη φυλακή και είναι τελείως αφύσικο κι ενάντια στη ζωή" (σελ.63).

Το σημείο αυτό συνοψίζεται διαλεκτικά στον επίλογο του βιβλίου, όταν ο συγγραφέας δηλώνει ότι οι "...αλλαγές στο πως έβλεπα τον κόσμο μοιάζουν να προχωρούν στο ίδιο βήμα με τους φίλους μου. Όταν αυτό έγινε σαφές, μέσα σε μια μόνη πρόταση, ή στη διάρκεια μιας ολόκληρης επίσκεψης, θα ήμασταν ευχάριστα ξαφνιασμένοι κι έπειτα διόλου έκπληκτοι, καθώς τελικά όλοι ζούσαμε στην ίδια εποχή. Κυρίως, είχε να κάνει με την αναγνώριση σε τι είδους γκέτο μέσα βρισκόταν η επαναστατική πολιτική..." (σελ. 120). Ανάλογα, η κόπωση του Barker από τους άλλους κρατουμένους που άσκοπα διακήρυσσαν την αθωότητά τους αντανακλάται στις ιστορίες του. Ο Barker μας λέει απλά ότι όταν καταδικάστηκε, οι μπάτσοι "την έστησαν σ' έναν ένοχο", κι αυτό ήταν πάνω κάτω η υπόθεση. Αν ο Barker έμπαινε σε μια διαδικασία αποκήρυξης όλων των ψεμάτων που έχουν ειπωθεί γι αυτόν, αυτό που θα έκανε δε θα ήταν να αποκαλύψει την αλήθεια, αλλά να βρεθεί σ έναν λαβύρινθο ατελείωτων συζητήσεων για το τι έκανε και τι όχι.
Έτσι λοιπόν, θα ήταν λάθος να πάρουμε το Behind The Bars ως μια πολιτική ή προσωπική κατάθεση, καθώς ενώ εν μέρει έχει μια σχέση (αλλά σίγουρα δεν ταυτίζεται) με αυτά τα πράγματα, ο συγγραφέας έχει ιδιαίτερη αντίληψη της πολιτικής της αναπαράστασης. Η χρήση της λέξης "ιστορίες" στον τίτλο, δείχνει ότι ο Barker επιθυμεί τα γραπτά του να αντιμετωπιστούν σαν μια αυτο-συνείδητη λογοπλαστική κατασκευή, και η προσέγγισή του είναι ευθεία: "...ήταν η Scrubs, φυλακή προσαρμογής για πρωτάρηδες. Το μπατσάδικο που μας συνόδευε ξαφνικά έκανε αναστροφή. Πρόλαβα μια εικόνα μιας μεγάλης πύλης να ανοίγει κι είδα ότι μας περιμένανε, έντονα φώτα παντού, γουώκι-τώκι, κραυγές. Οι πολύωρη αγρύπνια μου, η ωχρότητα της κόπωσης ήταν έκδηλη κάτω απ' αυτόν τον φωτισμό..." (σελ. 17-18). Εδώ ο Barker παίζει με πολιτιστικά κλισέ σχετικά με τις γκρίζες πύλες της φυλακής και αυτό είναι μια συναισθηματική βία, είναι υπερβολικά κουρασμένος για να αντιδράσει με φόβο. Ενώ η παρατήρηση ότι τους περίμεναν, από την άλλη, μοιάζει σχεδόν καλοπροαίρετη. Αυτός ο τόνος απάθειας είναι ένα πλήρως συνειδητό ξεφούσκωμα του κοινότυπου μελοδράματος που συναντούμε σε μυριάδες καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις της εισόδου ανθρώπων στη φυλακή. Σχετικά με τα πολλά ζητήματα που μπορούν να σημειωθούν μέσα από όρους όπως ρεπορτάζ και φορμαλισμός, ο Barker σημειώνει: "Δεν ήμουν καλός τότε, ούτε και είμαι έκτοτε, καθόλου καλός στο να κρατάω σημειώσεις, με την έννοια του να καταγράφω πράγματα τα οποία βλέπω κι ακούω, για μελλοντική χρήση - όμως ήθελα να μπω στο νόημα και στη ροή των τόσων συζητήσεων, ειδικά αυτών που λάμβαναν χώρα όταν ήμασταν πολλοί σ ένα κελί. Και φυσικά, ήθελα να τις φουντώσω, να πουλήσω μούρη ακόμα, με αστεία και πλάκες. Είναι πάντως ένας αρκετά ειλικρινής γενικός απολογισμός στον οποίο αποτελώ ολοένα και περισσότερο την "σοσιαλδημοκρατική" φωνή, τουλάχιστον έτσι όπως το βλέπω εγώ".
Τον περισσότερο καιρό, δε συμβαίνει τίποτα στον απολογισμό του Barker για τα επτά χρόνια φυλάκισής του, για τις δράσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας, όμως, ως αποτέλεσμα, τα μικρά πράγματα μεγεθύνονται. Σε κάποια σημεία, κάτι τέτοιο δημιουργεί μια αίσθηση αποπροσανατολισμού που μου θυμίζει τον Beckett. Στο πως, όπως ο Barker, δημιουργικά αναπτύσσουν μια αίσθηση ανίας ώστε να προσομοιάσουν τα αδιέξοδα του λογοτεχνικού μοντερνισμού. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι απλά μια περίπτωση πρωτοποριακών αντι-αφηγητικών τρικ που συνειδητά εκτυλίσσονται ως μια μεταμοντέρνα τροπή, καθώς ο Barker την ίδια στιγμή περικόπτει αυτά τα εντροπικά συμπτώματα με αστείες και παράξενες ιστορίες. Ανάμεσά τους υπάρχει μια εξιστόρηση της σαστισμένης αντίδρασης των γύρω του, όταν ένας φίλων του στέλνει με το ταχυδρομείο ως δώρο ένα ψεύτικο ποντίκι. Δεδομένης της αφόρητης μονοτονίας της ζωής στη φυλακή, οι ιστορίες του Barker για το ψεύτικο ποντίκι παίρνουν τεχνητά επικές διαστάσεις. Ενώ στοιχεία μιας εξεζητημένης καλλιέργειας βρίσκονται διάσπαρτα επίσης στις ιστορίες του Barker: προτιμά να δίνει έμφαση σ' άλλα πράγματα: "Όπως είπα στο εξώφυλλο, η ώθηση να γράψω ήρθε από την πρώτη εμφάνιση των Brownie stories στα Republican News - τα οποία τα φιλαράκια μου του IRA λάμβαναν στη φυλακή, το 1976, ιστορίες στο Long Kesh".
Η μελέτη του Barker είναι εκλεκτική, και χρησιμοποιεί το γράψιμό του ώστε να βρει προσεχτικά το δρόμο του μέσα απ' αυτήν: "Όπως ήρθαν τα πράγματα, βρίσκω πλέον την επιρροή του Chandler να έχει εξαπλωθεί σε καταστροφικό βαθμό. Έγραψα όμως αρκετά στο στυλ της πρόζας των πρώτων τεσσάρων βιβλίων του Len Deighton και είμαι σίγουρος ότι ήταν μια ασυνείδητη επιρροή, βρίσκεται απλά κάπου εκεί. Ήμουν στη φυλακή πάλι αρκετά τυχερός που ο φίλος μου ο Philippe Garnier μου έστειλε τα πρώτα δυο ή τρία βιβλία του Bukowski μόλις βγήκαν. Αυτά τα τρία βιβλία τα δάνεισα σε πολλούς, πάρα πολλούς κρατούμενους, κι άφησα τελικά τη φυλακή χωρίς αυτά. Φυσικά, στη βιβλιοθήκη της φυλακής υπήρχαν σωροί σκουπιδιών αλλά υπήρχαν και μερικά πραγματικά διαμάντια, από τα οποία πιο σημαντικά μου φάνηκαν τα γραπτά του Ρώσου συγγραφέα Konstantin Paustovsky. Είναι πολιτικοποιημένος, και παρά τις δυσκολίες, τον πόνο, σε κάνει να σκέφτεσαι ότι η ζωή είναι υπέροχη και αξίζει απόλυτα να την ζεις. Ακόμα κι αν δεν έχει σε εκτίμηση τον Makhno, πιστεύω ότι αξίζει".

Ακόμη περισσότερο κι απ τα βιβλία, το Bending The Bars βλέπει τις ταινίες και την τηλεόραση ως highlights της εβδομάδας στη φυλακή. Ωστόσο, ο Barker γενικά αδιαφορεί για τις εξωτερικές παγίδες ενός φιλμ, όπως ο τίτλος, τα αστέρια ή ο σκηνοθέτης. Αντίθετα, οι ταινίες λειτουργούν ως ένα είδος εξωτερικευμένης υποκειμενικότητας, κι ως τέτοιες η λειτουργία τους ως θέαμα ταυτόχρονα βρίσκει τον εκθειασμό και την άρνησή της. Δεδομένης της εμμονής του Hollywood με το έγκλημα, δεν θα έπρεπε ίσως να εκπλήσσει κανέναν ότι στις ταινίες που προβάλλονται στις φυλακές κυριαρχούν οι ταινίες για το έγκλημα. Παρόλο που ο Barker δεν το καταθέτει αναλυτικά, το συμπέρασμα που πρέπει να βγει είναι ότι είναι το ποινικό σύστημα που παράγει εγκληματίες κι όχι το ανάποδο. Οι μαφιόζοι για πολλά χρόνια είχαν ως πρότυπο τους γκάνγκστερς, έτσι όπως αποτυπώνονται στις ταινίες. Στην ίδια την πράξη της προβολής ταινιών εγκλήματος σε κρατουμένους, τα σωφρονιστικά ιδρύματα φανερώνουν την πραγματική τους λειτουργία ως σχολεία του εγκλήματος. Εφόσον, όπως κατέδειξε ο Marx αρκετό καιρό πριν, σε μια υποσημείωση της Θεωρίας της Υπεραξίας, ο αστυνομικός, ο δικαστής και ο χαφιές, όλοι εξαρτώνται από το έγκλημα για την εργασία τους, είναι αναπόφευκτο ότι η δικονομική γραφειοκρατία θα θελήσει μια αύξηση του εγκλήματος, καθώς η αύξηση του εγκλήματος είναι η καλύτερη δικαιολογία της αυξανόμενης ανάπτυξης των νομικών και ποινικών υποδομών. Το θεατρικό φαινόμενο των εγκληματιών να παίρνουν ως πρότυπο τους γκάνγκστερς των ταινιών φτάνει στην αρρωστημένη απόληξή του σε μια ιστορία που ο Barker αναφέρει στα 3/4 περίπου το βιβλίου του, για έναν δικαστή του '50 που συνήθιζε να αποδίδει τη θανατική ποινή, ο οποίος ως παιδί το άρεσε να παίζει τον δικαστή που καταδικάζει εις θάνατον. Ο Barker κατανοεί την γκανγκστερική κουλτούρα, όπως ακριβώς κάθε νόμιμο θεσμό, ως ένα ενσωματωμένο στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος - και βλέπει την αλληλεπίδραση που παράγουν και διαμεσολαβούν αυτά τα δυο φαντασιακά. Αναλόγως, ο Barker έχει πλήρη επίγνωση της προβληματικής φύσης των μίντια, περιλαμβανομένων των έντυπων: "Διάβαζα τις προάλλες εκείνο το ρεπορτάζ που έλεγε ότι η βία στην τηλεόραση δεν κάνει τους ανθρώπους βίαιους, τους κάνει πιο αγχωμένους και πιο παθητικούς..." (σελ 101). Ο Barker δε θέλει να κάνει τους ανθρώπους αγχωμένους ή παθητικούς, θέλει να τους κάνει να ζήσουν. Ωστόσο, είναι αρκετά έξυπνος ώστε να αναγνωρίζει ότι η τηλεόραση δεν είναι ένας μονόδρομος απόλυτα, και περιγράφει πολύ προσεκτικά το αποτέλεσμα της απευθείας μετάδοσης της εξέγερσης της φυλακής του Hull, ενώ ο ίδιος ήταν μέσα. Κάτι τέτοιο ανοίγει περισσότερα θέματα, απ' όσα μου επιτρέπει ο χώρος εδώ να αναπτύξω, από το πώς προσδιορίζεται η βία μέχρι το αν- όταν διαβάζεται στο πλαίσιο που υπάρχει- η πρόταση που αντέγραψα από το βιβλίο του Barker μόλις πριν αυτοαναιρείται σε μια αυτο-συνείδητη πράξη ρετρό-μοντερνιστικής άρνησης.

Μια κυρίαρχη δραστηριότητα αναψυχής στη φυλακή είναι η λήψη ναρκωτικών, και κανένα βιβλίο από τη φυλακή κάποιου με παραβατικό παρελθόν δε θα ήταν πλήρες χωρίς μια αναφορά σ αυτό. Σε κάτι που ίσως αποτελεί το κορυφαίο σημείο του Bending The Bars, o Barker χρησιμοποιεί κυκλικό κι επαναλαμβανόμενο λόγο για να περιγράψει και ταυτόχρονα να αναπαραστήσει το πρώτο του ολισθηρό ταξίδι με acid στη φυλακή. Αφηγείται επίσης μια διασκεδαστική ιστορία για το πως οι κρατούμενοι έκαναν έναν χαφιέ να τα 'ξεράσει όλα' με acid. Ωστόσο, αλκοόλ, στριφτά και τσιγαριλίκια αποδεικνύονται να είναι τα βασικά συστατικά της φυγής του Barker από την μιζέρια της φυλακής, και περίπου στο μέσον του βιβλίου γράφει: "Σταμάτησα να κάνω acid στη φυλακή. Το έκτο ταξίδι ήταν το ίδιο με το πέμπτο, μόνο πιο βαρετό" (σελ 56). Το πιο σημαντικό που έχουμε να θυμόμαστε για τις δραστηριότητες που φαινομενικά εξυπηρετούν τάσεις φυγής, όπως αυτές, είναι ότι ταυτόχρονα είναι συλλογικές. Ένα από τα πιο φανερά μαθήματα του βιβλίου είναι ότι η αλληλεγγύη είναι ο μόνος τρόπος να βελτιώσεις τα πράγματα είτε εντός είτε εκτός της φυλακής. Ο Barker περιγράφει έναν αριθμό διαμαρτυριών της φυλακής. Όμως, εξίσου σημαντικό, με τον τρόπο του, είναι οι κρατούμενοι που μαγειρεύουν ή παίζουν μουσική μαζί. Θα πρεπε να είναι αδιαμφισβήτητο ότι είναι η δι-υποκειμενική σχέση που μας κάνει ανθρώπους, πράγμα που εξηγεί για ποιο λόγο χρησιμοποιείται η απομόνωση προκειμένου να μεταμορφώσει τους κρατουμένους σε εξ-ατομικευμένους αστούς και ταυτόχρονα σε κάτι λιγότερο από έναν εξατομικευμένο αστό. Προφανώς , το να είσαι αστός είναι εξ ορισμού κάτι λιγότερο από το να είσαι ένα πλήρως πραγματωμένο ανθρώπινο ον, μιας και το να είσαι μέρος μιας τάξης σημαίνει αναγκαστικά ότι είσαι αλλοτριωμένος. Σ ένα σημείο, ενώ περιγράφει τα συναισθήματα στενοχώριας που βιώνει, ο Barker γράφει: "Κάθε ζήτημα που θα έπρεπε να είναι πολιτικό, γίνεται ατομικό, ζήτημα του κατά πόσον είμαι συνεπής με τον εαυτό μου, πως αντιμετωπίζω τον εαυτό μου..." (σελ. 85). Αν αυτό δεν είναι μια επίθεση στις υπάρξιστικές παρανοήσεις αυθεντικότητας, τότε δεν ξέρω τι είναι, ιδιαίτερα καθώς το βιβλίο γράφτηκε στο μεγαλύτερο μέρος του στη φυλακή.

Ο Barker γράφει για τις ιστορίες του: "Η πλειοψηφία τους γράφτηκε μέσα στα τελευταία 2-3 χρόνια πριν το '78 οπότε αποφυλακίστηκα. Νομίζω, στο σύνολό τους τέλειωσαν. Ήμουν στο μεταξύ πολύ απασχολημένος να απολαμβάνω την ελευθερία και την πολιτική δράση, στις αρχές του 1980." Το να βγει το γραπτό έξω από τη φυλακή δεν ήταν ιδιαίτερο πρόβλημα, αλλά και δεν περιείχε τίποτα το ρομαντικό, όπως το να βγει λαθραία, καθώς, κατά τον Barker και πάλι: "Υπάρχει ένα απόσπασμα στο βιβλίο για μια απόφαση που πρέπει να πάρεις για τη λογοκρισία της φυλακής, που εκτός συγκεκριμένων πραγμάτων που προφανώς έπρεπε να αποφύγεις, πρέπει να την αγνοείς. Κι έπειτα στο τέλος της ποινής, επιτρέπεται να πάρεις μαζί σου τα πράγματά σου, τα βιβλία, τις σημειώσεις κλπ."

Το Behind The Bars είναι ένα βιβλίο για τη φυλακή, κι ενώ ο Barker αναφέρει κάποια από τα γεγονότα που οδήγησαν στη δεκαετή φυλάκισή του, δεν το κάνει με τον ίδιο τρόπο όπως όταν έγραψε μια κριτική επιθεώρηση του βιβλίου του Tom Vague "Anarchy In The UK: The Angry Brigade (AK Press, Edinburgh 1997)", για την εφημερίδα Transgressions: "Το βρήκα επώδυνο να σκεφτώ ξανά το παρελθόν, να το κάνω για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό. Δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα... Αλλά "εγώ" του τότε, μου φαίνομαι πολύ μακρινός και, αν και σέβομαι τα όσα έκανα, τα βλέπω κριτικά και όχι με συμπάθεια. Μέρος της ρητορικής και του κάπως ηθικού αισθήματος δικαιοσύνης "με το μέρος μας" των προκηρύξεων της Οργισμένης Ταξιαρχίας με κάνουν πια να μαζεύομαι... Οι επιθέσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας εναντίον άψυχων στόχων, έγιναν κυρίως στη διάρκεια της διακυβέρνησης του κυρίου Edward Heath. Μας συνέλαβαν τον Αύγουστο του 1971... Το σύγχρονο βρετανικό κράτος έπαιξε σύμφωνα με τους κανόνες, μέχρι που τους τροποποίησε όπως ήθελε, μέχρι τελικά να τους καταργήσει εντελώς. Έναν χρόνο αργότερα, 13 κάτοικοι του Derry σε μια ειρηνική διαδήλωση δολοφονήθηκαν από τις ένοπλες υπηρεσίες του βρετανικού κράτους. Ήμουν στη φυλακή τότε και μου φάνηκε ότι το βρετανικό κράτος θέλησε τον IRA, θέλησε μια στρατιωτικοποίηση του αγώνα στην Ιρλανδία, την προτιμούσε από το Free Derry και τον δημοκρατικό κομμουνισμό στην πράξη... Οι πολλοί και διάφοροι άνθρωποι που αναλάμβαναν δράσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας δεν ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με την παρανομία, η οποία είναι αναπόφευκτα ελιτίστικη όταν δεν πηγάζει από ένα μαζικό κίνημα... Το στοιχείο του κριτικού σεβασμού που νιώθω τώρα είναι ότι ήμασταν συνεπείς σχετικά με τα όσα νιώθαμε και σκεφτόμασταν και πάνω στα οποία δρούσαμε. Τα κάναμε και περνούσαμε καλά, κάτι που χρηματοδοτούνταν κυρίως με ψεύτικες επιταγές. Όμως τότε, γιατί οι βόμβες, μια τακτική του 19ου αιώνα, που εύκολα πήρε μια αναρχική ταμπέλα (κάτι που δεν ήμασταν), υποχρεωτικά παράνομη και, δεδομένου του ότι δεν θέλαμε να βλάψουμε κανέναν, αναγκαστικά περιορισμένη ως προς τις ζημιές που θα μπορούσε να προκαλέσει... νιώθαμε σαν να τους χτυπούσε, χωρίς να μπορούν να χτυπήσουν εμάς... Όλη η φάση με την Οργισμένη Ταξιαρχία ήταν ότι χαροποιούσε τους σχετικά ανίσχυρους για λίγο. Όμως ήταν υπερβολικά ξένη προς αυτούς... Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι δεν ήμασταν τουλάχιστον σαν εκείνες τις αναίσχυντες αριστερές ομάδες που ενθάρρυναν τους μαύρους νεολαίους να επιτεθούν στα αστυνομικά τμήματα μετά τον θάνατο του Colin Roache, κι έπειτα τους αποκήρυσσαν όταν το έκαναν πράξη με μολότοφ (οι οποίες είναι πολύ πιο δημοκρατικές από τον δυναμίτη)... Αυτό που επεβίωσε και άνθισε από το ελευθεριακό κίνημα και ιδιαίτερα από το γυναικείο κίνημα ήταν ένας σκεπτικισμός σχετικά με το αυτοματοποιημένο "εμείς" της παραδοσιακής αριστερής πολιτικής. Από την άλλη, η έννοια της αυτονομίας (που τώρα πια χρησιμοποιείται στις διαφημίσεις των κινητών τηλεφώνων) ενσωματώθηκε, μέσα από την ήττα, στις παρανοήσεις της "ατομικής ταυτότητας". Η ενότητα σήμερα πρέπει να ξαναδουλευτεί. Όμως μπορεί να γίνει ισχυρότερη από το αυτοματοποιημένο "εμείς" όταν γεννηθεί από τον αμοιβαίο σεβασμό και αν κατορθώσει να συμπεριλάβει αυτούς που εξοργίζονται με την κυβέρνηση των χριστιανο-μπολσεβίκων που έχουμε, καθώς η ρητορική τους της "ενσωμάτωσης" φανερώνεται ως ολοένα και περισσότερο ως πολιτική εξόρισης και απομόνωσης..."
Οι θέσεις που υποδεικνύονται παραπάνω στην επιθεώρηση αυτή του βιβλίου του Tom Vague, είναι εγγενείς στο Bending The Bars. Για να ξαναδηλώσουμε το προφανές, ο Tom Barker είναι ένας ελευθεριακός κομμουνιστής με μια πλήρως αναπτερωμένη κριτική της ιεραρχικής πολιτικής του μπολσεβικισμού.





( Για το βιβλίο: BENDING THE BARS: PRISON STORIES by John Barker, Christie Books, Hastings 2002, 123pp, eBook £7.50/χάρτινο εξώφυλλο £12.00-$15 σκληρό εξώφυλλο.
Το άρθρο εμφανίστηκε αρχικά στο metamute: http://www.metamute.org/en/node/6241 και είναι του βρετανού Stewart Home: http://www.stewarthomesociety.org/pol/barker.htm
Σημειώσεις: Η Οργισμένη Ταξιαρχία έδρασε στα 1970-72. Ήταν ένα χαλαρό δίκτυο ανταρτών πόλης, με βασικές θεωρητικές τους αναφορές τους καταστασιακούς, αναρχικούς και αντιεξουσιαστές κομμουνιστές. Κινηματικά μπορούν να ενταχθούν στη γενιά των ομάδων δρόμου (ΗΠΑ), των Motherfuckers (ΗΠΑ), του King Mob (Αγγλία), του Κινήματος 2 Ιούνη (Γερμανία), των Os Cangaceiros (Γαλλία)... Συνολικά τους αποδίδονται γύρω στις 25 βομβιστικές επιθέσεις. Η δίκη τους, από τις 30 Μάη έως τις 6 Δεκέμβρη 1972, ήταν η μακροβιότερη στην αγγλική ιστορία, καταδικάζοντας τους John Barker, Jim Greenfield, Hilary Creek και Anna Mendleson σε 10 χρόνια φυλάκισης ενώ αθωώθηκαν τελικά ο Stuart Christie (που είχε ήδη φυλακιστεί στην Ισπανία για απόπειρα εκτέλεσης του Φράνκο με εκρηκτικά) και η Angela Mason, μετέπειτα γνωστή ριζοσπαστική φεμινίστρια, και άλλοι.

Περισσότερες πληροφορίες στα: http://www.geocities.com/pract_history/barker.html (επισκόπηση από τον Barker του βιβλίου του Vague) - http://www.geocities.com/anarcores/angry.html (3 αναλήψεις ευθύνης, στα ελληνικά) - http://www.spunk.org/texts/groups/agb/sp000540.txt (χρονοδιάγραμμα των δράσεων της Οργισμένης Ταξιαρχίας).
Επίσης, έχει εκδοθεί στα ελληνικά βιβλίο με τις δράσεις και τα κείμενα της Οργισμένης Ταξιαρχίας από την Συσπείρωση Αναρχικών, πλέον εξαντλημένο. (Σκοπεύουμε, όμως, να το επανεκδώσουμε σύντομα)


Μετάφραση: ...για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Μάρτης 2008
για το έντυπο Ασύμμετρη Απειλή