Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κομμουνιστικοποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κομμουνιστικοποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26/7/14

Ζιλ Ντωβέ:Να εργάζεται κανείς ή να μην εργάζεται; Είναι αυτό το αληθινό ερώτημα; (Υπο έκδοση)


Ορίστε μια πρόγευση του υπό έκδοση βιβλίου από την Ασύμμετρη Απειλη, σε μετάφραση του χαλκέντερου συντρόφου kostav και με την πολύτιμη βοήθεια του συντρόφου Α. και της συντρόφισσας Μ.

Η εργασία ως ένα είδωλο του παρελθόντος

Οι κομμουνιστές  του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα συχνά διακατέχονταν από τον προοδευτισμό της εποχής τους, και πίστευαν ότι μια νέου τύπου βιομηχανία και εργασία θα απελευθέρωναν την ανθρωπότητα. Εκατό χρόνια αργότερα, θα ήταν αφελές να ασπαστούμε την ακριβώς αντίθετη άποψη μόνο και μόνο επειδή τυχαίνει να είναι της μόδας. Μέσα σε πενήντα χρόνια, ο έπαινος του μόχθου και της θυσίας έχει γίνει τόσο ξεπερασμένος, όσο η πίστη στην απελευθερωτική αστείρευτη πηγή αγαθών της οικονομίας . Αυτή η εξέλιξη είναι τόσο το αποτέλεσμα της ριζοσπαστικής κριτικής των δεκαετιών του '60 και του '70, όσο και της περαιτέρω εμβάθυνσης του κεφαλαίου, μιας και η εντατικοποίηση της παραγωγικότητας της εργασίας σήμερα γίνεται περισσότερο μέσω της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας παρά μέσω της ολοκληρωτικής εργασιακής πειθαρχίας. Η οθόνη του υπολογιστή είναι τώρα ο άμεσος προϊστάμενος εκατομμυρίων μισθωτών στις βιομηχανίες και τις υπηρεσίες. Ενώ στους πιο προηγμένους τομείς του, το κεφάλαιο έχει ήδη ξεπεράσει την αυταρχική ιεραρχία και την θεώρηση της εργασίας ως κατάρα. Η "αυτονομία" και το "bottom-up" είναι τα πιο in λόγια της εποχής μας. Η ματσό, μυώδης, εθνική (= λευκή) εικόνα του εργάτη έχει δώσει την θέση της σε μια πιο ανοικτή, πολυεθνική, θηλυκή και αρσενική φιγούρα.

Το 1900, θα έπρεπε να παράγεις για να καταναλώσεις, και τα εργατικά κόμματα έλεγαν στον εργάτη ότι έπρεπε να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις πρώτα, προκειμένου να απολαύσει τους καρπούς του σοσιαλισμού αργότερα. Αντί για ένα μοναδικό λυτρωτή που πεθαίνει στο σταυρό, τα εκατομμύρια των πασχόντων («το άλας της γης») θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για έναν καλύτερο κόσμο. Η καταναλωτική και πιστωτική κοινωνία μας έχει πλέον απομακρύνει από αυτή την πίστη, μιας και ο οδυνηρός  μόχθος δεν χρειάζεται να υπάρξει για να μπορέσουμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Κάτι το οποίο ισχύει και συνοδεύεται από τον πολλαπλασιασμό των κάτεργων, της αναγκαστικής, απλήρωτης ή κακοπληρωμένης εργασίας, καθώς και την αναγέννηση της δουλείας. Αυτές οι μορφές συμπληρώνουν, αλλά δεν έρχονται σε αντίθεση με τη γενική τάση προς την απο-αγιοποίηση της εργασίας. (Ούτε το 1965 οι ανειδίκευτοι εργάτες δεν ήταν η πλειοψηφία των μισθωτών).

Η εργασία είναι πια ένα γκρεμισμένο είδωλο. Η επιβολή της δεν γίνεται πια μέσω ενός ηθικού ή θρησκευτικού τρόπου ("θα κερδίσετε το ψωμί σας με τον ιδρώτα του προσώπου σας") αλλά μέσω του πραγματισμού και της χυδαιότητας της εποχής μας. Σε ορισμένες χώρες της Ασίας, οι εργάτες πειθαρχούνται πλέον πιο εύκολα από την πίεση του καταναλωτισμού παρά από μια έκκληση προς τον κομφουκιανισμό. Στη Tai-Peh, όπως και στο Βερολίνο, η δημόσια ανησυχία στρέφεται γύρω από τη δημιουργία θέσεων εργασίας, και όχι γύρω από την είσοδο σε  κάποιο επίγειο ή ουράνιο παράδεισο. Έτσι, η εργασία σήμερα χρήζει μιας κριτικής διαφορετικής από αυτή της περιόδου όπου περιβαλλόταν από μια αύρα αυτο-επιβαλλόμενου πόνου. Η κινητικότητα και η ατομική εξουσία είναι τα σημερινά συνθήματα του κεφαλαίου. Δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι με τις δηλώσεις εναντίον της εργασίας, όπως αυτές που οι σουρεαλιστές ορθώς έκαναν ογδόντα χρόνια πριν.

Το 2002, οι κανόνες και οι νόμοι της εργασίας, αλλά και η ηθική της εργασίας δεν στηρίζονται πλέον σε κάποιου είδους θυσία, αλλά μας καλούν να συνειδητοποιήσουμε τις δυνατότητές μας ως ανθρώπινα όντα. Σήμερα, δεν δουλεύουμε για ένα υπερβατικό στόχο (τη σωτηρία μας, ένα ιερό καθήκον, την πρόοδο, ένα καλύτερο μέλλον, κλπ.). Η ευλογία του έργου είχε δύο όψεις: κάθε αντικείμενο λατρείας είναι ένα ταμπού που πρέπει να σπάσει. Αλλά η εποχή μας είναι εποχή της καθολικής απο-αγιοποίησης. Η υπέρβαση δεν υφίσταται πλέον. Η πρακτική επιδίωξη της ευτυχίας είναι το σημερινή κίνητρο: είμαστε αμερικανοί.

Αυτό, ωστόσο, δεν θα οδηγήσει σε μια αυξανόμενη υπόγεια απόρριψη της εργασίας. Μια κοινωνία απαλλαγμένη σε μεγάλο βαθμό από την χριστιανική κουλτούρα, αντικαθιστά την επιθυμία  του να αισθάνονται καλά υπό το φόβο της αμαρτίας. Η θρησκεία δίνει θέση σε μια λατρεία του σώματος και της υγείας, η γενιά μου έχει να κάνει πολλά περισσότερα για τη διατήρηση μιας καλής φυσικής της κατάστασης από ό,τι για τη σωτηρία της ψυχής της. Έτσι, η εργασία πλέον δεν δοξάζεται γιατί δεν χρειάζεται πια να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι απλά αρκετό το ότι υπάρχει. Πρόκειται περισσότερο για μια κυρίαρχη πραγματικότητα παρά για μια ιδεολογία. Η πίεση που ασκεί είναι πιο άμεση και ανοιχτή, και βρίσκεται κοντά σε αυτό που ο Μαρξ είχε περιγράψει ως αμερικάνικη νοοτροπία: "πλήρη αδιαφορία για το συγκεκριμένο περιεχόμενο της εργασίας και εύκολη μετακίνηση από τη μία δουλειά στην άλλη”. Σε έναν σύγχρονο και πιο “καθαρό” καπιταλισμό, η απο-αγιοποιημένη εργασία εξακολουθεί να δομεί τις ζωές και τα μυαλά μας. Και η σημερινή αντιδραστική επιστροφή της ηθικής στις ΗΠΑ αποδεικνύει πόσο πολύ οι αντιδραστικές αντιλήψεις συμπληρώνουν την ανεκτικότητα.

Δεν έχει υπάρξει μια κάποια επαναστατική αποσαφήνιση αυτών των αλλαγών, μιας και δεν έχουν όλα την ίδια αξία εντός της καπιταλιστικής εξέλιξης. Η κρίσιμη επαναστατική προοπτική διαφέρει εντελώς αν είναι οι εργάτες αυτοί που επιτίθενται στην εργατική ταυτότητα και λατρεία ή, αν το κεφάλαιο είναι αυτό που τις σαρώνει. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, ενώ η εργατική ταυτότητα  αποδιοργανωνόταν, η δυνατότητα για έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο έχει επίσης εξαφανιστεί από την ατομική και την συλλογική σκέψη. Στο παρελθόν, τα σταλινικά και τα γραφειοκρατικά δεσμά δεν εμπόδισαν μια τέτοια ουτοπία, και οι διάφορες μειοψηφίες είχαν ανοίξει έναν διάλογο γι το περιεχόμενο του κομμουνισμού. Αν μια εργατική τάξη μπλεγμένη μέσα στην ταύτισή της με την εργασία δεν έκανε μια επανάσταση, τίποτα δεν έχει ακόμα αποδείξει ότι οι προλετάριοι τώρα απελευθερωμένοι από αυτή θα δράσουν με έναν επαναστατικό τρόπο.

Δεν είμαστε από αυτόν τον κόσμο” (Babeuf, 1795)

Δυσκολευόμαστε να συμμεριστούμε την αισιοδοξία εκείνων που βλέπουν την παρούσα περίοδο ως εντελώς ανόμοια από τη δεκαετία του '60-'70 ή από οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο, με έναν καπιταλισμό που υποβαθμίζει συστηματικά τις συνθήκες διαβίωσης των μισθωτών, δημιουργώντας έτσι μια κατάσταση που αρκετά σύντομα θα είναι ανυπόφορη και θα οδηγήσει σε μια επαναστατική κρίση. Τα όρια των προλεταριακών εξεγέρσεων από την Αλγερία μέχρι την Αργεντινή και η άνοδος του ριζοσπαστικού ρεφορμισμού στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, δείχνουν μάλλον ότι είναι η μεταρρύθμιση -και όχι η επανάσταση - που γίνεται επίκαιρη και πάλι.

Η προθυμία τους να γιορτάσουν τη πτώση της εργατικής ταυτότητας έχει κάνει ορισμένους συντρόφους να ξεχνούν ότι αυτή η ταυτότητα εξέφραζε επίσης την κατανόηση της ασυμφιλίωτης αντίθεσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Οι προλετάριοι είχαν τουλάχιστον συνειδητοποιήσει ότι ζούσαν σε έναν κόσμο που δεν ήταν δικός τους και ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι. Δεν κάνουμε έκκληση για επιστροφή σε μια χρυσή εποχή. Εμείς λέμε ότι η εξαφάνιση αυτής της ταυτότητας οφείλεται τόσο στην αντεπανάσταση όσο και στην ριζοσπαστική κριτική. Η επανάσταση θα είναι δυνατή μόνο όταν οι προλετάριοι ενεργήσουν σαν να ήταν οι ίδιοι ξένοι σε αυτόν τον κόσμο, οι απόκληροι του, και κατ’ επέκταση συσχετίσουν τους εαυτούς τους σε μια οικουμενική διάσταση, αυτή μιας αταξικής κοινωνίας, μιας ανθρώπινης κοινότητας.

Αυτό καθιστά αναγκαία την ύπαρξη του κοινωνικού υποκείμενου σε κάθε πραγματική κριτική. Γνωρίζουμε πολύ καλά τα διάφορα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν από την λέξη "υποκείμενο" και σίγουρα δεν προσπαθούμε να εφεύρουμε μια νέα μαγική συνταγή. Προς το παρόν, ας πούμε απλά ότι δεν δίνουμε κάποια ιδιαίτερη θέση και σημασία στο υποκείμενο σε βάρος των αντικειμενικών συνθηκών, κάτι που θα τις καθιστούσε κάτι το δευτερεύον ή ασήμαντο. Έχουμε τονίσει πολλές φορές ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα στην προσπάθεια να αφυπνίσουμε μια συνείδηση ​​πριν φτάσουμε στο σημείο της δράσης, αλλά κάθε πραγματική επανάσταση προϋποθέτει κάποια ελάχιστη πίστη στην ικανότητα των ανθρώπων που εμπλέκονται στο να αλλάξουν τον κόσμο. Αυτή είναι μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με τη δεκαετία του '60-'70. Τριάντα χρόνια πριν, πολλοί προλετάριοι δεν ήταν απλώς δυσαρεστημένοι με αυτήν την κοινωνία αλλά θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως παράγοντες της ιστορικής αλλαγής και δρούσαν αναλόγως, ή τουλάχιστον προσπαθούσαν.

Αυτό το ζεύγος υποκείμενο/αντικείμενο είναι μία από αυτές τις φιλοσοφικές εκφράσεις που μια ανθρώπινη κοινότητα θα αντικαθιστούσε, η διακηρυγμένη οριστική αντίθεση μεταξύ ατόμου και  κοινωνίας, ψυχής και σώματος, πνεύματος και ύλης, θεωρίας και πράξης, τέχνης και οικονομίας, ιδανικών και πραγματικότητας, ηθικής και πολιτικής ... όλα συσχετίζονται με τη διάλυση και τον κατακερματισμό των κοινοτήτων σε τάξεις μέσω της συνδυασμένης δράσης της ιδιοκτησίας, του χρήματος και της κρατικής εξουσίας. Αν και δεν είναι συνώνυμος με την τέλεια αρμονία, ο κομμουνισμός θα προσπαθήσει να υπάρξει πέρα από τέτοιες τραγικές διχοτομήσεις της ανθρώπινης ζωής. Το "υποκείμενο" και το "αντικείμενο" δεν υπάρχουν χωριστά το ένα από το άλλο. Μια κρίση δεν είναι κάτι εξωτερικό ως προς εμάς, το οποίο συμβαίνει και μας αναγκάζει να αντιδράσουμε. Οι ιστορικές καταστάσεις (και ευκαιρίες) είναι επίσης αποτέλεσμα των πεποιθήσεων, των πρωτοβουλιών, και των ενεργειών μας – ή και  της αδράνειας μας ...

Το "ριζοσπαστικό υποκείμενο" του Βανεγκέμ  είχε να προσάψει αρκετά ενδιαφέροντα σημεία (και τον σκοπό του εκείνη την περίοδο) και μια βασική αδυναμία: απευθυνόταν στην ελεύθερη βούληση, στην αυτοσυνειδητοποίηση ενός ατόμου η οποία αυξανόταν ενάντια στον κοινωνικό του ρόλο και συνθήκες. Αυτό σαφώς είναι κάτι το οποίο δεν προτείνουμε. Ο καπιταλισμός δεν βασίζεται στην αναγκαιότητα, ούτε και ο κομμουνισμός (ή κομμουνιστική επανάσταση) στην ελευθερία. Η κατάργηση των συνθηκών του από τους προλετάριους δεν μπορεί να διαχωριστεί από  σαφείς και συγκεκριμένους αγώνες ενάντια στο κεφάλαιο. Και το κεφάλαιο υφίσταται και πραγματώνεται μέσα από κοινωνικές ομάδες και θεσμούς. Οι αντικειμενικές πραγματικότητες, ιδίως η διαδοχή των «συστημάτων παραγωγής» ριζωμένη και εξαρτώμενη από την ταξική πάλη, αποτελούν το αναπόφευκτο πλαίσιο του κομμουνιστικού κινήματος. Το τι κάνουμε και τι θα κάνουμε με αυτό μένει να το δούμε.

19/6/14

Κομμουνιστικοποίηση και κομμουνιστικά μέτρα

Προλεταριακά ψώνια στην Αργεντινή

Κομμουνιστικοποίηση και κομμουνιστικά μέτρα
 
Κόψαν το επίδομα της μητέρας μου. Είχε φετίχ με τα επιδόματα. Είχε επίδομα αναπηρίας, επίδομα επιζώντων, 4-5 προνοιακά επιδόματα, πολυτεκνειακό επίδομα, επίδομα θέρμανσης, επίδομα ανεργίας και επίδομα ανθυγιεινής εργασίας.

Δεν είναι νεοαναρχικιά ούτε παλαιόαναρχικιά. Παλιά ήταν πάνκισα μετα πασόκ μετά έγινε αντιμνομονιακή, γλυκάθηκε βλέπεις στην σοσιαλιστική προοπτική του κοινωνικού κράτους και των επιδομάτων του και πλέον συμπορεύεται με την τάση της κομμουνιστικοποίησης. Είναι από εκείνα τα μικροαστικά στρώματα που προλεταριοποιούνται εν μέσω κρίσης. Για αυτούς που αναρωτιούνται  "υπάρχει εργατική τάξη και αν ναι τι κάνει?". Αυτή είναι η νέα εργατική τάξη καθ' αυτή.  

Σαφώς και υπάρχει εργατική τάξη και αναπτύσσεται σε τάξη δι' εαυτή καθημερινά με γεωμετρική πρόοδο. είναι αυτή η τάξη των πρώην μικροαστών που πλέον δεν έχουν να χάσουν τίποτα πέρα απ τα φετίχ τους. Είναι αυτοί οι εισοδιστές του χάους που προσχώρησαν στον ταξικό εχθρό για να τον αποσυνθέσουν εκ των έσω. Και τώρα στρατολογούνται εκ νέου στον αγώνα για την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση. 

Η μάνα μου πλέον είναι αρνητής εργασίας και κατανάλωσης. Λέει ότι το κεφάλαιο δεν θα καταργηθεί για τον κομμουνισμό αλλά από αυτόν. Ο κομμουνισμός δεν είναι σκοπός αλλά και περιεχόμενο. 

Γι αυτό μου λέει:
"Να πάρουμε κομμουνιστικά μέτρα

Για την καταστροφή της αξίας, να λεηλατούμε μαγαζιά και να απαλλοτριώνουμε εμπορεύματα. Δεν αρκεί να μη δουλεύεις αλλά και να επιτίθεσαι στην μισθωτή εργασία. Δεν αρκεί ακόμη να επανακειοποιηθείς τα μέσα παραγωγής αλλά και να αλλάξεις το ρόλο τους για να σταματήσουν να αναπαράγουν το διαχωρισμό της εργασίας. Δεν αρκεί να μη βλέπεις τηλεόραση αλλά και να διαρρηγνύεις κάθε διαμεσολάβηση στις κοινωνικές σχέσεις. Δεν αρκεις.. η παραγωγή του κομμουνισμου δεν είναι μια ατομική υπόθεση (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως πρέπει να καταστείλλεις τις ατομικές σου επιθυμίες και να θυσιαστείς για ένα στόχο ξένο προς τα συναισθήματα και τις ανάγκες σου, γι' αυτό και δεν πρόκειται για έναν πολιτικό αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας, δηλαδή μια δραστηριότητα αποσπασμένη απ την δική σου ζωή), είναι μία συλλογική υπόθεση, με το άτομο να σχετίζεται διαλεκτικά με τη κοινωνία.

Είναι ο κομμουνισμός που συγκροτείται ενάντια στο κεφάλαιο. Είναι το προλεταριάτο που κινητοποιείται απ τις αντιφάσεις του κεφαλαίου που παίρνουν μορφή στην καθημερινότητα του σε όλο το κοινωνικό φάσμα, και καταργεί τον ίδιο του τον εαυτό."

Μπρεσόν (αλιευμένο από indymedia)

29/4/14

H ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ

 de-moker
αναδημοσίευση από: http://coghnorti.wordpress.com

Σημείωμα της μετάφρασης:

Ο Herman Schuurman, συγγραφέας της παρακάτω προκήρυξης[1], ήταν ένας από τους συνιδρυτές της ομάδας “Η Βαριοπούλα” (Mokergroep), η οποία έδρασε από το τέλος του 1923 μέχρι το 1928 στην Ολλανδία. Η ομάδα, κομμάτι του ελευθεριακού κινήματος της Ολλανδίας, συσπείρωνε γύρω από την επιθεώρηση με το ίδιο όνομα (και υπότιτλο: Επιθεώρηση προπαγάνδισης για νέους εργάτες) νέους προλετάριους – μερικές εκατοντάδες νέους και νέες σε όλη την Ολλανδία. Αν δείχνει κάτι το κείμενο είναι ότι το λεγόμενο ρεύμα της άρνησης της εργασίας δεν ξεκινά καθόλου με τους καταστασιακούς.

Παραθέτουμε μια σχετική παράγραφο κατευθείαν από τις γραφές:

« Η “εργασία” είναι το ζωντανό θεμέλιο της ατομικής ιδιοκτησίας, είναι η ατομική ιδιοκτήσια ως δημιουργική πηγή του ίδιου της του εαυτού. Η ατομική ιδιοκτησία δεν είναι άλλο από αντικειμενοποιημένη εργασία. Αν θέλουμε το θάνατο της ατομικής ιδιοκτησίας, δεν αρκεί να επιτεθούμε στην ατομική ιδιοκτησία ως αντικειμενική κατάσταση. Πρέπει να επιτεθούμε στην ατομική ιδιοκτησία ως δραστηριότητα, ως εργασία. Διαπράττουμε ένα σοβαρό λάθος όταν μιλούμε για ελεύθερη, ανθρώπινη, κοινωνική εργασία, για εργασία χωρίς ατομική ιδιοκτησία. Η “εργασία” είναι από τη φύση της μια δραστηριότητα ανελεύθερη, απάνθρωπη, αντικοινωνική, που καθορίζεται από την ατομική ιδιοκτησία, που δημιουργεί ατομική ιδιοκτησία. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας θα γίνει πραγματικότητα μόνον όταν την συλλάβουμε ως κατάργηση της εργασίας, ως μια κατάργηση που φυσικά θα γίνει εφικτή μέσω της εργασίας, δηλ. μέσα από την υλική δραστηριότητα της κοινωνίας, και όχι ως μια απλή αντικατάσταση αυτής της κατηγορίας με κάποιαν άλλη. Αποτελεί αντίφαση να μιλούμε για μια [άλλη] “οργάνωση της εργασίας”. Η καλύτερη οργάνωση που μπορεί να υπάρξει για την εργασία είναι η τωρινή οργάνωση, ο ελεύθερος ανταγωνισμός, και η διάλυση των προηγούμενων κατ’ επίφαση “κοινωνικών” μορφών οργάνωσης» Καρλ Μαρξ, Για το Βιβλίο του Φ. Λιστ “Το Εθνικό Σύστημα της Πολιτικής Οικονομίας”, 1845[2]


H ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ
Herman Schuurman / Mokergroep (1924)

Υπάρχουν στη γλώσσα λέξεις και φράσεις που πρέπει να απαλείψουμε, καθώς προσδιορίζουν τις έννοιες που συναποτελούν το καταστροφικό και διεφθαρμένο περιεχόμενο του καπιταλιστικού συστήματος.

Πρώτα-πρώτα, η λέξη για την εργασία, και όλες οι έννοιες που σχετίζονται με αυτήν – “εργάτης”, “εργαζόμενος”, “χρόνος εργασίας”, “μισθός”, “απεργία”, “άνεργος”, “άεργος”.

Η εργασία είναι η ύψιστη ύβρις και η μεγαλύτερη πράξη εξευτελισμού που έχει διαπράξει η ανθρωπότητα ενάντια στον εαυτό της.

Τούτο το κοινωνικό σύστημα, ο καπιταλισμός, βασίζεται στην εργασία· έχει δημιουργήσει μια τάξη που πρέπει να εργάζεται – και μια τάξη που δεν εργάζεται. Οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να εργάζονται, αλλιώς θα πεθάνουν της πείνας. “Όποιος δεν εργάζεται δεν τρώει” μας λένε τα αφεντικά, που σαν να μη φτάνει αυτό, παριστάνουν ότι εργάζονται όταν υπολογίζουν και προστατεύουν τα κέρδη τους.

Υπάρχουν οι άνεργοι, και αυτοί που δε δουλεύουν. Οι πρώτοι δεν εργάζονται χωρίς να φταίνε, οι δεύτεροι απλά δεν εργάζονται. Αυτοί που δε δουλεύουν είναι οι εκμεταλλευτές, που ζουν από την εργασία των εργατών. Οι άνεργοι είναι εργάτες που δεν επιτρέπεται να εργαστούν, επειδή δε μπορεί να βγει κέρδος από αυτούς. Οι ιδιοκτήτες του μηχανισμού της εργασίας έχουν ορίσει το χρόνο εργασίας, έχουν στήσει τα εργοστάσια και έχουν ορίσει πώς και πάνω σε τι πρέπει οι εργάτες να εργάζονται.

Οι εργάτες πληρώνονται τόσο όσο να μην πεθαίνουν από την πείνα, και όσο να μπορούν να θρέψουν τα παιδιά τους όταν είναι μικρά. Τα παιδιά τους θα πάνε στο σχολείο, για να μπορούν κι αυτά να αρχίσουν να δουλεύουν. Και τα παιδιά των αφεντικών πάνε σχολείο, για να μπορούν κι αυτά να γίνουν αφεντικά όταν μεγαλώσουν.

Η εργασία είναι μια κατάρα. Παράγει ανθρώπους δίχως πνεύμα και ψυχή.
Για να βάλει κανείς τους άλλους να δουλέψουν γι’ αυτόν, θα πρέπει να μην έχει προσωπικότητα. Το ίδιο ισχύει και γι’ αυτόν που πάει να δουλέψει. Πρέπει κανείς να σέρνεται, να κάνει παζάρια, να προδίδει, να εξαπατά και να λέει ψέματα.

Για τους πλούσιους που δεν εργάζονται, η εργασία (των εργατών) είναι το μέσο για να παρέχουν στους εαυτούς τους μιαν εύκολη ζωή. Για τους εργάτες η εργασία είναι ένας ζυγός, μια κακή μοίρα που τους επιβλήθηκε από τη γέννησή τους, κάτι που τους εμποδίζει να ζήσουν με αξιοπρέπεια.

Η ζωή για εμάς θα ξεκινήσει όταν πάψουμε να εργαζόμαστε.

Η εργασία είναι εχθρός της ζωής. Ένας καλός εργάτης είναι ένα ζώο στον ζυγό, με τραχιά μέλη, και ένα βλακώδες και άψυχο βλέμμα.

Ο άνθρωπος όταν αποκτήσει συνείδηση της ζωής, δε θα ξαναδουλέψει.

Δε θα προσποιηθώ ότι λέω στον οποιοδήποτε να παρατήσει τη δουλεία του αύριο το πρωί και μόνο μετά να ψάξει πώς θα συνεχίζει να ζει χωρίς να δουλεύει, νομίζοντας ότι η ζωή του μόλις τώρα ξεκινά. Θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση όποιος το επιχειρήσει. Το να μην εργάζεται κανείς θα έχει σαν αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, να ζει σε βάρος των συντρόφων του. Αν όμως μπορείς να ζήσεις κλέβοντας και πλιατσικολογώντας -όπως λένε οι τίμιοι πολίτες- χωρίς να σε εκμεταλλεύεται ένα αφεντικό, τότε γιατί όχι; Ας μην έχουμε βέβαια την αυταπάτη ότι έτσι μπορεί να λυθεί το πρόβλημα. Η εργασία είναι μια αρρώστια της κοινωνίας. Αυτή η κοινωνία εχθρεύεται τη ζωή, και μόνον καταστρέφοντάς την, και καταστρέφοντας όλες τις κοινωνίες της εργασίας που θα έρθουν μετά -με άλλα λόγια, μόνο με επανάσταση πάνω στην επανάσταση- θα εξαφανιστεί η εργασία.

Μόνο τότε η ζωή -η πλήρης ζωή, η πλούσια ζωή- θα γίνει πραγματικότητα. Ο καθένας θα νιώθει την ανάγκη, από καθαρό ένστικτο, να δημιουργεί. Κάθε άνθρωπος θα είναι δημιουργός και θα παράγει μόνον ό,τι είναι όμορφο και καλό· δηλαδή μόνον ό,τι είναι απαραίτητο. Δε θα υπάρχουν πια άνθρωποι-εργάτες, αλλά μόνο άνθρωποι· ο καθένας μας θα αισθάνεται μια ανθρώπινη ζωτική ανάγκη, μια εσωτερική αναγκαιότητα, να δημιουργεί ό,τι θα καλύπτει -μέσα σε λογικά πλαίσια- τις ζωτικές του ανάγκες. Τότε δε θα υπάρχει παρά ζωή -μια ζωή σπουδαία- καθαρή και συμπαντική. Τα δημιουργικά πάθη θα είναι η ύψιστη ευτυχία μιας ανθρώπινης ζωής χωρίς περιορισμούς, μιας ζωής που δε θα καθορίζεται από την πείνα ή το μισθό, ούτε από το χρόνο ή τον τόπο. Μιας ζωής που δε θα γίνεται θύμα εκμετάλλευσης από παράσιτα.

Η δημιουργία είναι μια έντονη απόλαυση, η εργασία ένα αφόρητο βάσανο.
Υπό τις σημερινές εγκληματικές κοινωνικές σχέσεις κάθε δημιουργία είναι αδύνατη.

Κάθε εργασία είναι εγκληματική.

Να εργάζεσαι σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος, να κάνεις κέρδη, να εκμεταλλεύεσαι. Σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος στις απάτες, στις ατιμίες, στο φενακισμό. Σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος στις πολεμικές προετοιμασίες, σημαίνει να γίνεσαι συμμέτοχος στην δολοφονία ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Η εργασία καταστρέφει τη ζωή.

Αν κατανοήσουμε καλά τα παραπάνω, η ζωή μας θα πάρει ένα άλλο νόημα. Αν αισθανόμαστε μέσα μας μια δημιουργική ορμή, αυτή θα εκφραστεί με την καταστροφή αυτού του αχρείου και εγκληματικού συστήματος. Και αν, λόγω των περιστάσεων, πρέπει να εργαστούμε για να μην πεθάνουμε από την πείνα, οφείλουμε μέσω της εργασίας μας να συμβάλλουμε στη συντριβή του καπιταλισμού.

Όταν δεν εργαζόμαστε για τη συντριβή του καπιταλισμού, εργαζόμαστε για τη συντριβή της ανθρωπότητας.

ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ που εμείς σαμποτάρουμε ενσυνείδητα κάθε καπιταλιστική επιχείρηση. Σε κάθε αφεντικό προξενούμε ζημιές. Εκεί που εμείς, η εξεγερμένη νεολαία, αναγκαζόμαστε να εργαστούμε, οι πρώτες ύλες, οι μηχανές, τα προϊόντα εν τέλει αχρηστεύονται. Ανά πάσα στιγμή ένα γρανάζι μπορεί να φύγει από τη θέση του, τα μαχαίρια και τα ψαλίδια να σπάσουν, τα πιο απαραίτητα εργαλεία να κάνουν φτερά – και παντού διαδίδουμε τρόπους και μέσα σαμποτάζ.

Δε θέλουμε να μας εξοντώσει ο καπιταλισμός. Γι’ αυτό και θα τον εξοντώσουμε εμείς.
Θέλουμε να δημιουργούμε σαν ελεύθεροι άνθρωποι, όχι να δουλεύουμε σα σκλάβοι· γι’ αυτό θα καταστρέψουμε αυτό το σύστημα της σκλαβιάς. Ο καπιταλισμός οφείλει την ύπαρξή του στην εργασία των εργατών· ιδού ο λόγος που δε θέλουμε να είμαστε εργάτες, ιδού γιατί σαμποτάρουμε την εργασία.

_____________
[2] Το γερμανικό κείμενο μπορεί να βρεθεί στην ακόλουθη διεύθυνση:  http://marxists.org/deutsch/archiv/marx-engels/1845/list/flist.htm.

4/4/14

Ζιλ Ντωβέ: κεφάλαιο και κράτος

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος του βιβλίο του Ζιλ Ντωβέ (στο οποίο χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Jean Barrot) με τίτλο Le mouvement communiste (το κομμουνιστικό κίνημα), το οποίο εκδόθηκε από την Champ Libre το 1972. Το παρών κείμενο αναφέρεται κυρίως στον κομμουνισμό, το κεφάλαιο και την σχέση τους με το καπιταλιστικό κράτος.

Κεφάλαιο και Κράτος
του Ζιλ Ντωβέ
μετάφραση: kostav

Καθολη την διάρκεια της εξέλιξης του, ο κομμουνισμός έχει οδηγηθεί να προσδιορίζεται  πρακτικά και θεωρητικά σε σχέση με το καπιταλιστικό κράτος. Το κράτος είναι η κυβέρνηση των ανθρώπων οργανωμένη σε τάξεις και η πολιτική είναι η τέχνη της οργάνωσης των ανθρώπων. Η πολιτική ζωή είναι η αντιπαράθεση και σύγκρουση των κοινωνικών (=ταξικών) συμφερόντων υπό την διεύθυνση του κράτους, δηλαδή ο καθορισμός της οργάνωσης των ανθρώπων (= οι σχέσεις μεταξύ των τάξεων). Στον καπιταλισμό η δημοκρατία είναι ο χώρος πολιτικής συνάντησης των διαφόρων ταξικών συμφερόντων και κοινωνικών ομάδων (ο οικονομικός χώρος συνάντησης είναι η αγορά, όπου ακόμα και αυτά τα στοιχεία τα οποία βρίσκονται εκτός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής υποχρεώνονται να εισέλθουν σε αυτή, μιας και τα πάντα τείνουν να γίνουν ένα προϊόν)[33]. Με την ανάπτυξη του κεφαλαίου δεν υπάρχουν πια θεμελιώδεις κοινωνικές αντιθέσεις και εναντιώσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και ομάδων, οι οποίες να λαμβάνουν χώρα στην πολιτική σφαίρα: α) η αστική τάξη εκκαθαρίζει τα κατάλοιπα των προηγούμενων τάξεων που κατείχαν την ιδιοκτησία μέσω της συγχώνευσης τους, [34] β) η ίδια η αστική τάξη είναι ενωμένη μέσω του συγκεντρωτισμού του κεφαλαίου. Έτσι πλέον υπάρχουν μόνο συγκρούσεις συμφερόντων  μεταξύ των διαφόρων βιομηχανικών και οικονομικών μονοπωλίων, όμως αυτά δεν εναντιώνονται στα ταξικά συμφέροντα (της αστικής τάξης) και το κράτος τα φέρνει σχεδόν αυτόματα σε κάποια μεταξύ τους συνεννόηση και συμφωνία. Η μόνη ταξική εναντίωση βρίσκεται μεταξύ του κεφαλαίου (ενωμένου και παρουσιαζόμενου σχεδόν με ένα ενιαίο πρόσωπο) και του προλεταριάτου [35]. Βέβαια η ένωση της αστικής τάξης δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια τάση, της οποία η ολοκλήρωση είναι αδύνατη λόγω της ύπαρξης του ανταγωνισμού. Αλλά είναι ακριβώς το ίδιο κεφάλαιο, το οποίο φέρνει σε σύγκρουση τα διάφορα μέρη, τα δικά του μέρη, τους εκπροσώπους του, το ένα εναντίον του άλλου. Η πολιτική πλέον δεν αποτελεί ένα πεδίο σύγκρουσης των διαφορετικών τάξεων, αλλά το πεδίο σύγκρουσης των διαφόρων μερών εντός της τάξης των στελεχών του κεφαλαίου.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο καθοριστικός ρόλος της πολιτικής και της δημοκρατίας είναι η παραπλάνηση του προλεταριάτου. Θα  υπάρχουν πάντα πολιτικοί αγώνες οι οποίοι δεν θα μπορούν να περιοριστούν σε αγώνες για κατάληψη της εξουσίας από άτομα και ομάδες, στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφορετικά προγράμματα. Όμως, στην ουσία πρόκειται για διαφορετικές πτυχές του ίδιου βασικού προγράμματος (κάτι το οποίο δεν ίσχυε παλαιότερα, για παράδειγμα στην Γαλλία πριν το 1914, και ειδικά στην αρχή της τρίτης δημοκρατίας, όταν συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις προσπάθησαν να περιορίσουν την οικονομική ανάπτυξη). Και επίσης τα κόμματα απλά τείνουν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους κομμάτια  των προγραμμάτων των υπολοίπων και μετά να παρουσιάζουν ως δικά τους. Αυτή η συνήθεια αναπτύχθηκε κυρίως μετά την κρίση του 1929 και ξανά σε μεγαλύτερο βαθμό μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στην Γαλλία οι αριστερές και δεξιές κυβερνήσεις της δεκατίας του 30' έφεραν και οι δυο τις δικές τους λύσεις για την κρίση: o Laval, μέσω του αποπληθωρισμού (πάγωμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων),και μετά ο Blum μέσω της υποτίμησης και της αύξησης της αγοραστικής δύναμης. Αντίθετα, από το 1945, οι κυβερνήσεις των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών, είτε είναι δεξιές είτε αριστερές, όλες χρησιμοποιούν την ίδια σειρά πολιτικών αντιμετώπισης της κρίσης: η νομισματική πολιτική (έλεγχος του ρευστού της αγοράς), η δημοσιονομική πολιτική (έλεγχος των κρατικών πιστώσεων, πράγμα που  λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψιν και αποτελεί θέμα μεγάλης σημασίας, δεδομένου ότι το κράτος είναι το ίδιο ένας κύριος οικονομικός πιστωτής), και η δημοσιονομική πολιτική χρησιμοποιούνται είτε εναλλάξ ή ταυτόχρονα από όλες τις κυβερνήσεις. Επιπλέον, όπως για την Ευρώπη το κίνημα για την συνταγματική εγκαθίδρυση του έθνους κράτους, τελείωσε το 1870, με τον ίδιο τρόπο, ο α' παγκόσμιος πόλεμος σηματοδότησε στην Ευρώπη για το κεφάλαιο την καταστροφή  των εξωτερικών εμποδίων για την ανάπτυξή του. Από το σημείο αυτό και μετά, το κράτος ήταν πλέον το πρωτεύον μέσο στον έλεγχο και την ενσωμάτωση των παραγωγικών δυνάμεων και στον αγώνα εναντίον των υπολοίπων κρατών, το οποίο βέβαια δεν παρεμπόδιζε τα διάφορα έθνη να ενωθούν εναντίον του προλεταριάτου. Έτσι, αν και η δράση του κράτους θεωρείται και είναι πολιτική, πάνω απ' όλα είναι οικονομική: ο αγώνας κατά της υπερπαραγωγής [36]. Η εθνική ρύθμιση έχει γίνει πολύ περιοριστική: η μόνη δυνατή διάσταση για την κοινωνική ανάπτυξη και βελτίωση είναι πλέον η παγκόσμια.

Το ίδιο το κεφάλαιο εκφράζει αυτή την αντίθεση στην πράξη, μέσω της εναντίωσης του στα εθνικά σύνορα-όρια που περιορίζουν την αξιοποίησή του. Η τάση προς την καταστροφή των εθνικών περιορισμών επιτυγχάνεται μέσω του κομμουνισμού, πάραυτα διαφαίνεται και εντός του καπιταλισμού, όπου και αναπτύσσεται από αυτόν στον βαθμό της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ωστόσο, όπως ακριβώς δεν μπορεί ο ίδιος να καταστείλει την (ανταλλακτική) αξία, έτσι δεν μπορεί και να καταστείλει το έθνος κράτος. Μόνο ο κομμουνισμός παρέχει την δυνατότητα του τερματισμού των εθνικών και φυλετικών αγώνων, και την συμφιλίωση των διαφόρων φυλών και εθνών μεταξύ τους, θέτοντας την ανθρωπότητα (στο σύνολό της) ως το μοναδικό υποκείμενο της ιστορίας [37], χωρίς να αποκλείει τους τυχόν κραδασμούς και δονήσεις κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Έτσι ο κομμουνισμός παρουσιάζεται ως το μέσο για την καταστροφή των εθνικών συνόρων και πολεμάει οποιαδήποτε εθνικιστική εκδήλωση ως αντεπαναστατική [38]. 

Έτσι λοιπόν, η εποχή μας σηματοδοτεί την ολοκλήρωση μιας ολόκληρης εξέλιξης του πολιτικού συστήματος. Στις Ηνωμένες Πολιτείες , στη Γαλλία , στην Αγγλία , οι κλασικές αστικές επαναστάσεις δημιούργησαν ένα (κοινοβουλευτικό) σύστημα αντιπροσώπευσης  από το οποίο αποκλείστηκε ο λαός  (μικροαστική τάξη, απομονωμένη αγρότες, μισθωτοί), αλλά που ένωσε τα συμφέροντα των διαφόρων ομάδων της αστικής τάξης [39].  Η νεοσύστατη καπιταλιστική κοινωνία εξασφάλισε την συνοχή και την επιβολή της [40] μέσω αυτού του μέρους συνάντησης και συμβιβασμού , όπου μια μειοψηφία ίδρυσε την κυριαρχία της πάνω στους υπόλοιπους. Η  αστική τάξη αποτελείται από διαφορετικές ομάδες μερικές εκ των οποίων είναι πολέμιες μεταξύ τους, κάποιες από αυτές τις ομάδες είναι πιο ακραίες (ως προς την ανάπτυξη του κεφαλαίου) και άλλες πιο συντηρητικές (συνδεδεμένες με τις στρώματα της παλιάς εξαφανισμένης φεουδαρχικής τάξης). Δεν είναι αρκετό να καταγγείλουμε τη δημοκρατία , ως την κυβέρνηση της αστικής τάξης, μιας και δεν υπάρχει σε αυτό το πολιτικό σύστημα η δυνατότητα - και η αναγκαιότητα - μιας θεωρητικής και πρακτικής αυτοκριτικής από την αστική τάξη που να μπορεί προοδευτικά να εξαγνίσει τους δεσμούς της με την προηγούμενη κοινωνία. Αυτοί οι δεσμοί ήταν ακόμα πολύ δυνατοί τον 19ο αιώνα στην Γερμανία αλλά και στην Αγγλία και την Γαλλία, εδώ η δημοκρατία διαδραμάτισε έναν προοδευτικό ιστορικό ρόλο [41] : ήταν τα πολιτικά μέσα τα οποία το κεφάλαιο χρησιμοποίησε για την εγκαθίδρυση και την κυριαρχία του στην κοινωνία [42]. Στο τέλος του 19ου αιώνα η τρίτη δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη να υιοθετήσει μια αντικληρική πολιτική για να εξαλειφθούν οριστικά τα κατάλοιπα των μοναρχικών και θρησκευτικών αντιδράσεων. Τα σχολεία αποτέλεσαν ένα από τα βασικότερα όπλα σε αυτόν τον αγώνα, με τους καθηγητές να αντιπροσωπεύουν μια ροπή προς την καπιταλιστική πρόοδο έναντι των ιερέων. Από αυτή την άποψη, το εργατικό κίνημα στήριξε τις προσπάθειες του κεφαλαίου να απαλλαγεί από αυτά τα εμπόδια. Όμως το υποχρεωτικό δημόσιο σχολείο και ο διαχωρισμός του κράτους από την εκκλησία δεν αποτελούν από μόνα τους όργανα της κοινωνικής εξέλιξης, με την ολοκλήρωση αυτών των μεταρρυθμίσεων το καπιταλιστικό σχολείο αποκάλυψε όλα τα σκοτεινά (και τελικώς αντιδραστικά) στοιχεία, όπως για παράδειγμα την διάδοση της εθνικιστικής ιδεολογίας. Πάραυτα αποτελεί γεγονός πως σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο το δημοκρατικό κράτος εκπλήρωσε κάποιες επαναστατικές λειτουργίες [43]. Γι 'αυτό το λόγον ο κομμουνισμός στον 19ο αιώνα, σε ορισμένες φάσεις υποστήριξε τη δημοκρατία, για να διαδραματίσει πλήρως τον καταστροφικό επαναστατικό του ρόλο [44]. Στο σκέλος της επίσημης κυριαρχίας, άσκησε πίεση στο κράτος εναντίον της αστικής τάξης (νόμοι για 10 εργάσιμες ώρες την ημέρα, κ.λπ.). Στο σκέλος της πραγματικής κυριαρχίας, ο εργατικός ρεφορμισμός επιδίωξε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του μια λειτουργία που έχει ήδη εκπληρωθεί από το κράτος, και να ενσωματωθεί ο ίδιος στο κράτος (βιομηχανική νομοθεσία, κ.λπ.), καθιστώντας την δράση του ως αντεπαναστατική.

Έτσι λοιπόν το κεφάλαιο δημιουργεί μια πολιτική σφαίρα διαφορετική από το κράτος των προγενέστερων καθεστώτων, εισάγοντας μια νέα σχέση μεταξύ παραγωγής και κυβέρνησης μεταξύ των οικονομικών παραγόντων και των πολιτικών υποκειμένων. Το σύνολο των συμφερόντων της αστικής τάξης διαφέρει από αυτό της προηγούμενης άρχουσας τάξης, μιας και κυριολεκτικά δεν υπήρχε κανένας αγώνας μεταξύ των γαιοκτημόνων, σε αντίθεση με τους καπιταλιστές που ανταγωνίζονται διαρκώς ο ένας τον άλλο. Έτσι, ήταν απαραίτητη η δημιουργία ενός οργάνου πάνω από την κοινωνία, μιας γραφειοκρατικής και στρατιωτικής μηχανής, η οποία να μπορεί ταυτόχρονα να συμφιλιώσει τα συμφέροντα τους και να διασφαλίσει  τον θρίαμβο της τάξης τους. Η αντεπανάσταση μπόρεσε να παρουσιάσει την δημιουργία ενός κράτους με αυτόνομη δύναμη ως ένα εξοργιστικό και προκλητικό φαινόμενο, αντίθετο στην φύση και στην ισορροπία του προηγούμενου ιεραρχικού συστήματος [45]. Βέβαια αυτή η αρμονική κοινωνική ισορροπία που ταράχτηκε από την επανάσταση ήταν ένα καθαρό ψέμα, μιας και υπήρχαν τάξεις και ταξικοί αγώνες και πριν την αστική επανάσταση, όμως αυτό το ψέμα απέκτησε μια κάποια αξιοπιστία από το γεγονός πως μέχρι τότε η οικονομική και πολιτική διαχείριση δεν ήταν διαχωρισμένες, μιας και οι πλούσιοι είχαν υπάρξει σχεδόν  με έναν φυσικό τρόπο και πολιτικοί άρχοντες. Η εμφάνιση μιας ξεχωριστής πολιτικής σφαίρας ήταν ακριβώς ένα σημάδι αλλαγής, όπως για παράδειγμα ο συνεχώς αυξανόμενος σημαντικός ρόλος των υπουργών στην Αγγλία και την Γαλλία κατά την διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα. Η θέση της πυραμίδας τους βασιλιά με τις ενδιάμεσες παγιωμένες ομάδες, αντικαταστάθηκε από μια  δυαδικότητα (στην εξουσία) αυτή της οικονομικής και της πολιτικής σφαίρας.

Το κράτος λειτουργεί για την σχετικά ειρηνική διευθέτηση των εσωτερικών συγκρούσεων του κεφαλαίου και των αγώνων μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου, όμως όταν χρειάζεται καταφεύγει στις πιο βίαιες μεθόδους [46]. Η φάση κατά την οποία η δημοκρατία υπήρξε επαναστατική χαρακτηρίστηκε από την βία ενάντια στο προλεταριάτο, και τις μη συμμορφωμένες  ομάδες των μικροαστών (1871) και ακόμα και ενάντια στην ίδια την αστική τάξη [47]. Η εναρμόνιση των συμφερόντων του κεφαλαίου, σε σχέση με τον εαυτό του και τους υπόλοιπους, συνδυάζει αυτό που είναι ευρέως γνωστό ως “δημοκρατία” και “δικτατορία” (συμπεριλαμβάνοντας την χρήση συστηματικής και οργανωμένης τρομοκρατίας και σφαγών, όπως για παράδειγμα τον αγώνα εναντίον της κομμούνας). 

Η γενίκευση της μαζικής και μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας από το κεφάλαιο, σήμανε την έναρξη της ολοκληρωτικής κυριαρχίας του πάνω στην κοινωνία. Η πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία λαμβάνει χώρα με την ανάπτυξη της σχετικής υπεραξίας [48]. Από το σημείο αυτό, καθίσταται αναγκαίο να παρατηρηθεί η ανάμειξη των εργατών στις εργασίες τους καθώς στις προσπάθειες τους να ελέγχουν και να διευθύνουν οι ίδιοι την εργασία τους, και ταυτόχρονα τον εξαναγκασμό των εργατών σε ένα συγκεκριμένο είδος και τύπο εργασίας, της οποίας η ένταση και η παραγωγικότητα πρέπει συνεχώς να αυξάνονται (η ανάπτυξη της κατηγορίας των ήμι-ειδικευμένων εργαζομένων και των εργασιών συναρμολόγησης, που διέπονται από την «επιστημονική οργάνωση της εργασίας», που ξεκίνησε μετά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο).

Ταυτόχρονα η οργάνωση της οικονομίας καθίσταται αναγκαία, μιας και είναι γνωστό πως ο καπιταλισμός οργανώνει την παραγωγή ορθολογικά στο επίπεδο της κάθε επιχείρησης [49], όμως ταυτόχρονα οι επιχειρήσεις που αποτελούν την αγορά, δεν αποτελούν ένα αρμονικό σύνολο, και η ισορροπία εγκαθίσταται μόνο μέσω του ανταγωνισμού και της καταστροφής (σε όλες τις πιθανές μορφές: αποθέματα των απούλητων εμπορευμάτων, πτωχεύσεις επιχειρήσεων). Το κεφάλαιο είναι τώρα υποχρεωμένο να οργανώσει την κοινωνία σαν επιχείρηση διότι είναι απαραίτητο να καταπνίξει και να απορροφήσει, τις αντιφάσεις μεταξύ των επιχειρήσεων, καθώς και μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου.

Το κεφάλαιο πλέον δεν υποτάσσει τον εργάτη μόνο εντός της παραγωγής στο εργοστάσιο, αλλά στο σύνολο της ζωής του, έτσι πολεμάει ενάντια στις αυθόρμητες κομμουνιστικές τάσεις των εργατών. Η δράση του (κεφαλαίου) είναι ταυτόχρονα οικονομική, ιδεολογική και πολιτική, αναπτύσσοντας μια εγκεφαλικά αποχαυνωτική μαζική κατανάλωση[50]. Χρησιμοποιεί μια ρητορική προς εξύμνηση του εργάτη και της μισθωτής εργασίας, δημιουργώντας έναν μυθικό κόσμο εργασίας, όπου ο εργάτης είναι ο βασιλιάς, τα “εργατικά” κόμματα διαδραματίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την μυθοποίηση: η μέρα εργασίας ως εθνική εορτή, τα εργατικά φεστιβάλ, η εργατική κουλτούρα, τα οποία ενσωματώνονται εντός των παραδοσιακών μορφών και προσπαθειών της εργατικής έκφρασης, τα οποία και χρονολογούνται από τότε που μερικοί εργάτες είχαν φτάσει σε ένα κάποιο πολιτιστικό επίπεδο (και ίσως, σε κάποιο βαθμό, πολιτιστικής δημιουργίας) , το οποίο  δεν ήταν δυνατό για τους υπόλοιπους εργαζομένους - επειδή πολύ απλά, για παράδειγμα, δεν είχαν την δυνατότητα ανάγνωσης. Έτσι η εργασία και η “αξιοπρέπεια” (των εργατών) εξυμνούνται, ενώ ένα άλλο είδος δράσεων είναι πιθανό και αναγκαίο για την οικονομική και κοινωνική βελτίωση. Οι οργανώσεις του εργατικού κινήματος επίσης ισχυρίζονται πως συνεχίζουν τις προσπάθειες για την την πρόοδο των εργαζομένων όπως και κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, μια προσπάθεια η οποία είναι καθαρά αντιδραστική σήμερα. Η μόνη κοινωνική "πρόοδος", η οποία είναι δυνατόν είναι αυτή όπου όλοι οι εργάτες (και η ανθρωπότητα) δημιουργούν κοινωνικές σχέσεις προσαρμοσμένες στη σύγχρονη κοινωνική ανάπτυξη. Η έκταση αυτής της ιδεολογίας θα μπορούσε να καταδειχτεί εντός του ρεφορμιστικού εργατικού κινήματος, εντός της πιο κτηνώδης αντεπανάστασης (ναζισμός), και εντός της αντεπανάστασης στην Ρωσία και γενικά σε όλες της “σοσιαλιστικές” χώρες, που εξυμνούν το προλεταριάτο και τις προλεταριακές συνθήκες [51]. Αυτό αποτελεί το αντίθετο της κομμουνιστικής θέσης, για την καταστροφή της προλεταριακής συνθήκης, ως μια ξεπερασμένη κοινωνική σχέση. Ο σκοπός του κεφαλαίου είναι να σύρει  και να πνίξει ταυτόχρονα το προλεταριάτο στην ιδεολογία της κατανάλωσης και στην κατανάλωση της ιδεολογίας, ενώ παράλληλα ικανοποιεί και μια οικονομική ανάγκη, αυτή της καταπολέμησης της τάσης για υπερπαραγωγή [52]. Η ανταλλαγή πρέπει να διαδοθεί όσο το δυνατόν περισσότερο, πρόκειται για τον αποικισμό της κοινωνίας από το εμπόρευμα. Όμως στην λειτουργία του το εμπόρευμα είναι μόνο κάτω από την υπηρεσία του κεφαλαίου, οποιαδήποτε καταστροφή και διατάραξη της ηγεμονίας του εμπορεύματος, παρακάμπτεται από την κυριαρχία του κεφαλαίου. Την ίδια στιγμή, το κεφάλαιο χρησιμοποιεί ένοπλα μέσα, όταν αυτό είναι απαραίτητο [53]. Παράλληλα όμως με αυτό, ανασυντάσσει το προλεταριάτο γύρω από το κράτος- έθνος,  αναπτύσσοντας τον εθνικισμό και όλες τις ιδεολογίες ενός εθνικιστικού τύπου (εδώ και πάλι τα “εργατικά” κόμματα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο). Με τον ίδιο τρόπο που κινητοποιεί τους ανθρώπους, ο καπιταλισμός κινητοποιεί της συνειδήσεις τους και επιχειρεί να επιβάλει σε αυτούς μια συγκεκριμένη ιδεολογική βάση.  Εξ ου και η ανάπτυξη μεταξύ των διανοούμενων των μορφών της τραγικής και δυστυχισμένης συνείδησης.

Όμως ένα από τα σημαντικότερα όπλα του κεφαλαίου είναι η δημοκρατική ψευδαίσθηση [54]. Τις περισσότερες φορές, το κεφάλαιο διατηρεί το κοινοβουλευτικό του προσωπείο, βέβαια το κοινοβούλιο υπήρξε πάντα το όργανο των αστών [55]. Η μόνη διαφορά  έγκειται στο ότι στο παρελθόν το κοινοβούλιο πειθαρχούταν από μόνο του, σήμερα τον ρόλο αυτό διαδραματίζει πολύ πιο απλά η κρατική γραφειοκρατεία, μιας και όλες οι ομάδες των αστών [56] (δηλαδή της τάξης που διαχειρίζεται κεφάλαια: είτε κλασική ή κρατική αστική τάξη) κατανοούν το αντικείμενο που πρέπει να πραγματοποιηθεί, δηλαδή την κυριάρχηση και την συμπερίληψη της ανάπτυξης του κεφαλαίου. Αυτό δεν σημαίνει  βέβαια την μη ανάπτυξη του, μιας και το κεφάλαιο είναι δυναμικό εξ ορισμού, αλλά τον έλεγχο της ανάπτυξης του, χρησιμοποιώντας όλα τα οικονομικά και πολιτικά μέσα για την αποφυγή οικονομικών κρίσεων και κομμουνιστικών επαναστάσεων. Το κοινοβούλιο, στερείται οποιασδήποτε πραγματικής ισχύος και χρησιμοποιείται μάλλον αποτελεσματικά, ως μέσο παραπλάνησης. Αποτελεί παράδοξο το γεγονός πως οι περισσότερες από τις χώρες που πραγματοποίησαν τις αστικές τους επαναστάσεις με έναν πρωτότυπο τρόπο (οι “σοσιαλιστικές” χώρες) είτε διατηρούν είτε δημιουργούν όλα τα μέρη της δημοκρατικής μηχανής με τις πιο γελοίες συνθήκες (99% ψήφους υπέρ της κυβέρνησης). Σε ορισμένες χώρες, για ιστορικούς λόγους, η δημοκρατία μπορεί να μην υφίσταται πλέον, ακόμη και ως προσωπείο, δίνοντας χώρο σε "νέα" πολιτικά συστήματα: όπως συνέβη στη Γερμανία και στην Ιταλία στο πλαίσιο του φασισμού. 

Στην πραγματικότητα, η καινοτομία συνίστατο μόνο στην συστηματοποίηση των διαδικασιών που ήδη διεκπεραιώνονταν από το κεφάλαιο κατά τη διάρκεια της "δημοκρατικής" του περιόδου [57]. Ο φασισμός δεν εισήγαγε κάτι καινούργιο στο οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα, ούτε την χρήση της βίας [58] και ακόμα λιγότερο στην ιδεολογία του. Η μόνη καινοτομία του υπήρξε στην οργάνωσης ενός ολόκληρου συνόλου από αντεπαναστατικά μέσα, σε όλα τα επίπεδα (οικονομικά, πολιτικά,...) [59]. Η μόνη πιθανή λύση για το κεφάλαιο είναι η μείωση των αντιφάσεών του, επιτυγχάνοντας την είτε μέσω της βίας (φασισμός), ή μέσω ρεφορμιστικών συμφωνιών των εργαζομένων (λαϊκό μέτωπο). Όμως αυτό είναι κάτι το προσωρινό και στο τέλος το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, και στις δυο περιπτώσεις , η μείωση των αντιφάσεων του συνοδεύεται αναγκαστικά από εθνικισμό και μιλιταρισμό (και τα δυο άνθισαν κάτω από το λαϊκό μέτωπο) και οδηγούν στην προετοιμασία ενός νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου (η διαφορά είναι ότι η Γερμανία θα μπορούσε να προετοιμαστεί για αυτό με ευνοϊκούς όρους). Μετά την πτώση αυτών των φασιστικών χωρών, το 1943 και το 1945, η δημοκρατία παρουσιάστηκε ξανά σε αυτές τις χώρες, ως μια εναλλακτική λύση που επιτρέπει την πρόοδο σε σύγκριση και σχέση με το φασιστικό καθεστώς. Στην πραγματικότητα η ίδια γέννησε αυτά τα συστήματα και ποτέ δεν πολέμησε εναντίον τους [60]. Κατέστησε τον εαυτό της το όργανο της αντιπρολεταριακής βίας και ήταν η πρώτη η οποία ίδρυσε ειδικά σώματα καταστολής εκτός της αστυνομίας και του τακτικού στρατού (Γερμανία 1919). Η δημοκρατία μετά το 1914-1918 χρησιμοποιήθηκε για να :

α) να κάνει το προλεταριάτο να πιστέψει πως το δημοκρατικό-κοινοβουλευτικό πλαίσιο της, θα επέτρεπε μια προοδευτική εξέλιξη προς μια μεγαλύτερη συλλογική ευημερία και προς την εσωτερική και τη διεθνή ειρήνη;

β) να επιτρέψει στις αντεπαναστατικές δυνάμεις να οργανωθούν παράλληλα (φυσικά και ιδεολογικά) με αυτήν, οι οποίες μετά την συνέθλιψαν, μιας και τους ήταν άχρηστη [61].

Έτσι η δημοκρατία ολοκλήρωσε με απόλυτη επιτυχία τον σκοπό της. Αρχικά συνθλίβοντας το προλεταριάτο (φυσικά και ιδεολογικά), και εν συνεχεία όταν πια αυτή θεωρήθηκε ανεπαρκής, η αντεπανάσταση, για την οποία η δημοκρατία ήταν ένα από τα όργανά της, την ξεφορτώθηκε. Μετά την ήττα των φασιστικών χωρών, κυρίως εξαιτίας της σχετική αδυναμία τους σε σύγκριση με τις άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες, η δημοκρατία επανεμφανίστηκε ενώ συμμετείχε ξανά τη συντριβή του προλεταριάτου:

α) κατά την διάρκεια του τελευταίου μέρους του πολέμου οργανώνοντας (με την πλήρη συμμετοχή των εργατικών κομμάτων) εθνικούς αντιγερμανικούς συνασπισμούς στην Γαλλία και στην Ιταλία

β) κατά την διάρκεια της ανοικοδόμησης και της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησαν μετά τον πόλεμο

Σήμερα η υπεράσπιση της δημοκρατίας ενάντια στις “αντιδράσεις” έχει μόνο ένα αντικομμουνιστικό περιεχόμενο [62]. Η μόνη αντίδραση σήμερα είναι το ίδιο το κεφάλαιο, καθώς και αυτό αναπαράγει μετά το 1945 όλα τα δεινά, για τα οποία θα ήθελε να κατηγορήσει μια συγκεκριμένη πολιτική μορφή, ενώ αυτά αποτελούν το περιεχόμενο της δικτατορίας του κεφαλαίου κατά την πραγματική κυριαρχία του (μιλιταρισμός , συνεχείς πόλεμοι, απόβλητα και ρύποι,  σφαγές, δυστυχία, μαζική πείνα , κλπ) [63]. Η δημοκρατία δεν είναι τίποτα περισσότερο από  μέρος της αντεπανάστασης, μια κάλυψη που χρησιμοποιείται παράλληλα με την πιο άγρια δικτατορία [64]. Δεν είναι ένα ιδεολογικό αλλά ένα πρακτικό φαινόμενο, αν υπήρξε τόσο επιτυχημένο μετά το 1945, αυτό συνέβη λόγω του ότι οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ευρώπη ήταν η ειρήνη και η  ευημερία, μιας και όλες οι μεγάλης κλίμακας κοινωνικές και πολιτικές ταραχές συνέβαιναν έξω από την δυτική Ευρώπη. Με τον ίδιο τρόπο, αν ο αντεπαναστατικός χαρακτήρα της αρχίζει πάλι τώρα να εμφανίζεται, αυτό συμβαίνει μιας και οι πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις εμφανίζονται, υποχρεώνοντας την να αποκαλύψει  το κατασταλτικό της πρόσωπο : το κεφάλαιο αναγκάζεται να γίνονται ολοένα και πιο ολοκληρωτικό, διότι πρέπει να περιλαμβάνει και να περικλείει όλα τα μέρη της κοινωνίας της [65].


Σημειώσεις:

[33]. Marx, Fondements de la critique de l'économie politique (Ebauche de 1857-1858), En annexe : travaux des années 1850-1859, Trad. Par R. Dangeville, Anthropos, 1967. κεφ.. II, σελ. 1-65 

[34]. "H αστική τάξη (...) τελικώς απορροφά όλες τις τάξεις που κατέχουν την ιδιοκτησία και πραγματώνει την ύπαρξή της" (Marx & Engels, The German Ideology, MECW κεφ. 5 σελ. 77).

[35]. Le 18 Brumaire, dans Marx Les Luttes de classes en France (1848-1850), Ed. Sociales, 1948, σελ. 255-256.

[36]. Letter of Engels to Schmidt, 27 October 1890, Selected Correspondence. Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1957. σελ 500-507.

[37]. Η επανοικειοποίηση των συνθηκών της ζωής μπορεί να είναι μόνο παγκόσμια, καθολική: (Marx & Engels, The German Ideology, MECW κεφ. 5, σελ. 87 (?)).

[38]. Ιd., σελ. 73 (?). Ενώ πίεζε το κίνημα του σχηματισμού του κράτους έθνους, ο κομμουνισμός προετοίμαζε το επόμενο στάδιο: “αναγνωρίζοντας πως δεν έχει καμία πατρίδα, η διεθνής στοχεύει στην ένωση της ανθρωπότητας (...) είναι ενάντια στο σύνθημα της εθνικότητας, μιας και αυτή έχει την τάση να χωρίζει τους λαούς” (Marx and Engels, eέκθεση για τη συνεδρίαση του γενικού Συμβουλίου του Α.Ι.Τ., 25 July 1871,) Δεν υπάρχει κάποια αντίφαση μεταξύ των θέσεων σχετικά με τη σύσταση των εθνικών κρατών, όταν αυτά αποτελούν ιστορική πρόοδο, και της αρχή σύμφωνα με την οποία το προλεταριάτο δεν έχει πατρίδα (Marx & Engels, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, στον Μαρξ, Οι επαναστάσεις του 1848, Penguin 1973., σελ. 84-5 (?) και το σχόλιο που γίνεται στην κριτική του προγράμματος Gotha).

[39] . Σχετικά με την αστική τάξη και το κράτος μετά την γαλλική επανάσταση, The Holy Family. MECW κεφ. 4 σελ 123-4 (?), και Marx & Engels, The German Ideology, MECW κεφ. 5, σελ. 89 (?).

[40]. Γιαυτήν την ενότητα βλέπε Marx & Engels, The Holy Family. MECW κεφ. 4., σελ 120-21 (?).

[41]. Marx, Engels, La Nouvelle Gazette Rhénane., t.1, 1er juin-5 septembre 1848, Tra., introduction et notes par L. Netter, Ed. Sociales, 1963, passim.

[42]. "Οτιδήποτε συγκεντρώνει την αστική τάξη είναι φυσικά επωφελής για τους εργαζόμενους." (Letter of Marx to Engels, 27 July 1866. Marx & Engels, Selected Correspondence, Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1957 σελ.221).

[43]. Yet since 1845, Marx and Engels affirmed that the "independence of the state" exists only in the backward countries : "The most perfect example of the modern state is North America." (Marx & Engels, The German Ideology, MECW κεφ. 5. σελ 90.)

[44]. Το συμφέρον της αστικής τάξης σε αυτό το θέμα είναι μερικές φορές αντιφατικό: 18th Brumaire στο Marx Les Luttes de classes en France (1848-1850), Ed. Sociales, 1948, σελ 200, 236, 254. Εκτός αυτού, η κομμουνιστικό θέση είναι πάντα η προετοιμασία για το απώτερο στάδιο, και με έναν αγώνα εναντίον του έθνους και του εθνικού κράτους: “Η εργατική τάξη από μόνη της αποτελεί μια πραγματική ενεργό δύναμη της αντίστασης ενάντια στις εθνικές αυταπάτες" (letter of Marx to Engels, 3 August 1870, Marx, Engels, La Commune de 1871, Lettres et déclarations pour la plupart inédites, Trad. et présentation de R. Dangeville, U.G.E., 1970. σελ. 49).

[45]. “Η αστική τάξη καταργεί το φυσικό κράτος για να δημιουργήσει ένα κράτος που θα ανήκει σε αυτήν” (Marx, Engels, L'Idéologie allemande. Présentée et annotée par G. Badia, Ed. Sociales, 1968., σελ. 381.)

[46]. In June 1848, cf. Marx, Engels, Écrits militaires, Violence et constitution des Etats européens modernes, Trad. et présenté par R. Dangeville, L'Herne, 1970., σελ 199-219"Ο λαός δεν υποψιαζόταν πως οι πολεμικές μέθοδοι που δοκιμάστηκαν στην Αλγερία θα εφαρμοζόντουσαν τελικώς και στο Παρίσι" (σελ. 204).

[47]. Le 18 Brumaire, in Marx Les Luttes de classes en France (1848-1850), Ed. Sociales, 1948, pp, 180-181.

[48]. Fondements de la critique de l'économie politique (Ebauche de 1857-1858), En annexe : travaux des années 1850-1859, Trad. Par R. Dangeville, Anthropos, 1968., κεφ.. II, σελ. 86 on "regimentation" in production (also σελ 89-90).

[49]. Cf. the summary of Capital by Engels in Engels, Pour comprendre "Le Capital", Suivi de deux études de F. Mehring et R. Luxembourg sur le "Capital", Ed. Gît-le-coeur, s.d., σελ 57-58.

[50]. Fondements de la critique de l'économie politique (Ebauche de 1857-1858), En annexe : travaux des années 1850-1859, Trad. Par R. Dangeville, Anthropos, 1967. κεφ.. I, σελ 236-237.

[51]. Letter from Marx to Engels, 12 June 1863, Marx & Engels, Selected Correspondence, Lawrence & Wishart, 1934 VII, σελ 151-2.

[52]. Marx, Fondements de la critique de l'économie politique (Ebauche de 1857-1858), En annexe : travaux des années 1850-1859, Trad. Par R. Dangeville, Anthropos, σελ 368-371.

[53]. Σχετικά με τον ρόλο της βίας και τις φάσεις του καπιταλισμού, Marx, Engels, Écrits militaires, Violence et constitution des Etats européens modernes, Trad. et présenté par R. Dangeville, L'Herne, 1970., Introduction, σελ 16 17 και 23 24.

[54]. Le fil du temps, νούμερο 8, σελ. 27.

[55]. Αναφορικά με τον “κοινοβουλευτική ηλιθιότητα”, The 18th Brumaire of Louis Bonaparte, στο Marx Surveys From Exile, Penguin. 1973, σελ 210-211.

[56]. "Το κράτος δεν είναι τίποτα άλλο από την οργανωμένη συλλογική δύναμη των τάξεων της ιδιοκτησίας (...)” (Engels, The Housing Question., Martin Lawrence. n.d., σελ. 71).

[57].Βλέπε την περιγραφή της Société du Dix-Décembre (Bonapartist), The 18th Brumaire of Louis Bonaparte, στο Marx Surveys From Exile, Penguin. 1973, σελ 220-222.

[58]. Σχετικά με τον Ιούνιο του 1848, ο Μαρξ μιλάει για «πόλεμο εξόντωσης» εις βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι ανακηρύχθηκαν ως «εχθρούς της κοινωνίας»(Marx Les Luttes de classes en France (1848-1850), Ed. Sociales, 1948, σελ 142-143).

[59]. Communisme et fascisme, Ed. Programme communiste, 1970 (κείμενα της P.C. italien, 1921-1924).

[60]. Για την Ισπανία βλέπε κείμενα στην Invariance, σελ. 7 και 8, και διάφορα κείμενα (1936-1938) στο Bilan, περιοδικό της κομμουνιστικής αριστεράς.

[61]. "Le σελ.C. d'Italie face à l'offensive fasciste (1921-1924)", Programme communiste, σελ. 45 -50.

[62]. Thèses de la gauche communiste (1945), Invariance, no 9, σελ 24-30.

[63]. Βλέπε για παράδειγμα "Le nouveau statut des entreprises d'Etat en Russie" (1965), Programme communiste, σελ. 35.

[64]. "Οτιδήποτε ήταν αντιδραστικό συμπεριφέρεται σαν δημοκρατικό" (γράμματα του Engels στην Bebel, 11 December 1884), (Marx & Engels, Selected Correspondence. Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1957., σελ. 456).

[65]. “Σε κάθε περίπτωση, μοναδικός αντίπαλος μας για την ημέρα της κρίσης και την επόμενη ημέρα μετά την κρίση θα είναι το σύνολο της αντίδρασης, το οποίο θα συγκεντρωθεί γύρω από την πραγματική δημοκρατία, και αυτό, νομίζω, δεν θα πρέπει να ξεχάσει ....” (Marx & Engels, Selected Correspondence. Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1957. σελ.457.)

6/3/14

Μπολσεβικισμός και Σταλινισμός

Το παρών άρθρο αρχικά δημοσιεύτηκε στην έκδοση του Politics Vol. 4 - no. 2 - Mar/Apr 1947, ενώ συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο του Ματίκ: "Αντιμπολσεβίκικος Κομμουνισμός" το 1978. Στο άρθρο ο Ματίκ αναλύει “τις σαθρές διαφορές ανάμεσα στις ιδεολογίες του σταλινισμού και του τροτσκισμού” και το γιατί “το ίδιο το παρελθόν και οι θεωρίες του Τρότσκι” και ο ρόλος του στην δημιουργία του ρώσικου καθεστώτος “καταδίκασε τον τροτσκισμό να παραμένει απλά ο πόλος έλξης των αποτυχημένων μπολσεβίκων”.


Μπολσεβικισμός και Σταλινισμός

του Πολ Ματίκ
μετάφραση kostav


Ο υποτιθέμενος σκοπός της βιογραφίας του Στάλιν [1] από τον Τρότσκι  είναι να καταδείξει το: “πως μια τέτοια προσωπικότητα δημιουργήθηκε και πως ανήλθε στην εξουσία σφετεριζόμενος το δικαίωμα ενός τόσο σημαντικού ρόλου.” Ο πραγματικός σκοπός όμως του βιβλίου είναι να δείξει γιατί ο Τρότσκι έχασε αυτήν την θέση εξουσίας που προσωρινά κατείχε και γιατί έπρεπε αυτός και όχι ο Στάλιν να διαδεχθεί τον Λένιν. Πριν τον θάνατο του Λένιν προϋπαντούσαμε παντού “ τον Λένιν και τον Τρότσκι”, ενώ το όνομα του Στάλιν βρισκόταν στο τέλος οποιασδήποτε λίστας με εξέχοντες Μπολσεβίκους. Μάλιστα κάποια φορά ο Λένιν ζήτησε να μπει η υπογραφή του μετά από αυτήν του Τρότσκι. Εν συντομία το βιβλίο εξηγεί γιατί ο Τρότσκι θεωρούσε “πως ήταν ο φυσικός διάδοχος του Λένιν” και ως αποτέλεσμα είναι μια βιογραφία και του Στάλιν και του Τρότσκι.

Βέβαια, σε κάθε καινούργια αρχή μπορούμε να διακρίνουμε μόνο λίγα πράγματα από την συνολική εικόνα και έτσι ο μπολσεβικισμός του Λένιν και του Τρότσκι διαφέρει από αυτόν του Στάλιν όσο διέφερε η πολιτική τρομοκρατίας του Χίτλερ το 1933 με αυτή που ακολούθησε ο ναζισμός στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Το γεγονός πως δεν υπάρχει κάτι στις τακτικές και γενικότερες πολιτικές του Στάλιν, που να μην συμπεριλαμβάνεται σε αυτές των Λένιν και Τρότσκι είναι κάτι που αποδεικνύεται και από τα πρώτα γραπτά του Τρότσκι [2]. Για παράδειγμα ο Τρότσκι, όπως και ο Στάλιν, εισήγαγε την καταναγκαστική εργασία ως “σοσιαλιστικό θεσμό και αρχή”. Μιας και ήταν και αυτός πεπεισμένος πως “κανένας πραγματικός σοσιαλιστής δεν θα έφερνε την οποιαδήποτε αντίρρηση στο δικαίωμα του εργατικού κράτους, να απλώνει τα χέρια του πάνω σε οποιονδήποτε εργάτη δεν δεχόταν να εκτελέσει την προκαθορισμένη για αυτόν εργασία”, επίσης ήταν ο Τρότσκι ο οποίος υπέδειξε πρώτος τον “σοσιαλιστικό” χαρακτήρα της ανισότητας. Σύμφωνα με τον Τρότσκι: “Οι εργάτες οι οποίοι προσφέρουν περισσότερα για το κοινό καλό από τους υπόλοιπους έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν μεγαλύτερη αμοιβή από τους υπόλοιπους απρόσεκτους,τεμπέληδες και ανοργάνωτους”. Υποστήριζε επίσης πως έπρεπε να γίνει οτιδήποτε ήταν απαραίτητο για την “ενίσχυση της ανάπτυξης του πνεύματος της αντιπαλότητας στη σφαίρα της παραγωγής”. Βέβαια όλα αυτά βαφτίζονταν ως οι “σοσιαλιστικές αρχές” της “περιόδου του μετασχηματισμού”, κάτι το οποίο υπαγορευόταν από τις αντικειμενικές δυσκολίες στον δρόμο της πλήρης κοινωνικοποίησης. Δεν ήταν κάποια επιθυμία αλλά η ανάγκη για ενδυνάμωση της κομματικής δικτατορίας μέχρις ότου αυτή μας οδηγούσε στην εξάλειψη όλων αυτών των ελευθεριών, οι οποίες με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, είχαν αναπτυχθεί από το αστικό κράτος. Ωστόσο, και ο Στάλιν, επίσης, μπορούσε και υποδήλωνε διαρκώς ως δικαιολογία για τις πολιτικές του αυτή την ιστορική αναγκαιότητα της κομματικής δικτατορίας.

Για να μπορέσει να βρει άλλα επιχειρήματα εναντίον του σταλινισμού πέραν της προσωπικής του αντιπάθειας προς έναν διεκδικητή στους εσωκομματικούς αγώνες για κατάληψη τς εξουσίας, ο Τρότσκι έπρεπε να ανακαλύψει και να κατασκευάσει πολιτικές διαφορές μεταξύ του ίδιου και του Στάλιν, και μεταξύ του Στάλιν και του Λένιν, έτσι ώστε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του, πως χωρίς τον Στάλιν τα πράγματα θα έπαιρναν άλλη τροπή στην Ρωσία και πέραν αυτής.

Βέβαια δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν “θεωρητικές” διαφορές μεταξύ του Λένιν και του Στάλιν, μιας και το μόνο θεωρητικό έργο του δεύτερου είχε εμπνευστεί και επιμεληθεί από τον ίδιο τον Λένιν.

Και αν η λαχτάρα και η φύση του Στάλιν ήταν που τροφοδότησε και έβαλε εμπρός τον συγκεντρωτικό κομματικό μηχανισμό, ήταν ο Λένιν ο οποίος κατασκεύασε αυτόν τον τέλειο μηχανισμό για λογαριασμό (τελικά) του Στάλιν, έτσι ούτε σε αυτό το σημείο μπορούσαν να αναδειχτούν κάποιες πραγματικές διαφορές μεταξύ των δύο. Για την ακρίβεια όσο καιρό ο Λένιν ήταν πολιτικά ενεργός, ο Στάλιν δεν αποτελούσε απολύτως κανένα πρόβλημα για αυτόν, ωστόσο μπορεί να αποτελούσε ενόχληση για “τον υπ'αριθμόν δύο μπολσεβίκο”.

Παρόλα αυτά, για να μπορέσει ο Τρότσκι να εξηγήσει την “σοβιετική παρέκκλιση/λοξοδρόμηση”, έπρεπε να υπάρχει μια διαφορά μεταξύ λενινισμού και σταλινισμού, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, πως μια τέτοια παρέκκλιση όντως υπήρχε. Για το συγκεκριμένο, ο Τρότσκι είχε επιδείξει διάφορες ιδέες για το πότε και πως ακριβώς αυτό συνέβη, αλλά στην βιογραφία του για τον Στάλιν αγνοεί να απαντήσει στο ουσιαστικό αυτό ερώτημα και κυρίως στο πότε αυτή η παρέκκλιση άρχισε να δημιουργείται, και απλά δηλώνοντας αόριστα πως ήταν κάτι που είχε να κάνει με “τα αυξανόμενα προνόμια και εξουσίες που δινόντουσαν στην γραφειοκρατία”. Ωστόσο αυτό μας πηγαίνει πίσω στην πρώιμη περίοδο της μπολσεβίκικης δικτατορίας, κατά την ο οποία ο Λένιν και ο Τρότσκι ήταν αυτοί που δημιούργησαν την κρατική γραφειοκρατεία και αύξησαν την αποτελεσματικότητα της αυξάνοντας τα προνόμια και τις εξουσίες της.


Ανταγωνιστές για την εξουσία

Το γεγονός πως οι ατέλειωτοι αγώνες για την κατάληψη της εξουσίας διεξάγονταν ανοικτά μόνο μετά τον θάνατο του Λένιν, συνιστά κάτι διαφορετικό από κάποια σοβιετική παρέκκλιση. Δείχνει ξεκάθαρα πως ήδη από εκείνη την περίοδο το μπολσεβίκικο κράτος ήταν αρκετά δυνατό να παραβλέψει και να εκτοπίσει τόσο τον ρώσικο λαό όσο και την διεθνή αστική τάξη. Η ανάπτυξη της γραφειοκρατίας επέφερε και την αίσθηση πως η Ρωσία πια ήταν δική τους, ο αγώνας για την κατάληψη των καρπών της επανάστασης, έμπαινε πλέον σε ένα πιο γενικό και σοβαρό επίπεδο.

Όλοι οι ανταγωνιστές σε αυτόν τον αγώνα υποδήλωναν την ανάγκη για δικτατορία λόγω των μη επιλυμένων εσωτερικών ζητημάτων μεταξύ “εργατών” και “αγροτών”, της δυσχερής οικονομικής και τεχνολογικής κατάστασης που βρισκόταν η χώρα και του συνεχούς κινδύνου κάποιας εξωτερικής παρέμβασης/επίθεσης. Όμως σχετικά με το ποιες θα ήταν εσωτερικές δομές της δικτατορίας, όλα τα σενάρια ήταν πιθανά. Εντός αυτού του αγώνα για την εξουσία η αναπτυσσόμενη άρχουσα τάξη ανέπτυξε και εξέφρασε ποικίλες πολιτικές προτάσεις για τα ζητήματα των αγροτών, των συμβουλίων των βιομηχανικών εργατών, και ενός δυνητικού διεθνιστικού ανοίγματος. Διάφορες θεωρίες αντιπαρατέθηκαν μεταξύ τους σχετικά με τις εκτιμήσεις της αγροτικής κατάστασης, την σχέση μεταξύ γραφειοκρατίας και επανάστασης, το ζήτημα του κόμματος κλπ. με αποκορύφωμα την διαμάχη μεταξύ Στάλιν και Τρότσκι και των θεωριών τους για “την διαρκή επανάσταση” και  “τον σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα”.

Είναι αρκετά πιθανό πως όλοι οι συμμετέχοντες πίστευαν στις θεωρίες και τα επιχειρήματά τους, όμως πέραν των θεωρητικών διαφοροποιήσεων τους, σε πρακτικό επίπεδο όλοι ενεργούσαν με τον ίδιο τρόπο, για να μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις προσωπικές τους ανάγκες και φιλοδοξίες, και στην ουσία εξέφραζαν πανομοιότυπα πράγματα με διαφορετικούς όρους. Εάν ο Τρότσκι έβγαινε στο προσκήνιο  και επιζητούσε την εξουσία -σε όλα τα επίπεδα για την ακρίβεια- το έκανε για να υπερασπιστεί την πατρίδα. Όμως και ο Στάλιν: “ελκόταν από την εξουσία και έβγαινε στο προσκήνιο, επειδή για πρώτη φορά θα του δινόταν η ευκαιρία να δουλέψει με τον πιο ολοκληρωμένο διοικητικό μηχανισμό, αυτόν της πολεμικής μηχανής”, για την οποία παρεμπιπτόντως ο Τρότσκι έδινε όλα τα εύσημα στον εαυτό του. Εάν η αιματοβαμμένη καταστολή της Επανάστασης της Κροστάνδης αποτελούσε μια “τραγική αναγκαιότητα”, η σταλινική καταστολή του γεωργιανού απελευθερωτικού κινήματος  αποτελούσε “μια μεγάλη και ένδοξη ρωσοποίηση ενός έθνους μέσω της καταπάτησης των δικαιωμάτων του του ίδιου του λαού του”. Και με τον ίδιο τρόπο, οι όποιες προτάσεις γινόντουσαν από τον Τρότσκι αποκαλούνταν λάθος και αντεπαναστατικές από τους μπράβους του Στάλιν, ενώ όταν γινόντουσαν από τον Στάλιν αποτελούσαν μια ακόμη απόδειξη της σοφίας του μεγάλου ηγέτη, και αντίστοιχα υποδέχονταν τις απόψεις και τις προτάσεις τους οι μπράβοι και υποστηρικτές του Τρότσκι.

Για να κατανοήσουμε τον μπολσεβικισμό και υπό μια στενότερη έννοια τον σταλινισμό, δεν είναι αρκετό απλά να παρακολουθήσουμε τις υπερφίαλες και συνήθως ανόητες αντιπαραθέσεις του Στάλιν με τον Τρότσκι. Έτσι και αλλιώς, η ρώσικη επανάσταση δεν περιέχει μόνο το μπολσεβίκικο κόμμα. Δεν ξεκίνησε καν από κάποιο οργανωμένο πολιτικό κόμμα, αλλά  από την αυθόρμητη αντίδραση των μαζών υπό την κατάρρευση ενός ήδη επισφαλούς οικονομικού συστήματος στον απόηχο της στρατιωτικής ήττας. Οι αναταραχές του Φλεβάρη “ξεκίνησαν” από εκρήξεις πείνας σε εμπορικά μαγαζιά, με απεργίες και διαδηλώσεις στα εργοστάσια και με αυθόρμητες εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς τους διαδηλωτές εναντίον των στρατιωτών. Όμως όλα τα αυθόρμητα κινήματα στην σύγχρονη ιστορία συνοδεύτηκαν από οργανωμένες δυνάμεις. Όταν η κατάρρευση του τσαρισμού ήταν πια αναπόφευκτη, διάφορες οργανώσεις βγήκαν στο προσκήνιο με ξεκάθαρους πολιτικούς σκοπούς και προγράμματα.

Εάν πριν την επανάσταση ο Λένιν είχε υποδείξει την οργάνωση έναντι του αυθορμητισμού, αυτό συνέβαινε λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στην Ρωσία, οι οποίες πρόσδιδαν στα αυθόρμητα κινήματα έναν “οπισθοδρομικό” χαρακτήρα. Ακόμα και τα πιο ανεπτυγμένα πολιτικά κόμματα προσέφεραν μόνο ένα περιορισμένο πρόγραμμα, οι βιομηχανικοί εργάτες επιζητούσαν ρεφορμιστικές αλλαγές κοινές με αυτές που επικρατούσαν στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Η μικροαστική τάξη και όλοι οι σημαντικοί καπιταλιστές θέλανε μια δυτική αστική δημοκρατία. Οι αγρότες επιζητούσαν γη υπό μια καπιταλιστική γεωργική οργάνωση. Αν και προοδευτικά για την τσαρική Ρωσία, αυτά τα αιτήματα μετουσίωναν μόνο μια αστική επανάσταση.

Η νέα φιλελεύθερη κυβέρνηση του Φλεβάρη επιχείρησε να συνεχίσει τον πόλεμο. Όμως οι μάζες επαναστατούσαν ακριβώς ενάντια σε αυτές τις πολεμικές συνθήκες και καταστάσεις. Όλες οι υποσχέσεις που δόθηκαν εκείνη την εποχή για αλλαγές εντός των υπαρχόντων ιμπεριαλιστικών συσχετισμών της εξουσίας δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, και δεν υπήρχε κανένας τρόπος για την κυβέρνηση να κατευθύνει τις λαϊκές μάζες προς την κατεύθυνση που ήθελε. Στις νέες εξεγέρσεις οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να καταλάβουν την εξουσία αλλά όχι μέσω κάποιας δεύτερης επανάστασης, αλλά μέσω μιας επιβαλλόμενης αλλαγής στην κυβέρνηση. Η κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους κατέστη δυνατή λόγω της δυσαρέσκειας και αδιαφορίας που επιδείκνυαν οι λαϊκές μάζες προς την υπάρχουσα κυβέρνηση. Το πραξικόπημα του Οκτώβρη, όπως ανέφερε ο Λένιν: “ήταν ευκολότερο και από το να σηκώσεις ένα φύλο”. Η τελική νίκη: “ήταν προδιαγεγραμμένη … ούτε ένα τάγμα δεν προσπάθησε να υπερασπιστεί την ρώσικη δημοκρατία … Ο αγώνας για την κατάληψη της απόλυτης εξουσίας πάνω σε μια αυτοκρατορία που καταλάμβανε το 1/6 του παγκόσμιου χάρτη, διαδραματίστηκε μεταξύ δυο εκπληκτικά μικρών δυνάμεων, τόσο στις επαρχίες όσο και στα δυο μεγάλα αστικά κέντρα”.

Οι μπολσεβίκοι δεν προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τις παλιές συνθήκες με σκοπό να τις αλλάξουν, αλλά καρπώθηκαν οι ίδιοι τους καρπούς αυτής της αυθόρμητης και εννοιολογικά “οπισθοδρομικής” επανάστασης: το τέλος του πολέμου, τον εργατικό έλεγχο των εργοστασίων, την απαλλοτρίωσης της γης και των μέσων παραγωγής της άρχουσας τάξης. Και έτσι παρέμειναν στην εξουσία. Τα προεπαναστατικά αιτήματα των ρώσικων μαζών ήταν οπισθοδρομικά για δύο λόγους: Ήταν αιτήματα καπιταλιστικού τύπου που παρέπεμπαν στις πιο καπιταλιστικά εξελιγμένες δυτικές χώρες και επίσης λόγω των υπαρχόντων παγκόσμιων συνθηκών δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στην Ρωσία. Εκείνη την περίοδο που η διαδικασία συγκεντρωτισμού του -πλέον- παγκόσμιου καπιταλισμού είχε επιφέρει μια πολύ συγκεκριμένη μορφή στην αστική δημοκρατία, δεν ήταν πια δυνατόν αυτή να σχηματιστεί από την αρχή στην Ρωσία. Εάν η επιζητούμενη από τα πλήθη δημοκρατία ήταν αδύνατον να επιτευχθεί, το ίδιο ίσχυε και για τις μεταρρυθμίσεις στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής μέσω μιας κοινωνικής νομοθεσίας και της ύπαρξης συνδικαλιστικών φορέων. Ενώ και η καπιταλιστική γεωργία είχε ξεπεράσει πλέον το στάδιο της φεουδαρχίας και κατευθυνόταν προς μια καπιταλιστική αγορά μέσω της εκβιομηχάνισης της γεωργίας και την επακόλουθη ενσωμάτωση της στη συγκεντρωτική διαδικασία του κεφαλαίου.


Οι μπολσεβίκοι και ο αυθορμητισμός των μαζών

Οι μπολσεβίκοι δεν δήλωναν υπαίτιοι για την επανάσταση. Έδωσαν όλα τα εύσημα στα αυθόρμητα κινήματα. Βέβαια, υποδήλωναν το πασιφανές γεγονός πως η  προηγούμενη ιστορία της Ρωσίας, η οποία περιλάμβανε και το μπολσεβίκικο κόμμα, είχε δημιουργήσει μια κάποια επαναστατική συνείδηση στις ανοργάνωτες μάζες, και υποστήριζαν πως χωρίς την ηγεσία τους η ιστορία της ρωσικής επανάστασης θα ήταν τελείως διαφορετική και πιθανότητα θα κατέληγε σε κάποια αντεπανάσταση. “Αν δεν είχαν καταλάβει οι μπολσεβίκοι την εξουσία” έγραφε ο Τρότσκι “ο κόσμος θα είχε μια ρώσικη λέξη για τον φασισμό 5 χρόνια πριν από αυτήν την Ρώμης”.

Όμως οι προσπάθειες αντεπανάστασης από τις παραδοσιακές δυνάμεις δεν απέτυχαν λόγω κάποιας συνειδητής κατεύθυνσης των αυθόρμητων κινημάτων, μέσω κάποιας “ενορατικότητας του Λένιν που προέβλεψε σωστά τα γεγονότα”, αλλά λόγω του ότι αυτά τα κινήματα δεν θα μπορούσαν να εκτραπούν από τον ίδιο τους τον σκοπό (την επανάσταση).

Εάν κάποιος θα ήθελε να χρησιμοποιήσει τον όρο “αντεπανάσταση” στην Ρωσία του 1917 πιθανόν αυτός να έπρεπε να αποδοθεί στην ίδια την επανάσταση, και στην ευκαιρία που έδωσε στους μπολσεβίκους να επαναφέρουν ένα κεντρικό και συγκεντρωτικό σύστημα για την διαιώνιση του καπιταλιστικού ζυγού και του αποκλεισμού των εργατών από τα μέσα παραγωγής και την επακόλουθη αποκατάσταση της Ρωσίας ως ιμπεριαλιστική δύναμη. Κατά την διάρκεια της επανάστασης οι στόχοι και τα συμφέροντα των εξεγερμένων μαζών και των μπολσεβίκων συνέκλιναν σε αξιοσημείωτο βαθμό. Πέραν αυτής προσωρινής σύμπνοιας στους στόχους, υπήρχε επίσης και ένας έντονος δεσμός μεταξύ των εγχειρημάτων κοινωνικοποίησης των μπολσεβίκων και των δράσεων των αυθόρμητων κινημάτων. Πολύ “οπισθοδρομικός” για τον σοσιαλισμό και πολύ “αναπτυγμένος” για τον φιλελεύθερο καπιταλισμό, η επανάσταση λοιπόν μπορούσε να καταλήξει μόνο σε μια καπιταλιστική μορφή, την οποία οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν πρώιμο στάδιο του σοσιαλισμού, τον κρατικό καπιταλισμό.

Θέτοντας τους εαυτούς τους στο πλευρό των αυθόρμητων μαζών οι μπολσεβίκοι δεν μπορούσαν να  επιβάλλουν τον κερδισμένο έλεγχο που είχαν πάνω σε αυτό το κίνημα όταν αυτό πέρασε στην διαδικασία υλοποίησης των στόχων του. Υπήρχαν πάρα πολλές διαφορετικές περιοχές με διαφορετικές τακτικές και πρακτικές για την επίτευξη των στόχων τους. Διαφορετικές αγροτικές κοινότητες κατάφεραν, ή απέτυχαν, να ικανοποιήσουν τις διαφορετικές ανάγκες και στόχους τους. Τα συμφέροντα τους όμως δεν είχαν καμία σύνδεση με αυτά του προλεταριάτου. Η ίδια η εργατική τάξη ήταν χωρισμένη σε διάφορες ομάδες με διαφορετικές ανάγκες, και γενικά σχέδια. Οι μικροαστοί είχαν να λύσουν τα δικά τους προβλήματα. Εν συντομία, υπήρχε μια αυθόρμητη συμμαχία εναντίον του τσαρισμού και του πολέμου, αλλά αντιθέτως δεν υπήρχε καμία ενότητα και συμφωνία στους στόχους (της επανάστασης) και στις μελλοντικές πολιτικές. Δεν ήταν δύσκολο για τους μπολσεβίκους να χρησιμοποιήσουν αυτούς τους διαχωρισμούς για να δημιουργήσουν την δική τους εξουσία, η οποία τελικώς έγινε δυνατότερη από το σύνολο της κοινωνίας μιας και αυτή ποτέ δεν αντιμετώπισε τον εαυτό της ως σύνολο.

Όπως και οι υπόλοιπες ομάδες που εισχώρησαν στην επανάσταση, έτσι και οι μπολσεβίκοι επιδίωξαν να πετύχουν τον δικό τους τελικό στόχο, που δεν ήταν άλλος από τον έλεγχο της κυβέρνησης, με την μοναδική διαφορά πως αυτοί κατάφεραν να πραγματοποιήσουν στο έπακρο τον στόχο τους, μέσω ενός ατέρμονου αγώνα, που κατέληγε σε συνεχείς νίκες και κατάληψη θέσεων εξουσίας. Οι ομάδες των αγροτών ήρθαν σε μια κάποια συμφωνία για τον διαμοιρασμό της γης, οι εργάτες γύρισαν στα εργοστάσια ως μισθωτοί υπάλληλοι, οι στρατιώτες, μην μπορώντας να διασχίζουν την ύπαιθρο για πάντα, γύρισαν πίσω στις προηγούμενες θέσεις τους ως αγρότες ή εργάτες, αλλά για τους μπολσεβίκους ο πραγματικός τους αγώνας ξεκίνησε μετά την νίκη της επανάστασης. Όπως όλες οι κυβερνήσεις, το μπολσεβίκικο καθεστώς απαιτούσε υποταγή όλων των κοινωνικών ομάδων στην εξουσία του. Συγκεντρώνοντας σταθερά όλη την εξουσία και τον έλεγχο στα χέρια τους, οι μπολσεβίκοι ήταν σύντομα σε θέση να υπαγορεύουν αυτοί τις πολιτικές επιλογές της Ρωσίας. Για άλλη μια φορά η Ρωσία οργανώθηκε κάτω από τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης τάξης, της τάξης των προνομιούχων που δημιουργήθηκε από τον κρατικό καπιταλισμό.


Ο κομματικός “μηχανισμός”

Όλα αυτά δεν έχουν καμία άμεση σχέση με τον σταλινισμό και την “παρέκκλιση”, αλλά παρουσιάζουν τις πολιτικές που ακολούθησαν ο Λένιν και ο Τρότσκι από την πρώτη στιγμή που κατέλαβαν την εξουσία. Κατά την διάρκεια του έκτου συνέδριο των σοβιέτ του 1918, ο Τρότσκι παραπονιόταν πως “δεν έχουν αντιληφθεί όλοι οι εργάτες των σοβιέτ, πως η διοίκηση μας έχει συγκεντρωποιηθεί και πως όλες οι εντολές που προέρχονται από τα πάνω πρέπει να είναι τελεσίδικες... Πρέπει να είμαστε αμίληκτοι με τους εργάτες των σοβιέτ που δεν το έχουν καταλάβει αυτό, θα πρέπει να τους καταστείλουμε καθαιρώντας και διώχνοντας τους”. Ο Τρότσκι βέβαια τώρα ισχυρίζεται πως αυτά τα λόγια κατευθύνονταν προς τον Στάλιν, του οποίου οι πολεμικές  δραστηριότητες δεν ανταποκρινόταν και δεν συντονιζόταν με την κεντρική εξουσία. Όμως πόσο πιο έντονα μπορούσαν να απευθυνθούν σε όλους αυτούς που δεν κατείχαν κάποιο βαθμό στην σοβιετική ιεραρχία. Αυτοί αποτελούσαν όπως δηλώνει ο Τρότσκι: “μια οξεία διάσπαση μεταξύ των τάξεων εν κινήσει και των συμφερόντων του κομματικού μηχανισμού”. Ακόμα και τα στελέχη του μπολσεβίκικου κόμματος, τα οποίοι είχαν το προνόμιο μιας εξέχουσας επαναστατικής εκπαίδευσης είχαν την τάση να αγνοούν τις μάζες και να αναγνωρίζουν τα συμφέροντα τους στα συμφέροντα του κομματικού μηχανισμού από την πρώτη μέρα της πτώσης της μοναρχίας”.

Ο Τρότσκι βέβαια επισημαίνει πως οι κίνδυνοι που υπήρχαν σε αυτήν την κατάσταση αποσοβήθηκαν από την επαγρύπνηση του Λένιν και από τις αντικειμενικές συνθήκες που έκαναν τις “μάζες πιο επαναστατικές από το κόμμα, και το κόμμα πιο επαναστατικό από τον ίδιο του τον μηχανισμό”. Όμως αυτός ο μηχανισμός διοικούταν από τον Λένιν. Ακόμα και πριν την επανάσταση, σημειώνει ο Τρότσκι, πως η κεντρική επιτροπή του κόμματος: “λειτουργούσε σχεδόν κανονικά και σε συχνή βάση και ήταν εξ' ολοκλήρου στα χέρια του Λένιν”, ενώ η λειτουργία της εντάθηκε ακόμα περισσότερο μετά το τέλος της επανάστασης. 

Την άνοιξη του 1918 το “ιδανικό του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» υπέστη ακόμα βαθύτερο πλήγμα, μιας και όλη η εξουσία της κυβέρνησης και του κόμματος συγκεντρωνόταν στα χέρια του Λένιν και των αμέσως υποδεέστερων μπολσεβίκων ηγετών, που δεν διαφωνούσαν ανοικτά μαζί του και εκτελούσαν τις επιθυμίες και εντολές του”. Και αν και η γραφειοκρατία διαρκώς αυξανόταν, ο επικείμενος σταλινικός μηχανισμός κατάφερε να δημιουργηθεί λόγω της παράβλεψης του από τον ίδιο τον Λένιν.

Για τον διαχωρισμό του αρχηγού του μηχανισμού από τον ίδιο τον μηχανισμό από την μια, και του μηχανισμού από τις μάζες από την άλλη, χρειάζεται να υπαινιχθεί πως μόνο οι μάζες και ο αρχηγός τους ήταν πραγματικά επαναστατικοί καθώς επίσης και πως ο Λένιν και οι επαναστατικές μάζες προδόθηκαν αργότερα από τον μηχανισμό του Στάλιν, ο οποίος,για να το πω έτσι, έκανε τον εαυτό του ανεξάρτητο. Αν και ο Τρότσκι χρειάζεται αυτούς τους διαχωρισμούς για να επιτύχει τα δικά του πολιτικά συμφέροντα, αυτοί δεν έχουν απολύτως καμία βάση. Μέχρι και τον θάνατο του -με εξαίρεση κάποιες περιστασιακές αναφορές ενάντια στους κινδύνους της γραφειοκρατίας, οι οποίες γινόντουσαν από τους μπολσεβίκους, όπως γίνονται από τους αστούς πολιτικούς περιστασιακές εκστρατείες για έναν πιο δίκαιο προϋπολογισμό- ο Λένιν ποτέ δεν ήρθε σε ρήξη και εναντίωση με τον μπολσεβίκικο κομματικό μηχανισμό και την ηγεσία του, την οποία έτσι και αλλιώς ασκούσε ο ίδιος.

Οποιαδήποτε πολιτική και να αποφασιζόταν δεχόταν τις ευλογίες του Λένιν, αρκεί ο ίδιος να κρατούσε τα ινία του μηχανισμού, κάτι που έκανε μέχρι και τον θάνατό του. Οι “δημοκρατικές” αντιλήψεις του Λένιν είναι μνημειώδεις. Βέβαια ο κρατικός καπιταλισμός του Λένιν ήταν διαφορετικός από τον κρατικό καπιταλισμό του Στάλιν, μιας και οι δικτατορικές εξουσίες του δεύτερου ήταν ακόμα πιο αυξημένες, χάρις στην προσπάθεια του Λένιν να εδραιώσει την θέση και τις εξουσίες του. Το κατά πόσο οι πρακτικές και πολιτικές του Λένιν ήταν λιγότερο τρομοκρατικές από του Στάλιν αυτό είναι αμφιλεγόμενο. 

Όπως ο Στάλιν, έτσι και ο Λένιν αποκαλούσε όλα του τα θύματα “αντεπαναστάτες”. Χωρίς να προβούμε σε στατιστικές συγκρίσεις για τους αριθμούς των βασανισμένων και δολοφονημένων στα δυο καθεστώτα, θα παραδεχτούμε πως το μπολσεβίκικο καθεστώς του Λένιν και του Τρότσκι δεν ήταν ακόμα αρκετά δυνατό για να προωθήσει τις σταλινικές πρακτικές της υποχρεωτικής κολλεκτιβοποίησης και των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας ως κύριες οικονομικές και πολιτικές επιλογές. Δεν ήταν κάποιος διαφορετικός σχεδιασμός αλλά η έλλειψη αρκετής δύναμης που ανάγκασε τον Λένιν και τον Τρότσκι να προβούν στις επονομαζόμενες νέες οικονομικές πολιτικές, κάνοντας κάποιες παραχωρήσεις στα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας και προς μια υποτιθέμενη πιο δημοκρατική διακυβέρνηση.

Η ανοχή των μπολσεβίκων σε μη μπολσεβίκικες οργανώσεις όπως η κοινωνικοί επαναστάτες στην πρώιμη φάση της διακυβέρνησης του Λένιν, όπως επιβεβαιώνει ο Τρότσκι, δεν ήταν αποτέλεσμα των “δημοκρατικών” τάσεων του Λένιν, αλλά της αδυναμίας του να καταστρέψει όλες τις μη μπολσεβίκικες οργανώσεις ταυτόχρονα. Τα ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά του λενινιστικού μπολσεβικισμού αυξάνονταν και συσσωρεύονταν με τον ίδιο ρυθμό που αυξανόταν ο έλεγχος και η αστυνομική εξουσία, τα οποία και επιβλήθηκαν στους μπολσεβίκους να ασκήσουν λόγω των “αντεπαναστατικών” δράσεων όλων των μη μπολσεβίκικων εργατικών ενώσεων. Βέβαια οι παραπάνω δικαιολογίες, όπως δηλώνει και ο Τρότσκι, έχασαν την οποιαδήποτε βάση είχαν όταν ο λενινιστικός ολοκληρωτισμός συνεχίστηκε να αυξάνεται και μετά την συντριβή των διαφόρων αιρετικών οργανώσεων. Ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν την επιμονή του Λένιν στην επιβολή των ολοκληρωτικών του αρχών στις υπερεθνικές οργανώσεις της κομμουνιστικής διεθνούς.


Τρότσκι, ο απολογητής του σταλινισμού

Μην μπορώντας να κατηγορήσει μόνο τις μη μπολσεβίκικες οργανώσεις για την δικτατορία του Λένιν, ο Τρότσκι δήλωνε πως: “αυτοί οι θεωρητικοί που προσπαθούν να αποδείξουν πως το σημερινό ολοκληρωτικό καθεστώς της Ε.Σ.Σ.Δ. οφείλεται … στην άθλια φύση του ίδιου του μπολσεβικισμού”, ξεχνούσαν τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, “ο οποίος έδωσε ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στην σοβιετική κυβέρνηση, λόγω του γεγονότος ότι πάρα πολλοί από τους διοικούντες, ένας σημαντικός αριθμός αυτών, είχε συνηθίσει να διατάζει και απαιτούσε την άνευ όρων υποταγή στις εντολές τους”. Για τον Στάλιν, επίσης, αναφέρει: “διαμορφώθηκε μέσα στο περιβάλλον και τις περιστάσεις του εμφυλίου, μαζί με μια ολόκληρη ομάδα που αργότερα τον βοήθησε να εγκαθιδρύσει την δική του δικτατορία”. Ο εμφύλιος πόλεμος ωστόσο είχε ξεκινήσει από την διεθνή αστική τάξη. Και έτσι οι άθλιες πλευρές του μπολσεβικισμού του Λένιν, καθώς και του Στάλιν, βρίσκουν την αρχική και τελική αιτία τους στην καπιταλιστική εχθρότητα προς τον μπολσεβικισμό:   εάν (ο μπολσεβικισμός) είναι ένα τέρας, είναι μόνο ένα απρόθυμο τέρας, του οποίου οι φόνοι και τα βασανιστήρια είναι απλή αυτοάμυνα.

Και έτσι, αν και μόνο με έμμεσο τρόπο, ο μπολσεβικισμός του Τρότσκι, παρά το μίσος του προς τον Στάλιν, καταλήγει απλά τελικώς να υπερασπίζεται τον σταλινισμό ως τον μοναδικό τρόπο υπεράσπισης του ίδιου του Τρότσκι. Αυτό εξηγεί την σαθρότητα στις ιδεολογικές διαφορές του σταλινισμού και του τροτσκισμού. Το γεγονός πως ο Τρότσκι δεν μπορεί να επιτεθεί στον Στάλιν, χωρίς να επιτεθεί στον Λένιν, εξηγεί περεταίρω τις μεγάλες δυσκολίες που είχε ο Τρότσκι στο να θέσει τον εαυτό του ως πολιτικό αντίπαλο (με διαφορετική ιδεολογία). Το ίδιο το παρελθόν και οι θεωρίες του Τρότσκι καθιστούν αδύνατον στον ίδιο, την δημιουργία ενός κινήματος στα αριστερά του Στάλιν και καταδικάζουν τον “τροτσκισμό”  να παραμείνει απλά ο πόλος έλξης των αποτυχημένων μπολσεβίκων. Ως τέτοιος μπορεί να διατηρήσει τον εαυτό και την θέση του εκτός της Ρωσίας, λόγω των ασταμάτητων ανταγωνιστικών αγώνων για εξουσία εντός του επονομαζόμενου “κομμουνιστικού” παγκόσμιου κινήματος.

Όμως δεν θα μπορούσε να πετύχει κάτι το ουσιαστικό αφού το μόνο που έχει να προσφέρει είναι να αντικαταστήσει το ένας σύνολο πολιτικών με ένα άλλο. Η υπεράσπιση της Ρωσίας από τον τροτσκισμό στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν σε απόλυτη συνοχή και συμφωνία με όλες τις προηγούμενες πολιτικές αυτής της, πιο πικρής για το Στάλιν, αλλά και πιο πιστής, αντιπαλότητας. Η υπεράσπιση του Τρότσκι προς τον σταλινισμό δεν περιορίζεται μόνο στο να καταδείξει το πως ο εμφύλιος πόλεμος μετασχημάτισε τους μπολσεβίκους από υπερασπιστές σε αφέντες της εργατικής τάξης. Επισημαίνει το απλό γεγονός πως είναι ο “βασικός νόμος της γραφειοκρατίας να  προστατεύει την εθνικοποίηση των μέσων της παραγωγής και της γης”. Πράγμα που σημαίνει πως “παρά τις γραφειοκρατικές παραμορφώσεις και διαστρεβλώσεις, η ταξική βάση της Ε.Σ.Σ.Δ. παραμένει προλεταριακή”. Παρατηρούμε πως για λίγο ο Στάλιν είχε ανησυχήσει τον Τρότσκι. Το 1921, ο Λένιν είχε ενοχληθεί από την ερώτηση εάν η νέα οικονομική πολιτική (NEΠ) είναι απλώς μια “τακτική” ή μια “εξέλιξη”. Επειδή η ΝΕΠ περιελάμβανε κάποιες ιδιωτικές-καπιταλιστικές τάσεις, ο Τρότσκι έβλεπε στην ολοένα αυξανόμενη σταλινική γραφειοκρατία “τίποτα λιγότερο από το πρώτο στάδιο της αστικής αποκατάστασης”. 

Οι ανησυχίες του όμως ήταν αβάσιμες: “ο αγώνας εναντίον της ισότητας και η δημιουργία πολύ βαθιών κοινωνικών “διαφοροποιήσεων” δεν έχει μέχρι τώρα καταφέρει να εξαλείψει την σοσιαλιστική συνείδηση των μαζών ή την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής και της γης, τα οποία ήταν οι βασικές κατακτήσεις της επανάστασης”. Το παραπάνω βέβαια δεν οφειλόταν στον Στάλιν, μιας και “η ρωσική παρέκκλιση θα οδηγούσε χωρίς καμία αμφιβολία σε μια νέα εποχή αστικής εξουσίας, αν η συγκεκριμένη εξουσία δεν είχε αποδειχθεί ξεπερασμένη σε όλο τον κόσμο”. 


Το αποτέλεσμα: Κρατικός καπιταλισμός

Με το τελευταίο απόσπασμα του Τρότσκι προσεγγίζουμε την ουσία του υπό συζήτηση θέματος.

Αναφέραμε παραπάνω πως τα αποτελέσματα της επανάστασης δεν ήταν ούτε σοσιαλιστικά, ούτε καθαρά αστικά, αλλά ανταυτού ήταν η γέννηση του κρατικού καπιταλισμού. Ο Τρότσκι θεωρούσε πως ο Στάλιν θα κατέστρεφε την κρατικοκαπιταλιστική φύση της οικονομίας για μια καθαρά αστική οικονομία. Αυτή ήταν η παρέκκλιση στην οποία και αναφερόταν. Η παρακμή της αστικής οικονομίας σε όλο τον κόσμο εμπόδισε τον Στάλιν από το να προβεί σε κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να εισάγει τα απαίσια χαρακτηριστικά της προσωπικής του δικτατορίας στην κοινωνία, τα οποία είχαν πρωτοεισαχθεί από τον Λένιν και τον Τρότσκι. Κατ' αυτόν τον τρόπο, και παρά το γεγονός ότι ο Στάλιν εξακολουθεί να κατέχει το Κρεμλίνο, ο τροτσκισμός έχει θριαμβεύσει πάνω στον σταλινισμό.

Όλα τα παραπάνω έχουν να κάνουν με την εξίσωση του κρατικού καπιταλισμού με τον σοσιαλισμό. Και αν κάποιοι από τους μαθητές του Τρότσκι θεωρούσαν πια αδύνατον να συνεχίζουν να κάνουν αυτήν την εξίσωση, ο Τρότσκι ήταν σίγουρα συνδεδεμένος με αυτήν, μιας και αυτή ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος του λενινισμού και με μια ευρύτερη έννοια, ολόκληρου του σοσιαλοδημοκρατικού παγκόσμιου κινήματος του οποίου ο λενινισμός ήταν απλά το πιο ρεαλιστικό κομμάτι. Ρεαλιστικό, βέβαια, όσον αφορά τη Ρωσία. Ο όρος του εργατικού κράτους για αυτό το κίνημα αναφέρεται σε μια κυβερνητική αρχή του κόμματος, ενώ ο όρος “σοσιαλισμός” αναφέρεται στην εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Η πρόσθεση και του οικονομικού ελέγχου κάτω από την απόλυτη πολιτική εξουσία της κυβέρνησης έχεις σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική της εξουσία επί του συνόλου της κοινωνίας. Η κυβέρνηση διασφαλίζει τον ολοκληρωτικό έλεγχο μέσω του Κόμματος, το οποίο διατηρεί την κοινωνική ιεραρχία και όντας το ίδιο ένας ακόμα ιεραρχικός θεσμός.

Αυτή η αντίληψη για τον “σοσιαλισμό” αρχίζει στις μέρες μας να απαξιώνεται, αλλά μόνο εξαιτίας των εμπειριών της Ρωσίας και κάποιων παρόμοιων εμπειριών άλλων χωρών. Έως το 1914 αυτό το οποίο εννοούταν με τον όρο κατάληψη της εξουσίας, ήταν η κατάληψη του κυβερνητικού μηχανισμού και η αντικατάσταση του ενός συνόλου διαχειριστών και νομοθετών με ένα άλλο. Ενώ σε οικονομικό επίπεδο η “αναρχία” της καπιταλιστικής αγοράς θα αντικαθίστοταν από μια οργανωμένη παραγωγή κάτω από τον κρατικό έλεγχο και εποπτεία. Μιας και το σοσιαλιστικό κράτος θα ήταν εξ ορισμού ένα “απλό” κράτος, το οποίο θα ελεγχόταν από τις μάζες μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, δεν υπήρχε κάποιος λόγος να αναμένουμε πως αυτές οι αποφάσεις θα ήταν αντίθετες με τα σοσιαλιστικά ιδανικά. Αυτή η θεωρία ήταν αρκετή για να οργανώσει τμήματα της εργατικής τάξης σε λίγο πολύ ισχυρά κόμματα. Η θεωρία του σοσιαλισμού εκτοπίστηκε από την απαίτηση για συγκεντρωτικό οικονομικό σχεδιασμό προς όφελος όλων. Αυτή η συγκεντρωτική διαδικασία, που αποτελεί μια καπιταλιστική συσσώρευση, ονομάστηκε σοσιαλιστική τάση. Η αυξανόμενη επιρροή των “εργατών” εντός του κρατικού μηχανισμού θεωρήθηκε ως ένα βήμα προς τον σοσιαλισμό. Αλλά στην πραγματικότητα αυτή η διαδικασία συγκεντρωτισμού του κεφαλαίου κατέληξε σε κάτι πολύ διαφορετικό από τον αυτομετασχηματισμό της σε κοινωνική ιδιοκτησία. 

Αυτή η αλλαγή ήταν  ταυτόσημη με τον τερματισμό των παραδοσιακών επιχειρησιακών κύκλων ως ρυθμιστές της οικονομίας. Με την έναρξη του 20ου αιώνα ο χαρακτήρας του καπιταλισμού άλλαξε. Από εκείνη την περίοδο και μετά υπήρξε μια περίοδος γενικευμένων και συνεχών κρίσεων, οι οποίες δεν μπορούσαν να επιλυθούν μέσω των “αυτόματων” διαδικασιών της αγοράς. Οι μονοπωλιακές ρυθμίσεις, οι κρατικές παρεμβάσεις, και οι εθνικές οικονομικές πολιτικές κατάφεραν να μετατοπίσουν το βάρος της κρίσης στους καπιταλιστικά μη προνομιούχους της παγκόσμιας οικονομίας. Όλες οι “οικονομικές” πολιτικές έγιναν ιμπεριαλιστικές πολιτικές, με αποκορύφωμα δύο παγκόσμιες λαίλαπες. Σε αυτή την κατάσταση, η αποκατάσταση ενός κατακερματισμένου πολιτικού και οικονομικού συστήματος σήμαινε πως αυτό έπρεπε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Η μπολσεβίκικη θεωρεία της κοινωνικοποίησης ταίριαζε θαυμάσια σε αυτήν την ανάγκη . Για να μπορέσουν να αποκαταστήσουν την εθνική δύναμη της Ρωσίας ήταν απαραίτητο λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν να το κάνουν με ένα πιο επαναστατικό τρόπο, βέβαια πέραν της επαναστατικής του επικάλυψης πρόκειται απλά για αυτό που στις δυτικές χώρες ήταν απλώς μια εξελικτική διαδικασία. Ακόμα και τότε θα χρειαζόταν καιρός έως ότου η οικονομία της Ρωσία να έφτανε το επίπεδο των δυτικών χωρών. Στο μεταξύ η ιδεολογία του σοσιαλιστικού κινήματος ήταν η ιδανική επικάλυψη για τους μπολσεβίκους. Η σοσιαλιστική “καταγωγή” των μπολσεβίκων ταίριαζε γάντι στην ανοικοδόμηση της Ρωσίας μέσω του κρατικού καπιταλισμού. Οι οργανωτικές του αρχές που είχαν μετατρέψει το κόμμα σε ένα πανίσχυρο θεσμό θα υποκαθιστούσαν την τάξη στην χώρα. Οι μπολσεβίκοι βέβαια ήταν πεπεισμένοι πως οι πολιτικές τους στην Ρωσία, αν δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως σοσιαλισμός, ήταν σίγουρα ό,τι πλησιέστερο σε αυτόν, μιας και ολοκλήρωναν την διαδικασία, που στις δυτικές χώρες ήταν μόνο η βασική τάση της ανάπτυξης. Είχαν απολέσει την οικονομία της αγοράς και είχαν απαλλοτριώσει τους αστούς, ενώ επίσης είχαν αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο της κυβέρνησης. Για τους ρώσους εργάτες ωστόσο, τίποτα δεν είχε αλλάξει, είχαν απλά να αντιμετωπίσουν μια καινούργια τάξη αφεντικών και πολιτικών. Η θέση τους ήταν ακριβώς η ίδια με αυτή των εργατών σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες σε εποχές πολέμου. Ο κρατικός καπιταλισμός είναι μια πολεμική οικονομία (war-economy), και όλα τα υπόλοιπα οικονομικά συστήματα της Ρωσίας μετασχηματίστηκαν σε πολεμικές οικονομίες, ενός ευρύτερου κρατικού καπιταλιστικού συστήματος που εξυπηρετούσε τις ιμπεριαλιστικές ανάγκες του μοντέρνου καπιταλισμού. Άλλα κράτη δεν υιοθέτησαν όλες τις καινοτομίες του ρώσικου κρατικού καπιταλισμού, αλλά μόνο όσες ταίριαζαν στις δικές τους ιδιαίτερες ανάγκες. Ο β' παγκόσμιος πόλεμος οδήγησε στην περαιτέρω εξάπλωση του κρατικού καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Οι ιδιαιτερότητες των διαφόρων εθνών και των ιδιαίτερων καταστάσεων τους εντός του παγκόσμιου πλαισίου εξουσίας παρείχαν μια μεγάλη ποικιλία εξελικτικών μεθόδων και διαδικασιών προς τον κρατικό καπιταλισμό.

Το γεγονός πως ο κρατικός καπιταλισμός και ο φασισμός δεν εξελίχθηκαν και δεν εξελίσσονται με ένα ομοιόμορφο τρόπο, έδωσε την δυνατότητα στον Τρότσκι να αναπτύξει πολύ απλά το επιχείρημα πως ο φασισμός, ο καπιταλισμός και ο μπολσεβικισμός έχουν βασικές διαφορές μεταξύ τους. Αυτό το επιχείρημα βέβαια είναι επιπόλαιο και παραβλέπει βασικά κοινωνικά ζητήματα και αρχές. Σε όλες τις βασικές πτυχές τους και τα τρία συστήματα είναι ταυτόσημα και αντιπροσωπεύουν μόνο τα διάφορα στάδια της ίδιας ανάπτυξης, μιας ανάπτυξης η οποία έχει ως στόχο τη χειραγώγηση  του λαού από δικτατορικές κυβερνήσεις με έναν περισσότερο ή λιγότερο αυταρχικό τρόπο, προκειμένου να εξασφαλίσει την κυβέρνηση και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα που τη στηρίζουν και να επιτρέψουν στις κυβερνήσεις να συμμετάσχουν στην παγκόσμια οικονομία, προετοιμάζοντας, συμμετέχοντας και κερδοσκοπώντας σε πολέμους.

Ο Τρότσκι φυσικά δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να αναγνωρίσει στον μπολσεβικισμό μια όψη της παγκόσμιας τάσης προς μια “φασιστική” παγκόσμια οικονομία. Ακόμα και το 1940 υποστήριζε πως ο μπολσεβικισμός απέτρεψε την άνοδο του φασισμού στην Ρωσία το 1917. Θα έπρεπε όμως να είναι εδώ και πολύ καιρό προφανές, πως το μόνο που εμπόδισαν ο Λένιν και ο Τρότσκι στην Ρωσία ήταν την χρήση μιας μη μαρξιστικής ιδεολογίας για την “φασιστική” ανοικοδόμηση της. Η μαρξιστική ιδεολογία του μπολσεβικισμού έχει απαξιωθεί, μιας και απλά εξυπηρέτησε τον κρατικό καπιταλισμό. Από οποιαδήποτε σκοπιά που ξεπερνάει τον καπιταλιστικό σύστημα την εκμετάλλευσης, ο σταλινισμός και ο τροτσκισμός είναι και τα δύο λείψανα του παρελθόντος.



Σημειώσεις:

[1] Στάλιν: Μια εκτίμηση του ανθρώπου και της επιρροής του. Επιμελήθηκε και μεταφράστηκε από τα ρώσικα από τον Charles Malamuth. Τα πρώτα 7 κεφάλαια καθώς και το παράρτημα γράφτηκαν και επιμελήθηκαν από τον ίδιο τον Τρότσκι. Τα τέσσερα τελευταία κεφάλαια, αποτελούνται από την επεξεργασία και επιμέλεια σημειώσεων, αποσπασμάτων, ντοκουμέντων και άλλου υλικού.

[2] Για παράδειγμα δείτε L. Trotsky's "Dictatorship vs. Democracy", New York, 1922; και κυρίως τις σελίδες 135-150.