Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ατομικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ατομικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10/5/14

Luigi Galleani: Το τέλος του αναρχισμού;

O αναρχοκομμουνιστής της πράξης Γκαλεάνι, σε μια από τις πολλές συλλήψεις του

Από τις εκδόσεις Αλληλεγγύη κυκλοφόρησε το βιβλίο του Luigi Galleani: "Το τέλος του αναρχισμού;". Στο βιβλίο ο αναρχοκομμουνιστής επαναστάτης Γκαλεάνι υπερασπίζεται τη διαρκή επικαιρότητα του αναρχικού προτάγματος από την επίθεση που δέχθηκε από έναν πρώην σύντροφό του, τον Μερλίνο. Παρακάτω παρουσιάζονται δυο ενδεικτικά αποσπάσματα απ΄το βιβλίο. Οι τίτλοι στην αρχή των κεφαλαίων ανήκουν σ'εμάς και μπήκαν "αυθαίρετα" για τη διευκόλυνση της ανάγνωσης




Υπεράσπιση της άμεσης δράσης και της απαλλοτρίωσης


Ας ξεκαθαρίσουμε γρήγορα μια παρεξήγηση, η οποία έχει ξεκαθαριστεί πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά η οποία εμφανίζεται τώρα και τότε με τις τύψεις και τη στενομυαλιά ενός συγκεκριμένου σεβάσμιου αναρχισμού. Είναι η παρεξήγηση που αφορά την επαναστατική απαλλοτρίωση, που συνήθως αποκαλείται κλοπή από άλλους, αν και το όνομα δεν προσιδιάζει στην πράξη.


Όλοι συμφωνούν σε ένα σημείο: σε μια εξισωτική κοινωνία, όπου όλα τα μέσα παραγωγής κι ανταλλαγής είναι κοινή ιδιοκτησία και όπου τα προϊόντα της εργασίας έχουν μόνο ένα σκοπό – η κλοπή δεν έχει κανένα νόημα. Είναι αδύνατη, παράλογη. Γι’ αυτό, ανάμεσα στους αναρχικούς, δεν υπάρχει κανένα ζήτημα αρχών όσον αφορά την κλοπή.


Όσον αφορά την πράξη ή την τακτική, όπως συνήθως αποκαλείται, υπήρξε μια εποχή που μερικοί σύντροφοι πίστεψαν (και μερικοί ακόμα πιστεύουν) ότι με σκοπό να αναπτύξουμε την προπαγάνδα μας, να εξοπλίσουμε πρωτοπορίες, να τις οπλίσουμε για δράση, για να αναλάβουν τολμηρές δράσεις ή να αποκρούσουν τη βία με τη δύναμη των όπλων, χρειάζονταν οικονομικά μέσα που δε μπορούσαν να προμηθεύσουν οι φτωχοί μαχητές, μόνο με την ενέργεια και το θάρρος και χωρίς όπλα: γι’ αυτό απαλλοτρίωναν, όπως συνήθιζαν να λένε, με αξιοθαύμαστη ακρίβεια. Έπαιρναν όπου μπορούσαν να βρουν.


Τι σημαίνει απαλλοτρίωση; Σημαίνει να παίρνεις από κάποιον τα αγαθά ή τα ακίνητα που κατέχει, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα πάνω σε αυτά. Από τον Σεν Κλεμέντ μέχρι τον Μπαμπέφ, τον Προυντόν, τον Μπακούνιν και τους πιο ταπεινούς συντρόφους μας, η ακυρότητα όλων των τίτλων ιδιοκτησίας δεν έχει ποτέ αμφισβητηθεί: η απαλλοτρίωση είναι νόμιμη εκτός αν καταλήγει στο αντίθετο της, την ιδιοποίηση.


Για να γίνω καλύτερα κατανοητός. Αν ο Τομ πάρει τον πλούτο του Χάρι για δική του ευχαρίστηση, λέμε ότι τον ιδιοποιήθηκε. Η αμφισβητήσιμη ιδιοκτησία άλλαξε απλώς ιδιοκτήτη, αλλά ως θεσμός παραμένει ακριβώς αυτό που ήταν και πριν. Ο Τομ πλουτίζει, όπως έκανε ο Χάρι στο παρελθόν, με τις πλάτες και την εργασία των αλυσοδεμένων σκλάβων. Τίποτα δεν έχει αλλάξει και δεν υπάρχει λόγος να συγχαρούμε τον Τομ που πήρε τον πλούτο του Χάρι.


Αλλά ας υποθέσουμε, όπως συνέβη πρόσφατα, ότι μια ομάδα επαναστατών επιτίθεται σε μια τράπεζα. Ακινητοποιούν τους φρουρούς, αδειάζουν τα χρηματοκιβώτια και με τα όπλα στα χέρια, διασφαλίζουν τη διαφυγή τους. Έπειτα, αφού έχουν διαφύγει, μοιράζουν τη λεία τους σε επαναστατικές επιτροπές για να προωθήσουν το επαναστατικό κίνημα της κοινότητας τους, για να προμηθεύσουν τα απαραίτητα μέσα για την επίτευξη της νίκης.


Δεν το εγκρίνετε; Όχι, δε μπορείτε να μη το εγκρίνετε. Υπήρξε απαλλοτρίωση, η ίδια απαλλοτρίωση που έχετε επικαλεστεί χιλιάδες φορές ως επαναστατική αναγκαιότητα. Δεν υπήρξε ιδιοποίηση με την έννοια ότι ο κατασχεμένος πλούτος χρησιμοποιήθηκε για να επανεγκαθιδρύσει κάποια άλλη ατομική ιδιοκτησία με όλες τις συνέπειες της. Καθόλου. Είμαστε αντιμέτωποι ακριβώς με μια αρχική, μερική δράση επαναστατικής απαλλοτρίωσης. Πέρα από τα υλικά πλεονεκτήματα για το κίνημα, παροτρύνει, καθιστά ικανό και υποκινεί το πλήθος να προχωρήσει στην τελική απαλλοτρίωση της κυρίαρχης τάξης προς όφελος όλων. Αυτός είναι η σκοπός μας και η επιθυμία μας. Πως μπορούμε να καταραστούμε, να καταδικάσουμε ή να απορρίψουμε;


Ο Κλεμέντ Ντυβάλ, ο Βιτόριο Πίνι, ο Ραβασόλ δεν κράτησαν για τον εαυτό τους ούτε μια δεκάρα από τη λεία που πήραν κάτω από το συνεχή κίνδυνο του θανάτου ή των ισοβίων. Μπορείτε να πείτε ότι χρησιμοποίησαν τα χρήματα για αμφισβητήσιμα μέσα προπαγάνδας και δράσης κι ακόμα να συμπεράνετε ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με καλύτερο τρόπο. Αλλά, δεν μπορείτε να καταδικάσετε. Στεκόμαστε με τον Σεβερίν και τον Ρεκλύ, οι οποίοι χωρίς επιφυλάξεις έχουν εκθειάσει το θάρρος, την καρδιά και την αυταπάρνηση αυτών των χαμένων φρουρών. Επιπλέον, για να είμαστε εντελώς ειλικρινείς και για να κλείσουμε αυτή την παρένθεση, ομολογούμε ότι δε μπορούμε ούτε να εξοργιστούμε με τον μικροκλέφτη ο οποίος πιεσμένος από την ανάγκη, αρπάζει ένα καρβέλι ψωμί, μια ρέγκα ή μια δελεαστική φέτα ζαμπόν από το ράφι του καταστήματος. Ακόμα και μπροστά στο Λίνο Φεριάνι, τον βασιλικό εισαγγελέα, έδειξε επιείκεια σε αυτούς τους παρίες από θεωρητικής άποψης και μπροστά στον πρόεδρο Μανιώ, τον καλό δικαστή, τους απάλλαξε, ενοχλώντας και τρομοκρατώντας τους πλούσιους, ένας Γερμανός φιλόσοφος, με το όνομα Γκότλιμπ Φίχτε στο έργο του Αρχές του Φυσικού Δικαίου, βγάζοντας την αμερόληπτη ποινή: «Αυτός ο οποίος δεν έχει κανένα μέσο ύπαρξης, δεν έχει κανένα καθήκον να αναγνωρίσει ή να σεβαστεί την ιδιοκτησία των άλλων ανθρώπων, θεωρώντας ότι οι αρχές του κοινωνικού συμβολαίου έχουν παραβιαστεί σε βάρος του».


Συμφωνούμε ότι πρόσωπο με πρόσωπο με την βάρβαρη, συντριπτική υπεροχή του εχθρού, οι μειοψηφικές πρωτοπορίες δεν μπορούν να κερδίσουν σεβασμό ούτε να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη χωρίς έναν παραδειγματικό και προφανώς απέριττο τρόπο ζωής. Και πάλι, συμφωνούμε ότι προκειμένου να αποφύγουν άσχημες υποψίες περί προσωπικού υλικού οφέλους, εκείνοι που υποστηρίζουν την τελική απαλλοτρίωση και δικαιολογούν την μερική απαλλοτρίωση σε μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις, πρέπει να περιβάλλουν τον εαυτό τους με μια εθελοντική και υποβλητική φτώχεια, ένα θείο φόβο για την ιδιοκτησία των άλλων ανθρώπων. Αλλά, ότι θα μπορούσαμε να υποβληθούμε στην εγχείρηση του Ωριγένη- όχι! Σε αυτή τη διασταύρωση δεν υπάρχει Τρίτη λύση. Αν είμαστε αναγκασμένοι να επιλέξουμε ανάμεσα στην ατομική ιδιοκτησία και τους υποστηρικτές της ή ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία και σε αυτούς που της επιτίθενται, δε μπορούμε και δε θα ευθυγραμμιστούμε με τους πρώτους και σίγουρα δεν είμαστε εμείς αυτοί οι οποίοι θα προσπαθήσουν να ανακαλέσουμε τις διακηρύξεις του Μανιώ και του Φίχτε. Όχι! Κι έπειτα… ας πάει στο διάολο! Περικυκλωμένη με χρηματοκιβώτια, αγνοώντας και περιφρονώντας τα βάσανα του κόσμου, η μπουρζουαζία και οι ατυχίες της δε μας μετακινούν στο ελάχιστο.


Λίγες ακόμα λέξεις, πριν κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο. Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχουν άχρηστες ή βλαβερές πράξεις εξέγερσης. Καθεμία από αυτές, μαζί με τα ατυχήματα που είναι αδιαχώριστα από κάθε βίαιη αλλαγή της μονότονης ρουτίνας της ζωής, έχει βαθύ αντίκτυπο και μακροπρόθεσμα κέρδη, τα οποία τα αντισταθμίζουν επαρκώς.


Ας γίνουμε κατανοητοί: δε νοσταλγούμε την αχρείαστη κτηνωδία ούτε τις χυδαίες αγριότητες. Κι εμείς επίσης θα προτιμούσαμε κάθε πράξη εξέγερσης να είχε τέτοια αντίληψη της αναλογίας, που οι συνέπειες της θα αναλογούσαν τέλεια στις αιτίες της, όχι μόνο σε μέτρο, αλλά επίσης και σε επικαιρότητα, δίνοντας της έναν ακαταμάχητο αυτόματο χαρακτήρα. Τότε κάθε πράξη θα μιλούσε εύγλωττα για τον εαυτό της χωρίς να έχει ανάγκη επεξηγηματικά κείμενα ή διασαφηνιστικά σχόλια. Επιπλέον, θα επιθυμούσαμε αυτή η αναπόφευκτη αναγκαιότητα να υιοθετήσει μια υψηλά ηθική –κι ακόμα κι αισθητική- στάση. Ο Μισέλ Αντζιολίλο, αφού επιτέθηκε στον Κανόβας, τον ποταπό οργανωτή των ιεροεξεταστικών βασανιστηρίων στη φυλακή της Αλκάλα, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τη γυναίκα του δεύτερου. Αφήνοντας το περίστροφο να πέσει από τα χέρια του, έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε λέγοντας : «Κυρία, λυπάμαι για το θρήνο που σας προκαλώ, αλλά ο σύζυγος σας ήταν ένα τέρας ανάξιο για οποιοδήποτε οίκτο». Υπάρχει κάτι ευγενές και ιπποτικό στη χειρονομία του Αντζιολίλο που φωτίζει την προφανή ανθρωπιά και πολιτισμό, που εμπνέει αυτή την εξέγερση. Θα ήταν ευχάριστο αν τέτοια αισθήματα ήταν πάντα παρών στις δράσεις μας, γιατί ο αναρχισμός, όντας αλήθεια κι καλοσύνη, είναι πάνω απ’ όλα, ομορφιά.


Δυστυχώς (κι έχουμε επί μακρόν δηλώσει γιατί), η ατομική πράξη εξέγερσης, λόγω εσωτερικών κι εξωτερικών αιτίων, λόγω των πιέσεων της στιγμής, του περιβάλλοντος της ίδιας της ψυχολογίας του υποκειμένου, δε μπορεί να είναι διαφορετική από αυτή που είναι, όποια κι αν είναι η προτίμηση μας. Γι’ αυτό, συνάγεται ότι θα ήταν παράλογο και γελοίο για μας, να σκεφτούμε να φτιάξουμε ένα καινούριο ημερολόγιο αγίων, των αγίων της κοινωνικής επανάστασης, όπως θα ήταν το να σκεφτούμε να τους καταδικάσουμε μετά θάνατον. Καμία πράξη εξέγερσης δεν είναι άχρηστη, καμία πράξη εξέγερσης δεν είναι βλαβερή. 


Οι φιλοσοφούντες της ήσυχης ζωής μπορεί να ρητορεύουν για παράδειγμα, ότι η πράξη του Γκαετάνο Μπρέσι ήταν μια άσκοπη ανοησία, που αμέσως κατέστη παράλογη με τον συνταγματικό αφορισμό”: «Le roi est mort, vive le roi». Όταν ένας βασιλιάς πεθαίνει, κάποιος άλλος στέφεται βασιλιάς και ο θάνατος του Ουβέρτου του 1ου αφήνει το θρόνο στον Βιτόριο Εμανουέλε τον 3ο. Ήταν μια επίγνωση που ο Γκαετάνο Μπρέσι την είχε, πριν και καλύτερα, από αυτούς τους φτηνούς πλασιέ πολιτικής κοινής λογικής. Αλλά, μετά από μια στυγερή αλυσίδα προλεταριακών σφαγών, μετά τις σφαγές του Μάη του 1898 στο Μιλάνο, μετά τα χρόνια φυλάκισης που ο απαίσιος μονάρχης νόμιζε ότι θα διέλυαν για πάντα το επαναστατικό κίνημα στην Ιταλία, μετά τις επιδοκιμασίες και τα μετάλλια που η μεγαλειότητα του απένειμε στα τσιράκια και τους αγύρτες (αρχίζοντας με τον Μπάβα Μπεκάρις) αποδεικνύοντας έτσι ότι ο βασιλιάς, παρά το συνταγματικό μύθο, και βασιλεύει και κυβερνά και αναλαμβάνει όλες τις ευθύνες και τους κινδύνους της κυβέρνησης, αφού αυτή η καταστολή έγινε ανεχτή από όλους με μια παραίτηση μεγαλύτερη από τη βία που ασκούνταν – ο ταπεινός υφαντής από το Πράτο υψώθηκε μόνος του πάνω από τη γενική νωθρότητα και μόνος αντιμετώπισε τα σύμβολα τόσων πολλών ατιμιών. Με ένα χτύπημα έβαλε την ιστορία, απειθάρχητος και συλληφθείς, πίσω στο μονοπάτι του μέλλοντος της, του πεπρωμένου της. Αυτή η χειρονομία μίλησε από μόνη της στις συγχυσμένες μάζες. Είπε κάτι, που ούτε η σιωπή ούτε η αδιαφορία μπορεί να σβήσει: «Ο βασιλιάς που φοβάστε, ο βασιλιάς που διαλέχτηκε από τη χάρη του θεού, ο βασιλιάς που σας καταπιέζει και σας ματώνει, ο βασιλιάς που διατάζει τους πάντες και δε μπορεί να τον διατάξει κανείς, ο βασιλιάς που κρίνει τους πάντες και δε μπορεί να κριθεί από κανέναν, ο βασιλιάς που είναι δόξα, μύθος, εξουσία – είναι όπως κάθε άλλος άνθρωπος, απλά ένα άθλιο σακί σάρκας και οστών. Μια μόνο βολή με περίστροφο μπορεί να τον κάνει να ξαπλωθεί στο δρόμο, όπως ξάπλωνε εσάς, τους γέρους σας, τα παιδιά σας στο Κονσελίτσε, το Μιλάνο για ένα κακό καπρίτσιο, για μια άσεμνη δίψα για εξουσία. Η εξάρτηση σας είναι ντροπή από την οποία μπορείτε να λυτρωθείτε, δεν αξίζει την αφοσίωση σας και τη σπαταλάτε. Σταθείτε στα πόδια σας, σκλάβοι, εσείς παραιτημένοι, δειλοί σκλάβοι που θα μπορούσατε να απελευθερωθείτε από τον χιλιετή ζυγό με ένα σήκωμα των ώμων σας και να φτάσετε στον κολοφώνα της ελευθερίας σας». Αυτό δε σημαίνει η τραγωδία του Μόνζα;


Από τις στάχτες της πυράς του Κάμπο ντι Φιόρι ο Αντζιολίλο μαζεύει την παράδοση της ελεύθερης σκέψης και προειδοποιεί ότι η λαμπερή αυγή του 20ου αιώνα, δε θα ανεχτεί ούτε τη σκιά ούτε τη ντροπή της Ιεράς Εξέτασης. Ο Βαγιάν εκθέτει εκείνους που κάτω από την ανώνυμη μάσκα του αντιπροσωπευτικού συστήματος, είναι υπεύθυνοι για τις ίδιες αδικίες και εκμετάλλευση και μαστιγώνει τα αισχρά πρόσωπα τους. (Ο Ήλιος Βασιλιάς τουλάχιστον, είχε το κουράγιο να παρουσιαστεί μπροστά στους υπηκόους του και την Ιστορία φωνάζοντας: «Είμαι το Κράτος!»), ο Λουτσένι, μπάσταρδος ο ίδιος, προειδοποιεί ότι μάταια οι ιερείς προσπαθούν να ξεφορτωθούν τους καρπούς των απαράδεκτων ερώτων τους. Ο Ντυβάλ, ο Ραβασόλ, ο Στελμάκερ, όλοι εκείνοι που επιτέθηκαν στην ατομική ιδιοκτησία για χάρη της επανάστασης αποκαλύπτουν ότι η κυριαρχία του χρήματος δε μπορεί να είναι τόσο ιερή, ούτε τόσο αξιοζήλευτη στο κάτω κάτω, αν δέχεται χτυπήματα τριγύρω κάθε μέρα. Όλοι, όλοι τους κριτικάρουν τη δειλία, εξεγείρονται ενάντια στην υποταγή, χαράζουν ένα μάθημα, κάνουν τη δουλειά της επανάστασης.


Ένας βασιλιάς πεθαίνει, ένας άλλος παίρνει τη θέση του. Αλλά, ο βασιλιάς που αναλαμβάνει το στέμμα με το αίμα του πατέρα του μαθαίνει σύνεση, μετριοπάθεια, σοφία. Αποκαθιστά το εθνικό συμβόλαιο κι αποφεύγει τη βία και την κατάχρηση. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ανοίγοντας το κοινοβούλιο, αμέσως μετά την απόπειρα του Μπρέσι, ο Σαράκο όχι μόνο απείχε από το να προτείνει νόμους έκτακτης ανάγκης, αλλά δήλωσε επίσης ότι η αναρχική ιδέα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με πολιτισμένη συζήτηση και ότι υπήρχε ήδη επαρκής περιορισμός των παράνομων αναρχικών δραστηριοτήτων στον ποινικό κώδικα. Κι αυτό δε λαμβάνει υπ’ όψιν το ανανεωμένο θάρρος των κοινών ανθρώπων και την δυνατότερη συνείδηση της δύναμης τους, τη σταθερότερη πίστη που έχουν αποκτήσει στην ίδια τους τη χειραφέτηση.


Συνεπώς! Όχι στον απολογητικό φανατισμό που δείχνει μια θρησκευτική διανοητική κατάσταση, η οποία είναι ασύμβατη με την παραμικρή αναρχική ιδέα και όχι στις φρενήρεις διατριβές οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν ύποπτες για οπορτουνισμό, προκατάληψη ή κάποια άλλα πιο ευτελή συναισθήματα. Η λύτρωση βρίσκεται πάντα σε μια ελεύθερη, αντικειμενική και συνειδητή εξέταση, στην έρευνα και την εξήγηση των αιτιών, του κοινωνικού πλαισίου, της ηλικίας, των άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων των γεγονότων. Αυτά είναι τα στοιχεία για μια σωστή αξιολόγηση των ατομικών πράξεων ανταρσίας.


Αλλά, όλοι θα πρέπει να κατανοήσουν ότι οποιαδήποτε τέτοια ελεύθερη εξέταση, που χρησιμοποιεί λογικά κριτήρια, δε μπορεί να αφήσει εκτός σκέψης το γεγονός ότι η πρωταρχική αιτία όλων των ατομικών δράσεων εξέγερσης είναι το ψυχολογικό κλίμα που δημιουργείται από την προπαγάνδα μας ανάμεσα στους ανθρώπους. Φαίνεται περιττό να τονίσουμε ότι καμία επαναστατική πράξη δεν είναι δυνατό να γίνει νοητή εκεί που ο εξεγερμένος δε νιώθει ότι περιβάλλεται από ένα συγκεκριμένο πνεύμα συναίνεσης και από μια ευρεία συνείδηση η οποία είναι έτοιμη να τον αντιμετωπίσει με συμπάθεια.


Όταν ο Μπρέσι απέδωσε δικαιοσύνη στον σεβάσμιο και ατιμώρητο σφαγέα των Ιταλών, ένιωσε ότι, αν και ο φανατικός και μικρόψυχος όχλος θα κλονίζονταν, σοκαρισμένος και σκανδαλισμένος από την πράξη του, πολλοί άλλοι θα συναινούσαν στην πράξη δικαιοσύνης του κι ενήργησε με την πίστη ότι η πρώτη σπίθα θα πυροδοτούσε μια πιο έντονη εξέγερση, μια μεγαλύτερη φωτιά. Αλλά, η ευθύνη μας σε όλες τις πράξεις εξέγερσης είναι πιο ακριβής, πιο συγκεκριμένη κι αδιαμφισβήτητη, εκεί που η προπαγάνδα μας υπήρξε ενεργητική, δραστήρια κι έχει αφήσει μια βαθιά εντύπωση. Στην τελική, εμείς δεν ανοίξαμε την πρώτη ρωγμή στην αφοσίωση των πιστών στις κατεστημένες αρχές, στην υποτέλεια τους στον βασιλιά, στην υποταγή τους στο νόμο, στο σεβασμό και στον άγιο φόβο τους για τους κώδικες, τους δικαστές, την αστυνομία; Με ειλικρινή βεβαιότητα και διαβρωτική επιμονή, δεν έχουμε αποδείξει την ματαιότητα των ελπίδων σε νόμιμα μέσα αντίστασης, προόδου ή επιτυχίας; Όσον αφορά το στρατόπεδο που αντιτίθεται στο σοσιαλισμό και την πολιτική δραστηριότητα, τις εκλογικές ή κοινοβουλευτικές του νίκες, τις υποτιθέμενες βελτιώσεις στις οικονομικές υποθέσεις, έχουν βρει ποτέ πιο άπιστους, πιο δριμείς επικριτές, πιο ακούραστους χλευαστές από εμάς; 


Και σε κάθε περίσταση, στα κείμενα μας, όλες οι διαλέξεις μας, στις συναντήσεις μας που συνταράσσονται από τα άδεια στομάχια ή τα αρρωστημένα πάθη μας, δεν έχουμε υπογραμμίσει χίλιες φορές ότι αφού το πολιτικό και οικονομικό προνόμιο δε στηρίζεται καθόλου στην αμεροληψία ή το δίκαιο, μπορεί μόνο να δικαιολογείται από την ίδια του τη βία και τη δειλία μας; Και ότι, γι’ αυτό ο καπιταλισμός και το κράτος δε μπορεί να αντισταθεί στην επιρροή των εργαζόμενων τάξεων, των οποίων το δίκαιο και η δύναμη, μαζί, θα είναι σίγουρη εγγύηση της τελικής μας νίκης; Ότι αντί να σπαταλάμε χρόνο φλυαρώντας στα δημοτικά, επαρχιακά ή εθνικά συμβούλια αναζητώντας τη λυδία λίθο του καλού νόμου ή του καλού αφέντη, θα ήταν καλύτερο να αρχίσουμε την επανάσταση μέσα μας και να την πραγματοποιήσουμε σύμφωνα με τις καλύτερες ικανότητες μας σε επιμέρους πειράματα, όποτε εμφανίζεται μια τέτοια ευκαιρία και όποτε μια τολμηρή ομάδα συντρόφων μας έχει τη βεβαιότητα και το θάρρος να τα δοκιμάσει; Ποιος άλλος ήταν ο στόχος των ένοπλων ομάδων στη Ρομάνια το 1874 ή εκείνων με τους Καφιέρο, Μαλατέστα και Στέπνιακ το 1877;


Τώρα υποκινούμε, πείθουμε, φωνάζουμε στον κόσμο εδώ και μισό αιώνα: «Ξεσηκωθείτε, εξεγερθείτε, επιτεθείτε, απαλλοτριώστε, χτυπήστε! Χτυπήστε χωρίς έλεος, γιατί εκεί έρχεται ένα σημείο όπου η εκδίκηση αναλαμβάνει την αναγκαιότητα και την δεινότητα της δικαιοσύνης κι επιταχύνει το θρίαμβο της». Μετά από πενήντα χρόνια ενστάλαξης της αναγκαιότητας της δράσης ανάμεσα στους βασανισμένους ανθρώπους, καθώς το πληβειακό λιοντάρι δίνει το πρώτο χτύπημα (και ίσως είναι αδέξιο, γιατί ήταν αλυσοδεμένο για αιώνες κι έχει ξεχάσει πώς να το κάνει) και ακριβώς όταν θα έπρεπε να δείξουμε την ψυχραιμία μας και την αποφασιστικότητα μας, ενοχλούμαστε από προβλήματα συνείδησης η οποία ανησυχεί για την απειλή της αντίδρασης, θλιβόμαστε λόγω των υπολειμμάτων ευαγγελισμού, βασανιζόμαστε από τη φλέγουσα ανάγκη, αν όχι να συγχρωτιστούμε με την κοινή ηθική σίγουρα να ελαττώσουμε τις αντιθέσεις. Πολύ συχνά, ειδικά στους πιο υπεύθυνους κύκλους, σπεύδουμε να υποτιμήσουμε, να επικρίνουμε την πράξη ανταρσίας και μερικές φορές ωθούμαστε ακόμα και να τις κατατάξουμε ανάμεσα στις συνήθεις «αστυνομικές πλεκτάνες». Λοιπόν, τότε, με καθαρές κουβέντες: είναι η ανώτερη δειλία να απορρίπτουμε πράξεις ανταρσίας, όταν εμείς οι ίδιοι έχουμε ρίξει τον πρώτο σπόρο κι έχουμε δρέψει το πρώτο βλαστάρι, είναι η ανώτερη δειλία να προσθέσουμε τις κατάρες μας δίπλα στις απεγνωσμένες κραυγές των πληρωμένων δημοσιογραφικών μεροκαματιάρηδων, των επαγγελματιών πενθούντων και των διαβολικών μαχαιροβγαλτών. Κι όπως όλες οι δειλίες, κι αυτή επίσης πρέπει να πληρωθεί με την κρίση της αδυναμίας και την αγωνία της εγκατάλειψης.


Ο Φ.Σ Μερλίνο θα έπρεπε να θυμάται τη ζέση της προπαγάνδας και της δράσης που φώτισε τα τέσσερα χρόνια από την 1η Μάη 1890 μέχρι τις 24 Ιούνη 1894. Όταν αφήναμε τη σοφίτα το πρωί δεν είχαμε ποτέ την παραμικρή βεβαιότητα ότι θα γυρίζαμε πίσω το απόγευμα. Συλλήψεις γίνονταν κάθε μέρα, οποιαδήποτε ώρα, δίκες και ποινές ακολουθούσαν και σε περίπτωση αθώωσης, η εξορία ήταν ο κανόνας. Αλλά αυτό σήμαινε να ζεις! Και μέσα στα κελιά του Μάζας64 ή μέσα στη θλίψη της εξορίας νωρίς το πρωί θα ακούγαμε την ηχώ μιας έκρηξης δυναμίτη, που θα είχε τινάξει ένα δικαστήριο στον αέρα με έναν από τους συνένοχους να βρίσκεται ακόμη μέσα κι ο άγνωστος δράστης της εξεγερτικής πράξης είχε αναλάβει την πλήρη ευθύνη για την πράξη του και βάδιζε τραγουδώντας στην γκιλοτίνα. Και αυτό το τραγικό κύμα ενθουσιασμού και ζέσης, φώτισε τη θυσία, γέμισε τον καθένα με μια ακαταμάχητη περηφάνια. Ποιητές και άνθρωποι των γραμμάτων, εντυπωσιάστηκαν από αυτή τη ζέση για ανανέωση, απέτιαν καθημερινά τιμές συμπάθειας και σεβασμού στους πεσόντες εξεγερμένους, η Παριζιάνικη εφημερίδα Figaro, τρομαγμένη, αφιέρωσε μια από τις ειδικές εκδόσεις της στον «επικίνδυνο αναρχικό» και ο Οκτάβιος Μιρμπώ, ανέμισε την αναρχική του έκκληση για αποχή από την ψήφο στα χυδαία εκλογικά θεάματα, ένα ντοκουμέντο το οποίο μέχρι σήμερα είναι αξεπέραστο λόγω της οξύνοιας του και της εκφραστικής ομορφιάς του. Αυτό σήμαινε ζωή!


Κομμουνισμός και ατομικισμός ως αλληλοσυμπληρούμενοι όροι


Στο μυαλό της προλεταριακής εμπροσθοφυλακής, η απόρριψη της ατομικής ιδιοκτησίας ενσωματώθηκε και συμπληρώθηκε με την απόρριψη της εξουσίας σε όλες τις διάφορες και ατυχείς μορφές της. Ταυτόχρονα, η πρώτη ελευθεριακή φιλοδοξία που βασίζονταν στην εμπειρία και την κριτική σκέψη επιβεβαιώνονταν ως μια θεωρία το οποίο προείδε τον ελευθεριακό κομμουνισμό ως την απαραίτητη συνθήκη για την ανάπτυξη και την ασφάλεια της αυτονομίας του ατόμου σε μια ελεύθερη κοινωνία [...]

Ανάμεσα στον κομμουνισμό (φυσικά αντιληπτού, όχι ως μια άλλη άποψη του Κράτους, που είναι αναγκασμένο να αναπαράγει μέσα του όλες τις ανισότητες των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά ως μια ελεύθερη, ενωμένη συνεργασία όλων των ανθρώπων για την παραγωγή) και τον ατομικισμό (με την έννοια ότι καμία κατεστημένη εξουσία, ούτε πλειοψηφική είτε μειοψηφική, μπορεί να παρέμβει στην ανάπτυξη και την ελευθερία του ατόμου ή να μειώσει την αυτονομία του) δεν υπάρχει καμία αντίθεση, καμία ασυμβατότητα. Ο κομμουνισμός είναι απλά το θεμέλιο με το οποίο το άτομο έχει την ευκαιρία να διοικήσει τον εαυτό του και να φέρει σε πέρας τις λειτουργίες του.


Είναι δύο όροι που συμπληρώνει ο ένας τον άλλο.


Κάθε αναρχικός ο οποίος είναι πιστός στην άρνηση κάθε προνομίου, ειδικά του πιο βασικού και πιο αισχρού από όλα τα προνόμια, αυτό της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής και ο οποίος γι’ αυτό το λόγο, φιλοδοξεί να πραγματοποιήσει ένα οικονομικό καθεστώς, όπου η γη, τα ορυχεία, τα εργοστάσια και κάθε άλλο εργαλείο εργασίας ή ανταλλαγής, όλα τα μέσα παραγωγής, θα είναι αδιαχώριστη κοινή ιδιοκτησία, είναι στις οικονομικές του φιλοδοξίες ένας κομμουνιστής. Παρόμοια, αν είναι πιστός στην άρνηση της εξουσίας και υποστηρίζει ένα καθεστώς το οποίο θα πραγματοποιήσει την πλήρη ανεξαρτησία και αυτονομία του ατόμου από κάθε οικονομικό, πολιτικό και ηθικό αφεντικό, είναι αναπόφευκτα ένας ατομικιστής.

Αντίθεση; Όχι.... ολοκλήρωση.

5/5/14

Η Άρνηση Εργασίας και τα όριά της



Στην Ελλάδα ο τρόπος που έχει εμφανιστεί το πρόταγμα της άρνησης της εργασίας είναι αποσπασματικός και μερικός, αντανακλώντας την αποσπασματικότητα και τη μερικότητα του αναρχοατομικισμού, που κατά κύριο λόγο εκφράζει το πρόταγμα αυτό, αλλά και την προφανή ανεπάρκεια του αναρχικού χώρου να επεξεργαστεί μια ολιστική επαναστατική θεωρία και την αντίστοιχη πολιτική δράση (ως ενότητα θεωρίας και δράσης, ως πράξις). Έτσι, η άρνηση εργασίας ως έννοια εγκλωβίζεται μονάχα στην παράνομη μορφή της , κυρίως στη ληστεία τράπεζας. Το φετιχιστικό περίβλημα τελικά επικράτησε του βαθιά ανατρεπτικού περιεχομένου. Τα μέσα μετατράπηκαν σε σκοπό και θριάμβευσε η αυτοαναφορικότητα.


Ποιά είναι η ουσία της άρνησης εργασίας; Οπωσδήποτε η βάση πάνω στην οποία εδράζεται ολόκληρη η κοινωνική ζωή είναι ο τρόπος με τον οποίο παράγεται η υλική ζωή, οι σχέσεις ιδιοκτησίας στα παραγωγικά μέσα και ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία εργάζεται ώστε να παράγει όλη αυτή την υλική βάση της. Μέσα στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας ο ρόλος του προλετάριου είναι κομβικός. Αυτός είναι που δημιουργεί ολόκληρο τον κοινωνικό πλούτο, ο οποίος σφετερίζεται από το κεφάλαιο και από κοινωνικός μετατρέπεται σε ιδιωτικό. Η μισθωτή εργασία είναι αυτή που δημιουργεί των πλούτο των αφεντικών. Η άρνηση εργασίας (με τη στενή της έννοια) ουσιαστικά αρνείται να συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία, να δημιουργήσει τον πλούτο των καπιταλιστών. Σ’ αυτό το πλεονέκτημά της κρύβεται και το μέγιστο μειονέκτημά της: κάθεται αναπαυτικά στα πούπουλα της αυτοανακλύκλωσης, ενώ η έλλειψη ολιστικής επαναστατικής θεωρίας την τυφλώνει, και ενώ είναι ταξική δεν το γνωρίζει. Νομίζει ότι δραπετεύει από την ταξική πάλη και βαδίζει εξω-κοινωνικά, όπως ο Ιησούς βάδιζε στα κύματα. Το κεφάλαιο έχει αποικιοποιήσει ολόκληρη την κοινωνική ζωή κι έτσι οι οάσεις βρίσκονται μονάχα στη φαντασία. Μέσα στον καπιταλιστικό καταμερισμό, λοιπόν, ο αρνητής εργασίας μπορεί να μην συμμετέχει ως παραγωγός, αλλά συμμετέχει ως καταναλωτής, άρα ως παραγωγός πλούτου του καπιταλιστή (όχι με την εργασία του, αλλά με την κατανάλωσή του). Εδώ βρίσκεται και το όριο της άρνησης εργασίας.
Πώς μπορεί να αρθεί αυτή η αντίφαση;
 

Καθώς οι εσωτερικές και εξωτερικές αντιφάσεις είναι η γενεσιουργός αιτία της κίνησης θα πρέπει να δούμε με ποιον τρόπο η άρνηση της εργασίας θα ξεπεραστεί διαλεκτικά. Ο τρόπος είναι ένας: με την ίδια την απο-αλλοττρίωση της εργασίας, επομένως με τη βίαιη ή ειρηνική αλλαγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (κι επειδή οι καπιταλιστές δεν πρόκειται να απαρνηθούν εθελοντικά τα προνόμιά τους, η αλλαγή θα χρειαστεί να γίνει επαναστατικά και βίαια). Με δύο λόγια, με την καταστροφή του κράτους, της μισθωτής εργασίας και με την κοινωνικοποίηση των παραγωγικών μέσων (και όχι με την κρατικοποίηση, όπως έγινε στις χώρες του υπαρκτού μπολσεβικισμού και δημιούργησε τη συλλογική γραφειοκρατική αστική τάξη και τη δικτατορία της επί του προλεταριάτου).


Οπότε, η άρνηση της εργασίας αν χρησιμοποιηθεί ως μέσο και όχι ως αυτοσκοπός, αποκτά ένα βαθύτερο και πιο ολοκληρωμένο επαναστατικό περιεχόμενο. Συνδέεται διαλεκτικά και με άλλες μορφές της ταξικής πάλης, με τους εργατικούς αγώνες, τις απεργίες, το ιστορικό τρίπτυχο Λούφα-Κοπάνα-Σαμποτάζ κλπ. Στο κάτω-κάτω, άρνηση εργασίας σημαίνει συνολική άρνηση του συστήματος της μισθωτής σκλαβιάς και αγώνας για την απο-αλλοτρίωση της ίδιας της ζωής μας. Δεν μπορούμε να μιλάμε για Άρνηση Εργασίας χωρίς να μιλάμε για κοινωνική επανάσταση.


(Πρώτη δημοσίευση στην αναρχική εφημερίδα Άπατρις)

 

14/1/14

Απ’ την Υπαρξιακή Ανταρσία στην Κοινωνική Επανάσταση

(Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Άπατρις #21)

Ι

«Μόνο συλλογική ύπαρξη υπάρχει, μόνο κοινωνική ύπαρξη υπάρχει. Είναι γελοίο να υποστηρίζει κανείς ότι η Κόλαση είναι οι Άλλοι. Οι άλλοι, όπως και η ίδια η πραγματικότητα, μπορεί να είναι πηγή εμποδίων, αλλά είναι επίσης και πηγή δυνατοτήτων» Κορνήλιος Καστοριάδης

«Πραγματικός πλούτος είναι η ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητας»
Καρλ Μαρξ


Η υπαρξιακή ανταρσία, το εξεγερτικό βίωμα "εδώ και τώρα", είναι αναμφίβολα ένα σημαντικό κομμάτι του συνολικού αντιεξουσιαστικού επαναστατικού προτάγματος και δεν πρέπει να το υποτιμούμε: επανασυνδέει το οραματικό στοιχείο της κοινωνικής επανάστασης με την παρούσα πρακτική δραστηριότητα μέσα στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις και δεν εξορίζει την πράξη (ως ενότητα θεωρίας – δράσης) σε ένα μέλλον σκοτεινό και ακαθόριστο. Δεν περιμένουμε μια όμορφη Μεγάλη Νύχτα να βρέξει επανάσταση εξ’ ουρανού, ενεργοποιούμε το δυναμικό μας σήμερα, εδώ και όχι στον ακαθόριστο χρόνο των "ώριμων αντικειμενικών συνθηκών", που -μεταφυσικώ τω τρόπω- διαχωρίζονται απ’ τον υποκειμενικό παράγοντα. Άλλωστε, στην υπάρχουσα ιστορική στιγμή, οι αντικειμενικές συνθήκες είναι υπερ-ώριμες, σε αντίθεση με την ισχνή συνείδηση του υποκειμενικού παράγοντα. Και ο ύπουλος ρόλος της κατατονικής Αριστεράς, μαζί με τη δική μας ανεπάρκεια, έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο για τη σημερινή αντίφαση: ο μεν ταξικός πόλεμος οξυμένος, το δε επαναστατικό κίνημα ισχνό.

Το εξεγερτικό βίωμα, μαζί με την επαναστατική μνήμη και τη στόχευση για μια μελλοντική αταξική κοινωνία, συναποτελούν τα τρία νήματα που συνδέουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Επανάστασης. Ωστόσο, η δυσανάλογη κεντρικοποίηση του κάθε προτάγματος δημιουργεί στρεβλώσεις και σπάει το ενιαίο χωρο-χρονικό συνεχές. Το εξεγερτικό βίωμα, λοιπόν, δεν είναι πανάκεια για πάσα νόσο. Η πρακτική επαναστατική δραστηριότητα το εμπεριέχει ως συστατικό της στοιχείο, αλλά το υπερβαίνει. Το ίδιο συμβαίνει και με την άσκηση υλικής βίας. Τόσο το εξεγερτικό βίωμα, όσο και η χειραφετική βία είναι υποσύνολα του πολυπλόκαμου αντιεξουσιαστικού προτάγματος και δεν ταυτίζονται μ’ αυτό.

Όταν οι ενέργειές μας αποκόβονται απ’ την περιρρέουσα κοινωνική πραγματικότητα και τις κοινωνικές σχέσεις, τότε δημιουργούν την ιδιότυπη (ένοπλη ή άοπλη, βίαιη ή ειρηνική) ιδιώτευση των "νησίδων ελευθερίας", των καταφυγίων "ελευθερίας" σ’ έναν ανελεύθερο κόσμο. Η λειτουργία τέτοιων "καταφυγίων" μοιάζει σατανικά με την περιγραφή της θρησκείας απ’ τον Μαρξ: η καρδιά ενός κόσμου δίχως καρδιά! Εν τέλει, το βίωμα ως εξεγερτικό Θέαμα γίνεται το όπιο των αναρχικών!! Για να μην εκφυλίσουμε, λοιπόν, την υπαρξιακή μας ανταρσία σ’ ένα απλό εξεγερτικό Θέαμα, πρέπει αναγκαστικά να το γειώσουμε στον πραγματικό κόσμο της ταξικής πάλης και του κοινωνικού ανταγωνισμού. Δεν πρέπει να τεμαχίζουμε το εξεγερτικό βίωμα από το κοινωνικό του περιεχόμενο, ούτε την υπαρξιακή ανταρσία απ’ το κομμουνιστικό περιεχόμενο της αναρχίας (ή το αναρχικό περιεχόμενο του κομμουνισμού...)

Η επανάσταση είναι μια σύνθετη και πολύπλοκη ιστορική-κοινωνική εξελικτική διαδικασία και δεν πρέπει να την ακρωτηριάζουμε τεμαχίζοντας αυθαίρετα το ατομικό απ’ το κοινωνικό ή κόβοντας σε φέτες το χωροχρονικό συνεχές. Η επανάσταση λέει κάτι παραπάνω απ’ το αναγκαίο (αλλά ανεπαρκές από μόνο του) "εδώ και τώρα": λέει "ήμουν, είμαι και θα είμαι" (κατά τη γνωστή έκφραση της Ρόζα Λούξεμπουργκ). Επιπλέον, η επανάσταση δε σταματά στην ατομική ανταρσία: καταδύεται στο ατομικό και το μοριακό, όχι για να βυθιστεί εκεί αιωνίως, αλλά για να αναδυθεί στο κοινωνικό. Θα πρέπει επιτέλους να ανακτηθεί εκ νέου η αντίληψη της ιστορικότητας και τη κοινωνικότητας της ύπαρξής μας, που τόσο έχει χτυπηθεί απ’ τον υπεραπλουστευτικό βιωματισμό που ηγεμόνευσε ιδεολογικά στον αναρχικό χώρο τα τελευταία χρόνια. Η αντίφαση ανάμεσα στο σύντομο του βιολογικού βίου του ανθρώπου, που θέλει να δει τα οράματά του πραγματωμένα "εδώ και τώρα", και στην επίπονη και μακροχρόνια ιστορική διαδικασία της κοινωνικής μεταβολής, που υπερβαίνει τον ατομικό χρόνο, δεν λύνεται με το να αυτονομούμε το εξεγερτικό βίωμα και να το τοποθετούμε στο θρόνο του Απόλυτου.

Ο βιωματικός φετιχισμός καθιστά το βίωμα κενό περιεχομένου πολιτικό κουφάρι. Πρέπει να χωνέψουμε την αντίφαση ατομικού και ιστορικού χρόνου, το μεγάλο βάθος των ιστορικών μεταβολών που ίσως ως άτομα δε βιώνουμε άμεσα (ή έτσι νομίζουμε τουλάχιστο...), τοποθετώντας τη δική μας πρακτική δραστηριότητα, το ιδιαίτερο προσωπικό μας βίωμα, ως κομμάτι της ιστορικής κίνησης και όχι σαν "Νησίδα Ελευθερίας" (ομολογημένη ή ανομολόγητη!)

Η απο-αλλοτρίωση των ζωών μας δεν πραγματώνεται με την υλική μας βία, αλλά μέσω αυτής και πέρα απ’ αυτήν. Δεν είναι το εξεγερτικό βίωμα αυτοσκοπός, αλλά μέσο για τη δημιουργία αλληλέγγυων-ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων (αναρχικών και κομμουνιστικών σχέσεων). Η επανάσταση δεν είναι ο εαυτός μας, είναι το ξεπέρασμα του εαυτού μας ή, όπως έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ, είναι η νίκη της ανθρωπιάς πάνω στον άνθρωπο. Κάτι τέτοιο, φυσικά, είναι αποτέλεσμα μιας μακράς εξελικτικής διαδικασίας, που προϋποθέτει το τέλος της εξουσιαστικής/ταξικής κοινωνίας, κάτι που ενδεχομένως δε θα βιώσουμε ποτέ ως άτομα. Μπορούμε όμως να δούμε τα χνάρια του κομμουνισμού και να πλάσουμε την προεικόνιση μιας αταξικής/αντιεραρχικής κοινωνίας, μέσα από τις σχέσεις που χτίζουμε στο ξεδίπλωμα της πρακτικής μας δραστηριότητας (1). Μέσα απ’ τις ίδιες μας τις αντιφάσεις. Όχι, βέβαια, ως "νησίδα ελευθερίας", αλλά ως νησίδα αντίστασης στη σύγχρονη βαρβαρότητα.

Η υλική βία που χρησιμοποιούμε δεν είναι αυτοσκοπός, δεν είμαστε εκ φύσεως βίαιοι άνθρωποι. Είναι ένα μέσο αγώνα για τη δημιουργία εκείνης της κοινωνικής οργάνωσης που θα καθιστά κάθε βία περιττή. Είναι βία χειραφετική, βία που σκοπεύει στην κατάργηση του εαυτού της. Γι αυτό και στη σύνθετη διαλεκτική διαδικασία της απο-αλλοτρίωσης των ζωών μας (που είναι μια ιστορική-κοινωνική διαδικασία και όχι μονάχα ατομική-μοριακή), οι επαναστάτες χρησιμοποιούν τη συνειδητή αυτο-αλλοτρίωση της βίας: μπαίνουν φυλακή επειδή αγαπούν την ελευθερία, σκοτώνονται επειδή αγαπούν τη ζωή. Γράφει ο Τέρι Ίγκλετον: «Αυτό που έχει σημασία είναι η πληρότητα της ζωής. Αλλά το να εργάζεται κανείς προς κάθε κατεύθυνση για μια αφθονότερη ζωή συνεπάγεται ενίοτε την αναστολή ή την εγκατάλειψη ορισμένων απ’ τα καλά πράγματα που χαρακτηρίζουν αυτόν τον τρόπο ύπαρξης [...] Το πρόβλημα είναι ότι για να καταστεί ο συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης διαθέσιμος σε όλους, πρέπει ο αντάρτης πολεμιστής να απέχει προς το παρόν από τέτοιες ικανοποιήσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο εν λόγω αντάρτης ή η αντάρτισσα γίνεται αυτό που η Καινή Διαθήκη ονομάζει "ευνούχος δια την βασιλείαν". Το χειρότερο λάθος θα ήταν να εκλάβει κανείς αυτήν την εξ’ ανάγκης ασκητική συμπεριφορά ως εικόνα της καλής ζωής καθ’ εαυτή. Σπανίως αποτελούν οι επαναστάτες τη βέλτιστη εικόνα της κοινωνίας για τη δημιουργία της οποίας εργάζονται». (2)

Αυτή η συνειδητή αυτο-αλλοτρίωση συνυπάρχει με το κίνημα ως προεικόνιση της αταξικής αλληλέγγυας κοινωνίας, σε μια διαλεκτική αντιφατική ενότητα, που αντανακλά το διπλό καθήκον της Επανάστασης: Καταστροφή και Δημιουργία (συνεξελικτικά και όχι ως χωριστά στάδια).

Η υπαρξιακή ανταρσία, λοιπόν, αντιπροσωπεύεται καλύτερα μέσα απ’ την επινοητική-δημιουργική δραστηριότητα, μέσα από την ποίηση ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων. Η υλική βία αντιπροσωπεύει την αναγκαιότητα, είναι εργαλείο και όχι το περιεχόμενο της ανταρσίας μας: είναι η συνειδητή αυτο-αλλοτρίωση που απο-αλλοτριώνει τις ζωές μας. Ένας μεταφυσικός ειρηνιστής θα βραχυκύκλωνε μ’ αυτήν την εσωτερική αντίφαση της Επανάστασης, αλλά στην πραγματική ζωή τίποτα δεν είναι "καθαρό". Η αντίφαση γεννά την κίνηση (την ιστορική κίνηση, επίσης): ας μην ξεχνάμε πως απ’ το ερωτικό σμίξιμο του Άρη (θεού του πολέμου) και της Αφροδίτης (θεάς του Έρωτα) γεννήθηκε η κόρη τους, που την ονόμασαν Αρμονία!

Εν κατακλείδι: είναι λάθος να λέμε πως βιώνουμε την "αναρχία εδώ και τώρα" μέσω της επαναστατικής βίας. Κάτι τέτοιο είναι ετεροκαθορισμός. Δυστυχώς, δεν περνάμε εμείς "πρώτοι στη επίθεση", αλλά δεχόμαστε την πρωτογενή επίθεση της εξουσιαστικής/ ταξικής κοινωνίας απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε και σε κάθε στιγμή του βίου μας. Η δική μας βία είναι η επιστροφή ενός μικρού κομματιού βίας που δεχόμαστε, είναι η αντεπίθεση μας. Είναι και κάτι παραπάνω απ’ την αντανακλαστική μας αντεπίθεση: είναι το αναγκαίο σκαλοπάτι πάνω στο οποίο πατάμε για να βιώσουμε την ανάδυση της ανώτερης ανθρώπινης δημιουργικότητας, που οι αρχαίοι έλληνες ονόμαζαν Ποίηση. Αυτή η ποίηση των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων (η κομμουνιστικο-ποίηση) είναι η "αναρχία εδώ και τώρα", η επανάσταση νυν και αεί. Η υπαρξιακή ανταρσία, λοιπόν, το εξεγερτικό βίωμα σε ενεστώτα χρόνο, είναι αναγκαίες προϋποθέσεις της επανάστασης, αλλά δεν αρκούν. Η αναρχία δεν είναι "τρόπος ζωής στο σήμερα". Κάτι τέτοιο θα ήταν φενακισμένη συνείδηση που συμμετέχει αθέλητα στην ιδεολογική εξομάλυνση του υπάρχοντος.

Δεν αρκεί το "εδώ και τώρα", αφού παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν στην ιστορική διαλεκτική ενότητα: «Το παρελθόν δεν πεθαίνει. Δεν είναι καν παρελθόν», έλεγε ο Φώκνερ και ο Εμπειρίκος συμπλήρωνε: «Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας». Δεν μπορούμε να πηδήξουμε πάνω απ’ τη σκιά μας, να ζήσουμε την "αναρχία εδώ και τώρα" εντός των εξουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων. Αντί, όμως, να μας απογοητεύει αυτό το συμπέρασμα, ας μας δώσει το κίνητρο για την επανάκτηση της ιστορικής αντίληψης: «Για να γεννηθεί ένα αγριολούλουδο χρειάζεται τοκετός αιώνων», έλεγε ο William Blake. Η επανάσταση είναι πια θέμα αιώνων! Υπομονή...

 
ΙΙ.

 «Η επανάσταση σε μερικούς μπορεί να μην αρέσει / μα είναι ο μόνος σίγουρος και δίκαιος τρόπος / να καθαρίσεις απ’ το ρύπος τους ανθρώπους» Λόρδος Μπάιρον

«Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει»
Τάσος Λειβαδίτης


Δεν περιμένουμε να ξεκινήσει η Επανάσταση. Έχει ήδη ξεκινήσει. Αιώνες τώρα. Και είναι εδώ. Και θα ολοκληρώσει το διπλό της έργο (καταστροφή και δημιουργία) μονάχα όταν κι αν καταφέρει στα ερείπια της ταξικής/ ιεραρχικής κοινωνίας να δημιουργήσει τον Αναρχικό Κομμουνισμό (την κοινωνία του πλήρους ατομικισμού και όχι της κίβδηλης καρικατούρας του). Όταν η κοινωνία των ιδιωτών αντικατασταθεί απ’ την κοινωνία των ελεύθερων καθολικών ατομικοτήτων. Κοινωνία και άτομο απο-αλλοτριώνονται συνεξελικτικά και όχι χωριστά. Χειραφετούνται το ένα δια μέσου του άλλου.

Στον πραγματωμένο αναρχικό κομμουνισμό το άτομο παύει να είναι μονάδα διαχωρισμένη απ’ την κοινωνία και τη φύση. Εναρμονίζεται μαζί τους, καθώς η πλήρης ανάπτυξη του ενός προσώπου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πλέρια ανάπτυξη όλων, και η φύση δεν λογίζεται ως εξωτερικό του ανθρώπου στοιχείο, καθώς το άτομο παύει να είναι ξεκομμένη αριθμητική μονάδα (παρά φύση υπήκοος) και γίνεται κατά φύση Άνθρωπος. Η εικόνα αυτή είναι σίγουρα εξιδανικευμένη, αλλά ας μην ξεχνάμε πως η ουτοπία δεν είναι μόνο άσκηση επί χάρτου, αλλά: «εργαστήρι παραγωγής μέλλοντος».(3)

Η επανάσταση, λοιπόν, δεν είναι κάτι που ΘΑ γίνει σ’ ένα ακαθόριστο μέλλον. Είναι κάτι που ήδη έχει ξεκινήσει, γίνεται τώρα, γινόταν και πριν από εμάς, θα συνεχιστεί και μετά από εμάς. Ο κομμουνισμός είναι μια δυνητική κατάσταση της ανθρωπότητας, ζει και αναπνέει ανάμεσά μας ως λανθάνουσα κοινωνική κατάσταση, ως ένα έμβρυο που είναι ακόμα αγέννητο, αλλά παρ’ όλα αυτά ΥΠΑΡΧΕΙ. Είναι στο χέρι των καταπιεσμένων να πραγματώσουν αυτήν τη δυνατότητα και στο χέρι το δικό μας να (ξανα)κοινωνικοποιήσουμε την επαναστατική ιδέα, καθιστώντας την υλική δύναμη, δηλαδή κοινωνικό-ιστορικό κίνημα. Να συμβάλουμε στο ξεπέρασμα του κοινωνικού βαλτώματος, που ο Οκτάβιο Πας ονόμαζε "ιστορική παύση".

Ο αναρχικός κομμουνισμός δεν είναι το Τέλος της Ιστορίας του Φουκουγιάμα ή το Άριστον Τέλειον του Αριστοτέλη. Είναι το μέσο για τον επανανθρωπισμό του Homo Economicus, του εκφυλισμένου ανθρωπολογικού τύπου που παράγει ο καπιταλισμός. Γι αυτό και ο Μαρξ έθεσε τον κομμουνισμό όχι σαν τέλος, αλλά σαν ξεκίνημα της ανθρώπινης ιστορίας (4). Επιπλέον, είναι και το τέλος της Ανάθεσης, η επιστροφή της ευθύνης και το ξεκίνημα μιας αυτεξούσιας κοινωνίας αυτεξούσιων ατόμων. Γιατί δεν αρκεί η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής της υλικής ζωής, είναι αναγκαία προϋπόθεση και η κοινωνικοποίηση της λήψης αποφάσεων (άμεση δημοκρατία): η εξουσία που ανήκει σε όλους, δεν ανήκει σε κανέναν! Έτσι, αποκλείεται ένα προνομιακό πεδίο που γεννά εκ νέου κατακερματισμό, όχι πια στη βάση της παραγωγής, αλλά στη βάση της άσκησης διαχωρισμένης εξουσίας. Ο αναρχικός κομμουνισμός, λοιπόν, δεν είναι μόνο το τέλος του Homo Economicus, αλλά και το τέλος του Homo Apoliticus!

Ο κομμουνισμός δεν είναι η ανθρώπινη ευδαιμονία καθεαυτή. Είναι η προϋπόθεση, το υλικό και πνευματικό υπέδαφος της ελευθερίας και της ευδαιμονίας. Με τα λόγια του Λούκατς: «Κάποιος σπάει το μυαλό του για να επιλύσει ένα πολύπλοκο επιστημονικό πρόβλημα και κατά τη διάρκεια της δουλειάς του αντιμετωπίζει έναν ανυπόφορο πονόδοντο. Είναι σαφές ότι κατά πάσα πιθανότητα αυτός δεν θα μπορέσει να διατηρήσει τον ειρμό των σκέψεων του και να εργαστεί, ώσπου ν’ ανακουφιστεί από τον άμεσο πόνο. Ο αφανισμός του καπιταλισμού [...] σημαίνει τη θεραπεία όλων των πονόδοντων για το σύνολο της ανθρωπότητας». (5)

Κάτι τέτοιο, όμως, δεν πραγματώνεται απ’ τη σκοπιά ενός ομιχλώδους, αόριστου και αν-ιστορικού Αγαθού. Η ιστορία δημιουργείται στη βάση των αναγκών, η επανάσταση ξεκινά απ’ τις υλικές συνθήκες ύπαρξης και όχι από υπερ-ιστορικά ιδεώδη. Η επανάσταση δεν είναι μια αιώνια και αμετάβλητη Ιδέα, είναι το ταξικό συμφέρον των προλεταριακών και πληβειακών κοινωνικών στρωμάτων. Συμφέρον ιστορικά καθορισμένο και όχι αιώνια δοσμένο. Με τον όρο "ταξικό συμφέρον" δεν εννοούμε φυσικά το απλό οικονομικό συμφέρον, δηλαδή το πλασάρισμα με καλύτερους όρους πώλησης της εργασιακής δύναμης των προλετάριων. Ταξικό συμφέρον των προλετάριων, όλων αυτών δηλαδή που στερούνται τα μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής της υλικής τους ζωής και βιώνουν ένα καθεστώς καθολικής ετερονομίας, είναι η καταστροφή της ταξικής κοινωνίας, η Αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου! Ο αντιεξουσιαστικός κομμουνισμός είναι το ταξικό μας συμφέρον και όχι ένα υπερ-ιστορικό ιδανικό που αγκαλιάζει όλη την ανθρωπότητα (αφεντικά και δούλους ...) (6).

Η Κοινωνική Επανάσταση δεν είναι ακραία όπως θέλουν να την εμφανίσουν οι καθεστωτικοί κήνσορες. Ακραίος είναι ο καπιταλισμός με τους πολέμους του, τα "εργατικά ατυχήματα", την εξαθλίωση στον Τρίτο Κόσμο, το βιασμό και καταστροφή της φύσης. Ακραίο είναι να πεθαίνει ένα παιδί κάθε τρία δευτερόλεπτα απ’ την πείνα, την έλλειψη πρόσβασης στο νερό κι από ιάσιμες ασθένειες. Ακραίο είναι να πεθαίνουν κάθε χρόνο 30 εκατομμύρια άνθρωποι από ασιτία, την ώρα που οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έχουν εκτοξευθεί σε απίστευτο βαθμό. Ακραίο είναι να μην έχουν επαρκή στέγαση 640 εκατομμύρια παιδιά, να μην έχουν πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υγιεινής 500 εκατομμύρια παιδιά, να μην έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό 400 εκατομμύρια παιδιά (σύμφωνα με έκθεση της UNISEF το 2005). Ακραίο είναι να υποβάλλονται σε καταναγκαστική εργασία 218 εκατομμύρια παιδιά (σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Εργασίας το 2009). Ακραία είναι η πτώση του μέσου προσδόκιμου ζωής στην Αφρική απ’ τα 62 χρόνια στα 47, μέσα σε μόλις 20 χρόνια! Ακραίο είναι το ότι ενώ το 2002 ο Οργανισμός Τροφίμων του ΟΗΕ έθεσε ως στόχο να μειωθούν οι υποσιτιζόμενοι απ’ τα 800 εκ. στα 400, μέχρι το 2015, αντίθετα οι λιμοκτονούντες ξεπέρασαν το 1 δις! Ακραίο είναι πως στις ΗΠΑ το 1% του πληθυσμού διαθέτει περιουσία μεγαλύτερη απ’ το φτωχότερο 40%, την ώρα που 50 εκατομμύρια αμερικάνοι ζουν από συσσίτια. Ακραίο είναι πως στον πλανήτη 358 πλουτοκράτες κατέχουν ίση περιουσία με 2.3 δις ανθρώπους! Ακραία είναι η κανονικότητα στον Καπιταλισμό και όχι η Επανάσταση!!

Όλα αυτά τα στοιχεία δεν είναι απλή στατιστική. Είναι η αριθμητική του Τρόμου του καπιταλισμού. Δείχνουν, όμως, και κάτι άλλο: δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη δεν έχουν την πολυτέλεια να σκεφθούν την "υπαρξιακή ανταρσία" και το "ατομικό εξεγερτικό βίωμα", αφού παλεύουν για τη στοιχειώδη επιβίωσή τους, για την απλή αναπαραγωγή της βιολογικής τους ύπαρξης. Η υπαρξιακή ανταρσία είναι ένα εποικοδόμημα της ταξικής πάλης και απαιτεί ένα προνομιούχο υπόβαθρο για να εμφανιστεί (όπως συμβαίνει μ’ εμάς, τους αναρχικούς του προνομιούχου δυτικού κόσμου).

Γι αυτό αν η υπαρξιακή ανταρσία και το ατομικό εξεγερτικό βίωμα αποσυνδεθούν απ’ τον κοινωνικό ανταγωνισμό, εάν χάσουν την ταξική τους βάση, τότε μετατρέπονται σε κούφιο μποεμισμό και χομπισμό. Οφείλουμε, λοιπόν, να τα εντάξουμε σ’ ένα ολιστικό αντιεξουσιαστικό πρόταγμα (7), στην απόπειρα συγκρότησης ενός επαναστατικού κινήματος ανατροπής. Γιατί όποιος μιλάει για ατομικό εξεγερτικό βίωμα χωρίς να μιλάει ταυτόχρονα για κοινωνική επανάσταση, έχει ένα πτώμα στο στόμα του. Κι όποιος μιλάει για ατομικισμό, χωρίς να μιλάει για αντιεξουσιαστικό κομμουνισμό, καταπίνει και το φέρετρο...

Σημειώσεις:

1. «Το επαναστατικό κίνημα πρέπει να είναι εμβρυωδώς ένας μικρόκοσμος της νέας κοινωνίας, η οποία έρχεται στο φως δημιουργημένη στο κέλυφος της παλιάς» Τζων Κλαρκ (αλιευμένο απ’ το βιβλίο του Γιώργου Ρούσση: «Μαρξ – Μπακούνιν: για το σοσιαλιστικό κράτος», εκδ. Γκοβόστη)

2. Τέρι Ίγκλετον: «Λογική, πίστη και Επανάσταση», εκδ. Πατάκη.

3. Αντώνης Λιάκος: «Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία: οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης», εκδ. Πόλις.

4. Στον Μαρξ, η κατάργηση του κράτους, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της μισθωτής εργασίας (δηλ. ο αναρχικός κομμουνισμός) ταυτίζεται με την επανάκτηση των συνθηκών ύπαρξής μας, σε μια κοινωνία που δεν είναι στατική, αλλά δυναμική: «και θα άλλαζε χάρη στην κατάκτηση της ελευθερίας "αυτοπραγμάτωσης" των ανθρώπων. Έχοντας δηλαδή ελευθερία να σχεδιάσουν τον εαυτό τους, οι άνθρωποι θα σχεδίαζαν την κοινωνία τους, και μέσα σε μια μεταβαλλόμενη συνειδητά κοινωνία θα άλλαζαν τον εαυτό τους» (Λιάκος). Έτσι, από ενεργούμενο τυφλών δυνάμεων το άτομο μετατρέπεται σε δημιουργό της ιστορίας του, από κοινού με τα άλλα κοινωνικά άτομα: «ο μελλοντικός παγκόσμιος κομμουνισμός του Μαρξ είναι η αφετηρία συνεχών συνειδητών αλλαγών της κοινωνίας και των ατόμων». Γι αυτό και ο κομμουνισμός τίθεται ως το τέλος της προϊστορίας και αρχής της ιστορίας του ανθρώπου, ανατρέποντας το αποκαλυπτικό εσχατολογικό πνεύμα που μέχρι τότε επικρατούσε στο επαναστατικό κίνημα.

5. Εδώ ο Λούκατς τρώει μια γερή "λογοκρισία", γιατί πέρα απ’ τον αφανισμό του καπιταλισμού μιλάει και για τη μακαρίτισσα τη "σοσιαλιστική ανοικοδόμηση της οικονομίας". Ας είναι βαρύ το χώμα που τη σκεπάζει...

6. Ας σημειωθεί πως σε αντίθεση με τον ορθόδοξο μαρξισμό, ο αντιεξουσιαστικός κομμουνισμός προχωρά πέρα απ’ το σημείο εκκίνησης του ταξικού συμφέροντος: καταργεί στην κίνησή του και τις διαταξικές (αλλά όχι υπερταξικές!) μορφές καταπίεσης (σεξισμός, ρατσισμός, εθνικισμός, εγκλεισμός σε σχολεία, στρατόπεδα, ψυχιατρεία, οικολογική καταστροφή κλπ). Η διαταξικότητα, ωστόσο, δεν σημαίνει υπερταξικότητα, αφού η ταξική θέση ή καταγωγή λειτουργεί πολλαπλασιαστικά. Ακόμα και οι ασθένειες δεν μπορούν να ξεφύγουν απ’ αυτόν τον κανόνα: έρευνες δείχνουν πως η ταξική θέση ή καταγωγή είναι ο πιο σοβαρός επιβαρυντικός παράγοντας στην εμφάνιση ασθενειών όπως κάποιες μορφές καρκίνου, καρδιοπάθειας, ψυχικών διαταραχών κλπ (βλ. Χ.Λάσκος – Ε.Τσακαλώτος: «Χωρίς Επιστροφή», εκδ. ΚΨΜ).

7. Ολιστικό με τρεις έννοιες: α) Εναρμονίζει το ατομικό, το συλλογικό/ μοριακό και το κοινωνικό, β) ενώνει όλα τα επιμέρους προτάγματα (τις μερικότητες) σ’ ένα συνεκτικό σύνολο κι σ’ ένα ενιαίο σχέδιο συγκρότησης ιστορικού-κοινωνικού επαναστατικού κινήματος, και γ) κάθε μέσο αγώνα αντί να ιεραρχείται, εξυπηρετεί το συνολικό σκοπό, μακριά από βίαιους ή ειρηνικούς φετιχισμούς.

Πολύκαρπος Γεωργιάδης
Φυλακές Κέρκυρας, Σεπτέμβρης 2012

6/1/14

Για το (αυτο)ξεπέρασμα του μηδενισμού

(Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε  στο πρώτο και μοναδικό τεύχος του εντύπου "Αιρετικό")


Όχι πως θέλω να φανώ αγνώμων απέναντι σε αυτή την αρρώστια. Υποστηρίζοντας σε αυτό το κείμενο πως ο μηδενισμός βλάπτει, επιθυμώ εξίσου να πω ότι είναι και απαραίτητος -στον επαναστάτη. Άλλοι μπορούν να επιβιώσουν μια χαρά χωρίς τον μηδενισμό: ο επαναστάτης όμως δεν είναι ελεύθερος να παραμερίσει τον μηδενισμό. Πρέπει να είναι η κακή συνείδηση της εποχής του -γι’ αυτό πρέπει να τη γνωρίζει όσο γίνεται καλύτερα. Ποιος είναι καλύτερος οδηγός για το λαβύρινθο της μοντέρνας ψυχής από τον μηδενισμό, πού θα βρίσκαμε πιο εύγλωττο ψυχολόγο από τον μηδενισμό; Μέσω του μηδενισμού η νεωτερικότητα μιλά την πιο μύχια γλώσσα της: δεν κρύβει ούτε τα καλά, ούτε τα κακά της, έχει απαλλαγεί από όλες τις ντροπές της. Και ανάποδα: κανείς κρίνει με ακρίβεια την αξία του μοντέρνου όταν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του τα καλά και τα κακά τον μηδενισμού. Το καταλαβαίνω απολύτως να λέει ένας επαναστάτης σήμερα “μισώ τον μηδενισμό, αλλά δεν αντέχω πια καμιά άλλη επανάσταση”. Θα καταλάβαινα όμως κι έναν επαναστάτη που θα υποστήριζε: «Ο μηδενισμός ανακεφαλαιώνει τη νεωτερικότητα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, πρέπει πρώτα να γίνουμε μηδενιστές…"
(μικρή μεταστροφή από Φρ. Νίτσε)

Απαραίτητη διευκρίνιση
Η συγγραφή του κειμένου αυτού ξεκίνησε το 2009 και αφού έμεινε για αρκετό καιρό στο «συρτάρι», πήρε την τελική του μορφή αρκετούς μήνες πριν τα τραγικά γεγονότα της Marfin. Τραγικά όχι μονάχα λόγω του θανάτου των τριών εργαζομένων, αλλά και γιατί ουσιαστικά φρενάρησαν μια λαϊκή εξέγερση εναντίον του Δ.Ν.Τ και της κυβέρνησης. Έτσι, αν η 6η Δεκέμβρη σήμανε την ευρύτερη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας, η 5η Μάη σήμανε την προσωρινή υποχώρηση.

Όλο αυτό το διάστημα πολλά ακούστηκαν περί μηδενισμού. Το ζήτημα όμως του μηδενισμού δεν αφορά μονάχα μια τάση του αναρχικού «χώρου» (έστω και περιφερειακή ή "περιθωριακή"). Ολόκληρη η εποχή μας και η κοινωνία είναι βαθιά μηδενιστική και το ξεπέρασμα του μηδενισμού αυτού δεν γίνεται με ευεργετικές απεραντολογίες περί κάποιας γενικής και αόριστης (πάντα ομιχλώδους) ελευθερίας.

Το γνήσιο ξεπέρασμα του μηδενισμού πραγματώνεται θετικά μόνο μέσω ενός κινήματος που θα παλέψει για ένα συγκεκριμένο σκοπό: για την κοινωνική επανάσταση και την δημιουργία της αταξικής κοινωνίας. Μάλιστα, στη σημερινή συγκυρία της επίθεσης του κεφαλαίου και της σταδιακής αφύπνισης των προλετάριων διεθνώς, ένα γνήσια επαναστατικό κίνημα που θα μάχεται στην πράξη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό θα παίξει καταλυτικό ρόλο στο ξεπέρασμα όχι μόνο του περιορισμένου “αναρχικού” μηδενισμού, αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού μηδενισμού. Το προλεταριάτο ήδη ενσωματώνει αναρχικά συνθήματα ενεργητικού μηδενισμού («να καεί το μπουρδέλο η βουλή»). Στην εξελικτική του κίνηση πιθανότατα να ενσωματώσει (όπως παλιότερα) και τις επαναστατικές ιδέες και πρακτικές, ξεπερνώντας αυτόν τον απλοϊκό -αλλά αναγκαίο ως πρώτο βήμα- μηδενισμό. Γιατί όχι; Τα πάντα ρει…

Αντί εισαγωγής
«Κι αν από τώρα κι ύστερα σου λείψουν όλες οι σκάλες, πρέπει να μάθεις να πατάς στο ίδιο σου το κεφάλι: πώς αλλιώς θα ήθελες να ανέβεις ψηλότερα;» Νίτσε
Ο αναρχικός μηδενισμός είναι μια πολύ σημαντική συνιστώσα του ριζοσπαστικού κινήματος και με την ενεργητικότητα του έχει προσφέρει πολλά. Σε περιόδους κοινωνικής νηνεμίας βοήθησε στη διατήρηση πολλών δυνάμεων του επαναστατικού κινήματος, όταν άλλοι είτε λάκιζαν απογοητευμένοι από το «μάταιο του αγώνα» και ενσωματώνονταν στη ταξική κοινωνία, είτε προσεύχονταν για την έλευση της Αγίας Ιστορικής Αναγκαιότητας, τότε που οι ουρανοί θα σχιστούν και θα βρέξει επανάσταση. Ο μηδενισμός λοιπόν στην ενεργητική του μορφή επανέφερε την επαναστατική δράση από το ακαθόριστο μέλλον σε χρόνο ενεστώτα και εν μέσω κοινωνικής ειρήνης κάλυψε την ανάγκη για υπαρξιακή ανταρσία, ανάγκη που είναι θεμελιώδης για το επαναστατικό κίνημα (ας θυμηθούμε ότι για τον Μαρξ η επανάσταση δεν είναι μόνο μια διαδικασία αλλαγής του κόσμου αλλά και μια ταυτόχρονη διαδικασία ατομικής πραγμάτωσης). Ο επαναστάτης δεν θυσιάζεται για την κοινωνία, λέει ο Μαρξ, αλλά αντίθετα θυσιάζει την υπάρχουσα κοινωνία. Ίσως αυτά τα λόγια να πέφτουν βαριά στα στομάχια των ορθόδοξων... Η επανάσταση δεν είναι ένα έξωθεν επιβαλλόμενο καθήκον που πρέπει να εκτελεστεί από ανιδιοτελείς αυτοθυσιαζόμενους οσιομάρτυρες. Αντίθετα, εμπεριέχει και την ατομική ανταρσία, καθώς είναι εκείνο το σημείο όπου η αλλαγή του εαυτού συναντά την αλλαγή του κόσμου.
Ο μηδενισμός λοιπόν προσέφερε πολλά στο ριζοσπαστικό κίνημα. Αλλά ο ακτιβισμός δεν αρκεί. Ο μηδενισμός έχει τα όρια του, τους περιορισμούς του. τις αδυναμίες του και μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για την παραπέρα ανάπτυξη του ριζοσπαστικού κινήματος. Ο σεχταρισμός, ο ελιτισμός, η αυτοαναφορικότητα, ο ακραίος βολονταρισμός, η μεγαλοστομία, ο φετιχισμός, ο πεσιμιστικός ντετερμινισμός, η (κατά φαντασία) αρνησικοσμία και άλλα εγγενή προβλήματα του μηδενισμού δημιουργούν στασιμότητα και από τα στάσιμα νερά μόνο δηλητήριο μπορούμε να περιμένουμε.

Ο μηδενισμός εκπλήρωσε τον ιστορικό του σκοπό, τώρα πρέπει να ξεπεραστεί, αλλά όχι να ενταφιαστεί. Το διαλεκτικό σχήμα της Αρνησης της Αρνησης είναι ιδανικό για το σκοπό μας: καταργεί τη μορφή αλλά όχι και το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο υψώνεται σε νέα ανώτερα επίπεδα. Με δυο κουβέντες, το κείμενο αυτό δεν προσπαθεί μόνο να εντοπίσει τις ρίζες του μηδενισμού στον πεσιμισμό και να κριτικάρει τις αδυναμίες του, αλλά και να υποστηρίξει ότι το περιεχόμενο του μηδενισμού μπορεί και οφείλει να βρει μια ανώτερη έκφραση μέσα από ένα κίνημα γνήσια ριζοσπαστικό, γνήσια αντισυστημικό, γνήσια επαναστατικό. Ένα κίνημα που από τα μέσα θα θέτει και ένα σαφή σκοπό: μια ελεύθερη κοινωνία ελεύθερων ατόμων, μέσα από την καταστροφή του κράτους, της μισθωτής εργασίας και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Μηδενιστές! Αλλη μια προσπάθεια να γίνουμε επαναστάτες!!

Ι.
Ο πεσιμισμός ως γεννήτορας του μηδενισμού
«Ο μηδενισμός ως ψυχολογική κατάσταση πραγματοποιείται όταν έχουμε αναζητήσει ένα “νόημα” σε όλα τα συμβάντα, τη οποίο δεν βρίσκεται εκεί: έτσι ο αναζητητής χάνει τελικά το θάρρος του. Ο μηδενισμός είναι τελικά η συνειδητοποίηση της μακρόχρονης σπατάλης, η αγωνία του “εις μάτην”, η ανασφάλεια, η έλλειψη κάθε ευκαιρίας να συνέλθουμε και να ανακτήσουμε την ηρεμία μας -η ντροπή απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, σαν να τον εξαπατήσαμε για πάρα πολύ καιρό.» Φρ. Νίτσε
Παρά τις πολλές και διαφορετικές μορφές που μπορεί να πάρει ο μηδενισμός (άλλωστε υπάρχουν τόσοι μηδενισμοί όσοι είναι και οι μηδενιστές), η βάση του μηδενισμού είναι μία: ο πεσιμισμός. Στην πολιτική της μορφή η απογοήτευση που μπορεί να γεννήσει είτε μια ηττημένη επανάσταση είτε μια επανάσταση που δεν έρχεται, γεννά τον αναρχικό μηδενισμό, στις διάφορες εκδοχές του (ενεργητικός ή παθητικός, βίαιος ή ειρηνικός, αναρχοατομικισμός, ιλλεγκαλισμός. χαοτισμός, νεολαιίστικες υποκουλτούρες -σαν το punk rock, τον νεοχιπισμό κλπ.). Το “εις μάτην” του αγώνα και το “χαμένο νόημα” μεταφράζονται ποικιλοτρόπως, ανάλογα και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του υποκειμένου. Παρά το διαφορετικό (ακόμα και εχθρικό μεταξύ τους) περιεχόμενο των διαφόρων μηδενισμών, έχουν κι ένα κοινό σημείο: τεμαχίζουν την επανάσταση ανάμεσα στην ατομική υπαρξιακή ανταρσία και στην κοινωνική δράση για την αλλαγή του κόσμου, προτάσσοντας μόνο την πρώτη ως ρεαλιστική και τη δεύτερη ως “ουτοπία” ή “παραμύθι για μικρά παιδιά”. Το ίδιο κάνουν και οι υπερορθόδοξοι επαναστάτες, με τη διαφορά ότι προτάσσουν τη δεύτερη, θεωρώντας την πρώτη ως “μικροαστικό κατάλοιπο”. Αμφότεροι εσχατολογούν ασύστολα, οι ορθόδοξοι φανερά κι από την πόρτα, οι μηδενιστές από το παράθυρο.
Διαβάσαμε κάπου:
«Ζούμε λοιπόν “το τέλος των ιδεολογιών”, όπως αναφέρει ο Φουκουγιάμα [...] Μιλάμε για την απελπισία που εκφράζει την κατάσταση όλων όσων δεν μας έχει απομείνει καμιά ελπίδα να δούμε να αλλάζει η πραγματικότητα που μας επιβάλλουν […] Είμαστε ρεαλιστές και χαιρόμαστε που δεν πρέπει να υπερασπιστούμε το όραμα και την ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου που μπορεί να μην έρθει ποτέ [...] Οι παράνομες Επαναστατικές οργανώσεις δεν είναι εργαλεία για τον κόσμο του μέλλοντος αλλά πρόταση ζωής για το σήμερα».
Η αποσαρκωμένη εσχατολογία θεωρεί ότι ζει στην εσχατιά της ιστορίας. Όπως κάθε αντιδιαλεκτική ερμηνεία της πραγματικότητας βλέπει τα γεγονότα ως απόλυτα, ασύνδετα και ακίνητα. Η εθελόδουλη κοινωνία ως συμπαγές σύνολο θα μείνει για πάντα έτσι, χωρίς να κινηθεί ποτέ. Το κέρμα της μελλοντολογίας έχει ριφθεί: η πραγματικότητα θα μείνει απαράλλαχτη. Οπότε τι κάνουμε; Ευνουχίζουμε την επανάσταση και το νόημα της ως ενότητας Ατομικής και Κοινωνικής Ανταρσίας και την βαπτίζουμε εκ νέου ως μια απλή “πρόταση ζωής”. Το συντηρητικό μήνυμα της δημιουργίας μιας απλής “ένοπλης όασης” μέσα στο υπάρχον βαπτίζεται “επαναστατική αυτονομία”. Ταυτόχρονα τεμαχίζεται ιδεατά το παρόν από το μέλλον (όσο για το παρελθόν αυτό έχει εξοριστεί οριστικά στα Τάρταρα του Αρνητικού…) λες και οι πράξεις του παρόντος δεν δημιουργούν την μελλοντική πραγματικότητα, λες και το μέλλον φυτεύεται από τους ουρανούς, λες και το χωροχρονικό συνεχές μπορεί να διασπαστεί έτσι απλά, με ένα διάταγμα της Μεταφυσικής. Κι αυτό αποκαλείται ρεαλισμός!!!

Όταν εξετάζουμε ένα κοινωνικό φαινόμενο μόνο με τον τρόπο που εμφανίζεται στο παρόν (ως ακίνητη φωτογραφία της στιγμής), τότε απορροφούμαστε από την μεταφυσική σκέψη. Ένα φαινόμενο πρέπει να το εξετάζουμε διαλεκτικά, όχι μόνο στην παρούσα του μορφή αλλά και στην κίνηση του, στη δυναμική και στις δυνατότητες που εμπεριέχει, καθώς και στην αλληλεπίδραση του με άλλα φαινόμενα. Όπως έγραφε ο Ένγκελς: «Δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ως σύμπλεγμα έτοιμων πραγμάτων, αλλά ως σύμπλεγμα διαδικασιών, όπου φαινομενικά σταθερά πράγματα και παρόμοια οι ιδεατές απεικονίσεις τους στο μυαλό μας, οι έννοιες, υφίστανται αδιάκοπη αλλαγή γίγνεσθαι και θανάτου». Ρεαλισμός, λοιπόν, είναι η εξέταση των γεγονότων στην κίνηση τους και όχι ο κάθε είδους ντετερμινισμός που προτάσσει είτε την ακινησία των κοινωνικών φαινομένων είτε την προδιαγεγραμμένη κίνηση τους στις ράγες του μηχανιστικού κισμέτ.

Η κυρίαρχη τάση κάθε εποχής βλέπει τον εαυτό της ως έκφραση των καθολικών συμφερόντων ολόκληρης της κοινωνίας, εξ ου και το αναμασημένο ιδεολόγημα του “τέλους των ιδεολογιών”. Ιδεολόγημα πολύ παλιότερο από τον απολογητή του νεοφιλελευθερισμού Φουκουγιάμα (και αδρά χρηματοδοτούμενου βεβαίως -βεβαίως…). Οι κυρίαρχες τάξεις που αποζητούν τη διαιώνιση του ταξικού διαχωρισμού και των ιδιαίτερων συμφερόντων τους πάντα έχουν ανάγκη τον μεταφυσικό τρόπο σκέψης, ώστε να παρουσιάζουν την εκάστοτε κοινωνική δομή ως φυσικά δοσμένη και αμετάβλητη. Οι επαναστάτες όμως, εάν θέλουν να είναι τέτοιοι πέρα από το να αυτοαποκαλούνται ως τέτοιοι, καμιά σχέση δεν πρέπει να έχουν με αυτόν τον αντιδιαλεκτικό τρόπο σκέψης και να κάνουν επικλήσεις στον Φουκουγιάμα.

Η πηγή του απαισιόδοξου αυτού ντετερμινισμού γίνεται φανερή από τα παραπάνω αποσμάτα: “η απελπισία” όλων εκείνων που “δεν τους έχει απομείνει καμιά ελπίδα” για κοινωνική αλλαγή. Επιστρέφουμε λοιπόν στις πεσιμιστικές ρίζες του μηδενισμού…

ΙΙ.
Σε ποιες, όμως, ιστορικές περιόδους εμφανίζεται ο μηδενισμός; Όταν η κοινωνική ειρήνη προκαλεί την ύφεση του επαναστατικού κινήματος, τότε κάποιοι μαχητές που κυλάει αίμα στις φλέβες τους απαντούν αντανακλαστικά στην παρακμή αυτή, εγκαταλείποντας την ιδέα της κοινωνικής επανάστασης αλλά όχι την άμεση δράση. Εγκαταλείπουν δηλαδή το περιεχόμενο της επανάστασης, διατηρώντας την εξωτερική της μορφή. (Φυσικά υπάρχει και ο παθητικός μηδενισμός που εγκαταλείπει και τα δύο ταυτόχρονα, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει μόνο εκείνη η μορφή μηδενισμού που εμπεριέχει σπερματικά τις δυνατότητες του αυτοξεπεράσματος).

Έτσι, για παράδειγμα, ο ρωσικός νιχιλισμός του 19ου αιώνα γεννήθηκε όταν ένα υπεραισιόδοξο επαναστατικό, υλιστικό και επιστημονικό κίνημα επιχείρησε την “κάθοδο προς τον λαό” και γνώρισε την αδιαφορία, την ήττα και την απογοήτευση. Παρόλα αυτά όμως. ο ρωσικός νιχιλισμός δεν εγκατέλειψε την ιδέα της κοινωνικής επανάστασης. Οι διαψευσμένες ελπίδες ενεργοποιούν και τον ευρωπαϊκό αναρχοατομικισμό: τόσο η ήττα της σπουδαιότερης προλεταριακής εξέγερσης, της παρισινής κομμούνας, όσο και η αποκαθήλωση της εργατικής τάξης ως αδιαμφισβήτητου και αυτόματου φορέα της επανάστασης προκάλεσαν αντανακλαστικά την άνοδο μηδενιστικών και ατομικιστικών ρευμάτων. Τόσο ο ρωσικός όσο και ο ευρωπαϊκός μηδενισμός, όταν έπαυε η ύφεση του επαναστατικού κινήματος και παρουσιαζόταν ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας ενσωματώνονταν ξανά στο ευρύτερο κίνημα για την κοινωνική ανατροπή. Μιας και ο μηδενισμός ήταν αντανάκλαση της επαναστατικής ύφεσης δεν είχε λόγους ύπαρξης σε περιόδους κοινωνικών εκρήξεων. Έτσι για παράδειγμα στο πλευρό των κομμουνιστών και των αναρχικών στη γερμανική συμβουλιακή επανάσταση πολεμούν και οι ντανταϊστές, ακόμα και ο στιρνερικός Μαρούτ. Στη Ρωσία στο πλευρό της επανάστασης πολεμούν οι νιχιλιστές και οι φουτουριστές, ενώ ο αναρχοατομικιστής Βικτώρ Σερζ προσχωρεί στον μπολσεβικισμό.

Οι κοινωνικές συνθήκες μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν επέτρεπαν κανένα αναχωρητισμό. Ακόμα και αντικαλλιτεχνικές πρωτοπορίες που έκλιναν προς τον μηδενισμό, όπως το dada και ο σουρεαλισμός, αναπτύσσουν έντονη κοινωνική δράση μέσα στους κόλπους του αναρχικού και κομμουνιστικού κινήματος (άλλωστε, ντανταϊστές ήταν και οι ιδρυτές του Κ.Κ. Ρηνανίας), ενώ το ξαδερφάκι τους στην Ιταλία, ο φουτουρισμός, προσχωρεί τελικά στο φασισμό.
Η κοινωνική κατάσταση στη Ευρώπη άλλαξε άρδην μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κουρασμένη από τους πολέμους Ευρώπη αναζητά την κοινωνική σταθερότητα.

Η δεκαετία του ΄50 ήταν πράγματι μια δεκαετία σταθερότητας στη Δύση, η οποία μέσα από την υπερεκμετάλλευση του τρίτου κόσμου και την ανάπτυξη των παραγωγικών της δυνάμεων κατάφερε να δημιουργήσει μια σχετική αφθονία στους κόλπους της. Η δεκαετία του ΄60 όμως απέδειξε πως “η ιστορία ξεγελά και τους καλύτερους μαθητές της”. Ένα νέο επαναστατικό κίνημα, πολύμορφο και αντιφατικό, γεννήθηκε, άκμασε και δυστυχώς παράκμασε. Μια παρακμή που ολοκληρώθηκε οριστικά και με την πτώση των καθεστώτων του “υπαρκτού σοσιαλισμού”. Το ήδη κατακρεουργημένο, από αυτά τα καθεστώτα, επαναστατικό κίνημα κατέρρευσε (ανοίγοντας όμως το δρόμο για τη δημιουργία ενός νέου αντιεξουσιαστικού επαναστατικού κινήματος, αφού η τελεσίδικη αποτυχία του εξουσιαστικού μοντέλου επανάστασης γεννά νέες ιστορικές δυνατότητες).

Πλέον, η δυτική κοινωνία ακολουθεί την πορεία που ήδη από την δεκαετία του ’50 δρομολογήθηκε: καταναλωτική κουλτούρα, παθητικότητα, γενίκευση της απολιτίκ διάθεσης, μοιρολατρία, με δυο λέξεις παθητικός μηδενισμός. Η ηττημένη αριστερά, βαθιά μηδενιστική, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να γκρινιάζει για τη μη ορθολογική λειτουργία του καπιταλισμού. Ενίοτε συμμετέχει και ως κυβερνητικός εταίρος (ή καλύτερα εταίρα, μιας και είναι πόρνη που αναμφίβολα διαθέτει πνευματική και αισθητική καλλιέργεια) στη διαχείριση του καπιταλισμού. Έτσι η Αριστερά βολεύεται με το ρόλο του παθητικού γκρινιάρη που εξαντλεί την “αγωνιστικότητα” σε τελετουργικές αναπαραστάσεις αγώνων περασμένων εποχών και ο ‘κομμουνισμός’ της μετατρέπεται σε ένα απλό άρθρο πίστης, που παραπέμπεται για το αόριστο μέλλον, όταν ο ουρανός θα βρέξει επανάσταση και θα επικρατήσει η χιλιόχρονη βασιλεία του σοσιαλισμού. Από την άλλη, η Ακρα Αριστερά έχει μείνει προσηλωμένη στη θρησκευτική ανάγνωση του μαρξισμού (και πολλών ακόμα -ισμών) και ακροβατεί ανάμεσα στον στείρο ακαδημαϊσμό, που μακριά από τον καθαρό αέρα της πράξης αποπνέει μούχλα, και στην αιώνια αναμονή της μεσσιανικής έλευσης των αντικειμενικών συνθηκών.
Αναμφίβολα, υπάρχουν ακόμα αρκετές ζωντανές δυνάμεις στην Αριστερά, αλλά πνίγονται μέσα στη γενικότερη παρακμή της. Με λίγα λόγια, η κοινωνική ειρήνη και η συνακόλουθη επαναστατική ύφεση δημιούργησαν μια Αριστερά ενσωματωμένη και βαθιά μηδενιστική (με την παθητική έννοια του όρου). Από την άλλη ο αναρχικός /αντιεξουσιαστικός χώρος, σε μεγάλο βαθμό έμεινε δέσμιος του υπεραυθορμητισμού του (της παιδικής αρρώστιας του αναρχισμού), ο οποίος βοήθησε μεν στο να κρατήσει επαφή με τις “από τα κάτω” κοινωνικές διεργασίες, αλλά δε βοήθησε στην ψύχραιμη ερμηνεία των διεργασιών αυτών.

Έτσι, σε περιόδους κοινωνικής έντασης οι αναρχικοί έβλεπαν εξεγέρσεις και την επανάσταση προ των πυλών, ενώ σε περιόδους ύφεσης γίνονταν απαισιόδοξοι και μοιρολάτρες. Μέσα σε διάστημα δέκα-δεκαπέντε ετών τμήματα του χώρου ακροβατούσαν ανάμεσα στους δύο ντετερμινισμούς: από το “κουφάλες κρατιστές λίγα χρονάκια ακόμα”, στο “οι αντικειμενικές συνθήκες για την αταξική κοινωνία δε θα έρθουν ποτέ”. Εν τέλει η ανάλυση που κάνουν πολλοί αναρχικοί στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκονται και όχι στα εργαλεία ανάλυσης που του παρέχει η πλούσια, πλέον, επαναστατική θεωρία!!

Αυτή η ψυχολογικοποίηση της θεωρίας είναι που σε περιόδους κοινωνικής ειρήνης συμβάλλει στην άνοδο μηδενιστικών ρευμάτων. Και αυτά τα μηδενιστικά ρεύματα δεν είναι τίποτα άλλο από αντανάκλαση αυτής της κοινωνικής ειρήνης, που εκφράζεται είτε με τον ειρηνιστικό νεοχιπισμό, είτε με τον βίαιο αναρχοατομικισμό. Και όσο δεν υπάρχει ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα (άλλη μια αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών), ώστε να εντάξει στους κόλπους του αυτά τα μηδενιστικά ρεύματα, τόσο αυτά θα γεννιούνται και θα αναπτύσσονται με τα θετικά τους στοιχεία (που δεν είναι λίγα), αλλά και με τα αρνητικά τους (που είναι πολλά).


Μηδενισμός και κοινωνία
Ο Νίτσε έλεγε ότι η απόφαση των χριστιανών να βλέπουν τον κόσμο ‘κακό και άσχημο’ πράγματι, έκανε τον κόσμο κακό και άσχημο. Κατ’ αναλογία και η απόφαση των μηδενιστών να βλέπουν την κοινωνία (ως κοινωνία καθεαυτή) ‘κακή και άσχημη’ συμβάλλει στη διατήρηση μιας κοινωνίας κακής και άσχημης. Επιπλέον, οδηγεί και σε μια τεράστια ιδεολογική στρέβλωση: δεν τεμαχίζουν μονάχα την επανάσταση σε Ατομική και Κοινωνική, αλλά βλέπουν κιόλας την ατομική τους επανάσταση ως εξω-κοινωνικό φαινόμενο: «Απευθυνόμαστε σε όλους αυτούς που έχουν αυτοεξοριστεί από αυτήν την κοινωνία και τα ψεύτικα αγαθά της».

Ο εκκοσμικευμένος ασκητικός μηδενισμός του 19ου αιώνα αντικαθίσταται πλέον με ένα αρνησίκοσμο, αντιασκητικό μηδενισμό ο οποίος δεν θέτει κανένα σκοπό πέρα από την ίδια του την αυτοανακύκλωση, μέσω της αυτοαναφορικής βίας που εμφανίζεται ως ‘πρόταση ζωής’ για το σήμερα (ένα ένοπλο χόμπυ μήπως;). Αλλά τι ζητούσε κάποτε ο ρωσικός μηδενισμός: Ο Ντιμίτρι Πισάρεφ έλεγε: «Σύντροφοι! Χτυπάτε δεξιά και αριστερά, από τούτο κανένα κακό δε συνέβη ούτε θα συμβεί. Μας λένε παράσιτα της κοινωνίας. Λάθος! Θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι στην κοινωνία. Απλά επί του παρόντος η άρνηση και η ολοκληρωτική καταστροφή της είναι ό,τι πιο χρήσιμο». Βλέπουμε λοιπόν ότι για τους ρώσους νιχιλιστές η άρνηση και η καταστροφή δεν είναι σκοπός αλλά μέσο (όπως και για τον ιλλεγκαλιστή Μάριους Ζακόμπ η παρανομία είναι ένα προσωρινό μέσο και όχι αυτοσκοπός).
Ακόμα και ο απόστολος της παν-καταστροφικής επανάστασης Νετσάγιεφ έγραφε: «Η μελλοντική οργάνωση (σ.σ. της κοινωνίας) θα προκύψει από το λαϊκό κίνημα και τη ζωή. Αυτό όμως είναι δουλειά των επερχόμενων γενεών. Δική μας δουλειά είναι η παθιασμένη, πλήρης, ολοκληρωτική και ανελέητη καταστροφή». Με δυο λόγια, ο ρώσικος μηδενισμός δεν ήταν αυτοαναφορικός, που έβλεπε τον εαυτό του ως μέσο και σκοπό ταυτόχρονα, αλλά ήταν ένα επαναστατικό κίνημα που έβλεπε την απόλυτη καταστροφή της υπάρχουσας κοινωνίας ως μέσο για την έλευση του κομμουνισμού (του τραχύ και πρωτολείου κομμουνισμού, που ο Μαρξ αποκαλούσε «κομμουνισμό του στρατώνα»).

Αντίθετα, ο σύγχρονος μηδενισμός βλέπει τον εαυτό του σαν όχημα και προορισμό ταυτόχρονα, διακηρύσσοντας την «έξω-κοινωνική» του φύση και τον ένοπλο (ή άοπλο), βίαιο (ή ειρηνικό) αναχωρητισμό. Αυτή η αντίληψη περί οάσεων και ελεύθερων ζωνών ταυτίζει το μέσο με το σκοπό, γιατί απλούστατα λείπει ο σκοπός! Το αισιόδοξο, όμως, στο όλο ζήτημα είναι ότι ο αναχωρητισμός αυτός υπάρχει μονάχα στα κεφάλια των επίδοξων «έξω-κοινωνικών» επαναστατών, γιατί απλούστατα στον ενοποιημένο κόσμο του καπιταλισμού κάθε αυτό-εξορία από την κοινωνία βρίσκεται στις νεφέλες της ιδεολογίας. Στην έρημο του καπιταλισμού όλες οι οάσεις είναι οφθαλμαπάτες…

Δεκεμβριανά 2008
Πραγμάτωση και ξεπέρασμα του Μηδενισμού
«Για τη διαλεχτική φιλοσοφία τίποτα δεν είναι τελικό, απόλυτο, ιερό [...] Το ζήτημα δεν είναι να αρνηθώ κάτι, αλλά να αρνηθώ και την άρνηση του. Πρέπει, δηλαδή, να κάνω την πρώτη άρνηση με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι ή να μην μπορεί να γίνει δυνατή η άρνηση της.» Φρ. Ένγκελς
Η εξέγερση του Δεκέμβρη υπήρξε η έμπρακτη άρνηση του παθητικού μηδενισμού της υπάρχουσας κοινωνίας, που με την παθητικότητα της συντηρεί τη βαρβαρότητα που γεννά ο καπιταλισμός. Γιατί αν δούμε τα κοινωνικά φαινόμενα όχι σταθερά και αμετάβλητα, αλλά στην κίνηση τους, στην αλληλουχία τους, στην αλληλεπίδραση τους και όχι με σύνορα να υψώνονται μεταξύ τους, τότε μόνο μπορούμε να κατανοήσουμε πως πέρα από την από τα πάνω κρατική επιβολή, είναι και η παθητικότητα αυτή που συνδιαμορφώνει την εξουσιαστική πραγματικότητα που οπλίζει το χέρι του κάθε Κορκονέα. Η εξέγερση ενάντια στον παθητικό μηδενισμό της υπάρχουσας κοινωνίας, λοιπόν, δε θα μπορούσε να πάρει άλλη μορφή, πέρα από τον ενεργητικό μηδενισμό. Με δυο λόγια, η κοινωνία πλάθει τους εξεγερμένους που της αρμόζουν.

Μόνο η ιδεολογική τυφλότητα θα μπορούσε να δει πίσω από την έκρηξη του Δεκέμβρη μια «τυφλή» εξέγερση. Τόσο η επιλογή των στόχων (κατά κύριο λόγο στόχοι του κράτους και του κεφαλαίου) όσο και η γεωγραφική εξάπλωση της εξέγερσης σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο, όχι μόνο δίνουν στην εξέγερση ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά την καθιστούν ως το σπουδαιότερο κοινωνικό γεγονός της ύστερης μεταπολίτευσης. Αλλά το πιο σπουδαίο δεν είναι η εξέγερση καθαυτή, αλλά οι δυνατότητες και η προοπτική εξέλιξης που εμπεριέχει. Γιατί ως επαναστάτες θα πρέπει να γνωρίζουμε και τα όρια της εξέγερσης. Όσο αναλωνόμαστε σε ύμνους και ψαλμωδίες, τη μουμιοποιούμε, την περιορίζουμε στα στενά όρια της αντιδραστικότητας και του ετεροκαθορισμού (της απλοϊκής άρνησης). Η άρνηση της υπάρχουσας αθλιότητας είναι αναμφισβήτητα το πρώτο βήμα. Η εξέγερση και ο μηδενισμός είναι αναγκαίοι. Το Μηδέν πρέπει να γίνει ο βατήρας που θα μας εκτοξεύσει στο άπειρο και όχι η κινούμενη άμμος που θα μας βουλιάξει.

Η άρνηση της άρνησης, η επαναστατική διαλεχτική είναι το επόμενο. Ο ενεργητικός μηδενισμός πρέπει να ξεπεραστεί διαλεχτικά και να υψωθεί εκ νέου μέσα από ένα αντιεξουσιαστικό ριζοσπαστικό κίνημα. Κι αυτό θα πει: όχι πια «χώρος», αλλά Κίνημα! Όχι αυτό το δήθεν «κίνημα» που εννοούν κάποια αριστερίστικα γκρου-πούσκουλα ή κάποιοι ενσωματωμένοι «αντιεξουσιαστές» σε έκπτωση και οι νεοχίπηδες ακολουθητές τους για να διατηρούν τα πολιτικά τους μαγαζάκια, αλλά η επανάσταση σε διαρκή κίνηση, πολύμορφη και ενεργητική.

Εάν ο Δεκέμβρης απέδειξε κάτι, είναι ότι το τέλος της ουτοπίας είναι μια ουτοπία δίχως τέλος. Εάν δε θέλουμε απλώς να αυτοθαυμάζουμε το επαναστατικό μας είδωλο στον καθρέφτη του σεχταρισμού, του φετιχισμού και της αυτοανακύκλωσης, τότε ας στρώσουμε τον κώλο μας για την ανάπτυξη ενός πραγματικά επαναστατικού /ριζοσπαστικού κινήματος. Αυτό είναι το στοίχημα της εποχής μας.

Επανάσταση ή βαρβαρότητα.

Πολύκαρπος Γεωργιάδης
Δεκέμβρης 2009
Κ.Κ Κορυδαλλού